Βικτώρια (η αρχή και το τέλος της αθωότητας σε 138 λεπτά μονοπλάνου)

Η ανασφάλεια της νεαρής Ισπανίδας Βικτώρια φανερώνεται από τα πρώτα λεπτά του σχεδόν δίωρου αυτού, αριστουργηματικού μονοπλάνου, όπως και η ανάγκη να επικοινωνήσει με κάθε κόστος σε μια κοινωνία που κυριαρχεί το ευκαιριακό και η αποξένωση –«Είσαι Σουηδός; Να σε κεράσω και' γω κάτι;»- Ρωτάει τον μπάρμαν με την χαρακτηριστική διστακτικότητα που κρύβει μέσα την απόγνωση και την προσδοκία. Δευτερόλεπτα αργότερα ξεκινάει η περίηγηση της στο νυχτερινό αλλά και σκοτεινό Βερολίνο με την συνοδεία τεσσάρων αγνώστων νεαρών. Ένα ταξίδι που το απροσδόκητο και ο κίνδυνος καραδοκούν στην επόμενη γωνία και παράλληλα τα όρια διευρύνονται οδηγώντας τη νεαρή κοπέλα σε μια διαδικασία ετεροχρονισμένης αυτογνωσίας. Η Βικτώρια αποτινάσσει ένα παρελθόν στιγματισμένο από τη ματαίωση -«έπαιζα στο πιάνο εφτά ώρες, στο κονσερβατόριο μας έλεγαν ότι το ενενήντα τοις εκατό από εμάς χάνουμε τον καιρό μας»- και σταδιακά αδιαφορεί για τις συνέπειες που θα καθορίσουν το μέλλον. Ο χρόνος είναι καθηλωμένος στο παρόν, σε μια ιλιγγιώδη περιδίνηση που η κάμερα προσπαθεί να ακολουθήσει παρασύροντας και τον θεατή στην επιταχυνόμενη κλιμάκωση. Σε αυτή την αναζήτηση ο έρωτας κυριαρχεί, ο έρωτας που γεννιέται περιφρονώντας το κόστος, ο έρωτας που εξισώνει τη στιγμή με την αιωνιότητα αγκαλιάζοντας τον θάνατο και τον κίνδυνο, ο αληθινός έρωτας όπου το μέτρο, η λογική και ο φόβος απουσιάζουν. Πολύ περισσότερο ο έρωτας που τζογάρει με το εφιαλτικό ενδεχόμενο του ανολοκλήρωτου. Ο έρωτας γίνεται για την Βικτώρια το μέσο της υπέρβασης, το χάραμα θα την βρει μόνη αλλά και μεταμορφωμένη, λαβωμένη αλλά και όρθια, στο τέλος μιας διαδρομής που ο περισσότερος κόσμος εγκαταλείπει στα μισά. Το “Victoria” πάνω απ΄όλα είναι μια οδύσσεια ενηλικίωσης στους κόλπους μιας απρόσωπης ζούγκλας σκυροδέματος, συμπυκνώνοντας την αρχή και το τέλος της αθωότητας σε 138 λεπτά καθηλωτικού μονοπλάνου…

Σχόλια