Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022
Είναι πράγματι όλοι οι συγγραφείς καραγκιόζηδες;
Η αλήθεια είναι πως κάνουνε φιλότιμες προσπάθειες να συντηρήσουν το στερεότυπο. Είτε με τη σημειολογία της «τσουτσούνας» είτε με του «γαλακτομπούρεκου» όπως είχαμε γράψει και σε παλαιότερο editorial. Από όλα έχει ο μπαχτσές, επαγγελματίες δημοσιολογούντες που κουνάνε με στόμφο το δάχτυλο, σιτεμένες μπαμπόγριες που περνάνε δεκαπέντε φίλτρα στο ίνσταγκραμ μέχρι να βγάλουνε τη σωστή πόζα φορτωμένες με Luis Vuitton τσάντες, αναλφάβητους που πιάνουν πρώτο τραπέζι πίστα στη Τζίνα Κουτσελίνη κ.ο.κ.
Τα εκδοτικά παραμάγαζα λατρεύουν άλλωστε να τους βλέπουν δίπλα στον αρκουδιάρη που βαράει το ντέφι. Από την άλλη ο Παπαδιαμάντης θα τους έριχνε μια πηχτή ροχάλα, ο Γκόρπας σφαλιάρες και κλωτσιές, αλλά για να πούμε την αλήθεια δεν προκαλούν απλά τη χλεύη μα αντιθέτως την επιζητούν μαζί με τις φουσκωμένες «πωλήσεις».
Δυστυχώς το στερεότυπο του συγγραφέα Καραγκιόζη έχει περάσει στην κοινωνία όπως αυτό του ποιητή φανφάρα. Τα πιο νεούδια θα κάνουν φυσικά έξτρα θυσίες, με αγροτικά σε επαρχιακά κανάλια και μπουζουκτσούδες παρουσιάστριες μέχρι να συγκινηθεί η κάθε Μπούρα και μέχρι ο πακτωλός των χρημάτων που έχουν επενδύσει να κάνει το βιβλίο τους «σήριαλ».
Φυσικά δεν είναι όλοι οι συγγραφείς έτσι, αλλά οι «όλοι» είναι οι καλοί, οι «τι δουλειά κάνεις πραγματικά», οι «μα γιατί κανείς εκδότης δεν ασχολείται με τη δουλειά σου». Τα έχουμε ξαναπεί, έχουμε πραγματικά σπουδαίους συγγραφείς, κινούμενους όχι κατ’ επιλογή αλλά αναγκαστικά underground. Με αυτούς πρέπει να ασχοληθεί ο οποιοσδήποτε συνειδητοποιημένος αναγνώστης, διότι είναι ίσως οι μόνοι που αντιστέκονται σθεναρά στον παρατεταμένο πολιτισμικό Μεσαίωνα…
Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022
Ο Κλέφτης των ματιών (Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου)
Πάντα είχα αυτό το περίεργο φετίχ. Το πρώτο πράγμα που πρόσεχα σε μια γυναίκα ήταν τα μάτια της. Τα θεωρούσα το πιο όμορφο κομμάτι της. Μπορούσα να μιλάω μαζί τους, να τους κάνω έρωτα, να διακρίνω στο αντιφέγγισμα τους τους φόβους και τις αμηχανίες μου, να χαρτογραφώ την αινιγματική και αβυσσαλέα ψυχή των κατόχων τους ανιχνεύοντας μυστικά, πάθη, προσδοκίες και τραύματα. Οι περιστασιακές ή πιο μόνιμες ερωμένες μου είχαν όλες τους υπέροχα μάτια, όπως εκείνο το πανέμορφο μπιμπελό που γνώρισα στο μακρινό Τόκιο. Κάθε φορά που ανατρέχω πίσω στο χρόνο θυμάμαι το σχιστό σχήμα τους, την άρτια συμμετρία τους, το αδιόρατο μαγικό κύρτωμα στην ένωση των βλεφάρων. Λίγα χρόνια αργότερα ήταν μια Βελγίδα σε ένα μπαρ της Αμβέρσας που με μαγνήτισε, γιατί τα μάτια είναι μαγνήτες, φωτιά και ανταριασμένος ωκεανός που καλούν τους πιο παράτολμους να παγιδευτούν στους δαιδαλώδεις ιριδισμούς και τα ομόκεντρα δαχτυλίδια που αποκαλύπτονται σαν απαστράπτοντα μαργαριτάρια μέσα από τη σχισμή του μισάνοιχτου κελύφους. Το αμυγδαλωτό σχήμα τους αναδείκνυε περίφημα το πολύτιμο λιθάρι στο άνοιγμά του, και όταν φιλήδονα έκλειναν τα ματόκλαδα της και ελευθερώνονταν οι αναστεναγμοί η ψυχή αποχωριζόταν το σώμα για να ταξιδέψει σαν αστρική σκόνη σε απάτητα σύμπαντα και μακρινούς, αμαρτάνοντες γαλαξίες.
Με τα χρόνια απέκτησα ένα είδος εμμονής, η εννοιολογική αμφισημία τους, οι μυθολογικές τους αναφορές, η παρουσία τους σε δόγματα και θυρεούς επικίνδυνων αιρέσεων με οδηγούσε στην ακράδαντη πεποίθηση ότι το σύμπαν άρχιζε και τελείωνε μέσα τους. Η όραση αποτελούσε τον στυλοβάτη της ανθρώπινης αντίληψης ενώ η τύφλωση την εγγυήτρια της άγνοιας της. Οι αξιωματικοί της αστυνομίας που εισέβαλλαν στο μοναχικό πολυβολείο μου ανακάλυψαν έντεκα γυναικεία πτώματα. Σε όλα οι κόγχες τους ήταν κενές. Παρά τους βασανισμούς που υπέστην κατά τη διάρκεια της ανάκρισης δεν αποκάλυψα ποτέ το σημείο που φυλάγονταν τα μάτια τους. Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να τα οικειοποιηθεί…
Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022
Χριστουγεννιάτικη Συμφωνία (Του Νικήτα Δημητριάδη)
Ημέρες εορτών. Ο Νάσος, η Βάσια και ο Ηλίας είχαν από νωρίς συμφωνήσει να μαζευτούν στο
σπίτι του πρώτου, για να βοηθήσουν στο στόλισμα του δέντρου αλλά και του σπιτιού
γενικότερα. Ο Νάσος εδώ και χρόνια έμενε μόνος και αν δεν τον παρακινούσαν οι φίλοι του
δεν θα έκανε κάτι σημαντικό - πόσο μάλλον να μπει σε τέτοια χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα.
Αφού έκαναν τις απαραίτητες εργασίες, θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα να χαλαρώσουν λίγο
και ξεκίνησαν να βλέπουν κάποιες ταινίες σε μια online πλατφόρμα με τέτοιο περιεχόμενο.
Σύντομα όμως άρχισαν να βαριούνται. Ο Ηλίας τότε πέταξε την ιδέα να παίξουν χαρτιά αλλά
δυστυχώς μετά από λίγο και αυτή η δραστηριότητα δεν έφερε κάποια αναζωογόνηση στο
γενικότερο κλίμα. Η Βάσια σαν πιο τολμηρή της παρέας, έθεσε την πρόταση να παίξουν το
παιχνίδι “Θάρρος Ή Αλήθεια”, που έπαιζαν από μικροί ακόμα, από τότε που έκαναν παρέα στο
σχολείο. Για μια στιγμή θεωρήθηκε σαν καλή ιδέα και θα προχωρούσαν στην υλοποίηση της αν
δεν διαφωνούσε ο Νάσος: “Πάλι αυτό; Εδώ και τόσα χρόνια όταν βαλτώνει το κέφι της παρέας
μας καταφεύγουμε σ’ αυτή την λύση. Δεν λέω, καλό ήταν αλλά νομίζω ότι δεν είμαστε πλέον
παιδιά!”, συμπληρώνοντας την πρόταση του με ένα χαμόγελο. “Και τι προτείνεις τότε; Ή μήπως
διαφωνείς απλά και μόνο για να ‘χεις να πεις κάτι;” αντέδρασε λίγο θεατρικά ομολογουμένως
ο Ηλίας. “Ναι, Νάσο έχεις καμιά καλύτερη ιδέα μήπως;” συμπλήρωσε η Βάσια. “Φυσικά και
έχω και μάλιστα τέτοια που θα σας εκπλήξω”, πρόσθεσε με ένα κρυφό χαμόγελο και αφού
σηκώθηκε, βγήκε από το δωμάτιο. Οι άλλοι δύο κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με έντονη την απορία
ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους η οποία αυξάνονταν όση ώρα έκανε να επιστρέψει Ο Νάσος
στο δωμάτιο. Όταν τελικά γύρισε κουβαλούσε με έναν κάποιο κόπο ένα τραπεζάκι, που
φαινόταν βαρύ κρίνοντας από την δυσκολία που έγινε ακόμα πιο εμφανή όταν τελικά το
τοποθέτησε στο κέντρο του χώρου. Αφαιρώντας το κάλυμμα, μπορούσε κάποιος να διακρίνει
το ξύλο σκονισμένο από κάτω ενώ φαίνεται να υπήρχε γραμμένο και το αλφάβητο αν και με
περίεργη γραμματοσειρά. “Τι είναι τούτο πάλι;” έκανε ο Ηλίας. “Αυτό είναι ένα παιχνίδι...για
κάπως μεγαλύτερους, καλή ώρα”, συνέχισε στο ίδιο αινιγματικό του ύφος ο Νάσος. “Και που το
βρήκες;” αναρωτήθηκε η Βάσια. “Στα παλιά πράγματα του παππού που φυλούσε στην σοφίτα.
Όπως ξέρετε ο κυρ-Θανάσης είχε μια μανία να παίρνει γύρα τα διάφορα παλαιοπωλεία της
πόλης και ό,τι του γυάλιζε το μάτι να το κουβαλά στο σπίτι. Περιττό φυσικά να πω ότι ακόμα
προσπαθούμε να ξεσκαρτάρουμε την σοφίτα που είναι ακόμα γεμάτη από τα ευρήματα των
περιπλανήσεων του σε τέτοια μαγαζιά” και μην αφήνοντας κανέναν να προλάβει να πάρει τον
λόγο συνέχισε “δεν πρόλαβε να μου πει και πολλά ο παππούς για αυτό αλλά ευτυχώς τα λίγα
που έμαθα τα συμπλήρωσα διαβάζοντας κάτι σημειώσεις που βρήκα πολύ καιρό μετά στην
σοφίτα και που εικάζω ότι ήταν δικές του”.
