Βιβλιοκριτικό σημείωμα του Κωνσταντίνου Κωστέα

«Δεν είναι η ποσότητα του αισθήματος η ουσία. Είναι ο τρόπος»
Βιβλιοκριτικό σημείωμα του Κωνσταντίνου Κωστέα για το ιστορικό μυθιστόρημα της Αριστέας Σερεμέτη, Εννέα και Εικοσιοκτώ, Μάρτιος 2022 Στη συλλογή διηγημάτων Ηλεκτρόνια, πρώτο συγγραφικό πόνημα της Αριστέας Σερεμέτη, δόθηκε φωνή στους αρνητικά φορτισμένους συνανθρώπους μας, όσους συνηθίζουμε να αποκαλούμε αντιήρωες, δεδομένου ότι δεν διέπονται από κάτι επικό, υπερφυσικό ή μεταφυσικό, αλλά ανυπεράσπιστοι συνθλίβονται από τις Συμπληγάδες της καθημερινότητας.
Λίγους μήνες μετά, η Σερεμέτη, ανήσυχη όπως πάντα, επέστρεψε δυναμικά στο λογοτεχνικό μετερίζι με το ιστορικό μυθιστόρημα Εννέα και Οικοσιοκτώ, ένα ελεγείο στην αμετανόητη εκείνη δρακογενιά, που, χωρίς να αλλοτριωθεί από τις αλλεπάλληλες δυσχέρειες, διαρκώς πείσμωνε και γιγαντωνόταν, αγγίζοντας δυσθεώρητα ύψη, μέσα από τα οράματα της για έναν δίκαιο κόσμο, μέσα από τα όνειρά της για μια απέραντη πατρίδα. Ως εκ τούτου, η δημιουργός, κινούμενη σε διαφορετική πορεία από την πρώτη της συγγραφική απόπειρα, μάς χαρίζει ένα βιβλίο ηρωικό, που διατρέχει την πλέον ταραχώδη περίοδο του ελληνικού εικοστού αιώνα από τη Μικρασιατική Καταστροφή (Σεπτέμβριος 1922), έως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης και συγκεκριμένα το 1980.
Κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης είναι τρεις γυναίκες: η εβραία Ζιμπούλ Καράσσο, η μωαμεθανή Σερέν Κάρμαν και η ελληνορθόδοξη Μαριορίνη Ταπεινού, οι οποίες, παρότι εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς, τρεις διαφορετικούς και συχνά αλληλοσπαρασσόμενους κόσμους, διατηρούν στενούς δεσμούς φιλίας. Τα «αόρατα νήματα» που τις συνδέουν εξ απαλών ονύχων δεν διαταράσσονται, ακόμα κι όταν εμφανίζεται μια «αιχμηρή ακίδα στη μεταξύ τους σχέση», σύμφωνα με μια περίτεχνη μεταφορά της συγγραφέως. Πρόκειται, βέβαια, για τον «Καλαματιανό», κατά κόσμον Άγγελο Σταματελόπουλο, ο οποίος, αφού εκδικήθηκε τον θάνατο του πατέρα του και του ανήλικου αδερφού του, σκοτώνοντας τον ταγματασφαλίτη Μιχάλακα, που ήταν θείος του, στο εσωτερικό της Υπαπαντής, πολιούχου και προστάτη της Καλαμάτας, έφυγε κυνηγημένος από τους συνεργάτες των κατακτητών για τη Δράμα. Αργότερα, ως μέλος της Εθνικής Αντίστασης και συγκεκριμένα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (Ε.Α.Μ.), στράφηκε εναντίον των Βουλγάρων κατακτητών της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, κατά την περίοδο της τριπλής Κατοχής της χώρας από τις δυνάμεις του Άξονα.
Για να επιζήσει, αναγκάζεται να αποκρύψει την ταυτότητά του. Στις απόκρημνες οροσειρές συστήνεται ως Ερρίκος, στις πόλεις ως Ανδρέας Ταπεινός, παριστάνοντας τον ξάδερφο της Μαριορίνης. Τα τρία ονόματα του «Καλαματιανού» (το αληθινό ονοματεπώνυμο και τα συνωμοτικά ψευδώνυμα) ενδεχομένως να συνδέονται με τις τρεις διαστάσεις του έρωτα των τριών γυναικών για τον μυστηριώδη άνδρα: α) τον δικαιωματικό έρωτα της Σερέν, β) τον απελπισμένο έρωτα της Ζιμπούλ, γ) τον έρωτα της «εσωτερικής άνοιξης» που βιώνει η Μαριορίνη.
