ΗΘΟΠΟΙΙΑ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Το πρόβλημα, αν μπορώ να το πω έτσι, είναι πως πολλοί άνθρωποι (η συντριπτική πλειοψηφία) εγκαταλείπουν σχετικά νωρίς και εύκολα την προσωπικότητά τους και το ρίχνουν στην ηθοποιία. Κυριολεκτικά στην ηθοποιία, με όλα τα συμπαρομαρτούντα: μασκοφορίες, αλλαγή ρόλων ανάλογα με τις συνθήκες και την χωροταξία, πολύ καλή γνώση των διαφόρων σεναρίων, προσωπική διαμόρφωση των σκηνικών και υπακοή στις υποδείξεις των σκηνοθετών της μεγάλης κοινοτοπίας (και της αναζητηθείσας ευτυχίας θα μπορούσε να συμπληρώσει κάποιος εμβριθής αναγνώστης). Οι τελευταίες, τις περισσότερες φορές, εμπεριέχουν και πολλές υπερβολές, ένεκα των χρονικών συνθηκών και των τρεχουσών συναλλαγών, αλλά με αυτές οι ηθοποιοί κρατάνε ζωντανό το υψηλό επίπεδο της υποκριτικής και της αντιμετώπισης των κοινωνικών συναναστροφών. Προτιμούν (και μοχθούν) να γίνονται ηθοποιοί στο θέατρο της ζωής, να φορούν μάσκες, από το πρωί μέχρι το βράδυ και ν’ αρχίζουν τις παραστάσεις, όπου μπορούν και όπου τους δίνεται η ευκαιρία, κατά προτίμηση μπροστά σε κοινό. Τις προσωπικές ώρες (όποτε προκύπτουν αυτές), άνευ θεατών και μπροστά στα κάτοπτρα (ψηφιακά και μηχανοποιημένα). Δεν κουράζονται καθόλου, ίσα ίσα αισθάνονται ότι τα καταφέρνουν περίφημα στο θεατρικό παιχνίδι. Τους αρέσει να παίζουν διάφορους ρόλους. Φυσικά προτιμούν ν’ αλλάζουν μάσκες τακτικά, τους βολεύει κάτι τέτοιο, αφού είναι πιο κουραστικό να δημιουργήσουν έναν χαρακτήρα. Ετούτη η διαδικασία απαιτεί θέληση κι αυτοί έμαθαν να εκχωρούν τα πάντα στο ανέφελο θεατρικό σύμπαν. Δεν μπορούν να σηκώσουν ούτε ένα ψήγμα πόνου και θλίψης μόνοι τους. Αλλά η ηθοποιία δεν είναι η σωτηρία, αντίθετα οδηγεί κατευθείαν στην εντροπία και την ανυπαρξία, μετά δακρύων. Κάποτε, κάποιοι καταφέρνουν να γίνουν πρωταγωνιστές. Λειτουργούν– και νοερώς- δραματικές σχολές στις οποίες γίνονται μαθήματα και κατ’ οίκον, έτσι πολλοί μπαίνουν στο πετσί των ρόλων τους. Χρησιμοποιούν σκηνοθετικά τεχνάσματα, αφιερώνουν χρόνο στην αποστήθιση των ρόλων και την ορθοφωνία. Χρωματίζουν τις μάσκες και τα προσωπεία τους, κάνουν τα ονόματα τους εύηχα και ευκολομνημόνευτα, διαλέγουν παραστάσεις, αλλά ύστερα από λίγο καιρό ακολουθεί η ολοκληρωτική πτώση. Κάθαρση δεν υπάρχει. Το γελοίο νικά : ελευθερία και βούληση. Υπάρχει όμως και προσωπικό όφελος (πέρα από το μερίδιο στα θεωρικά) για τους ηθοποιούς, αρχίζουν να μοιάζουν μεταξύ τους, σαν να παίζουν στα ίδια έργα, στις ίδιες παραστάσεις και σαν να λένε τα ίδια λόγια (να τα επαναλαμβάνουν είναι η σωστή έκφραση). Δεν έχουν κάποια μορφή, αδυνατούν να την αποκτήσουν, δεν τη θέλουν, γίνονται άμορφοι, χωρίς σχήμα. Αγαπούν αυτήν την υποκριτική ομοιότητα, τις επαναλήψεις που δεν κουράζουν και έχουν σίγουρα κέρδη. Διαβατήριο για την πολυπόθητη ασφάλεια, πρώτα σκηνοθετικά προτεινομένη και μετά αυστηρά επιβαλλόμενη. Αλλά οι ηθοποιοί έχουν και κάτι να περιμένουν χρονικά και τελεολογικά. Προς το τέλος των γενικών παραστάσεων, αναμένουν να πέσει η αυλαία, μήπως και εξιλεωθούν στα παρασκήνια, χρησιμοποιώντας παλαβές ταχυδακτυλουργίες και γελοίες παντομίμες. Αντιλαμβάνονται ότι είναι ανάγκη να αποκτήσουν επιτέλους μορφή και αναγνωρισιμότητα σωτηριολογική, αλλά ούτε υποβολείς υπάρχουν για βοήθεια, ούτε αποτυχημένοι δευτεραγωνιστές για παρηγορία και ο μέγας σκηνοθέτης είναι σε μόνιμη καραντίνα και χωρίς μάσκα (δυστυχώς).

Σχόλια