Κατόπιν τους εξήγησε ότι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν σαν μέσο για επικοινωνία που δεν
είναι ακριβώς και τόσο συμβατική, μιας και μπορούσε να φέρει σε επαφή πλάσματα που δεν
ήταν σ’ αυτόν τον κόσμο - τουλάχιστον αυτό έλεγε η θεωρία. “Όπως και να ‘χει δεν έχουμε
τίποτα να χάσουμε να δοκιμάσουμε, πόσο μάλλον αν περισσότερο το λάβουμε υπόψη σαν ένα
πείραμα παρά σαν κάτι το σοβαρό”, κατέληξε μετά από λίγο ο Νάσος. “Τι να σου πω, δεν το
έχω ακούσει ξανά αυτό το παιχνίδι αλλά από την άλλη δεν με εμπνέει και πολύ”, είπε ο Ηλίας,
ελαφρώς ίσως καχύποπτος. “Εγώ από την άλλη δεν θα είχα θέμα να το δοκιμάσω. Εξάλλου,
αλήθεια τι έχουμε να χάσουμε;” αντιπρότεινε η Βάσια. “ ̈Λοιπόν, Ηλία τι λες; Ή μήπως
φοβάσαι;” είπε ο Νάσος γυρνώντας απευθυνόμενος με ένα μειδίαμα στον Ηλία. Ήξερε ότι
αυτό ήταν το αδύνατο σημείο του, κάτι που επαληθεύτηκε: “Χα! Σιγά μην φοβάμαι ένα
κομμάτι ξύλο. Άντε λοιπόν, ας δούμε τι είναι και αυτό!”.
Και έτσι ξεκίνησαν, στην αρχή δειλά και αστειευόμενοι προσπαθώντας να καλέσουν διάφορες
διάσημες προσωπικότητες του παρελθόντος και σε κάποια φάση ο Νάσος - που ήταν πολύ
καλός στην μίμηση φωνών - φανερά πλέον έπαιζε τον ρόλο του πνεύματος. Αυτό φυσικά
καθόλου δεν ενόχλησε τους φίλους του καθώς και διασκέδαζαν και ήταν χαλαροί, γι’ αυτό και
συνέχισαν το παιχνίδι μέχρι που πήρε να βραδιάζει για τα καλά. Θα ήταν γύρω στα μεσάνυχτα
όταν νιώθοντας τα πράγματα να παίρνουν την συνηθισμένη τους ροπή προς την επανάληψη
και η ανία για άλλη μια φορά να βρίσκεται προ των πυλών, σκέφτηκαν να το παρατήσουν το
παιχνίδι και να βρουν κάτι άλλο να κάνουν. Εκείνη την στιγμή όμως ο Νάσος είπε με κάποια
ζωηράδα: “Τι θα λέγατε να καλούσαμε ένα πνεύμα; Όχι όμως ένα οποιοδήποτε αλλά αυτό των
Χριστουγέννων!”. Σιωπή απλώθηκε στην ομήγυρη. “Να σου πω...δεν είναι και τόσο άσχημη
ιδέα” είπε ο Ηλίας και η Βάσια έσπευσε να συμφωνήσει: “Ναι ρε ‘συ, αυτό και αν θα είναι
ενδιαφέρον!”. Αφού συμφώνησαν όλοι μαζί, τότε ξεκίνησαν πάλι την διαδικασία, αυτή την
φορά με ένα ελαφρώς πιο σοβαρό ύφος. “Πνεύμα των Εορτών, είσαι εδώ;” αναρωτήθηκε
φωναχτά ο Νάσος ενώ είχε το δάχτυλο του πάνω στο αλφάβητο. Καμία αντίδραση. “Πνεύμα
των Χριστουγέννων είσαι εδώ;” πιο δυνατά αυτή την φορά. Και πάλι ουδεμία αντίδραση.
“Πνεύμα, ω πνεύμα αυτής της περιόδου είσαι εδώ;” δοκίμασε για τρίτη φορά ο Νάσος. Και
ενώ ήταν έτοιμη να ξεσπάσουν σε γέλια από αυτή την προφανή αποτυχία, άξαφνα το δάχτυλο
του φάνηκε ανεπαίσθητα να κινείται προς το “Ναι”, μια ένδειξη πλάι στο “Όχι” κάτω ακριβώς
από το αλφάβητο. “Χα!” αναφώνησε ο Ηλίας, πιότερο από προσποιητή έκπληξη παρά από
ουσιαστική. “Πνεύμα, είσαι εδώ μαζί μας αυτή την στιγμή;” συνέχισε ο Νάσος και το δάκτυλο
του έκανε έναν μικρό κύκλο στο ίδιο σημείο. Η Βάσια φανερά πλέον το διασκέδαζε και
ανυπομονούσε για την επόμενη φάση του παιχνιδιού. “Πνεύμα, θα ήθελες να μοιραστείς λίγη
από την σοφία σου μαζί μας;” και το δάχτυλο αυτή την φορά μετακινήθηκε δίπλα, στο “όχι”
προς μεγάλη έκπληξη και απογοήτευση ίσως των παρευρισκόμενων. “Μα γιατί όχι;” πετάχτηκε
η Βάσια. Ο Ηλίας της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, ενώ ο Νάσος της έδωσε τον λόγο: “Έχεις να
κάνεις κάποια ερώτηση;”. “Ναι, βασικά έχω!” και βάζοντας το δάχτυλο της πάνω στο τραπεζάκι
και παίρνοντας ένα εμφανώς προσποιητό σοβαρό ύφος είπε “Πνεύμα θα ήθελες να
μοιραστούμε μήπως εμείς κάτι μαζί σου;” Η αντίδραση στα λόγια αυτά ήταν η μετακίνηση του
δαχτύλου της στην ένδειξη “Ναι”. “Και τι θα ήθελες να είναι αυτό;”. Πλέον το δάχτυλο της
μετακινήθηκε αργά αλλά σίγουρα, κάνοντας την ίδια να αρχίζει να νιώθει μια υποψία
ανησυχίας να φωλιάζει στο μυαλό της, κάτι που φρόντισε να μην το δείξει. Τα γράμματα στα
οποία ταξίδεψε ο δείκτης της σχημάτισαν την αινιγματική φράση “τον χρόνο σας”...κάτι που
έκανε όλη την παρέα να κοιταχτούν μεταξύ τους με απορία. Σε μια προσπάθεια η Βάσια να
τραβήξει το χέρι της διαπίστωσε ότι αυτό ήταν αδύνατο, θαρρείς και κάποια αόρατη δύναμη το
είχε καθηλώσει επάνω στην ξύλινη επιφάνεια. “Νάσο, δεν μου αρέσει πλέον και τόσο αυτό το
παιχνίδι!” είπε με αυστηρό ύφος”. “Ούτε και εμένα”, συμπλήρωσε ο Ηλίας. Ο Νάσος όμως
φαινόταν ατάραχος και η φωνή του ήταν ασυνήθιστα άχρωμη “Δεν μπορούμε να
σταματήσουμε μέχρι να ολοκληρωθεί το παιχνίδι”. “Και πότε γίνεται αυτό;”. “Όταν τελειώσει ο
γύρος των ερωτήσεων από το άτομο που αυτή την στιγμή έχει το χέρι του στο τραπεζάκι”,
πρόσθεσε ο Νάσος με τον χροιά της φωνής του να μην είναι πλέον και τόσο χαλαρή. “Πολύ
καλά λοιπόν” απάντησε ελαφρώς ενοχλημένη η Βάσια και συνέχισε “Και πώς θα μοιραστούμε
τον χρόνο μας μαζί σου;”. Η απάντηση σχηματίστηκε επί των γραμμάτων “αφήνοντας τον
έλεγχο σε μένα για τις γιορτές”. “Και τι θα συμβεί στο ενδιάμεσο;” “Αμνησία για εκείνη την
περίοδο, ευδαιμονία για όλο το υπόλοιπο έτος για το άτομο”. Στο διάβασμα αυτών των λέξεων
μια σπίθα φιλοδοξίας άναψε στον περίγυρο και περισσότερο απ’ όλους στην ίδια την Βάσια η
οποία πλέον με ανανεωμένο ενδιαφέρον συνέχισε “και μπορώ να διαλέξουμε το άτομο που θα
το μοιραστεί πρώτο τον χρόνο μαζί σου;” “Ναι”, ήρθε άμεσα η απάντηση. “Πολύ καλά, θα
διαλέξω τον...” και το βλέμμα της περιπλανήθηκε ανάμεσα στους άλλους δύο της παρέας, γιατί
όσο περίεργη και να ήταν εκ φύσεως σαν άτομο ωστόσο δεν έπαυε να ήταν και επιφυλακτική.
“Νάσο, τι θα ‘λεγες; Μιας κ ήταν δικιά σου η αρχική ιδέα!”. Στο άκουσμα αυτής της πρότασης ο
Ηλίας ξαφνιάστηκε από την ευθύτητα της φίλης του, κάτι στο οποίο δεν τον είχε συνηθίσει.
Αντίθετα, ο Νάσος, παραμένοντας ατάραχος απάντησε “Ναι, γιατί όχι; Αφού προφανώς δεν
θέλει κανείς άλλος!”. “Πολύ ωραία, ας γίνει έτσι λοιπόν Πνεύμα των Χριστουγέννων. Ο Νάσος
παραδίδει τον έλεγχο του σε ‘σένα, για το χρονικό διάστημα των εορτών!”. Η απάντηση
ακολούθησε “Έτσι θα γίνει...”. Στο διάβασμα αυτής της πρότασης ο Νάσος και ο Ηλίας δεν
άντεξαν άλλο και σηκώθηκαν από το τραπεζάκι, ο ένας να χαρεί για την ανέλπιστη αυτή του
τύχη, καθώς ανέκαθεν αντιπαθούσε την ιδέα των Χριστουγέννων, και ο άλλος για να τον
συγχαρεί.
Τόση ήταν η έπαρση και ο ενθουσιασμός τους που κανείς δεν πρόσεξε ότι η Βάσια δεν
σηκώθηκε άμεσα για να τους συνδράμει σε αυτή την έκρηξη χαράς άλλα καθυστέρησε λίγο και
όταν πήγε κοντά τους ήταν ελαφρώς χλωμή αλλά η προσπάθεια που κατέβαλλε να καλύψει την
ταραχή της με ένα χαμόγελο ήταν αρκετή. Μέσα της όμως έτρεμε και ήταν πολύ μετανιωμένη
καθώς η ύστατη πορεία που ακολούθησε το δάχτυλο της προτού αυτό απελευθερωθεί από την
προσκόλληση του στο τραπεζάκι διέγραψε στο αλφάβητο την φράση “...παρόλο που δεν είμαι
το πνεύμα των Χριστουγέννων σας...”.