Ο αφηγηματικός χρόνος ξεκινά στο μέσο της αφήγησης -in media res- από την Κομοτηνή ή Γκιουμουλτζίνα. Πρόκειται για μια πολυπολιτισμική πόλη με αθρόο μουσουλμανικό και κάποτε εβραϊκό στοιχείο, η οποία βρισκόταν στα χέρια των Οθωμανών για έξι σχεδόν αιώνες (1363-1912), πέρασε στα χέρια των Βουλγάρων για μια επταετία μετά το πέρας των Βαλκανικών Πολέμων (1913-1920) και προσαρτήθηκε στον ελληνικό εθνικό κορμό μετά την συνομολόγηση της Συνθήκης των Σεβρών το 1920.
Στα καινά δαιμόνια της μυθοπλαστικής διήγησης της Σερεμέτη
βρίσκεται αναμφίβολα η καταγραφή της σκαιότατης, αλλά αποσιωπημένης από την επίσημη ιστοριογραφία, Δ΄ Βουλγαρικής Κατοχής της Κομοτηνής στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Βούλγαροι, άλλωστε, είναι αυτοί που συνέτειναν στην εξόντωση της εβραϊκής κοινότητας της πόλης, καθώς τα ξημερώματα της 3ης Μαρτίου 1943, συγκέντρωσαν 864 Εβραίους σε μια εγκαταλελειμμένη καπναποθήκη, για να τους οδηγήσουν μέσω αμαξοστοιχίας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τρεμπλίνκα στην Πολωνία.
Από τη σύλληψη αυτή, σύμφωνα με τη μυθοπλαστική διήγηση της Σερεμέτη, γλίτωσε η Ζιμπούλ, η οποία είχε κοιμηθεί στο σπίτι της οικογένειας Ταπεινού τη μοιραία εκείνη νύχτα. Η σωτηρία της οφείλεται εν πολλοίς στη συμβολή της Αννίκας Γρέγε, μητέρας της Μαριορίνης, μιας γυναίκας που μετείχε στην την ίδια μοίρα, καθώς τα βάρβαρα τουρκικά στίφη, στον απόηχο της κατάρρευσης και οπισθοχώρησης του ελληνικού μετώπου, κατά την τελευταία φάση της μικρασιατικής εκστρατείας, εξόντωσαν τον πατέρα της, ατίμωσαν τον αδερφό της και έσπρωξαν την υπόλοιπη οικογένεια των «μεταξωτών ανθρώπων» της Προύσας στην προσφυγιά.
Μέσα από το ταπεινωτικό, δίχως τις απαραίτητες υποδομές και ανέσεις, ταξίδι της προς τη Δυτική Θράκη, παρατηρούμε ότι, όχι μόνον οι «άπιστοι» γείτονες στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, αλλά και όμαιμοι, ομόθρησκοι και ομόγλωσσοι, Έλληνες, δηλαδή, αυτόχθονες, συντείνουν προς την κορύφωση της τραγωδίας. Ενδεικτικά, ο καπετάνιος ενδίδει στη γοητεία της Σουλτάνας, η οποία στρέφεται προς την εκπόρνευση, για να βοηθήσει την άρρωστη, σχεδόν ετοιμοθάνατη από δυσεντερία, θεία της Κατίνα, και παρατείνει επ’ αόριστον την αποβίβαση στο λιμάνι της Μαρώνειας. Μέσα από την απανθρωπιά του, μπορούμε να θυμηθούμε εκείνους που εκμεταλλεύονταν τους πρόσφυγες, αν αφουγκραστούμε και τη σχετική μαρτυρία από το μυθιστόρημα του Γιώργου Σεφέρη Έξι μήνες στην Ακρόπολη, αλλά κι εκείνους που έσπερναν το μίσος για τους άλλοτε «αλύτρωτους αδερφούς μας», δονώντας την ατμόσφαιρα με συνθήματα για «τουρκόσπορους», «πρόσφυγγες» και «παστρικές».
Μολαταύτα, κάπου-κάπου, μέσα από την τραχύτητα, το μίσος, την καταφρόνια, ξεπηδούν και κάποιες νησίδες ανθρωπιάς που δείχνουν ότι οι ελπίδες μας για κάτι καλύτερο δεν πρέπει να εξανεμίζονται, ακόμα και όταν παρελαύνουν τα φρικωδέστερα ένστικτα, λόγω του παραλογισμού του πολέμου, της συστηματικής στοχοποίησης, εκδίωξης και εξόντωσης του «Άλλου», σύμφωνα με τα κελεύσματα της εθνικής καθαρότητας και των αντεπιστημονικών στρεβλώσεων που εκπορεύονται διαχρονικά από την ρατσιστική προπαγάνδα.
