Τρίτη 26 Ιουλίου 2022
Ο Οργουελισμός στα Ελληνικά γράμματα
«Μα καλά, τη Λένα Διβάνη κράζετε, δεν μπορείτε να βρείτε κάνα πιο δύσκολο στόχο;». Τη συγκεκριμένη απορία μου την είχε εκφράσει πολύ γνωστός συγγραφέας ένα βράδυ στο κέντρο. Πράγματι αν αποτολμήσει κάποιος να διαβάσει έστω και μια παράγραφο της συγκεκριμένης θα νομίζει πως πρόκειται για παιδί με ειδικές ανάγκες (Με όλο το σεβασμό που τρέφουμε προς τα ΑΜΕΑ). Δεν είναι όμως δυστυχώς η μοναδική, ένα λεφούσι ατάλαντων ανθρώπων που στερούνται τα βασικά δομικά και δραματουργικά συστατικά της γραφής συνωστίζονται σε «σαλόνια» εφημερίδων και αργυρώνητες στήλες, ενίοτε βραβεύονται κιόλας και δυστυχώς- με ο,τι αυτό συνεπάγεται για τη φήμη των Ελληνικών γραμμάτων- μεταφράζονται (μια άλλη πονεμένη ιστορία διαπλοκής για την οποία θα μιλήσουμε σε άλλο editorial).
Παρατράγουδα όπως η Ούρσουλα Φωσκόλου, ο Μάκης Τσίτας, η Παυλίνα Μαρβίν, ο Γκέντζος και τόσοι άλλοι παίζουν «πρώτο τραπέζι πίστα», σπρώχνονται σα πολικές αρκούδες, γλείφονται ασυστόλως άλλοτε από πληρωμένα και άλλοτε από απλά αστοιχείωτα γιουσουφάκια και εν τέλει- σε πείσμα ακόμα και της κρίσης του αναγνωστικού κοινού- επιβάλλονται. Το αν πουλάνε είναι άλλη ιστορία αλλά η εμπορική διορατικότητα δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει τα πυρότουβλα των εκδοτικών.
Ωστόσο η προσπάθεια να πεισθεί το κοινό πως πρόκειται για καλούς συγγραφείς είναι σχεδόν Οργουελική. 2+2 = 5. Ενάντια σε κάθε λογική, ενάντια σε κάθε αισθητική. Όπως μου είχε πει κάποτε γνωστός μου, αν εχώ ένα μπαρ και σου σερβίρω πάντα την ίδια χάλια βότκα στο τέλος θα τη συνηθίσεις. Είναι όμως έτσι; Σίγουρα οι κριτικοί του μέλλοντος θα γελάνε με τον τωρινό μας Μεσαίωνα αλλά από την άλλη γελάνε ήδη και σοβαροί άνθρωποι του πνεύματος, ενάντια στα βραβεία, τις γλυφοκωλάδες και την υποβάθμιση κάθε λογοτεχνικού κριτηρίου…
Σάββατο 23 Ιουλίου 2022
Suntan : Άλλη μια μετριότητα αλεσμένη στη μανιέρα του Weird.
Μια ισοπεδωμένη και χρεοκοπημένη χώρα που αδυνατεί να παράξει πολιτισμό το μόνο που μπορεί να εξάγει είναι μια δήθεν, παραμορφωτική αντανάκλαση της μπολιασμένη με κλειστοφοβικούς συμβολισμούς και επιτηδευμένες υπαρξιακές ανησυχίες. Η αρχή έγινε πριν από μερικά χρόνια από μια γενιά νέων κινηματογραφιστών που συνειδητοποίησαν ότι η συνταγή της επιτυχίας βρίσκεται στον ακατανόητο μικρόκοσμο τους και όχι την ενδελεχή καταγραφή των αμέτρητων παθογενειών της Ελληνικής κοινωνίας που απαντώνται στην καθημερινότητα. Με μπροστάρη τον Λάνθιμο δημιουργήθηκε μια καινούργια βιομηχανία που οι ειδήμονες βάφτισαν Weird για να ακολουθήσει ένα λεφούσι επίδοξων μιμητών.
Το πιο πρόσφατο προιόν της ακούει στο όνομα suntan και ακολουθεί πιστά το δόγμα και την αισθητική της, επιπλέον επιβεβαιώνει το κλειστό κύκλωμα ηθοποιών και συντελεστών που αρχίζει να δημιουργείται για τη διατήρηση όχι μόνο των κεκτημένων αλλά πολύ περισσότερο μιας φτηνής αυταρέσκειας και ενός ανόητου ελιτισμού. Όπως και να χει το κείμενο αυτό δεν σκοπεύει να κρίνει νοοτροπίες αλλά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που μετά βίας πιάνει τη βάση. Σχηματικοί χαρακτήρες, σεναριακές ευκολίες και προβλέψιμη πλοκή. Ένα ακρυλικό ένδυμα με την σφραγίδα του εργοστασίου ωστέ να μην υπάρξουν παρερμηνείες αλλά πολύ περισσότερο παρεκκλίσεις από τη γνωστή μανιέρα. Με λίγα λόγια το weird πέθανε ζήτω το νέο Weird, η δαγκεροτυπία, η επανάληψη, η νωθρή από το ξεθυμασμένο μελάνι φωτοτυπία.
Στα της υπόθεσης τώρα δεν χωράνε πολλά λόγια. Ένας μοναχικός και προβληματικός Παπαδημητρίου καταφθάνει στην Αντίπαρο για να εργαστεί ως αγροτικός γιατρός, μέχρι που με την έλευση του καλοκαιριού και μαζί των καραβιών από τουρίστες ερωτεύεται την όμορφη και απελευθερωμένη Άννα, η απόρριψη της τον οδηγεί στην εμμονή και την ψύχωση. Στο τέλος τυφλωμένος από το πάθος του την δολοφονεί και η ταινία τελειώνει με τον ίδιο να πλέει ανάσκελα στα κοράλλινα κυκλαδίτικα νερά. Βαθύτερα νοήματα μην ψάξετε, όπως άλλωστε και στα Άρλεκιν, η σειρά εμπλουτίζεται ταχύρρυθμα. Αλλά όταν το αρχικό απροσδόκητο, νεωτερικό ή απλά διαφορετικό καταντάει προβλέψιμο τότε μια βιομηχανία καταρρέει από τις δικές της εμμονές και όχι τις απαιτήσεις του κατά τ΄άλλα προβατοποιημένου και εύπιστου κοινού.
Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022
Ένα δύσκολο εγχείρημα (Του Απόστολου Θηβαίου)
Μικρή, δειλή, νουβέλα
[...Δεν ξέρει αν θα το τολμήσει ποτέ. Είναι κιόλας εννιά στην πόλη και το βράδυ στα καλύτερά του. Ζευγάρια, φοιτητές, βομβιστές, βιαστές και πρόσφυγες, η τελευταία τάξη αυτού του σοφά φτιαγμένου κόσμου περνούν και χάνονται προς την πλευρά του γεφυριού. Κάτι τέτοιες ώρες λογαριάζει για πράγμα αληθινό την ελπίδα. Έπειτα θυμάται τα νοίκια που χρωστά και τον σφίγγει μια θηλιά. Και διαλέγει με τα λιγοστά του ψηλά να αγοράσει από το φθηνότερο τζιν. Αυτό είναι ό,τι πρέπει.
Όμως απόψε πρέπει να μείνει νηφάλιος. Η Τζένυ γελά και συζητά με τα αγόρια του από κάτω ορόφου. Φορά τα γαλάζια της μάτια, τα άσχημα παπούτσια της που την ομορφαίνουν τόσο διαφορετικά από όλα τα αξιοθέατα αυτής εδώ της πολιτείας. Η Τζένυ καλπάζει πάνω στην νύχτα και έχει το επάνω κουμπί μισάνοιχτο.
Στέκει στην βιτρίνα και μετρά τα λόγια του. Τζένυ είμαι ο Μπάτλερ από τον κάτω όροφο, είμαι καθώς πρέπει παιδί, οι δικοί μου διαθέτουν ένα ξυλόσπιτο κάτω στον ποταμό, θέλεις να πάμε, Τζένυ, ξέρεις, μπορώ αν μου το πεις να σε βοηθήσω με τις καταστάσεις του διευθυντή, θέλεις Τζένυ, κάτι από όλα αυτά λοιπόν σου κάνει Τζένυ;
Αυτό το τελευταίο δεν θα το πει. Επειδή μετά θα επιστρέψουν οι χιλιάδες φορές που γυρνά παραπατώντας στην κακόφημη γειτονιά του. Δεν πάνε λίγες μέρες που κάποιος τον χτύπησε. Δεν του ‘κλεψε τίποτε μα έφθανε για να του στοιχίσει δυο μεροκάματα.
Λοιπόν, αυτό ήταν. Είναι καλύτερα να φύγει. Μια άλλη φορά, ναι, σίγουρα, μια άλλη φορά θα είναι κατάλληλα ντυμένος και θα μπει αποφασιστικά μες στην παμπ. Μα θα φορά το καλό του παντελόνι, εκείνο που ακόμη δεν είναι δικό του μα τον περιμένει, φορεμένο σε ένα κούκλο στην γωνιά της τάδε λεωφόρου. Τζένυ, θα ήθελες μα εκείνη του γυρνά την πλάτη. Κάτι νιώθει για τον Στίβεν, είναι ολοφάνερο. Κάνε Θεέ μου να είναι έτσι. Επειδή τότε θα νιώσει λυτρωμένος, τότε ο Μπάτλερ μπορεί να μεθύσει δίχως αύριο σε όποιο μαγαζί του κάνει κέφι. Πρώτα δυο τρεις μπύρες και έπειτα ποταμούς τζιν, ναι, έτσι πίνουν οι άνδρες στον τόπο του. Και η Τζένυ; Παραείναι δύσκολο το εγχείρημα λέει μονάχος του καθώς το χάραμα έχει φανεί πάνω από την πόλη. Παραείναι δύσκολο εγχείρημα, να σε πάρει Τζένυ, θα μπορούσες να είσαι πιο εύκολο κορίτσι, με δίχως καμώματα που συνηθίζουν τα κακομαθημένα κοριτσόπουλα. Οι περαστικοί διαβαίνουν από μέσα του. Και όλοι έχουν να πουν για τον καημένο Μπάτλερ που έζησε κάποτε μια σκληρή και αποτρόπαια χειμωνιάτικη εποχή της αγάπης. Οι περαστικοί λογαριάζουν πως μια μέρα ο Μπάτλερ θα χαθεί από την γειτονιά, φορτίο στο κάρο του κοινωνικού πτωχοκομείου. Και τότε η Τζένυ, τι θα απογίνει εκείνη; Μα για δες την, πίνει και γελά στην ίδια βιτρίνα εδώ και τόσα χρόνια. Όμως εσύ; Και ο Μπάτλερ ουρλιάζοντας ονόματα χαμένων ποιητών, παραπατά ανήμπορος, επαναλαμβάνοντας την πιο παράξενη προσευχή αυτού του κόσμου. Παραείσαι δύσκολο εγχείρημα, να σε πάρει Τζένυ...] Αυτή είναι η ιστορία του Μπάτλερ. Της τάδε λεωφόρου. Μια πικρή ιστορία που άφησε μια καρικατούρα στην θέση της για να θυμίζει τα πιο κεντρικά σημεία. Δεν είναι κανείς, με την φωνή του Σάμυ Ντέιβις. Για αυτούς που αρνούνται να προσπαθήσουν.
Κυριακή 17 Ιουλίου 2022
Μη βαράτε τον Μαγκλίνη, «Άνθρωπος του πνεύματος» είναι και αυτός…
Το παράδοξο διαβάζοντας την τοποθέτηση Μαγκλίνη είναι ότι χωρίς να πέσουμε από τα σύννεφα είδαμε ένα σωρό ανθρώπους στα social media που το έκαναν.
Δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε τι ιδέα είχαν όλοι τους αυτοί για τους «Ανθρώπους του πνεύματος» ειδικά όταν πρόκειται για διαπλεκόμενες μετριότητες που δουλεύουν σε εταιρίες πλυντήρια όπως η συγκεκριμένη κωλοφυλλάδα που του δίνει βήμα.
Σήμερα είναι ο Μαγκλίνης, αύριο μπορεί να είναι η Λενίτσα η Διβάνη ή ο Χωμενίδης, μήπως πάλι θα πρέπει να αφιερώσουμε τόνους μελανιού για περισσεύματα σκατοψυχιάς ή αμετροεπείς απόπειρες εντυπώσεων που βγάζουν τον κάθε φελλό στην επιφάνεια; Ας ήμαστε σοβαροί και ας αντιληφθούμε σε τι χώρα ζούμε.
Ο Μαγκλίνης εξ όσων γνωρίζουμε έχει ένα άρρωστο παιδί όπως είχε παραδεχτεί και ο ίδιος σε ένα παλαιότερο άρθρο του, πιθανώς θα περιμέναμε μια επιπρόσθετη ευαισθησία σε τέτοια θέματα εκτός αν οι εντεταλμένες υπηρεσίες παρακάμπτουν τους όποιους οικογενειακούς ή άλλου είδους δεσμούς (Παρ΄ όλα αυτά επειδή σε τέτοια θέματα δεν χωράει χιουμοράκι στη συγκεκριμένη υπόθεση οι ευχές μας είναι ολόψυχες). Αν από την άλλη ωστόσο το ποιόν ανθρώπων που θέλουν να προβάλλονται ως «δημοσιογράφοι» και «συγγραφείς» αναλώνεται σε δακρύβρεχτες, "Επτακοίλικες" σπονδές για τον θύτη τότε εμάς δεν μας πέφτει λόγος.
Όσο για το «δράμα» της ζωής στη φυλακή να του υπενθυμίσουμε πως αυτός είναι ο σκοπός του σωφρονισμού και των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, ειδάλλως οι καταδικασμένοι για ειδεχθή εγκλήματα θα έκλειναν σουίτα στο Costa Navarino με όλα τα έξοδα πληρωμένα. Και επειδή το άρθρο του δεν επιδέχεται σοβαρής περαιτέρω κριτικής θα κλείσουμε με τον τίτλο στην κεφαλίδα. Όχι γιατί θεωρούμε πως ο Μαγκλίνης και ο κάθε Μαγκλίνης έχει το ακαταλόγιστο, αλλά διότι αυτό είναι το επίπεδο της διανόησης που επιθυμούν να επιβάλλουν οι σφουγκοκωλάριοι και οι συν αυτώ παρατρεχάμενοι…
ΗΘΟΠΟΙΙΑ (Του Χριστόφορου Τριάντη)
Το πρόβλημα, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι πως πολλοί άνθρωποι (η συντριπτική πλειοψηφία) εγκαταλείπουν σχετικά νωρίς και εύκολα την προσωπικότητά τους και το ρίχνουν στην ηθοποιία. Κυριολεκτικά στην ηθοποιία, με όλα τα συμπαρομαρτούντα: μασκοφορίες, αλλαγή ρόλων ανάλογα με τις συνθήκες και την χωροταξία, πολύ καλή γνώση των διαφόρων σεναρίων, προσωπική διαμόρφωση των σκηνικών και υπακοή στις υποδείξεις των σκηνοθετών της μεγάλης κοινοτοπίας (και της αναζητηθείσας ευτυχίας θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος εμβριθής αναγνώστης). Οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές, εμπεριέχουν και πολλές υπερβολές, ένεκα των χρονικών συνθηκών και των τρεχουσών συναλλαγών, αλλά με αυτές οι ηθοποιοί κρατάνε ζωντανό το υψηλό επίπεδο της υποκριτικής και της αντιμετώπισης των κοινωνικών συναναστροφών.
Προτιμούν (και μοχθούν) να γίνονται ηθοποιοί στο θέατρο της ζωής, να φορούν μάσκες, από το πρωί μέχρι το βράδυ και ν’ αρχίζουν τις παραστάσεις, όπου μπορούν και όπου τους δίνεται η ευκαιρία, κατά προτίμηση μπροστά σε κοινό. Τις προσωπικές ώρες (όποτε προκύπτουν αυτές), άνευ θεατών και μπροστά στα κάτοπτρα (ψηφιακά και μηχανοποιημένα). Δεν κουράζονται καθόλου, ίσα ίσα αισθάνονται ότι τα καταφέρνουν περίφημα στο θεατρικό παιχνίδι. Τους αρέσει να παίζουν διάφορους ρόλους. Φυσικά προτιμούν ν’ αλλάζουν μάσκες τακτικά, τους βολεύει κάτι τέτοιο, αφού είναι πιο κουραστικό να δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα. Ετούτη η διαδικασία απαιτεί θέληση κι αυτοί έμαθαν να εκχωρούν τα πάντα στο ανέφελο θεατρικό σύμπαν. Δεν μπορούν να σηκώσουν ούτε ένα ψήγμα πόνου και θλίψης μόνοι τους. Αλλά η ηθοποιία δεν είναι η σωτηρία, αντίθετα οδηγεί κατευθείαν στην εντροπία και την ανυπαρξία, μετά δακρύων.
Κάποτε, κάποιοι καταφέρνουν να γίνουν πρωταγωνιστές. Λειτουργούν– και νοερώς- δραματικές σχολές στις οποίες γίνονται μαθήματα και κατ’ οίκον, έτσι πολλοί μπαίνουν στο πετσί των ρόλων τους. Χρησιμοποιούν σκηνοθετικά τεχνάσματα, αφιερώνουν χρόνο στην αποστήθιση των ρόλων και την ορθοφωνία. Χρωματίζουν τις μάσκες και τα προσωπεία τους, κάνουν τα ονόματα τους εύηχα και ευκολομνημόνευτα, διαλέγουν παραστάσεις, αλλά ύστερα από λίγο καιρό ακολουθεί η ολοκληρωτική πτώση. Κάθαρση δεν υπάρχει. Το γελοίο νικά : ελευθερία και βούληση. Υπάρχει όμως και προσωπικό όφελος (πέρα από το μερίδιο στα θεωρικά) για τους ηθοποιούς, αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους, σαν να παίζουν στα ίδια έργα, στις ίδιες παραστάσεις και σαν να λένε τα ίδια λόγια (να τα επαναλαμβάνουν είναι η σωστή έκφραση). Δεν έχουν κάποια μορφή, αδυνατούν να την αποκτήσουν, δεν τη θέλουν, γίνονται άμορφοι, χωρίς σχήμα. Αγαπούν αυτήν την υποκριτική ομοιότητα, τις επαναλήψεις που δεν κουράζουν και έχουν σίγουρα κέρδη. Διαβατήριο για την πολυπόθητη ασφάλεια, πρώτα σκηνοθετικά προτεινομένη και μετά αυστηρά επιβαλλόμενη. Αλλά οι ηθοποιοί έχουν και κάτι να περιμένουν χρονικά και τελεολογικά. Προς το τέλος των γενικών παραστάσεων, αναμένουν να πέσει η αυλαία, μήπως και εξιλεωθούν στα παρασκήνια, χρησιμοποιώντας παλαβές ταχυδακτυλουργίες και γελοίες παντομίμες. Αντιλαμβάνονται ότι είναι ανάγκη να αποκτήσουν επιτέλους μορφή και αναγνωρισιμότητα σωτηριολογική, αλλά ούτε υποβολείς υπάρχουν για βοήθεια, ούτε αποτυχημένοι δευτεραγωνιστές για παρηγορία και ο μέγας σκηνοθέτης είναι σε μόνιμη καραντίνα και χωρίς μάσκα (δυστυχώς).
Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022
Βικτώρια (η αρχή και το τέλος της αθωότητας σε 138 λεπτά μονοπλάνου)
Η ανασφάλεια της νεαρής Ισπανίδας Βικτώρια φανερώνεται από τα πρώτα λεπτά του σχεδόν δίωρου αυτού, αριστουργηματικού μονοπλάνου, όπως και η ανάγκη να επικοινωνήσει με κάθε κόστος σε μια κοινωνία που κυριαρχεί το ευκαιριακό και η αποξένωση –«Είσαι Σουηδός; Να σε κεράσω και' γω κάτι;»- Ρωτάει τον μπάρμαν με την χαρακτηριστική διστακτικότητα που κρύβει μέσα την απόγνωση και την προσδοκία. Δευτερόλεπτα αργότερα ξεκινάει η περίηγηση της στο νυχτερινό αλλά και σκοτεινό Βερολίνο με την συνοδεία τεσσάρων αγνώστων νεαρών. Ένα ταξίδι που το απροσδόκητο και ο κίνδυνος καραδοκούν στην επόμενη γωνία και παράλληλα τα όρια διευρύνονται οδηγώντας τη νεαρή κοπέλα σε μια διαδικασία ετεροχρονισμένης αυτογνωσίας. Η Βικτώρια αποτινάσσει ένα παρελθόν στιγματισμένο από τη ματαίωση -«έπαιζα στο πιάνο εφτά ώρες, στο κονσερβατόριο μας έλεγαν ότι το ενενήντα τοις εκατό από εμάς χάνουμε τον καιρό μας»- και σταδιακά αδιαφορεί για τις συνέπειες που θα καθορίσουν το μέλλον. Ο χρόνος είναι καθηλωμένος στο παρόν, σε μια ιλιγγιώδη περιδίνηση που η κάμερα προσπαθεί να ακολουθήσει παρασύροντας και τον θεατή στην επιταχυνόμενη κλιμάκωση. Σε αυτή την αναζήτηση ο έρωτας κυριαρχεί, ο έρωτας που γεννιέται περιφρονώντας το κόστος, ο έρωτας που εξισώνει τη στιγμή με την αιωνιότητα αγκαλιάζοντας τον θάνατο και τον κίνδυνο, ο αληθινός έρωτας όπου το μέτρο, η λογική και ο φόβος απουσιάζουν. Πολύ περισσότερο ο έρωτας που τζογάρει με το εφιαλτικό ενδεχόμενο του ανολοκλήρωτου. Ο έρωτας γίνεται για την Βικτώρια το μέσο της υπέρβασης, το χάραμα θα την βρει μόνη αλλά και μεταμορφωμένη, λαβωμένη αλλά και όρθια, στο τέλος μιας διαδρομής που ο περισσότερος κόσμος εγκαταλείπει στα μισά. Το “Victoria” πάνω απ΄όλα είναι μια οδύσσεια ενηλικίωσης στους κόλπους μιας απρόσωπης ζούγκλας σκυροδέματος, συμπυκνώνοντας την αρχή και το τέλος της αθωότητας σε 138 λεπτά καθηλωτικού μονοπλάνου…
Πέμπτη 7 Ιουλίου 2022
Αφιέρωμα στην Ιαπωνική λογοτεχνία-Πέντε βιβλία που αξίζει να διαβάσεις
Ελάχιστοι έχουν συνδέσει την Ιαπωνία με τη λογοτεχνική της παράδοση. Η υψηλή τεχνολογία και οι φρενήρεις ρυθμοί ζωής των αστικών κέντρων, στοιχεία με τα οποία το ευρύ κοινό την έχει ταυτίσει, έχουν επισκιάσει την πλούσια βιβλιοπαραγωγή της, που κατά καιρούς μας έχει χαρίσει αριστουργήματα. Μια χώρα τόσων αξιόλογων λογοτεχνών δεν θα μπορούσε να μην έχει και το ανάλογο αναγνωστικό κοινό (προσοχή εδώ δεν ισχύει ο κανόνας της λογοτεχνικής μούργας καθώς τα κριτήρια για έκδοση είναι αξιοκρατικά και οι προδιαγραφές αυστηρότατες). Αρκεί μια βόλτα στο μετρό του Τόκιο για να διαπιστώσει κανείς τη σχέση των Ιαπώνων με το βιβλίο, εκεί οπού ακόμα και τις ώρες αιχμής οι περισσότεροι κρατούν με το ένα χέρι τη χειρολαβή και το άλλο κάποιο ανάγνωσμα τσέπης. Από την πλούσια γκάμα μυθιστορημάτων που έχει να αναδείξει, ακολουθεί μια επιλογή και παρουσίαση πέντε εξ αυτών.
Junichiro Tanizaki - “Το κλειδί” Ίσως μαζί με τον Kobe Abe, ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της κλασικής ιαπωνικής λογοτεχνίας. Βασικοί άξονες των έργων του η σύγκρουση των δυο φύλων, ο καταπιεσμένος ερωτισμός και η αποξένωση υπό το πρίσμα μιας συντηρητικής ανδροκρατούμενης κοινωνίας που συνοψίζονται με μαεστρία στο πιο αντιπροσωπευτικό βιβλίο του «Το Κλειδί». Εκεί, πίσω από τη φαινομενικά ήσυχη ζωή ενός ζευγαριού, παρακολουθούμε τις μύχιες σκέψεις τους, όπως καταγράφονται στα ημερολόγια τους, καθώς κλιμακούμενες τους οδηγούν στην τελική τραγωδία.
Ryu Marakami - “In the Miso soup” Όχι τόσο γνωστός στον έξω κόσμο όσο ο συνεπώνυμος του Haruki, αλλά εξίσου, ίσως και περισσότερο, διάσημος στη γενέτειρα του. Στο «69» επιχειρεί να καταγράψει την ηδονιστική ατμόσφαιρα της μεταπολεμικής δυτικοποιημένης Ιαπωνίας, ενώ με το Miso soup πάει ένα βήμα παραπέρα εξετάζοντας τις άγνωστες στο ευρύ κοινό παθογένειες των αστικών κέντρων της, όπως το φαινόμενο της εκπόρνευσης -από επιλογή- ευκατάστατων μαθητριών, το αλόγιστο κυνήγι του πλούτου και την εμμονή στις ακριβές φίρμες. Όλα αυτά μέσα από τα μάτια ενός -καθόλου συμπτωματικά- αμερικάνου σίριαλ κίλερ που φτάνει στο Τόκιο σαν άγγελος εκδικητής για να θέσει τους κατοίκους του αντιμέτωπους με την κενότητα των ζωών τους, ωθώντας τον αναγνώστη στο να διερωτηθεί αν πραγματικά τις αξίζουν. Κοφτερό χιούμορ αλλά και απαράμιλλη σκληρότητα.
Natsuo Kirino - “Out “ Εύπεπτη αστυνομική λογοτεχνία στο στυλ του Ian Rankin, αλλά με εύστοχο κοινωνικό σχολιασμό. Στη χώρα της θεωρείται σταρ έχοντας ωστόσο αποσπάσει βραβεία και στο εξωτερικό. Στο «Out» μια εργάτρια σε βιομηχανία δολοφονεί τον βάναυσο άντρα της και τρεις γυναίκες συνάδελφοι την βοηθούν να τον τεμαχίσει και να εξαφανίσει το πτώμα του. Αποκαλυπτικό σχόλιο πάνω στις πατριαρχικές δομές της σύγχρονής ιαπωνικής κοινωνίας και την ενδοοικογενειακή βία. Συνδυάζει την αστυνομική πλοκή με τη διαμαρτυρία, ενώ επίσης καταπιάνεται με την ψυχολογία του συνόλου-οι τέσσερεις γυναίκες καλούνται να ενεργήσουν μαζί στη συγκάλυψη του εγκλήματος- κάτι που χαρακτηρίζει όλες τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα αυτή.
Koji Suzuki - “The ring” (φώτο) Δυο μαθήτριες παρακολουθούν μια βιντεοκασέτα με ένα περίεργο οπτικοακουστικό μήνυμα και μετά από μια εβδομάδα βρίσκονται νεκρές, από κει και πέρα όποιος βλέπει την κασέτα ακολουθεί την τύχη τους χτυπημένος από την κατάρα της Sadako. Ο Suzuki φτιάχνει μια ιστορία τρόμου συνδυάζοντας τους θρύλους και τις παραδόσεις της χώρας του με τη σύγχρονη τεχνολογία. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο και έγινε ριμέικ από το Hollywood.
Seicho Matsumoto -” Τόκιο Εξπρές” Αστυνομικό νουάρ μυθιστόρημα από τον μετρ του είδους που αισίως συμπληρώνει μισό αιώνα ζωής (γραμμένο το 1958). Ένα «παιχνίδι» με τα δρομολόγια των τρένων και τη διαχείριση του χρόνου για τον επιθεωρητή Μιχάρα, που καλείται να εξιχνιάσει τη δολοφονία δύο εραστών εν μέσω ενός πολιτικού σκανδάλου. Καλοστημένα άλλοθι, αλυσιδωτοί γρίφοι, ποιητικές παρεμβολές κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση μέχρι το ανατρεπτικό φινάλε και την τελική συναρμολόγηση του παζλ
Κυριακή 3 Ιουλίου 2022
Βιβλιοκριτικό σημείωμα του Κωνσταντίνου Κωστέα
«Δεν είναι η ποσότητα του αισθήματος η ουσία. Είναι ο τρόπος»
Βιβλιοκριτικό σημείωμα του Κωνσταντίνου Κωστέα για το ιστορικό μυθιστόρημα
της Αριστέας Σερεμέτη, Εννέα και Εικοσιοκτώ, Μάρτιος 2022
Στη συλλογή διηγημάτων Ηλεκτρόνια, πρώτο συγγραφικό πόνημα της Αριστέας Σερεμέτη, δόθηκε φωνή στους αρνητικά φορτισμένους συνανθρώπους μας, όσους συνηθίζουμε να αποκαλούμε αντιήρωες, δεδομένου ότι δεν διέπονται από κάτι επικό, υπερφυσικό ή μεταφυσικό, αλλά ανυπεράσπιστοι συνθλίβονται από τις Συμπληγάδες της καθημερινότητας.
Λίγους μήνες μετά, η Σερεμέτη, ανήσυχη όπως πάντα, επέστρεψε δυναμικά στο λογοτεχνικό μετερίζι με το ιστορικό μυθιστόρημα Εννέα και Οικοσιοκτώ, ένα ελεγείο στην αμετανόητη εκείνη δρακογενιά, που, χωρίς να αλλοτριωθεί από τις αλλεπάλληλες δυσχέρειες, διαρκώς πείσμωνε και γιγαντωνόταν, αγγίζοντας δυσθεώρητα ύψη, μέσα από τα οράματα της για έναν δίκαιο κόσμο, μέσα από τα όνειρά της για μια απέραντη πατρίδα. Ως εκ τούτου, η δημιουργός, κινούμενη σε διαφορετική πορεία από την πρώτη της συγγραφική απόπειρα, μάς χαρίζει ένα βιβλίο ηρωικό, που διατρέχει την πλέον ταραχώδη περίοδο του ελληνικού εικοστού αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (Σεπτέμβριος 1922), έως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και συγκεκριμένα το 1980.
Κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης είναι τρεις γυναίκες: η εβραία Ζιμπούλ Καράσσο, η μωαμεθανή Σερέν Κάρμαν και η ελληνορθόδοξη Μαριορίνη Ταπεινού, οι οποίες, παρότι εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς, τρεις διαφορετικούς και συχνά αλληλοσπαρασσόμενους κόσμους, διατηρούν στενούς δεσμούς φιλίας. Τα «αόρατα νήματα» που τις συνδέουν εξ απαλών ονύχων δεν διαταράσσονται, ακόμα κι όταν εμφανίζεται μια «αιχμηρή ακίδα στη μεταξύ τους σχέση», σύμφωνα με μια περίτεχνη μεταφορά της συγγραφέως. Πρόκειται, βέβαια, για τον «Καλαματιανό», κατά κόσμον Άγγελο Σταματελόπουλο, ο οποίος, αφού εκδικήθηκε τον θάνατο του πατέρα του και του ανήλικου αδερφού του, σκοτώνοντας τον ταγματασφαλίτη Μιχάλακα, που ήταν θείος του, στο εσωτερικό της Υπαπαντής, πολιούχου και προστάτη της Καλαμάτας, έφυγε κυνηγημένος από τους συνεργάτες των κατακτητών για τη Δράμα. Αργότερα, ως μέλος της Εθνικής Αντίστασης και συγκεκριμένα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.), στράφηκε εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, κατά την περίοδο της τριπλής Κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα.
Για να επιζήσει, αναγκάζεται να αποκρύψει την ταυτότητά του. Στις απόκρημνες οροσειρές συστήνεται ως Ερρίκος, στις πόλεις ως Ανδρέας Ταπεινός, παριστάνοντας τον ξάδερφο της Μαριορίνης. Τα τρία ονόματα του «Καλαματιανού» (το αληθινό ονοματεπώνυμο και τα συνωμοτικά ψευδώνυμα) ενδεχομένως να συνδέονται με τις τρεις διαστάσεις του έρωτα των τριών γυναικών για τον μυστηριώδη άνδρα: α) τον δικαιωματικό έρωτα της Σερέν, β) τον απελπισμένο έρωτα της Ζιμπούλ, γ) τον έρωτα της «εσωτερικής άνοιξης» που βιώνει η Μαριορίνη.
Ο αφηγηματικός χρόνος ξεκινά στο μέσο της αφήγησης -in media res- από την Κομοτηνή ή Γκιουμουλτζίνα. Πρόκειται για μια πολυπολιτισμική πόλη με αθρόο μουσουλμανικό και κάποτε εβραϊκό στοιχείο, η οποία βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών για έξι σχεδόν αιώνες (1363-1912), πέρασε στα χέρια των Βουλγάρων για μια επταετία μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων (1913-1920) και προσαρτήθηκε στον ελληνικό εθνικό κορμό μετά την συνομολόγηση της Συνθήκης των Σεβρών το 1920.
Στα καινά δαιμόνια της μυθοπλαστικής διήγησης της Σερεμέτη βρίσκεται αναμφίβολα η καταγραφή της σκαιότατης, αλλά αποσιωπημένης από την επίσημη ιστοριογραφία, Δ΄ Βουλγαρικής Κατοχής της Κομοτηνής στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Βούλγαροι, άλλωστε, είναι αυτοί που συνέτειναν στην εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, καθώς τα ξημερώματα της 3ης Μαρτίου 1943, συγκέντρωσαν 864 Εβραίους σε μια εγκαταλελειμμένη καπναποθήκη, για να τους οδηγήσουν μέσω αμαξοστοιχίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία.
Από τη σύλληψη αυτή, σύμφωνα με τη μυθοπλαστική διήγηση της Σερεμέτη, γλίτωσε η Ζιμπούλ, η οποία είχε κοιμηθεί στο σπίτι της οικογένειας Ταπεινού τη μοιραία εκείνη νύχτα. Η σωτηρία της οφείλεται εν πολλοίς στη συμβολή της Αννίκας Γρέγε, μητέρας της Μαριορίνης, μιας γυναίκας που μετείχε στην την ίδια μοίρα, καθώς τα βάρβαρα τουρκικά στίφη, στον απόηχο της κατάρρευσης και οπισθοχώρησης του ελληνικού μετώπου, κατά την τελευταία φάση της μικρασιατικής εκστρατείας, εξόντωσαν τον πατέρα της, ατίμωσαν τον αδερφό της και έσπρωξαν την υπόλοιπη οικογένεια των «μεταξωτών ανθρώπων» της Προύσας στην προσφυγιά.
Μέσα από το ταπεινωτικό, δίχως τις απαραίτητες υποδομές και ανέσεις, ταξίδι της προς τη Δυτική Θράκη, παρατηρούμε ότι, όχι μόνον οι «άπιστοι» γείτονες στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, αλλά και όμαιμοι, ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι, Έλληνες, δηλαδή, αυτόχθονες, συντείνουν προς την κορύφωση της τραγωδίας. Ενδεικτικά, ο καπετάνιος ενδίδει στη γοητεία της Σουλτάνας, η οποία στρέφεται προς την εκπόρνευση, για να βοηθήσει την άρρωστη, σχεδόν ετοιμοθάνατη από δυσεντερία, θεία της Κατίνα, και παρατείνει επ’ αόριστον την αποβίβαση στο λιμάνι της Μαρώνειας. Μέσα από την απανθρωπιά του, μπορούμε να θυμηθούμε εκείνους που εκμεταλλεύονταν τους πρόσφυγες, αν αφουγκραστούμε και τη σχετική μαρτυρία από το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη Έξι μήνες στην Ακρόπολη, αλλά κι εκείνους που έσπερναν το μίσος για τους άλλοτε «αλύτρωτους αδερφούς μας», δονώντας την ατμόσφαιρα με συνθήματα για «τουρκόσπορους», «πρόσφυγγες» και «παστρικές».
Μολαταύτα, κάπου-κάπου, μέσα από την τραχύτητα, το μίσος, την καταφρόνια, ξεπηδούν και κάποιες νησίδες ανθρωπιάς που δείχνουν ότι οι ελπίδες μας για κάτι καλύτερο δεν πρέπει να εξανεμίζονται, ακόμα και όταν παρελαύνουν τα φρικωδέστερα ένστικτα, λόγω του παραλογισμού του πολέμου, της συστηματικής στοχοποίησης, εκδίωξης και εξόντωσης του «Άλλου», σύμφωνα με τα κελεύσματα της εθνικής καθαρότητας και των αντεπιστημονικών στρεβλώσεων που εκπορεύονται διαχρονικά από την ρατσιστική προπαγάνδα.
Για να μην προδώσω την εξέλιξη της ιστορίας, θα περιοριστώ, αδρομερώς, στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα ίχνη των τριών γυναικών διαχωρίζονται, για να συναντηθούν μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου στη Μακρόνησο. Ενδιάμεσες στάσεις: η Θεσσαλονίκη για τη Ζιμπούλ, η Κωνσταντινούπολη και η Προύσα για τη Σερέν, η Αθήνα για τη Μαριορίνη. Τελικός σταθμός και για τις τρεις η Καλαμάτα και το λευκό σπίτι στην ανηφόρα του Άη-Γιώργη, λίγα μέτρα από το κάστρο της πόλης. Εκεί, άλλωστε, ο «Καλαματιανός» προσπαθεί να γαληνέψει, ανοίγοντας ένα βιβλιοπωλείο.
Η τοπογραφία είναι ένα από τα δυνατά σημεία της αφήγησης, καθώς η Αριστέα αναπλάθει την βρεγμένη από τα νερά του Μπουκλουτζά Κομοτηνή, πρωτεύουσα της Ροδόπης, διατρέχοντας τους χριστιανικούς, μουσουλμανικούς, εβραϊκούς και τσιγγάνικους μαχαλάδες, φωτογραφίζοντας τα τοπόσημα, αλλά και τις συνήθειες, τις κινήσεις και τις επαφές των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες μπορούν εύκολα να διακριθούν λόγω θρησκεύματος. Ειδυλλιακή είναι και η περιγραφή της Πόλης, που νανουρίζεται από τα κύματα του Κερατίου Κόλπου, λίγο πριν ξεσπάσουν τα Σεπτεμβριανά του 1955. Την ίδια αναπλαστική ικανότητα συναντάμε και στις άλλες πόλεις. Ενδεικτικά, το φαρμακείο του Πατζίκη στη Θεσσαλονίκη, που εξελίσσεται σε φυτώριο του πνεύματος, παραπέμπει σ΄ ένα υπαρκτό κατάστημα, το φαρμακείο του μοντερνιστή συγγραφέα, ποιητή και ζωγράφου της Γενιάς του ’30 Νίκου Γαβριήλ Πεντζική, που κυριολεκτικά κατακλύζεται από τον πνευματικό κόσμο της πόλης, ενώ η ΑΜΥΛ είναι αντανάκλαση της υπαρκτής βιοτεχνίας αμύλου, γνωστότερης ως ΒΙΑΜΥΛ, η οποία ιδρύθηκε το 1926 από τον χημικό μηχανικό Σπύρο Κουβερτάρη. Ακόμα, η συνοικία της Μπάρας, αντίστοιχη της πειραιώτικης Τρούμπας, φωτογραφίζει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των στιγματισμένων ως «μπάσταρδων» παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι πόρνες.
Εν ολίγοις, αν αφαιρέσουμε τα τοπωνύμια, τις χρονολογίες, που εμμέσως γίνονται γνωστές από τα ιστορικά συμφραζόμενα, και τα πρόσωπα, θα ατενίσουμε ένα πανανθρώπινο δράμα που επαναλαμβάνεται δίχως σταματημό στους βωμούς των μεγάλων συμφερόντων, που άλλοτε συγκλίνουν, άλλοτε αποκλίνουν, χωρίζοντας τον χάρτη σε σφαίρες επιρροής και σπέρνοντας κυριολεκτικά τον όλεθρο. Βάσει των παραπάνω, τείνω να πιστεύω πως η Σερεμέτη δικαιολογεί τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη, ο οποίος στην Ποιητική, σύγγραμμα που εγκαινιάζει την Κριτική της Λογοτεχνίας παγκοσμίως, σημειώνει ότι η διαφορά της ποίησης (πεζογραφία στα κλασικά χρόνια δεν υπήρχε) από την ιστοριογραφία δεν έγκειται στην ύπαρξη ή όχι μέτρου, αλλά στο γεγονός ότι η ποίηση διασώζει τα καθ’ όλου, αυτά που μπορούν να συμβούν και δύνανται να επηρεάσουν τον καθένα, ενώ η ιστοριογραφία διασώζει τα επιμέρους, αυτά που έχουν ήδη συμβεί και αφορούν συγκεκριμένους ανθρώπους.
Φτάνοντας προς την πολυπόθητη έξοδο, συνάγουμε ότι η σύγκρουση με τη φθορά, πολιτική, ηθική, υπαρξιακή είναι η μοναδική διέξοδος. Μολατάυτα, οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση τις φέρνει στο προσκήνιο με έναν τρόπο κινηματογραφικό, που υποβοηθείται από τις αναδρομές στο παρελθόν και τις απροειδοποίητες αλλαγές των σκηνικών. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, πρέπει να είμαστε απερίσπαστοι. Ακόμα, παρά την κυριαρχία του ορθολογισμού, το παιχνίδι των συμπτώσεων αισθητοποιείται από το ρολόι του Καλαματιανού, το οποίο, σαν σταματημένο, πάντοτε στις κρίσιμες περιστάσεις δείχνει Εννέα και Εικοσιοκτώ. Την ίδια ώρα πέπρωται να σταματήσει, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Τι κρύβεται, όμως, πίσω από αυτό το ρολόι;
Το «εννέα, μαγικός αριθμός, κατά την αριθμολογία των Πυθαγορείων, κεντρίζει την προσοχή μας σαν πολλαπλάσιο του τρία. Μην ξεχνάμε τον άνδρα με τα τρία ονόματα που γίνεται αντικείμενο του πόθου τριών γυναικών που εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς και γεννιούνται, ταπεινώνονται και εν τέλει πεθαίνουν στο ίδιο μέρος: την Κομοτηνή, τη Μακρόνησο και την Καλαμάτα, αντίστοιχα. Προς επίρρωσιν του συναρπαστικού παιχνιδιού με τον αριθμό «τρία», το μυθιστόρημα δομείται από τρεις ενότητες: Α. «Αόρατα Νήματα» , Β. «Η θάλασσα, μια αμυγδαλιά και το φάρμακο», Γ. «Ο Αξιότιμος κύριος Ερρίκος». Το «εικοσιοκτώ», με τη σειρά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα παιχνίδι της ανθρώπινης μοίρας, καθώς οι τρεις γυναίκες, που συνδέονται με έναν ιδιότυπο, μάλλον αντισυμβατικό, τρόπο με τον «Καλαματιανό» γεννιούνται στα 1928.
Ως προς τις αρετές της γραφής της Αριστέας, αξίζει να σταθούμε στον βραχυπερίοδο λόγο, ο οποίος συμπυκνώνει τα νοήματα, καθιστώντας τα γοργά, κοφτά, ικανά να διαπεράσουν τις λεπταίσθητες χορδές του αναγνώστη. Παρά τις καταδυναστεύσεις, τις συγκρούσεις, τις προδοσίες, οι οποίες καταγράφονται δίχως παραμορφωτικούς φακούς, δίχως ωραιοποιήσεις, ο κοσμοπολιτισμός και ο συγκρητισμός θριαμβεύουν και μας κάνουν να προβληματιστούμε για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Βάσει των παραπάνω, πρέπει να γεμίσουμε τη φαρέτρα μας με τη σφαιρική γνώση του παρελθόντος, προκειμένου να απαντήσουμε στο καθ’ όλα επίκαιρο ερώτημα: «ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας;», δίχως έξωθεν επεμβάσεις και άνωθεν κατευθύνσεις. Κάπως έτσι, θα αποκτήσουμε τη δέουσα σοφία, για να προβλέψουμε τα προσερχόμενα, αυτά, δηλαδή, που πλησιάζουν, αν δανειστούμε τον όρο που χρησιμοποιείται στο καβαφικό ποίημα «Σοφοί δε Προσιόντων».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή μας, εύλογα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η συγγραφέας, έχοντας σημαία του κονταριού της την Ιδέα, συντρέχει τον πάσχοντα άνθρωπο, οραματίζεται μια πλάση αρμονική, αδελφωμένη, δίχως φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, καυτηριάζοντας την ανθρώπινη εκμετάλλευση στην ολότητά της:
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Ανατρέχοντας στο ανωτέρω δίστιχο απ’ το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου, εύχομαι το σάλπισμά της Αριστέας να ενώσει την οικουμένη.
Σάββατο 2 Ιουλίου 2022
Νίκος Γεωργάκης (Συνέντευξη)
Το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση συναντώντας τον Νίκο το Γεωργάκη είναι πως δεν πλησιάζει στο ελάχιστο το κλισέ του ηθοποιού. Απλός, ευπροσήγορος, άμεσος θυμίζει όχι τόσο τον τύπο της διπλανής πόρτας αλλά τον διπλανό θαμώνα στη μπάρα. Και η αλήθεια είναι πως κάπως έτσι (πάνω από μια μπύρα και ένα ποτήρι βότκα) έγινε η πρώτη μας γνωριμία που κατέληξε στην παρακάτω συνέντευξη. Αν και αρνήθηκα να του εκδηλώσω ανοιχτά το θαυμασμό μου νομίζω η σεμνότητα του θα τον προσπερνούσε. Ίσως γιατί πολύ απλά ο Νίκος δεν είναι μόνο ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του αλλά και ένας sui generis αντιήρωας των καιρών μας Έχουν περάσει κοντά 25 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησαν οι "Απόντες" και ακόμα βλέπουμε αφιερώματα σε διάφορα μέσα έχοντας χτίσει τον δικό τους μύθο, υπάρχουν ακόμα άτομα που σε προσσεγγίζουν για να εκδηλώσουν τον θαυμασμό τους;. Η αλήθεια είναι πως ναι, ακόμα και άτομα της νεότερης γενιάς με πλησιάζουν και μου λένε πόσο τους άρεσε. Κάτι που μάλλον δείχνει πως ο χρόνος τους δικαιώνει με έναν τρόποΣτην ταινία παρακολουθούμε την πορεία πέντε εντελώς διαφορετικών φίλων, ο ένας φιλόδοξος και κυνικός, ο άλλος αυτοκαταστροφικός, ο άλλος προσγειωμένος, ο άλλος ονειροπόλος και τέλος ο συμβιβασμένος αδερφός του που η ενηλικίωση και οι υποχρεώσεις τους χωρίζουν αμετάκλητα. Είναι κάτι που συμβαίνει και στη ζωή;Είναι το κλισέ που λέμε η τέχνη αντιγράφει τη ζωή και η ζωή την τέχνη, όντως οι χαρακτήρες είναι έτσι όπως τους περιγράφειςΗ αλήθεια είναι πως όπως μου εκμυστηρεύτηκες ούτε και εσείς (Χειλάκης, Νούσιας, Σταρίδας, Μουρίκης) ταιριάζατε σαν χαρακτήρες. Πως παρόλα αυτά καταφέρατε να συνεργαστείτε αποδίδοντας ένα τόσο άρτιο αποτέλεσμα;Ντάξει ήταν πολλοί οι παράγοντες, η Σαλαμίνα, το γεγονός πως τότε ήμασταν όλοι πιτσιρικάδες και θέλαμε να κάνουμε κάτι καλό για τον κινηματογράφο (γι' αυτό και οι πολλές πρόβες), το ότι δεν υπήρχαν γυναίκες και μπορούσαμε να εστιάσουμε ευκολότερα στους ρόλους μας και άλλα. Ποτέ δεν είναι μόνο ένα το συστατικό που κάνει καλή μια ταινίαΕίναι αλήθεια πως ο Γραμματικός σε είχε επιλέξει στην αρχή για άλλο ρόλο και τελικά πόσο ταυτίστηκες με εκείνον του Αντρέα;Αλήθεια είναι, με ήθελε για εκείνον που τελικά υποδύθηκε ο Νούσιας αλλά μόλις διάβασα το σενάριο πάτησα πόδι και είπα θέλω τον Αντρέα. Έχω κοινά χαρακτηριστικά, μόνο ελπίζω να μην πεθάνω κάποια μέρα στη θάλασσα μεθυσμένος (γέλια) και η αλήθεια είναι πως μου φάνηκε και πιο κινηματογραφικός. Πάντως ταύτιση δεν υπάρχει, νομίζω ούτε ο Daniel Dei Lewis (σ.σ αγαπημένος του ηθοποιός) δεν ταυτίζεται με τους ρόλους του.Στα εικοσιδύο σου πρωταγωνίστησες στον "Λευτέρη Δημακόπουλο", μια επίσης εξαιρετική και πολυβραβευμένη ταινία, μετά ήρθαν οι "Απόντες", ποια θα διάλεγες προσωπικά σαν αγαπημένη μετά από όλα αυτά τα χρόνια;Είναι και οι δύο σαν παιδιά μου, πλάκα κάνω αλήθεια ποιος ξεκίνησε αυτό το κλισέ; Ο Δμακόπουλος ήταν το ξεκίνημα οπότε τον βλέπω κάπως σαν τον πρώτο έρωτα. Οι "Απόντες" σίγουρα είναι πιο κοντά σε μένα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)