Εν τέλει η επιθυμία ικανοποιήθηκε και η συμφωνία τηρήθηκε και από τις δυο πλευρές: Ο
Νάσος δεν είχε ανάμνηση εκείνων των εορτών ενώ την υπόλοιπη περίοδο του χρόνου βίωνε
μια άνθηση σε όλους τους τομείς. Ωστόσο, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο και για τους
φίλους του καθώς οι ίδιοι βίωσαν εφιαλτικά Χριστούγεννα, κάτι που έμεινε σαν γεγονός
μονάχα στο υποσυνείδητο όλων τους και έρχονταν στην επιφάνεια αποκλειστικά κάθε τέτοια
περίοδο του χρόνου, οπότε και ζούσαν και οι τρεις τους τις ίδιες καταστάσεις, και για καλό και
για κακό, εγκλωβισμένος καθένας στην δικιά του αντίληψη της πραγματικότητας, όπως αρχικά
είχε συμφωνηθεί μεταξύ όλων εκείνων, ένα κρύο βράδυ και εν μέσω των εορτών πριν πολλά,πολλά χρόνια...
Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022
Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης (Συλλογικό)
Δημήτρης Πλιάκας- Καλά Χριστούγεννα, πατριώτη!
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το κλειδί ήταν πάνω στην κλειδαριά. Το γύρισε δύο φορές.
Από το αναμμένο τζάκι στην δεξιά μεριά του δωματίου έρχονταν ζεστά κύματα αέρα στο πρόσωπο του, προς ανακούφιση, παίρνοντας λίγο λίγο το κρύο που είχε δεχθεί όλο αυτό τον καιρό.
Κάθησε σε μια ξύλινη καρέκλα, αφήνοντας τον σάκο του πάνω στο τραπέζι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να αναζητά λίγη τροφή. Σε ένα σκεπασμένο πιάτο στον πάγκο της κουζίνας, βρήκε μια μικρή μερίδα κοτόπουλο και λίγο τυρί.
Τα πήρε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει λαίμαργα. Τελειώνοντας, έβγαλε από τον σάκο του ένα μικρό παγούρι που το είχε γεμίσει με κρασί. Ήπιε λίγο και σκούπισε τα χείλη με το μανίκι του δεξιού χεριού του. Αισθάνθηκε μια μικρή ευφορία.
Σηκώθηκε και άρχισε να παρατηρεί καλύτερα τον μικρό χώρο στον οποίο βρισκόταν.
Κάπως φτωχή η επίπλωση του, αλλά ήταν αρκετά καθαρός. Δίπλα στο μόνο κρεβάτι, υπήρχε ένα μικρό κομοδίνο με μια σειρά βιβλία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κολλητά στον τοίχο.
Τράβηξε στην τύχη κάποιο, το πήρε στα χέρια του και διάβασε τον τίτλο:
"Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη, Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, έτος 1913".
Χαμογέλασε. Είχε διαβάσει νεότερος αυτό το κείμενο του Σκιαθίτη συγγραφέα. Δεν του άρεσε η περιγραφή του πρωταγωνιστή και η μίζερη φτωχογειτονιά που ζούσε.
Του θύμιζαν την δικιά του.
"1913", σκέφτηκε.
"35 χρόνια από τότε που βγήκε σε βιβλίο αυτό το διήγημα, δύο χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Παπαδιαμάντης".
Κάθησε ξανά στην καρέκλα, έχοντας αρχίσει το ξεφύλλισμα σε αυτήν την παλιά έκδοση.
Το διάβασμα!
Μια από τις αγαπημένες του συνήθειες. Το μεράκι του, η μαγεία της ανάγνωσης, η ευτυχία στο να ανακαλύπτεις έναν καλό συγγραφέα του ήρθαν σαν γλυκιά ανάμνηση της παλιάς του ζωής. Υπήρξε από εκείνους που είχαν πιστέψει στην δύναμη του λόγου και της κουλτούρας. Αλοίμονο! Η πορεία των γεγονότων, τον διέψευσε.
"Είναι Δεκέμβρης του 1948. Αντί οι κοινωνίες να προοδεύουν και ο κόσμος να γίνεται λίγο πιο ανθρώπινος, παντού βασιλεύει το σκοτάδι και η απόγνωση", κατέληξε απογοητευμένος στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα. Αποκοιμήθηκε πάνω στο τραπέζι από την εξαντλητική ημέρα που είχε.
Ξύπνησε από τον ήχο των συνεχόμενων χτυπημάτων στην πόρτα. Δεν πρόλαβε καν να σηκωθεί και η ξύλινη πόρτα έσπασε, ενώ πίσω της πρόβαλαν τέσσερις άγριοι άντρες. Ο πρώτος που τον είδε, φώναξε:
"Εδώ είναι ο κερατάς! Τον βρήκαμε. Στο σπίτι του του κυρ Γιάννη του δασκάλου κρυβόταν..."
Είδε δύο χωροφύλακες με τα όπλα τους να τον στοχεύουν και έναν άλλον, με γαλόνια να έρχεται προς το μέρος του.
Αστραπιαία σκέφτηκε να αντιδράσει. Ένιωσε τόσο κουρασμένος, τόσο ανήμπορος, που παραιτήθηκε από κάθε τέτοια σκέψη.
Ο Μοίραρχος, στάθηκε από πάνω του.
"Νόμιζες πώς θα ξεφύγεις; Χαχα!
Βλέπω έχεις μαζί σου τον σάκο με την αλληλογραφία των ανταρτών, ταχυδρόμε των κατσαπλιάδων.
Τώρα που θα σε πάρουμε στο τμήμα, θα καταλάβεις το κόστος των επιλογών και των πράξεών σου".
Τα λόγια του ήταν σε αυστηρό, απειλητικό ύφος, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους άλλους δύο. Τον σήκωσαν από την θέση του.
Ο τελευταίος του αποσπάσματος είχε μείνει στην είσοδο του σπιτιού. Μόλις αυτοί πλησίασαν κοντά του, τον άρπαξε από τον γιακά του πουκάμισου και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει.
Ο Μοίραρχος τον σταμάτησε.
"Στάσου Ρακιντζή. Όχι ακόμη. Χρονιάρα μέρα είναι. Άσε να τον πάμε στο υπόγειο πρώτα".
Έπειτα, γύρισε σε εκείνον. Κοιτάζοντας τον στα μάτια, έχοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο, αναφώνησε:
"Καλά Χριστούγεννα, πατριώτη!" Σωκράτης Μπουζούκας-Η φονική δίπλα Τα Χριστούγεννα ήθελαν μόλις λίγα εικοσιτετράωρα για να φτάσουν και ο φούρνος της γειτονιάς δούλευε πυρετωδώς για να ετοιμάσει γλυκά για τις γιορτινές μέρες. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες ήταν τοποθετημένα με τάξη επάνω σε ταψιά και περίμεναν τους πελάτες που θα τα αγόραζαν. Έτσι και η δίπλα περίμενε με μεγάλη αγωνία τον πελάτη που θα την επέλεγε. Κόσμος μπαινόβγαινε στον φούρνο μα όλοι τους αγόραζαν τους μεγάλους της ανταγωνιστές. Η δίπλα όμως δεν το έβαζε κάτω. Είχε ξαπλώσει επάνω στο ταψί λες και βρίσκονταν σε παραλία. Ήταν χρυσαφένια, αφράτη με καμπύλες και προσπαθούσε να προσελκύσει τα βλέμματα των πελατών σαν ένα όμορφο μοντέλο ώστε να την προτιμήσουν. Επάνω της άπλωνε μέλι όπως οι λουόμενοι το καλοκαίρι που βάζουν αντηλιακό για να μην καούν από τον ήλιο. Μάταια όμως. Ο κόσμος δεν έδειχνε να συγκινείτε από τις ικανότητες της σαν μοντέλο. Μάλιστα τους άκουγε που συζητούσαν για τους δυο μόνο ανταγωνιστές της με τέτοια λόγια λες και η ίδια δεν υπήρχε εκεί. Σαν να μην ήταν και αυτή γλυκό των Χριστουγέννων. Θύμωσε τόσο που αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πήγε και άλλαξε τις τιμές που αναγράφονταν σε ταμπέλες. Ανέβασε τις τιμές στους μισητούς της αντιπάλους και χαμήλωσε την δικιά της τιμή. Περίμενε ότι αυτό το σχέδιο θα δούλευε. Όμως δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως τα περίμενε. Μεγάλες ποσότητες κουραμπιέδων και μελομακάρονων συνέχιζαν να φεύγουν ενώ οι δίπλες παρά την χαμηλή τιμή παρέμειναν στα αζήτητα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε αποτύχει ξανά.
«Βρε αναθεματισμένοι αν αγοράσετε εμένα θα κάνετε οικονομία στο πορτοφόλι σας» φώναξε θυμωμένα. Αλλά κανένας δεν τις έδωσε σημασία. Παραμονή Χριστουγέννων και οι κίνηση στην αγορά αυξήθηκε για τα τελευταία ψώνια για το τραπέζι του ρεβεγιόν.
Ο Κόσμος έμπαινε γρήγορα στον φούρνο για να προμηθευθεί γλυκά. Η κακομοίρα ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Δεν θα ξέμενε εδώ στον φούρνο μέχρι να πεταχτεί στα σκουπίδια. Όχι η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Το πεπρωμένο της ήταν να βρίσκεται στο εορταστικό τραπέζι και να γίνει η βασίλισσα του επιδορπίου και οι καλεσμένοι να λένε πόσο ωραίο γλυκό έφαγαν. Σηκώθηκε από το ταψί χωρίς να τραβήξει την προσοχή των πελατών και των υπαλλήλων που δούλευαν στο φούρνο και κρύφτηκε κοντά στην ζυγαριά. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή το νέο της σχέδιο. Η δίπλα περίμενε υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή όταν ένας πελάτης μπήκε φουριόζος μέσα στον φούρνο λίγη ώρα πριν κλείσει και ζήτησε από την υπάλληλο με τα όμορφα μάτια να του βάλει από ένα κιλό από τους εχθρούς της που της έκλεβαν την ευκαιρία για μια μεγάλη καριέρα στο εορταστικό τραπέζι. Πλησίασε σιγά σιγά πίσω από την κοπέλα που άφηνε όσα μελομακάρονα περίσσεψαν στο χέρι της αφού το βάρος του κουτιού είχε φτάσει στο κιλό που επιθυμούσε ο πελάτης. Δεν την πρόσεξε ούτε ο πελάτης γιατί φλερτάριζε με την όμορφη πωλήτρια και τα μάτια του ταξίδευαν στις καμπύλες της. Η κοπέλα προσπαθούσε να τον εξυπηρετήσει χωρίς να του δώσει δικαιώματα. Εκείνο το χρονικό διάστημα εκμεταλλευτικέ η δίπλα που πήδηξε μέσα στο κουτί. Χαρούμενη έβλεπε δευτερόλεπτα μετά να κλείνει το κουτί. Επιτέλους τα κατάφερνε έστω και με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να φύγει από τον φούρνο.
«Ε κοπελιά αυτός εδώ δεν είναι μαζί μας. Βγάλε τον έξω» ακούγονταν οι δεκάδες φωνές διαμαρτυρίας των μελομακάρονων. Μάταια όμως. Κανείς δεν τα άκουγε.
Η δίπλα τους απαντούσε θυμωμένα
«Βγάλτε τον σκασμό» Σύντομα ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς μέσα στο κουτί τον οποίο ο πελάτης δεν πήρε καθόλου είδηση ενώ πλήρωνε. Χωρίς να χάνει χρόνο κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αμάξι του. Σε λίγο θα είχαν στο σπίτι καλεσμένους για το ρεβεγιόν. Ήταν ζοχαδιασμένος που το φλερτ του δεν βρήκε ανταπόκριση από την όμορφη πωλήτρια. Έφτασε σπίτι και παρέδωσε τα κουτιά με τα γλυκά στην γυναίκα του και πήγε να χαιρετίσει τους καλεσμένους τους. Μετά την γαλοπούλα είχε έρθει η ώρα του γλυκού. Η οικοδέσποινα πήγε να ετοιμάσει τις πιατέλες με τα γλυκά. Όμως μια άσχημη έκπληξη την περίμενε. Στο κουτί με τα μελομακάρονα βρίσκονταν μια δίπλα. Φώναξε διακριτικά τον άνδρα της για να του το πει.
«Βρε ξεμωραμένε πάλι σαλιάριζες με καμιά πωλήτρια; Κοίτα τι σου έβαλαν» και του έδειξε την δίπλα.
Ο σύζυγος έδειχνε έκπληκτος. Μεσα του όμως ήταν χαρούμενος γιατί πίστευε ότι η πωλήτρια το έκανε επίτηδες για να τον αναγκάσει να ξαναπεράσει από τον φούρνο.
Άρα είχαμε επιτυχία με την ομορφούλα σκέφτονταν.
«Ίσως να έκανε λάθος η κοπέλα μην γκρινιάζεις μέρες που είναι! Γλυκό είναι και αυτό. Θα το φάει κάποιος μην αγχώνεσαι. Φέρε το στο τραπέζι»
Η οικοδέσποινα έφερε τρεις πιατέλες. Στην μία βρίσκονταν μονάχη της η δίπλα χαρούμενη και σίγουρη ότι σύντομα το όνειρο της θα γίνονταν πραγματικότητα. Όμως μόλις έφτασε στο τραπέζι άρχισαν τα σχόλια που δεν την κολάκευαν.
«Για τα Χριστούγεννα προτιμώ μόνο κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Οι δίπλες είναι ένα πράγμα ντυμένο γλυκό» Τα μάτια της θυμωμένης δίπλας έπεσαν στο άτομο που το ξεστόμισε πρώτα και μετά σε όλους τους άλλους που συμφώνησαν. Η οργή της ξεχείλισε. Ποτέ δεν την πρόσβαλαν με αυτό τον τρόπο. Τα γέλια από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα χτυπούσαν άσχημα στα αυτιά της που την κοροϊδεύανε. Ένιωσε τόσο χάλια εκείνη την στιγμή. Τότε φώναξε οργισμένα προς τους ανθρώπους γιατί αυτοί μίλησαν άσχημα για αυτήν δίνοντας δικαίωμα στους ανταγωνιστές της να την χλευάζουν
«Θα σας πιώ το αίμα με χάρτινο καλαμάκι ρε αλήτες»
Το ρεβεγιόν τελείωσε και όλοι πήγαν για ύπνο. Εκτός από έναν. Την δίπλα που σηκώθηκε από την πιατέλα της και πλησίασε τον πάγκο της κουζίνας. Εκεί πήρε από τη στοίβα με τα πλυμένα μαχαιροπίρουνα το μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποίησαν οι οικοδεσπότες για το κόψιμο της γαλοπούλας. Πλησίασε το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού τρίζοντας με μίσος τα δόντια της ενώ παράλληλα στριφογύριζε το κοφτερό μαχαίρι επιδέξια στα δάκτυλα της.
«Ένα πράγμα ντυμένο γλυκό ε;»
Την επόμενη μέρα οι φίλοι τους ανησύχησαν αφού είχαν κανονίσει να πάνε στο καζίνο. Παρά τις δεκάδες κλήσεις στα κινητά τους και στο σταθερό αυτοί δεν απαντούσαν. Κάλεσαν την αστυνομία η οποία έφτασε μπροστά σε μια σκηνή άγριου εγκλήματος. Τα πτώματα των δυο άτυχων ήταν κατακρεουργημένα αλλά χωρίς ίχνος αίματος στο σώμα τους. Ο αστυνόμος Αναστάσιος πρώτη φορά έβλεπε ένα τέτοιο έγκλημα στην μέχρι τώρα καριέρα του. Τον κάλεσαν εσπευσμένα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να φάει. Πεινούσε σαν λύκος. Καθώς ερευνούσε το σπίτι είδε στο τραπέζι όπου χτες το ζευγάρι πέρασε το τελευταίο του ρεβεγιόν την πιατέλα με την δίπλα. Ο αστυνόμος δεν άντεξε στον πειρασμό και την έπιασε να την φάει. Έριξε μερικές ματιές να μην τον δει κανείς και άπλωσε το χέρι του αρπάζοντας την. Έδωσε μια δαγκωνιά και μια γλυκιά γεύση γέμισε το στόμα του. Ένιωσε στο χέρι του να κυλάει το σιρόπι σαν ποτάμι. Πήρε μια χαρτοπετσέτα για να καθαριστεί. Όταν αντίκρισε το χρώμα του σιροπιού τα έχασε. Ήταν κόκκινο σαν αίμα.
Γιώργος-Νεκτάριος Παναγιωτίδης-Γραπτό Μήνυμα
Υπήρχε κάτι το ξεχωριστό φέτος για τον Λάμπρο Ευήλιο. Όσο πλησίαζε το χειμερινό
ηλιοστάσιο, 22 του Δεκέμβρη, τόσο αισθανόταν κάτι. Ήταν τα δέντρα που θρόιζαν,
βαθυπράσινα ή καφεκόκκινα; Tα σύννεφα που κοσμούσαν τον ουρανό σαν αλεξήλιο, σαν
μαξιλάρι προστασίας, σαν απαλό χνούδι ή σαν πούπουλο και που επαναμάγευαν τον κόσμο
κάτω τους; Ο αέρας που φυσούσε και σάρωνε τα κατακόκκινα φύλλα στο δρόμο και που
ήταν σα να έφτανε ως μέσα, ως τα μύχια της ψυχής του; Ήταν καιρός από τότε που είχε να
αισθανθεί ο,τιδήποτε τέτοιο. Αλήθεια, να αισθανθεί ο,τιδήποτε.
Ήταν 23 Δεκεμβρίου, όταν, μετά τη δουλειά, επέστρεφε σπίτι. Τότε το έλαβε. Ένα SMS.
«Ήσουν καλό παιδί φέτος;»
Ήταν μπροστά στα μαρμάρινα σκαλιά της μονοκατοικίας του, όταν το κοιτούσε επί πολλά
δευτερόλεπτα. Δε σάλευε βλέφαρο.
Μπήκε μέσα και κοίταξε ολόγυρα. Θυμήθηκε όσα είχε: στα 33 του, είχε σταθερή δουλειά,
καλό σπίτι. Κάποτε ήταν τραπεζοϋπάλληλος, τα άφησε, τώρα υπάλληλος ιδιωτικής εταιρείας
παροχής ενέργειας. Όμως, μέσα σε όλα αυτά, ήταν σα να στερούνταν κάτι. Κάτι, αλλά τι;
Μετά τον απογευματινό ύπνο, βγήκε πάλι στο καθιστικό. Είδε το χριστουγεννιάτικο δέντρο,
στο φόντο του παραθύρου, από όπου διέκρινες υπέροχα θαμπό το σούρουπο. Τότε
ξανάκουσε το χαρακτηριστικό ήχο της λήψης SMS.
«Ήσουν καλό παιδάκι φέτος;»
Ένιωσε ένα άγγιγμα. Ο αριθμός ήταν άγνωστος. Κάποιος τού’ παιζε παιχνιδάκια;
Πήρε τηλέφωνο στον αριθμό. 3,4,5 φορές. Τίποτα. Έψαξε τον αριθμό στο Google.
Νάδα.
Πήρε το μπουφάν του και βγήκε στα σκαλιά. Όταν αγχωνόταν, ήθελε καθαρό αέρα.
Κοίταξε απέναντι, πέρα από το δρόμο. Οι διαβάτες ήταν λιγοστοί. Οι γείτονες φαινόταν να
είναι στα σπίτια τους. Στο δρόμο πλανιόταν μια οσμή από τζάκι, καμμένο ξύλο. Μια ευωδία
ονειρική.
Είχε σκεφτεί κάτι άλλο. Είχε μια επαφή από χρόνια πριν. Κάποιος παλιός φίλος του, που
δούλευε στη Φόναφον, την εταιρεία όπου φαινόταν να ανήκει το νούμερο. Ήταν εκεί χρόνια,
άρα ίσως μπορούσε να βρει το χρήστη…
Πήρε τηλέφωνο και ο φίλος του το σήκωσε. Μίλησαν μαζί για μισό λεπτό εκεί μπροστά
στα σκαλιά. Ο παλιόφιλός του διαμαρτυρήθηκε, και του είπε πως το επίπεδο εξουσιοδότησής
του δε σήκωνε τέτοια αναζήτηση. Όταν επέμεινε, εκείνος δυσαρεστήθηκε, όπως του
εξήγησε, γιατί μπορούσε εκτός των άλλων να βρει το μπελά του. Το τηλέφωνο εξάλλου που
του είχε ζητήσει ήταν μη-ανακοινώσιμο, απόρρητο. Aίτημα προφανώς του κατόχου του…
Ο Λάμπρος μπήκε πάλι μέσα ανήσυχος και βρίζοντας. Κάθησε στον υπολογιστή του.