Για να μην προδώσω την εξέλιξη της ιστορίας, θα περιοριστώ, αδρομερώς, στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της Κατοχής, τα ίχνη των τριών γυναικών διαχωρίζονται, για να συναντηθούν μετά τη λήξη του Εμφυλίου Πολέμου στη Μακρόνησο. Ενδιάμεσες στάσεις: η Θεσσαλονίκη για τη Ζιμπούλ, η Κωνσταντινούπολη και η Προύσα για τη Σερέν, η Αθήνα για τη Μαριορίνη. Τελικός σταθμός και για τις τρεις η Καλαμάτα και το λευκό σπίτι στην ανηφόρα του Άη-Γιώργη, λίγα μέτρα από το κάστρο της πόλης. Εκεί, άλλωστε, ο «Καλαματιανός» προσπαθεί να γαληνέψει, ανοίγοντας ένα βιβλιοπωλείο. Η τοπογραφία είναι ένα από τα δυνατά σημεία της αφήγησης, καθώς η Αριστέα αναπλάθει την βρεγμένη από τα νερά του Μπουκλουτζά Κομοτηνή, πρωτεύουσα της Ροδόπης, διατρέχοντας τους χριστιανικούς, μουσουλμανικούς, εβραϊκούς και τσιγγάνικους μαχαλάδες, φωτογραφίζοντας τα τοπόσημα, αλλά και τις συνήθειες, τις κινήσεις και τις επαφές των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων, οι οποίες μπορούν εύκολα να διακριθούν λόγω θρησκεύματος. Ειδυλλιακή είναι και η περιγραφή της Πόλης, που νανουρίζεται από τα κύματα του Κερατίου Κόλπου, λίγο πριν ξεσπάσουν τα Σεπτεμβριανά του 1955. Την ίδια αναπλαστική ικανότητα συναντάμε και στις άλλες πόλεις. Ενδεικτικά, το φαρμακείο του Πατζίκη στη Θεσσαλονίκη, που εξελίσσεται σε φυτώριο του πνεύματος, παραπέμπει σ΄ ένα υπαρκτό κατάστημα, το φαρμακείο του μοντερνιστή συγγραφέα, ποιητή και ζωγράφου της Γενιάς του ’30 Νίκου Γαβριήλ Πεντζική, που κυριολεκτικά κατακλύζεται από τον πνευματικό κόσμο της πόλης, ενώ η ΑΜΥΛ είναι αντανάκλαση της υπαρκτής βιοτεχνίας αμύλου, γνωστότερης ως ΒΙΑΜΥΛ, η οποία ιδρύθηκε το 1926 από τον χημικό μηχανικό Σπύρο Κουβερτάρη. Ακόμα, η συνοικία της Μπάρας, αντίστοιχη της πειραιώτικης Τρούμπας, φωτογραφίζει τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των στιγματισμένων ως «μπάσταρδων» παιδιών που φέρνουν στον κόσμο οι πόρνες. Εν ολίγοις, αν αφαιρέσουμε τα τοπωνύμια, τις χρονολογίες, που εμμέσως γίνονται γνωστές από τα ιστορικά συμφραζόμενα, και τα πρόσωπα, θα ατενίσουμε ένα πανανθρώπινο δράμα που επαναλαμβάνεται δίχως σταματημό στους βωμούς των μεγάλων συμφερόντων, που άλλοτε συγκλίνουν, άλλοτε αποκλίνουν, χωρίζοντας τον χάρτη σε σφαίρες επιρροής και σπέρνοντας κυριολεκτικά τον όλεθρο. Βάσει των παραπάνω, τείνω να πιστεύω πως η Σερεμέτη δικαιολογεί τον ισχυρισμό του Αριστοτέλη, ο οποίος στην Ποιητική, σύγγραμμα που εγκαινιάζει την Κριτική της Λογοτεχνίας παγκοσμίως, σημειώνει ότι η διαφορά της ποίησης (πεζογραφία στα κλασικά χρόνια δεν υπήρχε) από την ιστοριογραφία δεν έγκειται στην ύπαρξη ή όχι μέτρου, αλλά στο γεγονός ότι η ποίηση διασώζει τα καθ’ όλου, αυτά που μπορούν να συμβούν και δύνανται να επηρεάσουν τον καθένα, ενώ η ιστοριογραφία διασώζει τα επιμέρους, αυτά που έχουν ήδη συμβεί και αφορούν συγκεκριμένους ανθρώπους.