Προσπάθησε να ξεχαστεί αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, αφού μπήκε στο ηλεκτρονικό του
ταχυδρομείο, είδε ένα μήνυμα από ένα νέο e-mail.
«Για χάρη των παλιών καιρών… Σου στέλνω μέσω TOR.
Το νούμερο δεν ανήκει σε φυσικό πρόσωπο αλλά σε νομικό. Είναι μια εταιρεία που λέγεται
Samax και βρίσκεται στη διεύθυνση: Καρόλου 3, Θεσσαλονίκη.
Μην ξαναπάρεις γι’ αυτό».
Η νύχτα κύλησε ομαλά, ως και το μεσημέρι. Το απόγευμα όμως έλαβε ένα νέο μήνυμα:
«Ήσουν καλό παιδάκι φέτος; Ή μήπως όχι;»
Ενστικτωδώς, πήγε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σήμερα η μέρα ήταν νεφελώδης:
ένα στρώμα από άκρο σ’ άκρο. Κάποτε μισούσε τέτοιες μέρες. Τώρα, του ασκούσε μια
μυστηριώδη γοητεία. Είχε κάπου να πάει.
Έφτασε στην Καρόλου κοιτώντας δεξιά-αριστερά σα χαμένος. Το φως ήταν εξαιρετικά
απαλό. Μπροστά του είδε την πίσω μεριά ενός σχολείου. Ήταν άδειο, σα στοιχειωμένο. Το 3
ήταν μερικά μέτρα στα δεξιά του. Γύρισε το πρόσωπο προς τα κει. Κοίταξε προς την είσοδο
στην αυλή και προς τα μέσα, στην εσωτερική πόρτα. Οι τοίχοι ήταν φθαρμένοι. Τα σπίτια
γύρω φαίνονταν σαν εγκαταλειμμένα. Η όλη γειτονιά ήταν αλλόκοτα ήσυχη και έφερνε
εντελώς σε πόλη-φάντασμα. Κοίταξε την κίτρινη –σαν το μίσος- πόρτα. Ήταν ανοιχτή...
Μπήκε μέσα: ένα μακρουλός διάδρομος. Επικεντρώθηκε στους ήχους του περιβάλλοντα
χώρου: ένας ήχος σα χαλασμένης βρύσης που στάζει. Ένας άλλος ήχος, πιο ακανόνιστος, σα
μεταλλικός. Είδε μία μισάνοιχτη πόρτα: τη δεύτερη στ’ αριστερά. Εδώ ήταν φανερό: ήταν
ένα εγκαταλειμμένο γραφείο για κάποια εργασία. Ο νόμος της φθοράς όριζε τα πάντα. Σε ένα
έπιπλο γραφείου, μπροστά από μια διαλυμένη περιστρεφόμενη καρέκλα, είδε ένα μεγάλο
βιβλίο. Ήταν ένα Λογιστικό Ημερολόγιο!
Γύρισε τις σελίδες στο σαρακοφαγωμένο βιβλίο, τη μία μετά την άλλη. Έβλεπε
λογαριασμούς αγοράς δανείων, λογαριασμούς ταμείου με πιστώσεις… όλο πιστώσεις. Ήταν
φανερό: η Samax ήταν ένα χρεωκοπημένο vulture fund!!! Μια ανυπόληπτη εταιρεία που
αγόραζε δάνεια για πελάτες τραπεζών με αδυναμία εξυπηρέτησης σε χαμηλό κόστος.
Εκβίαζαν τους πελάτες και, αν τα κατάφερναν, είχαν πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους.
| Κάποτε είχε φύγει και κείνος από την τράπεζα που δούλευε. Ήταν μετά το 2014, όταν είχε
προωθήσει τα έγγραφα κατάσχεσης πρώτης κατοικίας ενός χαμηλ… Έλαβε νέο μήνυμα:
«Ήσουν καλό παιδάκι φέτος; Ή μήπως όχι; Περίμενε το δώρο σου». Τα μάτια του Λάμπρου
άνοιξαν διάπλατα. Βγήκε έξω και κινήθηκε προς το αμάξι του, όσο καλούσε στο τηλέφωνο
το φίλο του. Τον διαβεβαίωσε ότι δεν του είχε στείλει τίποτα ο ίδιος. Άρα ποιος διάολος;
Προσπάθησε να θυμηθεί, όσο με γρήγορα, άστατα βήματα έφτανε στο αμάξι. Ανακάλεσε την
εικόνα: τον ίδιο να μιλάει δυνατά, αγχωμένος, μπροστά στα σκαλιά του. Μπορούσε να τον
ακούσει οποιοσδήποτε από τα διπλανά σπίτια, αν ήθελε. Έφτασε έξω από το σπίτι, όσο είχε
πιάσει ένας αέρας σαρωτικός. Η πόρτα ήταν ανοιχτή! Θυμήθηκε ένα-ένα τους γείτονες: η
κυρία Σούλα, μια χήρα στα 70, νοικοκυρά. Ο Γιάννης, στα 35, πληροφορικάριος. Μια
στιγμή… Ο Παύλος Κράμπος, 55, είχε ρθει πρόσφατα στη διπλανή πολυκατοικία. Δε
θυμόταν τ’ όνομα. Όμως, δεν ήξερε για επάγγελμά του. Όταν τον ρώτησε τι κάνει, του’χε πει
ότι είχε πεθάνει η «μέγαιρα μάνα» του και πως ήταν «εισοδηματίας». Θυμήθηκε το βλέμμα
του…
Μπήκε μέσα. Η ώρα ήταν 8.15. Περπάτησε σιγά-σιγά στο χωλ. Σχεδόν δεν ανέπνεε.
Έφτανε στην κάσα του καθιστικού στα δεξιά όταν άκουσε ένα συντριπτικό ήχο. Ήταν η πίσω
πόρτα, της κουζίνας, που είχε κλειστεί βίαια. Ξεκίνησε να τρέχει.
«Κράμποοοο!» Άνοιξε την πίσω πόρτα. Κοίταξε τριγύρω. Δεν ήταν κανείς! ‘Εφυγε για τη
διπλανή πολυκατοικία, ανέβηκε με δρασκελιές στον 1 ο . Χτύπησε ουρλιάζοντας το όνομά του.
Τελικά, μέσα στην ένταση της στιγμής, έσπασε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Δεν υπήρχε
τίποτα. Κάποιος τα είχε μαζέψει όλα -ανεξαιρέτως- και είχε φύγει!
Έκανε πολλούς γύρους, αλλά τίποτα. Τελικά, ήταν κοντά μεσάνυχτα, όταν ξαναμπήκε στο
σπίτι του. Ξεθεωμένος, μετανιωμένος για όλα, όλα, έσυρε τα βήματα στο καθιστικό, όταν
είδε ένα… δώρο! Ήταν ακριβώς κάτω από το δέντρο. Είχε μια πανέμορφη κόκκινη κορδέλα.
Το είδε από όλες τις πλευρές μήπως ήταν παγιδευμένο και μετά το άνοιξε. Ήταν ένα παιχνίδι,
με εκπαιδευτικό χαρακτήρα! Το παιχνίδι λεγόταν «Το φαινόμενο του χάους» και έδειχνε την
πορεία ενός βόλου, βασισμένη στο νόμο της βαρύτητας…
Ο Λάμπρος ξάπλωσε μπροστά στο δέντρο, βύθισε το πρόσωπο στα χέρια του και ένιωσε
δάκρυα στα μάτια του να κυλάνε προς τα κάτω ανεξέλεγκτα. Αυτά τα δάκρυα ήταν κάτι
άλλο: καθαρτικά. Μετά από ένα τέταρτο, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο αέρας φύσαγε
σιγά, το φεγγάρι, κατακόκκινο -σαν εκείνο πριν τη συντέλεια του κόσμου στην Αποκάλυψη-,
έβαφε ως πέρα τις κορφές. Μια ελπίδα -γλυκιά, μελιχρή- τον κατέκλυσε, για κάτι
ακαθόριστο, κάτι ξένο που ερχόταν από πολύ, πολύ, πολύ μακριά. Μια νύχτα άγια…Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου-Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα-Άντε ψηλέ που είσαι, πάλι δεν σου βγαινε η μαλακία, μου φώναξε ο Κώστας από μακριά.
Χαμογέλασα, ο Κώστας σίγουρα δεν είχε το καλύτερο χιούμορ της πιάτσας αλλά αυτή τη
φορά είχε δίκιο. Τους είχα στήσει για κανα τέταρτο αυτόν και τη Μυρτώ γιατί η vodafone ως
συνήθως δεν είχε ίντερνετ και μου είχαν τελειώσει τα δεδομένα. Ευτυχώς ήταν παραμονή
πρωτοχρονιάς οπότε αύριο θα ξαναφόρτωνε. Ο Κώστας κι η Μυρτώ ήταν οι κολλητοί μου από το
πρώτο έτος. Είχαμε κολλήσει όταν σε έναν κλασσικό πρωτοετοκαφέ με 300 άτομα παρέα, είχαμε
βρεθεί δίπλα κι είχαμε παραδεχτεί κι οι τρεις ότι μισούσαμε το μέρος καταγωγής μας.
Τσακώσαμε από μια περιπτερόμπυρα και κατευθυνθήκαμε προς την Πλατεία Αριστοτέλους
για να χαζέψουμε το δέντρο που ήταν στολισμένο και να αράξουμε κάπου τριγύρω για την αλλαγή
του χρόνου. Ήταν η πρώτη χρονιά που είχαμε αποφασίσει να κάνουμε Πρωτοχρονιά μακριά από
τους γονείς μας κι αυτό μας γέμιζε με μια αίσθηση αλητείας. Η βραδιά φάνταζε ατέλειωτη,
προσφέροντας άπειρες δυνατότητες, ακόμα κι αν ενδόμυχα ξέραμε ότι κανένα βράδυ από μόνο του
δεν μπορούσε να μας λυτρώσει από τον υπαρξιακό μας τρόμο.
-Έχουμε κανένα πλάνο για το που θα πάμε μετά το δέντρο; τους ρώτησα.
-Ρε μαλάκα τσίλαρε ένα βράδυ επιτέλους, τέτοιες μέρες το πλάνο είναι δυναμικό, μου απάντησε η
Μυρτώ.
Είχε δίκιο φυσικά, αλλά το ποσοστό αλκοόλ στο αίμα μου ήταν ακόμη πολύ χαμηλό για να
χαλαρώσω γιατί προσπαθούσα να μειώσω την ποσότητα αλκοόλ που κατανάλωνα στα πρώτα μου
φοιτητικά έτη. Η Μυρτώ κι ο Κώστας δεν είχαν τέτοιους ενδοιασμούς αν κρίνω από τα κοκκινισμένα
τους μάγουλα, το ότι μπέρδευαν ελαφρώς τα λόγια τους κι ότι κρατούσαν ένα μισοτελειωμένο
μπουκάλι ουίσκυ όταν βρεθήκαμε.
Περνώντας από το Πολυτεχνείο, ασυναίσθητα γύρισα το βλέμμα μου. Στις καταλήψεις του
Σεπτέμβρη είχα ακούσει για στοές που υπήρχαν κάτω από τις σχολές και τις ένωναν μεταξύ τους.
Αν και δεν είχα εικόνα ούτε για πως ήταν, ούτε για το πόσες ήταν, η όλη ιστορία μου ασκούσε
έντονη γοητεία. Εξίσου ενδιαφέρον μου φαινόταν το τι θα μπορούσε να βρίσκεται στα σκοτάδια τους
μετά από τόσες δεκαετίες εγκατάλειψης. Σαν να άκουσαν τη σκέψη μου, οι λάμπες του δρόμου
τρεμόπαιξαν μερικά δευτερόλεπτα και, θα έπαιρνα όρκο ότι, είδα μέσα στο σκοτάδι να μας
κοιτάζουν 3-4 ζευγάρια γατίσια μάτια. Αλλά στο ύψος ανθρώπου…
Φτάνοντας στην Καμάρα κι αρχίζοντας να σμίγουμε με τη βαβούρα της πόλης, άφησα πίσω
μου αυτές τις σκέψεις. Εξάλλου, αν η βαβούρα των αστικών μητροπόλεων είχε ένα καλό ήταν ότι
δεν σε άφηνε για πολύ να βυθιστείς στις σκέψεις σου. Και τελευταία οι περισσότεροι άνθρωποι
γύρω μου δεν κατακλύζοντας κι από πολύ αισιόδοξες σκέψεις.
Καθώς πλησιάζαμε στην πλατεία Αριστοτέλους κι αναμειγνυόμασταν με τον κόσμο, άρχισε
κάπως να φτάνει η διάθεση μου. Τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια, παρόλο που καταλάβαινα το
ρόλο που παίζουν στη δημιουργία τεχνητής χαράς, κατάφερναν πάντα να μου ελαφρύνουν τη
διάθεση. Πήραμε μια ακόμη γύρα από περιπτερόμπυρες κι αρχίσαμε να χαζολογάμε για την
τελευταία χυλόπιτα που έφαγε ο Κώστας. Ώρες ώρες σκεφτόμουνα ότι οι ερωτικές του “περιπέτειες”
τελείωναν επίτηδες άσχημα για να έχει να μας λέει ιστορίες.
Ξαφνικά, χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, τα φώτα γύρω μας έσβησαν. Πρέπει να είχε
γίνει κάποιο μπλακάουτ αφού δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω μας ίχνος ηλεκτρικής δραστηριότητας.
Η Μυρτώ ενθουσιασμένη άρχισε να φωνάζει “Πάμε να πλιατσικολογήσουμε τα σπίτια των αστών” κι
η αλήθεια είναι ότι με τις αφραγκίες που είχα τελευταία δεν ακουγόταν καθόλου κακή ιδέα. Αλλά
αυτό το σκοτάδι ήταν κάπως διαφορετικό. Ήταν πιο πηχτό και συμπαγές απ’ ότι συνήθως κι είχε
“καταπιεί” όλους τους ήχους τριγύρω μας, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται τίποτα έξω από την
παρέα μας.
Στράφηκα προς τους άλλους. Αυτοί μου έκαναν νόημα να κάνω ησυχία μπας και
καταλάβουμε τι συνέβαινε γύρω μας. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, είδαμε να
μας πλησιάζει κάτι που στην αρχή φαινόταν σαν ένας αιωρούμενος αχνός φωτισμός. Όταν άρχισε
να μας πλησιάζει, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος που φορούσε μαύρη καπαρντίνα και
βάδιζε στον κόσμο μας. Με το αριστερό του χέρι, κρατούσε ένα μπαστούνι που κατέληγε σε μια
πρωκτική σφήνα, άγνωστο πως αυτό τον βοηθούσε να στηρίζεται. Ο αχνός φωτισμός που βλέπαμε
έβγαινε από την κουκούλα που φορούσε στο κεφάλι. Όταν την έβγαλε, αρχίσαμε να ουρλιάζουμε.
Θα τρέχαμε μακριά του αλλά είχαμε κοκαλώσει από φόβο. Εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το
κεφάλι του υπήρχε μια φλεγόμενη μπάλα γαλάζια και λευκή!
Ο Κώστας δίπλα μου άρχισε να τραγουδάει “Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την
τρομερή”, ελπίζοντας να καλοπιάσει τον τύπο με το γαλανόλευκο κεφάλι. Αυτός αδιαφόρησε κι
έβγαλε από την τσέπη του το δεξί του χέρι, μόνο που μέσα από την καπαρντίνα αντί για χέρι
προεξείχε μια φλογέρα. ‘Εκανε μια σειρά περίτεχνων κινήσεων, “παίζοντας” ουσιαστικά τον μικρό
τυμπανιστή κι έδειξε σε ένα σημείο πίσω μας. Γυρνώντας, είδαμε ότι είχε εμφανιστεί μια καταπακτή
που φωτιζόταν από μια γκαζόλαμπα. Μάλλον ήθελε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Ωστόσο, το
βασικό ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο. Μπορούσε άραγε αυτή η φλογέρα να παίξει κι άλλα
τραγούδια; Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, στράφηκε προς το μέρος μου κι άρχισε να κουνάει το
χέρι-φλογέρα με τέτοιο τρόπο ώστε να παίζει το “Η ζωή εδώ τελειώνει”. Προοικονομία ή απλά
παιχνιδιάρικη διάθεση;
Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τη λάμπα σαν κουνούπια. Δεν εμπιστευόμασταν
ιδιαίτερα το γαλανόλευκο φίλο μας με την φλογέρα αλλά το σκοτάδι δεν φαινόταν να υποχωρεί και
δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα άλλο γύρω μας. Εξάλλου, τόσες ταινίες τρόμου έχουν γυριστεί
όπου ο πρωταγωνιστής πάντα τσεκάρει μια ύποπτη καταπακτή. Ποιοι είμασταν εμείς να πάμε
κόντρα σε τέτοιες νομοτέλειες; “Να έχουμε το νου μας μη χάσουμε την αλλαγή”, είπε ο Κώστας.
Κοιτάξαμε κι οι 3 τα κινητά μας. Νεκρά. Όπως φαίνεται το σκοτάδι που μας είχε τυλίξει δεν επέτρεπε
καμιά ηλεκτρική δραστηριότητα. Και κανείς μας δεν φορούσε ρολόι...
Ανοίξαμε το καπάκι της καταπακτής κι είδαμε μια σκάλα που οδηγούσε στον πάτο της. Η
Μυρτώ, σαν πιο τολμηρή κατέβηκε πρώτη κρατώντας τη γκαζόλαμπα. Αφού κατέβηκε και φώτισε
τριγύρω, μας έκανε νόημα να κατέβουμε. Με το που φτάσαμε κάτω, η τρύπα της καταπακτής
εξαφανίστηκε, πλέον φαινόταν απλά σαν η σκάλα να κατέληγε στο ταβάνι. Μόνη μας ελπίδα πλέον,
αυτός ο διάδρομος να κατέληγε σε κάποια έξοδο.
Βρισκόμασταν σε έναν σχετικά στενό τσιμεντένιο διάδρομο (δεν χωρούσε 2 άτομα στο
φάρδος του) που μύριζε υγρασία κι είχε ύψος λίγο πάνω από 2 μέτρα. Ένα κρύο ρεύμα αέρα τον
διαπερνούσε. Τουλάχιστον δεν θα ήταν ξεκάθαρο αν τρέμαμε από το κρύο ή το φόβο μας. Αρχίσαμε
να περπατάμε για να δούμε που κατέληγε. Μετά από λίγο φτάσαμε στο πρώτο σταυροδρόμι. Ο
Κώστας σάλιωσε ένα δάχτυλο και προσπάθησε να μαντέψει από που ερχόταν ο αέρας. Αυθόρμητα
μ’ έπιασαν τα γέλια αλλά οι άλλοι δύο με κοίταξαν με ένα αυστηρό βλέμμα. Σιγά το επιστημονικό
πείραμα που διέκοπτα. Αλλά δεν είχαμε κάποιο άλλο μέσο προσανατολισμού οπότε σώπασα.
Τελικά στρίψαμε αριστερά.
Συνεχίσαμε να περπατάμε για ώρες. Ή για λιγότερο. Εξάλλου δεν είχαμε κανέναν τρόπο να
υπολογίζουμε πως περνάει ο χρόνος και η προσωπική αίσθηση χρόνου του καθενός θύμιζε αυτό το
αμερικάνικο ρητό για τις κωλοτρυπίδες. Αφού περάσαμε πολλά σταυροδρόμια ακόμα, αφού ο
Κώστας συνέχισε να χρησιμοποιεί τον ίδιο τρόπο προσανατολισμού, αφού συνέχισε να μου
φαίνεται γελοίο κάθε φορά, είδαμε κάπου στο βάθος να αχνοφαίνεται κάποιο φως. Αναθαρρήσαμε
κι επιταχύναμε το βήμα μας κι όντως μετά από λίγο βρήκαμε μια πανομοιότυπη σκάλα μ’ αυτήν από
την οποία είχαμε κατεβεί, όπως επίσης και το άνοιγμα μιας καταπακτής. Γούστο έχει να
επιστρέψαμε απλά στο σημείο απ’ το οποίο κατεβήκαμε.
Όμως όχι. Ανεβήκαμε τη σκάλα και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμασταν στο χώρο του
Πολυτεχνείου και συγκεκριμένα στα γρασίδια έξω από τις γραμματείες. Ξαφνικά η Μυρτώ, εμφανώς
ταραγμένη, άρχισε να μας δείχνει έναν σκοτεινό όγκο, περίπου ένα μέτρο μακριά από εμάς.
Πλησιάσαμε κι είδαμε ότι ήταν μία γάτα. Νεκρή! Και δίπλα της μια φωτογραφία. Την σήκωσα με
τρεμάμενα χέρια και την περιεργάστηκα. Μόλις κατάλαβα τι έδειχνε πισωπάτησα, ενώ η
φωτογραφία έπεσε από τα χέρια μου. Φαίνονταν τέσσερεις τύποι με μπαστούνι και καμπαρντίνα και
στον ώμο του καθενός μία γάτα. Αυτά ήταν λοιπόν τα γατίσια μάτια, σε ύψος ανθρώπου, που είχα
δει! Κι έξω στο δρόμο, έδειχνε εμένα να κοιτάω προς το Πολυτεχνείο, τη στιγμή που εξέφραζα,
νοερά, την περιέργεια μου για τις υπόγειες στοές στο ΑΠΘ. Δεν ξέρω τι υπόγειες δυνάμεις είχα
ξυπνήσει με αυτή μου τη σκέψη, ωστόσο αυτό το περιστατικό ήταν μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι από το
νέο έτος τέτοιες σκέψεις δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Εξάλλου το μήνυμα του installation ήταν ξεκάθαρο: η περιέργεια σκότωσε τη γάτα Ιωάννης Μπαχάς- Εσείς στολίσατε; - Ο αδελφός μου δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αυτό που θα λέγαμε εύκολος άνθρωπος. Ήταν
δύστροπος. Είχε ιδιοτροπίες, νεύρα. Θύμωνε εύκολα και αρπαζόταν με το παραμικρό. Καμιά φορά
πιάνονταν στα χέρια ακόμη και με αγνώστους. Όσο για εμάς, τους συγγενείς και τους φίλους του,
δεν το συζητώ. Μας έβριζε, χειρονομούσε, πετούσε πράγματα και μετά για πολύ καιρό δεν μας
μιλούσε ακόμη και όταν έφταιγε αυτός.
- Όλα αυτά που μας λέτε είναι πολύ σημαντικά για την περιγραφή του ψυχισμού του αδελφού σας
αλλά σας ρώτησα με σαφήνεια ποιa ήταν η συμπεριφορά του προς τη σύζυγο του. Την έβριζε; Την
χτυπούσε; Ρώτησε ανυπόμονα ο συνήγορος της κατηγορούμενης για να ακολουθήσει αμέσως η
ένσταση της Πολιτικής Αγωγής πως καθοδηγεί τον μάρτυρα.
Ο μάρτυρας συνέχισε:
- Να με συγχωρείτε. Καταλαβαίνετε πως νοιώθω. Πιστεύω πως αν μιλήσω λίγο περισσότερο για
τον αδελφό μου θα τον κρατήσω κατά κάποιο τρόπο ζωντανό. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα,
πρέπει να το παραδεχτώ.
Είπε και κοίταξε τον συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής απολογούμενος.
- Την έβριζε χυδαία και την χτυπούσε συχνά. Τη χαστούκιζε ή ακόμη και την γρονθοκοπούσε αν
και δεν το είδα αυτό με τα μάτια μου. Έβλεπα όμως αργότερα τα αποτελέσματα της οργής του. Τα
πρησμένα μάτια, τα σκισμένα χείλη αλλά και τις νυχιές της νύφης μου στο πρόσωπό του. Αυτά
πέρσι τα Χριστούγεννα.
- Για αυτά τα σημάδια μπορείτε να γίνετε πιο σαφής. Πότε ακριβώς τα είδατε;
- Το βράδυ των Χριστουγέννων του 2022 τα περάσαμε μαζί στο σπίτι τους, εγώ και η σύζυγος μου,
τα παιδιά μας και ο μακαρίτης ο αδελφός μου με τη νύφη μου και τα δυο τους αγόρια. Τη νύφη μου
τη συνάντησα την άλλη μέρα το πρωϊ γιατί με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας και παρακάλεσε να με
συναντήσει. Φορούσε μαύρα γυαλιά και γάντια. Κατάλαβα πως κάτι έγινε αφού φύγαμε από το
σπίτι τους αργά μετά τα μεσάνυχτα. Είχαμε πιει και όλοι μας κάπως παραπάνω.
- Σας είπε τι έγινε; Είδατε τα σημάδια ο ίδιος;
- Ναι. Έβγαλε χωρίς να της το ζητήσω τα γυαλιά της και ομολογώ πως τρόμαξα από την όψη της.
Το αιμάτωμα ακουμπούσε την μέσα επιφάνεια των γυαλιών. Το φαντάζεστε; Όταν έβγαλε τα γάντια
της τότε είδα με τρόμο τα εξαρθρωμένα της δάχτυλα. Όταν τη ρώτησα τι έγινε μου είπε πως τον
αδελφό μου τον έπιασε μανία όταν φύγαμε και αφού την αποκάλεσε πουτάνα και πως τον στολίζει
κανονικά από τότε που παντρεύτηκαν, την χτύπησε μέχρι να κουραστεί.
- Δοκιμάσατε να μιλήσετε με τον αδελφό σας μετά από αυτό; Να του ζητήσετε ίσως τον λόγο; Να
τον νουθετήσετε να μην επαναληφθεί;
- Ναι, για τρεις τέσσερεις μέρες του τηλεφωνούσα συνέχεια όλες τις ώρες αλλά δεν απαντούσε.
Σκέφτηκα πως είναι κάποια από τις ιδιοτροπίες του. Μετά περίμενα να μου τηλεφωνήσει αυτός.
Των Φώτων με κάλεσε η νύφη μου.
- Σας πήρε τηλέφωνο; Την ξαναείδατε; Πώς επικοινώνησε;
- Με πήρε τηλέφωνο και μας κάλεσε οικογενειακώς στο σπίτι τους. Μου είπε μάλιστα πως αυτά τα
Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα της ζωής της, ήσυχα και αγαπημένα και πως ήταν σίγουρη πως
δεν θα την ξανάβλεπα όπως την τελευταία φορά. Και ο αδελφός μου ήταν πια ένας άλλος
άνθρωπος. Πράγματι, έλαμπε από ομορφιά και νιάτα όταν μας υποδέχτηκε στην εξώπορτα. Η
γυναίκα μου μάλιστα, θυμάμαι, δαγκώθηκε από ζήλια για τα βλέμματα που της έριξα. Μετά δεν
ξέρω αν πρέπει να σας πω κι’ άλλα αφού τα ξέρετε όλα. Τα μάτια του μάρτυρα γέμισαν δάκρυα και
η φωνή του έσβυσε.
- Αν έχετε αναστατωθεί και δεν μπορείτε να συνεχίσετε, μπορούμε να διακόψουμε για αύριο,
παρενέβη η Πρόεδρος του Κακουργοδικείου. Είναι όμως απαραίτητο να μας τα πείτε πάλι όλα,
όπως στην κατάθεσή σας.
Ο μάρτυρας έτρεμε τώρα. Γούρλωσε τα μάτια του σαν έβλεπε ξανά τη σκηνή που καλούνταν να
θυμηθεί.
- Η νύφη μου στάθηκε μπροστά στην πόρτα του σαλονιού με τα χέρια ανοιγμένα. Φέτος τα
Χριστούγεννα, μας είπε, ήταν διαφορετικά, χωρίς καυγάδες, χωρίς χαστούκια. Ο αδελφός σου
έμεινε μαζί μας όλες αυτές τις μέρες και ούτε μια βρισιά δεν βγήκε από το στόμα του. Θυμάσαι,
μου είπε, Λιάκο που σου είπα πως με κατηγορούσε πως τον “στόλιζα κανονικά” η πουτάνα; Ε,
λοιπόν φέτος τον στόλισα για τα καλά. Το σαλόνι μύριζε απαίσια. Παραμέρισε και μας έδειξε με
καμάρι το χριστουγεννιάτικο δένδρο της.
Πάντα θα θυμάμαι όσο ζω τις κόκκινες λάμπες που άναβαν στη θέση των ματιών και το στόμα του
αδελφού μου και τα κλαδιά του έλατου που έβγαιναν περίτεχνα από τα όλα τα μέλη του σώματος
του. Το χειρότερο όμως ήταν τα ανίψια μου. Κάθονταν μπροστά στο δένδρο και περίμεναν να
ανοίξουν τα δώρα τους. Χαμογελούσαν τόσο ευτυχισμένα όσο δεν τα είχα δει ποτέ. Θυμάμαι πως
σκέφτηκα, και ντρέπομαι που το λέω, πως “πράγματι τον στόλισε για τα καλά”. Θυμάμαι πως η
γυναίκα μου άρχισε να ουρλιάζει και να προσπαθεί να σκεπάσει τα μάτια των παιδιών μας. Αυτή
κάλεσε την Αστυνομία.
“Καλά Χριστούγεννα. Να σκορπίζετε πάντα το φως”, μας ευχήθηκε η νύφη μου. Μετά όλα
σκοτείνιασαν. Λιποθύμησα.
Η δίκη διακόπηκε.
Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022
ΚΑΤΑ ΒΛΑΚΕΙΑΣ (Χριστόφορος Τριάντης)
Ο Αρτεμίδωρος ο Πενταπολίτης, έφτασε αργοπορημένος στην αγορά, της συριακής Έμεσας. Εκεί, τον περίμεναν πολλή ώρα οι άρχοντες κι ο λαός. Είχαν μαζευτεί και διάφοροι ξένοι επισκέπτες και έμποροι που δραστηριοποιούνταν στην πλούσια πόλη, που βρισκόταν, όπως κι όλη η Συρία, υπό ρωμαϊκό έλεγχο, ρωμαϊκή κυριαρχία για να το γράψω καλύτερα.
Λίγο νωχελικά ανέβηκε στο βήμα της αγοράς κι άρχισε την ομιλία του. Συγκράτησα τα βασικά σημεία της και τα παραθέτω εδώ.
«Πολίτες της Συρίας, ο λόγος μου θα είναι έμπλεος λογικής και ουσίας. Oι ανόητοι γέμισαν τη γη, κυριαρχούν παντού. Ελαύνουσα η βλακεία, αποτιμάτε από τους γραφολόγους ως κοινωνικό θέλημα και πρόβλημα. Θα έλεγα αυξητικά κινούμενο.
Μα, γιατί η ανοησία είναι προτιμητέα; Το ερώτημα χρήζει άμεσης εξήγησης. Γνωρίζω την απάντηση και μάλιστα πολύ καλά. Γιατί κατά βάση, η προτίμηση στη βλακεία στερείται δύο πραγμάτων: της φαντασίας και του συναισθήματος. Οι ανόητοι λατρεύουν την τεχνητή ευτυχία κι ό,τι την ενισχύει. Οι πολλοί γίνονται ανόητοι από ευκολία, και αν είναι κι όμορφοι - αυτομάτως- μεταβάλλονται σε άτρωτα όντα. Ηρακλειδείς στον δρόμο της αποκοιμισμένης εντροπίας. Φαίνεται ότι όλα αυτά ενισχύουν τη διαπίστωση: πως οι ανόητοι νικούν κι οι έξυπνοι είναι οι ηττημένοι του σύμπαντος. Όχι συμπατριώτες μου, μεγάλο λάθος. Η σοφία αναγνωρίζει τη ματαιότητα της ζωής, την ομορφιά και τη νομοτέλειά της. Αυτά, κανένας βλάκας δεν θα τ’ αντιληφθεί, ποτέ.
Αλλά μιας και έχουμε πολλούς λεγεωνάριους στη Συρία, θα αναφέρω και μια παράμετρο, που αφορά τους βλάκες και την κατάταξή τους, στη σειρά των λεγεώνων (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Μήπως ο φιλόσοφος δεν περιέλαβε τους μικρόνοες στην τάξη των φυλάκων-λεγεωναρίων; Γιατί οι φύλακες είναι καλή και τίμια εργασία, μετά απολαβών. Φύλακες λοιπόν, των αποθηκών άρτου και οίνου, ανθρωποφύλακες της ευταξίας και της πολιτείας. Πρέπει να είναι προστατευμένες οι επιθυμίες, που συντηρούν την ύπαρξη, διασκεδαστικά κι όχι σοβαροφανώς. Διαχρονία της ρωμαλέας βλακείας, κυριαρχία των σωματικών ιδιοτήτων και ενστίκτων.
Όμως οι ανθρωποφύλακες δεν στερούνται της δύναμης και της λειτουργικής εκπαίδευσης για γενικές δολοφονίες (πέρα από τη φύλαξη). Κρίνεται απαραίτητη μια τέτοια διδασκαλία για την απόκτηση περισσότερων αγαθών. Γι’ αυτό πολλοί ανόητοι σπεύδουν να καταταγούν στους φύλακες - λεγεωνάριους. Ένας ρωμαλέος κεντυρίων, αξίζει όσο δέκα Πλάτωνες. Ποιος σοφός θα μπορούσε καθημερινά να τρώει γερά, να πίνει, ξανοίγοντας θεάματα, να οχεύει όλες τις μέρες του χρόνου και φυσικά να δολοφονεί ό,τι είναι εμπόδιο σε αυτές τις βασικές λειτουργίες; Και να συμπληρώσω, να πληρώνεται τακτικά από το δημόσιο ταμείο. Η επιβίωση της σημερινής πολιτείας και του οργανωμένου πολιτισμού είναι έργο των μικρόνοων φυλάκων.
Και κάτι ακόμα, στους βλάκες επικρατεί απόλυτα η βασική επιθυμία να οργανώνονται σε κάθε είδους κλίκες, κυρίως αυτές που τιτλοφορούνται: πολιτικά κόμματα, ιπποδρομιακές ομάδες, συντεχνιακές ενώσεις, πολύχρωμοι δήμοι. Αγελαία συμπεριφορά και ανύπαρκτη σκέψη, μετά αμοιβών και ζητωκραυγών. Αποκτούν ένα σωρό δυνατότητες εκεί μέσα: συκοφαντίες, κολακείες, ραδιουργίες, υβρεολόγια, αναξιοκρατίες, οινοποσίες και κάπου κάπου επιτρεπόμενες διαστροφές μετά παρενδυσιών, ό,τι πρέπει για να είσαι ένας βλάκας και μισός, μια ολόκληρη ζωή».
Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2022
Τα σούργελα της λογοτεχνίας
Ένα νέο παρα-λογοτεχνικό σύστημα το οποίο αγγίζει συγκεκριμένες διατάξεις του ποινικού κώδικα αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια. Πρωταγωνιστές σε αυτό επαγγελματίες παπατζήδες, λαμόγια, κηφήνες και αργόμισθοι της βιομηχανίας του βιβλίου αλλά και οι λεγόμενοι «χρήσιμοι ηλίθιοι», "συγγραφείς" των δεκαπέντε αντιτύπων δηλαδή που γίνονται αποδέκτες των πάσης φύσεως ξεροκόκκαλων που τους πετιούνται.
Τα «βραβεία» της Εταιρείας Συγγραφεών ανέδειξαν ίσως περισσότερο από κάθε άλλο πανηγυράκι το σηπτικό αυτό σύστημα αφού για να το θέσουμε απλά τόσο οι διοργανωτές όσο και οι «βραβευμένοι» ήταν ένας και ένας. Να αρχίσουμε από τη Σοκόλη που μασαμπούκωνε προκαταβολές ανυποψίαστων λογοτεχνών χωρίς να προχωράει ποτέ στην έκδοση των βιβλίων τους, τον πρόεδρο του ΟΣΔΕΛ που τείνει να γίνει ο νέος ΑΕΠΙ, τον Καλοκύρη που «έμπασε» συγγενή του στη βραχεία λίστα βραβεύσεων. Δεν θα αναφερθούμε καν εδώ στον φορέα παρωδία που ονομάζεται «Εταιρεία Συγγραφεών» καθώς τον έχουμε "γλεντήσει" παντοιοτρόπως με τις αποκαλύψεις μας για τις αδιαφανείς επιδοτήσεις που μασαμπούκωσε.
Όσο για τους βραβευθέντες περισσότερο και από την έλλειψη ταλέντου μας εντυπωσίασε η φαιδρότητα τους. Όπως βλέπεται και στην κέντρικη φώτο το μότο θα ήταν «κόψε φάτσα και βγάλε συμπέρασμα». Άλλα τα συμπεράσματα θα ήταν και πιο εμπεριστατωμένα σίγουρα με μια ματιά στη δουλειά τους…
Αντιγράφουμε τους στίχους της Εύας Παπαδάκης (Ο μουσάτος της φωτογραφίας είναι αυτή αλλά στο θέμα του αυτοπροσδιοριμού εμάς δεν μας πέφτει λόγος)
«Μικρό μου πόνυ,
Μην τρομάζεις, όταν τρομάζουν.
Όταν δεν νιώθεις τίποτα, να πίνεις νερό.
Φάε ντοματούλες τώρα, μετά θα σε φάνε τα εξωτερικά».
Ανάμεσα σε τόσους αξιολογότατους λογοτέχνες αυτή είναι η λογοτεχνία που «βραβεύεται». Όπως και η άλλη της Μαρίας Καντ (Δίπλα στο καμάρι με τα κουδούνια). Όπως θα λεγε και ο αξεπέραστος Τζιμάκος, "My favorite philosopher is Cunt, not Emmanouel Kant but your Cunt".
Το χουμε άλλωστε ξαναπεί, η Ελληνική λογοτεχνία έχει τεράστια ανάγκη τα σούργελα που θα μεγιστοποιούν τον βαθμό παρενδυσίας της, όσο οι πανηγυρτζήδες στο παρασκήνιο θα περιδρομιάζουν τον άμπακο…
Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2022
Το καθολικό σχολείο
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1975 ένας νυχτοφύλακας ακούει θορύβους που έρχονται από το κλειστό πορτ μπαγκάζ ενός Fiat 125, στο σημείο σπεύδουν καραμπινιέρι και στο άνοιγμα του ξεπροβάλει μια γυμνή κοπέλα μέσα στα αίματα ενώ δίπλα της μια συνομήλικη της κείται νεκρή. Κάπως έτσι ξετυλίγεται το περίφημο έγκλημα του Τσίρτσεο με πρωταγωνιστές και δράστες τρία πλουσιόπαιδα της καλής κοινωνίας, της λεγόμενης Roma Bene, και θύματα δύο ανυποψίαστες έφηβες από την ταπεινή συνοικία της Μοντανιόλα.
Το χρονικό ξεκινάει λίγες μέρες νωρίτερα, όταν οι Άντζελο Ίζο και Τζιοβάνι Γκίντο θα προσκαλέσουν την Donatella Colasanti και την Rosaria Lopez στη βίλα του φίλου τους Andrea Ghira, εκεί οι κοπέλες επι τριανταέξι ολόκληρες ώρες θα βιώσουν πρωτοφανή βασανιστήρια, θα βιαστούν και θα ξυλοκοπηθούν. Η πρώτη θα επιβιώσει, ωστόσο νομίζοντας πως και οι δύο είναι νεκρές θα της βάλλουν στο πορτ μπαγκάζ του μικρού Fiat για να της ξεφορτωθούν, κατά τη διαδρομή θα κάνουν μια στάση και η Colosanti θα βρει την ευκαιρία να καλέσει για βοήθεια.
Το έγκλημα αυτό που συντάραξε την ιταλική κοινή γνώμη και αυστηροποίησε τις ποινές για τους βιαστές μεταφέρεται στην μεγάλη οθόνη με τους δημιουργούς να επιχειρούν μια εκτενέστερη ματιά στο σχολικό περιβάλλον των δραστών, τις παρέες τους, το οικογενειακό τους υπόβαθρο, εξ’ ου και ο τίτλος.
Η ταινία διαθέτει αρκετά θετικά στοιχεία με κυριότερο την καταπληκτική ομοιότητα των ηθοποιών με τους πρωταγωνιστές της υπόθεσης (ιδιαίτερα εκείνη του Izzo αλλά και της Colosanti), από την άλλη ωστόσο πολλές από τις πτυχές θίγονται επιφανειακά όπως το γεγονός πως αποκρύπτεται τόσο το νέο-φασιστικό αλλά και βίαιο παρελθόν των δραστών αλλά και το ποινικό τους μητρώο.
Ο Παζολίνι είχε σωστά επισημάνει πως το συγκεκριμένο έγκλημα αποκάλυπτε την γενικότερη αρρώστια της Ιταλικής κοινωνίας και δεν είχε σχέση τόσο με πολιτικά, ταξικά και ιδεολογικά κίνητρα. Σίγουρα η προσέγγιση του που είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων διέθετε κάποια ψήγματα αλήθειας καθώς οι θύτες ήταν πρωτίστως καραμπινάτοι κοινωνικοπαθείς και θα μπορούσαν να πιστεύουν σε οτιδήποτε. Εκ του αποτελέσματος ωστόσο το ταξικό πρόσημο του εγκλήματος (στις μεταξύ τους συζητήσεις οι τρεις φίλοι κάνουν πλάκα θεωρώντας τις δύο κοπέλες λόγω του λαϊκού υπόβαθρου τους πουτάνες και κατώτερες) ήταν αυτό που συντάραξε περισσότερο την κοινή γνώμη.
Εν κατακλείδι πρόκειται για μια ταινία που πιάνει τη βάση και μπορεί να ιδωθεί από πολλές οπτικές γωνίες προβληματίζοντας ακόμα και στις μέρες μας…
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)