Φτάνοντας προς την πολυπόθητη έξοδο, συνάγουμε ότι η σύγκρουση με τη φθορά, πολιτική, ηθική, υπαρξιακή είναι η μοναδική διέξοδος. Μολατάυτα, οι συνέπειες είναι οδυνηρές. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση τις φέρνει στο προσκήνιο με έναν τρόπο κινηματογραφικό, που υποβοηθείται από τις αναδρομές στο παρελθόν και τις απροειδοποίητες αλλαγές των σκηνικών. Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, πρέπει να είμαστε απερίσπαστοι. Ακόμα, παρά την κυριαρχία του ορθολογισμού, το παιχνίδι των συμπτώσεων αισθητοποιείται από το ρολόι του Καλαματιανού, το οποίο, σαν σταματημένο, πάντοτε στις κρίσιμες περιστάσεις δείχνει Εννέα και Εικοσιοκτώ. Την ίδια ώρα πέπρωται να σταματήσει, όπως μαρτυρά και ο τίτλος του μυθιστορήματος. Τι κρύβεται, όμως, πίσω από αυτό το ρολόι;
Το «εννέα, μαγικός αριθμός, κατά την αριθμολογία των Πυθαγορείων, κεντρίζει την προσοχή μας σαν πολλαπλάσιο του τρία. Μην ξεχνάμε τον άνδρα με τα τρία ονόματα που γίνεται αντικείμενο του πόθου τριών γυναικών που εκπροσωπούν τρεις διαφορετικούς πολιτισμούς και γεννιούνται, ταπεινώνονται και εν τέλει πεθαίνουν στο ίδιο μέρος: την Κομοτηνή, τη Μακρόνησο και την Καλαμάτα, αντίστοιχα. Προς επίρρωσιν του συναρπαστικού παιχνιδιού με τον αριθμό «τρία», το μυθιστόρημα δομείται από τρεις ενότητες: Α. «Αόρατα Νήματα» , Β. «Η θάλασσα, μια αμυγδαλιά και το φάρμακο», Γ. «Ο Αξιότιμος κύριος Ερρίκος». Το «εικοσιοκτώ», με τη σειρά του, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα παιχνίδι της ανθρώπινης μοίρας, καθώς οι τρεις γυναίκες, που συνδέονται με έναν ιδιότυπο, μάλλον αντισυμβατικό, τρόπο με τον «Καλαματιανό» γεννιούνται στα 1928.
Ως προς τις αρετές της γραφής της Αριστέας, αξίζει να σταθούμε στον βραχυπερίοδο λόγο, ο οποίος συμπυκνώνει τα νοήματα, καθιστώντας τα γοργά, κοφτά, ικανά να διαπεράσουν τις λεπταίσθητες χορδές του αναγνώστη. Παρά τις καταδυναστεύσεις, τις συγκρούσεις, τις προδοσίες, οι οποίες καταγράφονται δίχως παραμορφωτικούς φακούς, δίχως ωραιοποιήσεις, ο κοσμοπολιτισμός και ο συγκρητισμός θριαμβεύουν και μας κάνουν να προβληματιστούμε για το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον. Βάσει των παραπάνω, πρέπει να γεμίσουμε τη φαρέτρα μας με τη σφαιρική γνώση του παρελθόντος, προκειμένου να απαντήσουμε στο καθ’ όλα επίκαιρο ερώτημα: «ποια είναι η σωστή πλευρά της ιστορίας;», δίχως έξωθεν επεμβάσεις και άνωθεν κατευθύνσεις. Κάπως έτσι, θα αποκτήσουμε τη δέουσα σοφία, για να προβλέψουμε τα προσερχόμενα, αυτά, δηλαδή, που πλησιάζουν, αν δανειστούμε τον όρο που χρησιμοποιείται στο καβαφικό ποίημα «Σοφοί δε Προσιόντων».
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωσή μας, εύλογα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η συγγραφέας, έχοντας σημαία του κονταριού της την Ιδέα, συντρέχει τον πάσχοντα άνθρωπο, οραματίζεται μια πλάση αρμονική, αδελφωμένη, δίχως φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις, καυτηριάζοντας την ανθρώπινη εκμετάλλευση στην ολότητά της:
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Ανατρέχοντας στο ανωτέρω δίστιχο απ’ το Καπνισμένο Τσουκάλι του Γιάννη Ρίτσου, εύχομαι το σάλπισμά της Αριστέας να ενώσει την οικουμένη.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου