Χριστουγεννιάτικος Εφιάλτης (Συλλογικό)

Δημήτρης Πλιάκας- Καλά Χριστούγεννα, πατριώτη!
Έσπρωξε την πόρτα και μπήκε μέσα. Το κλειδί ήταν πάνω στην κλειδαριά. Το γύρισε δύο φορές.
Από το αναμμένο τζάκι στην δεξιά μεριά του δωματίου έρχονταν ζεστά κύματα αέρα στο πρόσωπο του, προς ανακούφιση, παίρνοντας λίγο λίγο το κρύο που είχε δεχθεί όλο αυτό τον καιρό.
Κάθησε σε μια ξύλινη καρέκλα, αφήνοντας τον σάκο του πάνω στο τραπέζι.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να αναζητά λίγη τροφή. Σε ένα σκεπασμένο πιάτο στον πάγκο της κουζίνας, βρήκε μια μικρή μερίδα κοτόπουλο και λίγο τυρί.
Τα πήρε στο τραπέζι και άρχισε να τρώει λαίμαργα. Τελειώνοντας, έβγαλε από τον σάκο του ένα μικρό παγούρι που το είχε γεμίσει με κρασί. Ήπιε λίγο και σκούπισε τα χείλη με το μανίκι του δεξιού χεριού του. Αισθάνθηκε μια μικρή ευφορία.
Σηκώθηκε και άρχισε να παρατηρεί καλύτερα τον μικρό χώρο στον οποίο βρισκόταν.
Κάπως φτωχή η επίπλωση του, αλλά ήταν αρκετά καθαρός. Δίπλα στο μόνο κρεβάτι, υπήρχε ένα μικρό κομοδίνο με μια σειρά βιβλία τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κολλητά στον τοίχο.
Τράβηξε στην τύχη κάποιο, το πήρε στα χέρια του και διάβασε τον τίτλο:
"Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Φέξη, Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη, Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, έτος 1913".
Χαμογέλασε. Είχε διαβάσει νεότερος αυτό το κείμενο του Σκιαθίτη συγγραφέα. Δεν του άρεσε η περιγραφή του πρωταγωνιστή και η μίζερη φτωχογειτονιά που ζούσε.
Του θύμιζαν την δικιά του.
"1913", σκέφτηκε.
"35 χρόνια από τότε που βγήκε σε βιβλίο αυτό το διήγημα, δύο χρόνια αφότου είχε πεθάνει ο Παπαδιαμάντης".
Κάθησε ξανά στην καρέκλα, έχοντας αρχίσει το ξεφύλλισμα σε αυτήν την παλιά έκδοση.
Το διάβασμα!
Μια από τις αγαπημένες του συνήθειες. Το μεράκι του, η μαγεία της ανάγνωσης, η ευτυχία στο να ανακαλύπτεις έναν καλό συγγραφέα του ήρθαν σαν γλυκιά ανάμνηση της παλιάς του ζωής. Υπήρξε από εκείνους που είχαν πιστέψει στην δύναμη του λόγου και της κουλτούρας. Αλοίμονο! Η πορεία των γεγονότων, τον διέψευσε.
"Είναι Δεκέμβρης του 1948. Αντί οι κοινωνίες να προοδεύουν και ο κόσμος να γίνεται λίγο πιο ανθρώπινος, παντού βασιλεύει το σκοτάδι και η απόγνωση", κατέληξε απογοητευμένος στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα. Αποκοιμήθηκε πάνω στο τραπέζι από την εξαντλητική ημέρα που είχε.
Ξύπνησε από τον ήχο των συνεχόμενων χτυπημάτων στην πόρτα. Δεν πρόλαβε καν να σηκωθεί και η ξύλινη πόρτα έσπασε, ενώ πίσω της πρόβαλαν τέσσερις άγριοι άντρες. Ο πρώτος που τον είδε, φώναξε:
"Εδώ είναι ο κερατάς! Τον βρήκαμε. Στο σπίτι του του κυρ Γιάννη του δασκάλου κρυβόταν..."
Είδε δύο χωροφύλακες με τα όπλα τους να τον στοχεύουν και έναν άλλον, με γαλόνια να έρχεται προς το μέρος του. Αστραπιαία σκέφτηκε να αντιδράσει. Ένιωσε τόσο κουρασμένος, τόσο ανήμπορος, που παραιτήθηκε από κάθε τέτοια σκέψη.
Ο Μοίραρχος, στάθηκε από πάνω του.
"Νόμιζες πώς θα ξεφύγεις; Χαχα! Βλέπω έχεις μαζί σου τον σάκο με την αλληλογραφία των ανταρτών, ταχυδρόμε των κατσαπλιάδων. Τώρα που θα σε πάρουμε στο τμήμα, θα καταλάβεις το κόστος των επιλογών και των πράξεών σου".
Τα λόγια του ήταν σε αυστηρό, απειλητικό ύφος, ενώ παράλληλα έκανε νόημα στους άλλους δύο. Τον σήκωσαν από την θέση του. Ο τελευταίος του αποσπάσματος είχε μείνει στην είσοδο του σπιτιού. Μόλις αυτοί πλησίασαν κοντά του, τον άρπαξε από τον γιακά του πουκάμισου και ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει.
Ο Μοίραρχος τον σταμάτησε.
"Στάσου Ρακιντζή. Όχι ακόμη. Χρονιάρα μέρα είναι. Άσε να τον πάμε στο υπόγειο πρώτα". Έπειτα, γύρισε σε εκείνον. Κοιτάζοντας τον στα μάτια, έχοντας ένα ειρωνικό χαμόγελο, αναφώνησε:
"Καλά Χριστούγεννα, πατριώτη!"
Σωκράτης Μπουζούκας-Η φονική δίπλα
Τα Χριστούγεννα ήθελαν μόλις λίγα εικοσιτετράωρα για να φτάσουν και ο φούρνος της γειτονιάς δούλευε πυρετωδώς για να ετοιμάσει γλυκά για τις γιορτινές μέρες. Κουραμπιέδες, μελομακάρονα, δίπλες ήταν τοποθετημένα με τάξη επάνω σε ταψιά και περίμεναν τους πελάτες που θα τα αγόραζαν. Έτσι και η δίπλα περίμενε με μεγάλη αγωνία τον πελάτη που θα την επέλεγε. Κόσμος μπαινόβγαινε στον φούρνο μα όλοι τους αγόραζαν τους μεγάλους της ανταγωνιστές. Η δίπλα όμως δεν το έβαζε κάτω. Είχε ξαπλώσει επάνω στο ταψί λες και βρίσκονταν σε παραλία. Ήταν χρυσαφένια, αφράτη με καμπύλες και προσπαθούσε να προσελκύσει τα βλέμματα των πελατών σαν ένα όμορφο μοντέλο ώστε να την προτιμήσουν. Επάνω της άπλωνε μέλι όπως οι λουόμενοι το καλοκαίρι που βάζουν αντηλιακό για να μην καούν από τον ήλιο. Μάταια όμως. Ο κόσμος δεν έδειχνε να συγκινείτε από τις ικανότητες της σαν μοντέλο. Μάλιστα τους άκουγε που συζητούσαν για τους δυο μόνο ανταγωνιστές της με τέτοια λόγια λες και η ίδια δεν υπήρχε εκεί. Σαν να μην ήταν και αυτή γλυκό των Χριστουγέννων. Θύμωσε τόσο που αποφάσισε να αναλάβει δράση. Πήγε και άλλαξε τις τιμές που αναγράφονταν σε ταμπέλες. Ανέβασε τις τιμές στους μισητούς της αντιπάλους και χαμήλωσε την δικιά της τιμή. Περίμενε ότι αυτό το σχέδιο θα δούλευε. Όμως δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα όπως τα περίμενε. Μεγάλες ποσότητες κουραμπιέδων και μελομακάρονων συνέχιζαν να φεύγουν ενώ οι δίπλες παρά την χαμηλή τιμή παρέμειναν στα αζήτητα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε αποτύχει ξανά.
«Βρε αναθεματισμένοι αν αγοράσετε εμένα θα κάνετε οικονομία στο πορτοφόλι σας» φώναξε θυμωμένα. Αλλά κανένας δεν τις έδωσε σημασία. Παραμονή Χριστουγέννων και οι κίνηση στην αγορά αυξήθηκε για τα τελευταία ψώνια για το τραπέζι του ρεβεγιόν.
Ο Κόσμος έμπαινε γρήγορα στον φούρνο για να προμηθευθεί γλυκά. Η κακομοίρα ήταν στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού. Δεν θα ξέμενε εδώ στον φούρνο μέχρι να πεταχτεί στα σκουπίδια. Όχι η μοίρα είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Το πεπρωμένο της ήταν να βρίσκεται στο εορταστικό τραπέζι και να γίνει η βασίλισσα του επιδορπίου και οι καλεσμένοι να λένε πόσο ωραίο γλυκό έφαγαν. Σηκώθηκε από το ταψί χωρίς να τραβήξει την προσοχή των πελατών και των υπαλλήλων που δούλευαν στο φούρνο και κρύφτηκε κοντά στην ζυγαριά. Περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να θέσει σε εφαρμογή το νέο της σχέδιο. Η δίπλα περίμενε υπομονετικά την κατάλληλη στιγμή όταν ένας πελάτης μπήκε φουριόζος μέσα στον φούρνο λίγη ώρα πριν κλείσει και ζήτησε από την υπάλληλο με τα όμορφα μάτια να του βάλει από ένα κιλό από τους εχθρούς της που της έκλεβαν την ευκαιρία για μια μεγάλη καριέρα στο εορταστικό τραπέζι. Πλησίασε σιγά σιγά πίσω από την κοπέλα που άφηνε όσα μελομακάρονα περίσσεψαν στο χέρι της αφού το βάρος του κουτιού είχε φτάσει στο κιλό που επιθυμούσε ο πελάτης. Δεν την πρόσεξε ούτε ο πελάτης γιατί φλερτάριζε με την όμορφη πωλήτρια και τα μάτια του ταξίδευαν στις καμπύλες της. Η κοπέλα προσπαθούσε να τον εξυπηρετήσει χωρίς να του δώσει δικαιώματα. Εκείνο το χρονικό διάστημα εκμεταλλευτικέ η δίπλα που πήδηξε μέσα στο κουτί. Χαρούμενη έβλεπε δευτερόλεπτα μετά να κλείνει το κουτί. Επιτέλους τα κατάφερνε έστω και με αυτό τον ανορθόδοξο τρόπο να φύγει από τον φούρνο.
«Ε κοπελιά αυτός εδώ δεν είναι μαζί μας. Βγάλε τον έξω» ακούγονταν οι δεκάδες φωνές διαμαρτυρίας των μελομακάρονων. Μάταια όμως. Κανείς δεν τα άκουγε.
Η δίπλα τους απαντούσε θυμωμένα
«Βγάλτε τον σκασμό» Σύντομα ξέσπασε ένας μεγάλος καυγάς μέσα στο κουτί τον οποίο ο πελάτης δεν πήρε καθόλου είδηση ενώ πλήρωνε. Χωρίς να χάνει χρόνο κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αμάξι του. Σε λίγο θα είχαν στο σπίτι καλεσμένους για το ρεβεγιόν. Ήταν ζοχαδιασμένος που το φλερτ του δεν βρήκε ανταπόκριση από την όμορφη πωλήτρια. Έφτασε σπίτι και παρέδωσε τα κουτιά με τα γλυκά στην γυναίκα του και πήγε να χαιρετίσει τους καλεσμένους τους. Μετά την γαλοπούλα είχε έρθει η ώρα του γλυκού. Η οικοδέσποινα πήγε να ετοιμάσει τις πιατέλες με τα γλυκά. Όμως μια άσχημη έκπληξη την περίμενε. Στο κουτί με τα μελομακάρονα βρίσκονταν μια δίπλα. Φώναξε διακριτικά τον άνδρα της για να του το πει. «Βρε ξεμωραμένε πάλι σαλιάριζες με καμιά πωλήτρια; Κοίτα τι σου έβαλαν» και του έδειξε την δίπλα.
Ο σύζυγος έδειχνε έκπληκτος. Μεσα του όμως ήταν χαρούμενος γιατί πίστευε ότι η πωλήτρια το έκανε επίτηδες για να τον αναγκάσει να ξαναπεράσει από τον φούρνο.
Άρα είχαμε επιτυχία με την ομορφούλα σκέφτονταν.
«Ίσως να έκανε λάθος η κοπέλα μην γκρινιάζεις μέρες που είναι! Γλυκό είναι και αυτό. Θα το φάει κάποιος μην αγχώνεσαι. Φέρε το στο τραπέζι» Η οικοδέσποινα έφερε τρεις πιατέλες. Στην μία βρίσκονταν μονάχη της η δίπλα χαρούμενη και σίγουρη ότι σύντομα το όνειρο της θα γίνονταν πραγματικότητα. Όμως μόλις έφτασε στο τραπέζι άρχισαν τα σχόλια που δεν την κολάκευαν.
«Για τα Χριστούγεννα προτιμώ μόνο κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Οι δίπλες είναι ένα πράγμα ντυμένο γλυκό» Τα μάτια της θυμωμένης δίπλας έπεσαν στο άτομο που το ξεστόμισε πρώτα και μετά σε όλους τους άλλους που συμφώνησαν. Η οργή της ξεχείλισε. Ποτέ δεν την πρόσβαλαν με αυτό τον τρόπο. Τα γέλια από τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα χτυπούσαν άσχημα στα αυτιά της που την κοροϊδεύανε. Ένιωσε τόσο χάλια εκείνη την στιγμή. Τότε φώναξε οργισμένα προς τους ανθρώπους γιατί αυτοί μίλησαν άσχημα για αυτήν δίνοντας δικαίωμα στους ανταγωνιστές της να την χλευάζουν «Θα σας πιώ το αίμα με χάρτινο καλαμάκι ρε αλήτες»
Το ρεβεγιόν τελείωσε και όλοι πήγαν για ύπνο. Εκτός από έναν. Την δίπλα που σηκώθηκε από την πιατέλα της και πλησίασε τον πάγκο της κουζίνας. Εκεί πήρε από τη στοίβα με τα πλυμένα μαχαιροπίρουνα το μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποίησαν οι οικοδεσπότες για το κόψιμο της γαλοπούλας. Πλησίασε το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού τρίζοντας με μίσος τα δόντια της ενώ παράλληλα στριφογύριζε το κοφτερό μαχαίρι επιδέξια στα δάκτυλα της.
«Ένα πράγμα ντυμένο γλυκό ε;»
Την επόμενη μέρα οι φίλοι τους ανησύχησαν αφού είχαν κανονίσει να πάνε στο καζίνο. Παρά τις δεκάδες κλήσεις στα κινητά τους και στο σταθερό αυτοί δεν απαντούσαν. Κάλεσαν την αστυνομία η οποία έφτασε μπροστά σε μια σκηνή άγριου εγκλήματος. Τα πτώματα των δυο άτυχων ήταν κατακρεουργημένα αλλά χωρίς ίχνος αίματος στο σώμα τους. Ο αστυνόμος Αναστάσιος πρώτη φορά έβλεπε ένα τέτοιο έγκλημα στην μέχρι τώρα καριέρα του. Τον κάλεσαν εσπευσμένα με αποτέλεσμα να μην προλάβει να φάει. Πεινούσε σαν λύκος. Καθώς ερευνούσε το σπίτι είδε στο τραπέζι όπου χτες το ζευγάρι πέρασε το τελευταίο του ρεβεγιόν την πιατέλα με την δίπλα. Ο αστυνόμος δεν άντεξε στον πειρασμό και την έπιασε να την φάει. Έριξε μερικές ματιές να μην τον δει κανείς και άπλωσε το χέρι του αρπάζοντας την. Έδωσε μια δαγκωνιά και μια γλυκιά γεύση γέμισε το στόμα του. Ένιωσε στο χέρι του να κυλάει το σιρόπι σαν ποτάμι. Πήρε μια χαρτοπετσέτα για να καθαριστεί. Όταν αντίκρισε το χρώμα του σιροπιού τα έχασε. Ήταν κόκκινο σαν αίμα.
Γιώργος-Νεκτάριος Παναγιωτίδης-Γραπτό Μήνυμα
Υπήρχε κάτι το ξεχωριστό φέτος για τον Λάμπρο Ευήλιο. Όσο πλησίαζε το χειμερινό ηλιοστάσιο, 22 του Δεκέμβρη, τόσο αισθανόταν κάτι. Ήταν τα δέντρα που θρόιζαν, βαθυπράσινα ή καφεκόκκινα; Tα σύννεφα που κοσμούσαν τον ουρανό σαν αλεξήλιο, σαν μαξιλάρι προστασίας, σαν απαλό χνούδι ή σαν πούπουλο και που επαναμάγευαν τον κόσμο κάτω τους; Ο αέρας που φυσούσε και σάρωνε τα κατακόκκινα φύλλα στο δρόμο και που ήταν σα να έφτανε ως μέσα, ως τα μύχια της ψυχής του; Ήταν καιρός από τότε που είχε να αισθανθεί ο,τιδήποτε τέτοιο. Αλήθεια, να αισθανθεί ο,τιδήποτε.
Ήταν 23 Δεκεμβρίου, όταν, μετά τη δουλειά, επέστρεφε σπίτι. Τότε το έλαβε. Ένα SMS. «Ήσουν καλό παιδί φέτος;»
Ήταν μπροστά στα μαρμάρινα σκαλιά της μονοκατοικίας του, όταν το κοιτούσε επί πολλά δευτερόλεπτα. Δε σάλευε βλέφαρο.
Μπήκε μέσα και κοίταξε ολόγυρα. Θυμήθηκε όσα είχε: στα 33 του, είχε σταθερή δουλειά, καλό σπίτι. Κάποτε ήταν τραπεζοϋπάλληλος, τα άφησε, τώρα υπάλληλος ιδιωτικής εταιρείας παροχής ενέργειας. Όμως, μέσα σε όλα αυτά, ήταν σα να στερούνταν κάτι. Κάτι, αλλά τι; Μετά τον απογευματινό ύπνο, βγήκε πάλι στο καθιστικό. Είδε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, στο φόντο του παραθύρου, από όπου διέκρινες υπέροχα θαμπό το σούρουπο. Τότε ξανάκουσε το χαρακτηριστικό ήχο της λήψης SMS.
«Ήσουν καλό παιδάκι φέτος;»
Ένιωσε ένα άγγιγμα. Ο αριθμός ήταν άγνωστος. Κάποιος τού’ παιζε παιχνιδάκια; Πήρε τηλέφωνο στον αριθμό. 3,4,5 φορές. Τίποτα. Έψαξε τον αριθμό στο Google. Νάδα.
Πήρε το μπουφάν του και βγήκε στα σκαλιά. Όταν αγχωνόταν, ήθελε καθαρό αέρα. Κοίταξε απέναντι, πέρα από το δρόμο. Οι διαβάτες ήταν λιγοστοί. Οι γείτονες φαινόταν να είναι στα σπίτια τους. Στο δρόμο πλανιόταν μια οσμή από τζάκι, καμμένο ξύλο. Μια ευωδία ονειρική.
Είχε σκεφτεί κάτι άλλο. Είχε μια επαφή από χρόνια πριν. Κάποιος παλιός φίλος του, που δούλευε στη Φόναφον, την εταιρεία όπου φαινόταν να ανήκει το νούμερο. Ήταν εκεί χρόνια, άρα ίσως μπορούσε να βρει το χρήστη…
Πήρε τηλέφωνο και ο φίλος του το σήκωσε. Μίλησαν μαζί για μισό λεπτό εκεί μπροστά στα σκαλιά. Ο παλιόφιλός του διαμαρτυρήθηκε, και του είπε πως το επίπεδο εξουσιοδότησής του δε σήκωνε τέτοια αναζήτηση. Όταν επέμεινε, εκείνος δυσαρεστήθηκε, όπως του εξήγησε, γιατί μπορούσε εκτός των άλλων να βρει το μπελά του. Το τηλέφωνο εξάλλου που του είχε ζητήσει ήταν μη-ανακοινώσιμο, απόρρητο. Aίτημα προφανώς του κατόχου του… Ο Λάμπρος μπήκε πάλι μέσα ανήσυχος και βρίζοντας. Κάθησε στον υπολογιστή του. Προσπάθησε να ξεχαστεί αλλά χωρίς επιτυχία. Τελικά, αφού μπήκε στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο, είδε ένα μήνυμα από ένα νέο e-mail.
«Για χάρη των παλιών καιρών… Σου στέλνω μέσω TOR. Το νούμερο δεν ανήκει σε φυσικό πρόσωπο αλλά σε νομικό. Είναι μια εταιρεία που λέγεται Samax και βρίσκεται στη διεύθυνση: Καρόλου 3, Θεσσαλονίκη. Μην ξαναπάρεις γι’ αυτό».
Η νύχτα κύλησε ομαλά, ως και το μεσημέρι. Το απόγευμα όμως έλαβε ένα νέο μήνυμα: «Ήσουν καλό παιδάκι φέτος; Ή μήπως όχι;»
Ενστικτωδώς, πήγε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Σήμερα η μέρα ήταν νεφελώδης: ένα στρώμα από άκρο σ’ άκρο. Κάποτε μισούσε τέτοιες μέρες. Τώρα, του ασκούσε μια μυστηριώδη γοητεία. Είχε κάπου να πάει.
Έφτασε στην Καρόλου κοιτώντας δεξιά-αριστερά σα χαμένος. Το φως ήταν εξαιρετικά απαλό. Μπροστά του είδε την πίσω μεριά ενός σχολείου. Ήταν άδειο, σα στοιχειωμένο. Το 3 ήταν μερικά μέτρα στα δεξιά του. Γύρισε το πρόσωπο προς τα κει. Κοίταξε προς την είσοδο στην αυλή και προς τα μέσα, στην εσωτερική πόρτα. Οι τοίχοι ήταν φθαρμένοι. Τα σπίτια γύρω φαίνονταν σαν εγκαταλειμμένα. Η όλη γειτονιά ήταν αλλόκοτα ήσυχη και έφερνε εντελώς σε πόλη-φάντασμα. Κοίταξε την κίτρινη –σαν το μίσος- πόρτα. Ήταν ανοιχτή... Μπήκε μέσα: ένα μακρουλός διάδρομος. Επικεντρώθηκε στους ήχους του περιβάλλοντα χώρου: ένας ήχος σα χαλασμένης βρύσης που στάζει. Ένας άλλος ήχος, πιο ακανόνιστος, σα μεταλλικός. Είδε μία μισάνοιχτη πόρτα: τη δεύτερη στ’ αριστερά. Εδώ ήταν φανερό: ήταν ένα εγκαταλειμμένο γραφείο για κάποια εργασία. Ο νόμος της φθοράς όριζε τα πάντα. Σε ένα έπιπλο γραφείου, μπροστά από μια διαλυμένη περιστρεφόμενη καρέκλα, είδε ένα μεγάλο βιβλίο. Ήταν ένα Λογιστικό Ημερολόγιο!
Γύρισε τις σελίδες στο σαρακοφαγωμένο βιβλίο, τη μία μετά την άλλη. Έβλεπε λογαριασμούς αγοράς δανείων, λογαριασμούς ταμείου με πιστώσεις… όλο πιστώσεις. Ήταν φανερό: η Samax ήταν ένα χρεωκοπημένο vulture fund!!! Μια ανυπόληπτη εταιρεία που αγόραζε δάνεια για πελάτες τραπεζών με αδυναμία εξυπηρέτησης σε χαμηλό κόστος. Εκβίαζαν τους πελάτες και, αν τα κατάφερναν, είχαν πολύ υψηλό περιθώριο κέρδους. | Κάποτε είχε φύγει και κείνος από την τράπεζα που δούλευε. Ήταν μετά το 2014, όταν είχε προωθήσει τα έγγραφα κατάσχεσης πρώτης κατοικίας ενός χαμηλ… Έλαβε νέο μήνυμα: «Ήσουν καλό παιδάκι φέτος; Ή μήπως όχι; Περίμενε το δώρο σου». Τα μάτια του Λάμπρου άνοιξαν διάπλατα. Βγήκε έξω και κινήθηκε προς το αμάξι του, όσο καλούσε στο τηλέφωνο το φίλο του. Τον διαβεβαίωσε ότι δεν του είχε στείλει τίποτα ο ίδιος. Άρα ποιος διάολος; Προσπάθησε να θυμηθεί, όσο με γρήγορα, άστατα βήματα έφτανε στο αμάξι. Ανακάλεσε την εικόνα: τον ίδιο να μιλάει δυνατά, αγχωμένος, μπροστά στα σκαλιά του. Μπορούσε να τον ακούσει οποιοσδήποτε από τα διπλανά σπίτια, αν ήθελε. Έφτασε έξω από το σπίτι, όσο είχε πιάσει ένας αέρας σαρωτικός. Η πόρτα ήταν ανοιχτή! Θυμήθηκε ένα-ένα τους γείτονες: η κυρία Σούλα, μια χήρα στα 70, νοικοκυρά. Ο Γιάννης, στα 35, πληροφορικάριος. Μια στιγμή… Ο Παύλος Κράμπος, 55, είχε ρθει πρόσφατα στη διπλανή πολυκατοικία. Δε θυμόταν τ’ όνομα. Όμως, δεν ήξερε για επάγγελμά του. Όταν τον ρώτησε τι κάνει, του’χε πει ότι είχε πεθάνει η «μέγαιρα μάνα» του και πως ήταν «εισοδηματίας». Θυμήθηκε το βλέμμα του…
Μπήκε μέσα. Η ώρα ήταν 8.15. Περπάτησε σιγά-σιγά στο χωλ. Σχεδόν δεν ανέπνεε. Έφτανε στην κάσα του καθιστικού στα δεξιά όταν άκουσε ένα συντριπτικό ήχο. Ήταν η πίσω πόρτα, της κουζίνας, που είχε κλειστεί βίαια. Ξεκίνησε να τρέχει.
«Κράμποοοο!» Άνοιξε την πίσω πόρτα. Κοίταξε τριγύρω. Δεν ήταν κανείς! ‘Εφυγε για τη διπλανή πολυκατοικία, ανέβηκε με δρασκελιές στον 1 ο . Χτύπησε ουρλιάζοντας το όνομά του. Τελικά, μέσα στην ένταση της στιγμής, έσπασε την εξώπορτα και μπήκε μέσα. Δεν υπήρχε τίποτα. Κάποιος τα είχε μαζέψει όλα -ανεξαιρέτως- και είχε φύγει!
Έκανε πολλούς γύρους, αλλά τίποτα. Τελικά, ήταν κοντά μεσάνυχτα, όταν ξαναμπήκε στο σπίτι του. Ξεθεωμένος, μετανιωμένος για όλα, όλα, έσυρε τα βήματα στο καθιστικό, όταν είδε ένα… δώρο! Ήταν ακριβώς κάτω από το δέντρο. Είχε μια πανέμορφη κόκκινη κορδέλα. Το είδε από όλες τις πλευρές μήπως ήταν παγιδευμένο και μετά το άνοιξε. Ήταν ένα παιχνίδι, με εκπαιδευτικό χαρακτήρα! Το παιχνίδι λεγόταν «Το φαινόμενο του χάους» και έδειχνε την πορεία ενός βόλου, βασισμένη στο νόμο της βαρύτητας…
Ο Λάμπρος ξάπλωσε μπροστά στο δέντρο, βύθισε το πρόσωπο στα χέρια του και ένιωσε δάκρυα στα μάτια του να κυλάνε προς τα κάτω ανεξέλεγκτα. Αυτά τα δάκρυα ήταν κάτι άλλο: καθαρτικά. Μετά από ένα τέταρτο, κοίταξε έξω από το παράθυρο. Ο αέρας φύσαγε σιγά, το φεγγάρι, κατακόκκινο -σαν εκείνο πριν τη συντέλεια του κόσμου στην Αποκάλυψη-,
έβαφε ως πέρα τις κορφές. Μια ελπίδα -γλυκιά, μελιχρή- τον κατέκλυσε, για κάτι ακαθόριστο, κάτι ξένο που ερχόταν από πολύ, πολύ, πολύ μακριά. Μια νύχτα άγια…
Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου-Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα
-Άντε ψηλέ που είσαι, πάλι δεν σου βγαινε η μαλακία, μου φώναξε ο Κώστας από μακριά. Χαμογέλασα, ο Κώστας σίγουρα δεν είχε το καλύτερο χιούμορ της πιάτσας αλλά αυτή τη φορά είχε δίκιο. Τους είχα στήσει για κανα τέταρτο αυτόν και τη Μυρτώ γιατί η vodafone ως συνήθως δεν είχε ίντερνετ και μου είχαν τελειώσει τα δεδομένα. Ευτυχώς ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς οπότε αύριο θα ξαναφόρτωνε. Ο Κώστας κι η Μυρτώ ήταν οι κολλητοί μου από το πρώτο έτος. Είχαμε κολλήσει όταν σε έναν κλασσικό πρωτοετοκαφέ με 300 άτομα παρέα, είχαμε βρεθεί δίπλα κι είχαμε παραδεχτεί κι οι τρεις ότι μισούσαμε το μέρος καταγωγής μας. Τσακώσαμε από μια περιπτερόμπυρα και κατευθυνθήκαμε προς την Πλατεία Αριστοτέλους για να χαζέψουμε το δέντρο που ήταν στολισμένο και να αράξουμε κάπου τριγύρω για την αλλαγή του χρόνου. Ήταν η πρώτη χρονιά που είχαμε αποφασίσει να κάνουμε Πρωτοχρονιά μακριά από τους γονείς μας κι αυτό μας γέμιζε με μια αίσθηση αλητείας. Η βραδιά φάνταζε ατέλειωτη, προσφέροντας άπειρες δυνατότητες, ακόμα κι αν ενδόμυχα ξέραμε ότι κανένα βράδυ από μόνο του δεν μπορούσε να μας λυτρώσει από τον υπαρξιακό μας τρόμο. 
-Έχουμε κανένα πλάνο για το που θα πάμε μετά το δέντρο; τους ρώτησα.
-Ρε μαλάκα τσίλαρε ένα βράδυ επιτέλους, τέτοιες μέρες το πλάνο είναι δυναμικό, μου απάντησε η Μυρτώ.
Είχε δίκιο φυσικά, αλλά το ποσοστό αλκοόλ στο αίμα μου ήταν ακόμη πολύ χαμηλό για να χαλαρώσω γιατί προσπαθούσα να μειώσω την ποσότητα αλκοόλ που κατανάλωνα στα πρώτα μου φοιτητικά έτη. Η Μυρτώ κι ο Κώστας δεν είχαν τέτοιους ενδοιασμούς αν κρίνω από τα κοκκινισμένα τους μάγουλα, το ότι μπέρδευαν ελαφρώς τα λόγια τους κι ότι κρατούσαν ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι ουίσκυ όταν βρεθήκαμε.
  Περνώντας από το Πολυτεχνείο, ασυναίσθητα γύρισα το βλέμμα μου. Στις καταλήψεις του Σεπτέμβρη είχα ακούσει για στοές που υπήρχαν κάτω από τις σχολές και τις ένωναν μεταξύ τους. Αν και δεν είχα εικόνα ούτε για πως ήταν, ούτε για το πόσες ήταν, η όλη ιστορία μου ασκούσε έντονη γοητεία. Εξίσου ενδιαφέρον μου φαινόταν το τι θα μπορούσε να βρίσκεται στα σκοτάδια τους μετά από τόσες δεκαετίες εγκατάλειψης. Σαν να άκουσαν τη σκέψη μου, οι λάμπες του δρόμου τρεμόπαιξαν μερικά δευτερόλεπτα και, θα έπαιρνα όρκο ότι, είδα μέσα στο σκοτάδι να μας κοιτάζουν 3-4 ζευγάρια γατίσια μάτια. Αλλά στο ύψος ανθρώπου…
Φτάνοντας στην Καμάρα κι αρχίζοντας να σμίγουμε με τη βαβούρα της πόλης, άφησα πίσω μου αυτές τις σκέψεις. Εξάλλου, αν η βαβούρα των αστικών μητροπόλεων είχε ένα καλό ήταν ότι δεν σε άφηνε για πολύ να βυθιστείς στις σκέψεις σου. Και τελευταία οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω μου δεν κατακλύζοντας κι από πολύ αισιόδοξες σκέψεις.
Καθώς πλησιάζαμε στην πλατεία Αριστοτέλους κι αναμειγνυόμασταν με τον κόσμο, άρχισε κάπως να φτάνει η διάθεση μου. Τα Χριστουγεννιάτικα μπιχλιμπίδια, παρόλο που καταλάβαινα το ρόλο που παίζουν στη δημιουργία τεχνητής χαράς, κατάφερναν πάντα να μου ελαφρύνουν τη διάθεση. Πήραμε μια ακόμη γύρα από περιπτερόμπυρες κι αρχίσαμε να χαζολογάμε για την τελευταία χυλόπιτα που έφαγε ο Κώστας. Ώρες ώρες σκεφτόμουνα ότι οι ερωτικές του “περιπέτειες” τελείωναν επίτηδες άσχημα για να έχει να μας λέει ιστορίες. 
Ξαφνικά, χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση, τα φώτα γύρω μας έσβησαν. Πρέπει να είχε γίνει κάποιο μπλακάουτ αφού δεν φαινόταν πουθενά τριγύρω μας ίχνος ηλεκτρικής δραστηριότητας. Η Μυρτώ ενθουσιασμένη άρχισε να φωνάζει “Πάμε να πλιατσικολογήσουμε τα σπίτια των αστών” κι η αλήθεια είναι ότι με τις αφραγκίες που είχα τελευταία δεν ακουγόταν καθόλου κακή ιδέα.  Αλλά αυτό το σκοτάδι ήταν κάπως διαφορετικό. Ήταν πιο πηχτό και συμπαγές απ’ ότι συνήθως κι είχε “καταπιεί” όλους τους ήχους τριγύρω μας, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται τίποτα έξω από την παρέα μας.
Στράφηκα προς τους άλλους. Αυτοί μου έκαναν νόημα να κάνω ησυχία μπας και καταλάβουμε τι συνέβαινε γύρω μας. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα απόλυτης ησυχίας, είδαμε να μας πλησιάζει κάτι που στην αρχή φαινόταν σαν ένας αιωρούμενος αχνός φωτισμός. Όταν άρχισε να μας πλησιάζει, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν ένας άνθρωπος που φορούσε μαύρη καπαρντίνα και βάδιζε στον κόσμο μας. Με το αριστερό του χέρι, κρατούσε ένα μπαστούνι που κατέληγε σε μια πρωκτική σφήνα, άγνωστο πως αυτό τον βοηθούσε να στηρίζεται. Ο αχνός φωτισμός που βλέπαμε έβγαινε από την κουκούλα που φορούσε στο κεφάλι. Όταν την έβγαλε, αρχίσαμε να ουρλιάζουμε.
Θα τρέχαμε μακριά του αλλά είχαμε κοκαλώσει από φόβο. Εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται το κεφάλι του υπήρχε μια φλεγόμενη μπάλα γαλάζια και λευκή!
Ο Κώστας δίπλα μου άρχισε να τραγουδάει “Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή”, ελπίζοντας να καλοπιάσει τον τύπο με το γαλανόλευκο κεφάλι. Αυτός αδιαφόρησε κι έβγαλε από την τσέπη του το δεξί του χέρι, μόνο που μέσα από την καπαρντίνα αντί για χέρι προεξείχε μια φλογέρα. ‘Εκανε μια σειρά περίτεχνων κινήσεων, “παίζοντας” ουσιαστικά τον μικρό τυμπανιστή κι έδειξε σε ένα σημείο πίσω μας. Γυρνώντας, είδαμε ότι είχε εμφανιστεί μια καταπακτή που φωτιζόταν από μια γκαζόλαμπα. Μάλλον ήθελε να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Ωστόσο, το βασικό ερώτημα παρέμεινε αναπάντητο. Μπορούσε άραγε αυτή η φλογέρα να παίξει κι άλλα τραγούδια; Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, στράφηκε προς το μέρος μου κι άρχισε να κουνάει το χέρι-φλογέρα με τέτοιο τρόπο ώστε να παίζει το “Η ζωή εδώ τελειώνει”. Προοικονομία ή απλά παιχνιδιάρικη διάθεση; 
Αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε προς τη λάμπα σαν κουνούπια. Δεν εμπιστευόμασταν ιδιαίτερα το γαλανόλευκο φίλο μας με την φλογέρα αλλά το σκοτάδι δεν φαινόταν να υποχωρεί και δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα άλλο γύρω μας. Εξάλλου, τόσες ταινίες τρόμου έχουν γυριστεί όπου ο πρωταγωνιστής πάντα τσεκάρει μια ύποπτη καταπακτή. Ποιοι είμασταν εμείς να πάμε κόντρα σε τέτοιες νομοτέλειες; “Να έχουμε το νου μας μη χάσουμε την αλλαγή”, είπε ο Κώστας. Κοιτάξαμε κι οι 3 τα κινητά μας. Νεκρά. Όπως φαίνεται το σκοτάδι που μας είχε τυλίξει δεν επέτρεπε καμιά ηλεκτρική δραστηριότητα. Και κανείς μας δεν φορούσε ρολόι...
Ανοίξαμε το καπάκι της καταπακτής κι είδαμε μια σκάλα που οδηγούσε στον πάτο της. Η Μυρτώ, σαν πιο τολμηρή κατέβηκε πρώτη κρατώντας τη γκαζόλαμπα. Αφού κατέβηκε και φώτισε τριγύρω, μας έκανε νόημα να κατέβουμε. Με το που φτάσαμε κάτω, η τρύπα της καταπακτής εξαφανίστηκε, πλέον φαινόταν απλά σαν η σκάλα να κατέληγε στο ταβάνι. Μόνη μας ελπίδα πλέον, αυτός ο διάδρομος να κατέληγε σε κάποια έξοδο.
Βρισκόμασταν σε έναν σχετικά στενό τσιμεντένιο διάδρομο (δεν χωρούσε 2 άτομα στο φάρδος του) που μύριζε υγρασία κι είχε ύψος λίγο πάνω από 2 μέτρα. Ένα κρύο ρεύμα αέρα τον διαπερνούσε. Τουλάχιστον δεν θα ήταν ξεκάθαρο αν τρέμαμε από το κρύο ή το φόβο μας. Αρχίσαμε να περπατάμε για να δούμε που κατέληγε. Μετά από λίγο φτάσαμε στο πρώτο σταυροδρόμι. Ο Κώστας σάλιωσε ένα δάχτυλο και προσπάθησε να μαντέψει από που ερχόταν ο αέρας. Αυθόρμητα μ’ έπιασαν τα γέλια αλλά οι άλλοι δύο με κοίταξαν με ένα αυστηρό βλέμμα. Σιγά το επιστημονικό πείραμα που διέκοπτα. Αλλά δεν είχαμε κάποιο άλλο μέσο προσανατολισμού οπότε σώπασα. Τελικά στρίψαμε αριστερά.
Συνεχίσαμε να περπατάμε για ώρες. Ή για λιγότερο. Εξάλλου δεν είχαμε κανέναν τρόπο να υπολογίζουμε πως περνάει ο χρόνος και η προσωπική αίσθηση χρόνου του καθενός θύμιζε αυτό το αμερικάνικο ρητό για τις κωλοτρυπίδες. Αφού περάσαμε πολλά σταυροδρόμια ακόμα, αφού ο Κώστας συνέχισε να χρησιμοποιεί τον ίδιο τρόπο προσανατολισμού, αφού συνέχισε να μου φαίνεται γελοίο κάθε φορά, είδαμε κάπου στο βάθος να αχνοφαίνεται κάποιο φως. Αναθαρρήσαμε κι επιταχύναμε το βήμα μας κι όντως μετά από λίγο βρήκαμε μια πανομοιότυπη σκάλα μ’ αυτήν από την οποία είχαμε κατεβεί, όπως επίσης και το άνοιγμα μιας καταπακτής. Γούστο έχει να επιστρέψαμε απλά στο σημείο απ’ το οποίο κατεβήκαμε.
Όμως όχι. Ανεβήκαμε τη σκάλα και συνειδητοποίησα ότι βρισκόμασταν στο χώρο του Πολυτεχνείου και συγκεκριμένα στα γρασίδια έξω από τις γραμματείες. Ξαφνικά η Μυρτώ, εμφανώς ταραγμένη, άρχισε να μας δείχνει έναν σκοτεινό όγκο, περίπου ένα μέτρο μακριά από εμάς. Πλησιάσαμε κι είδαμε ότι ήταν μία γάτα. Νεκρή! Και δίπλα της μια φωτογραφία. Την σήκωσα με τρεμάμενα χέρια και την περιεργάστηκα. Μόλις κατάλαβα τι έδειχνε πισωπάτησα, ενώ η φωτογραφία έπεσε από τα χέρια μου. Φαίνονταν τέσσερεις τύποι με μπαστούνι και καμπαρντίνα και στον ώμο του καθενός μία γάτα. Αυτά ήταν λοιπόν τα γατίσια μάτια, σε ύψος ανθρώπου, που είχα δει! Κι έξω στο δρόμο, έδειχνε εμένα να κοιτάω προς το Πολυτεχνείο, τη στιγμή που εξέφραζα, νοερά, την περιέργεια μου για τις υπόγειες στοές στο ΑΠΘ. Δεν ξέρω τι υπόγειες δυνάμεις είχα ξυπνήσει με αυτή μου τη σκέψη, ωστόσο αυτό το περιστατικό ήταν μια ξεκάθαρη ένδειξη ότι από το νέο έτος τέτοιες σκέψεις δεν έπρεπε να επαναληφθούν. Εξάλλου το μήνυμα του installation ήταν ξεκάθαρο: η περιέργεια σκότωσε τη γάτα
Ιωάννης Μπαχάς- Εσείς στολίσατε;
- Ο αδελφός μου δεν ήταν σε καμιά περίπτωση αυτό που θα λέγαμε εύκολος άνθρωπος. Ήταν δύστροπος. Είχε ιδιοτροπίες, νεύρα. Θύμωνε εύκολα και αρπαζόταν με το παραμικρό. Καμιά φορά πιάνονταν στα χέρια ακόμη και με αγνώστους. Όσο για εμάς, τους συγγενείς και τους φίλους του, δεν το συζητώ. Μας έβριζε, χειρονομούσε, πετούσε πράγματα και μετά για πολύ καιρό δεν μας μιλούσε ακόμη και όταν έφταιγε αυτός.
- Όλα αυτά που μας λέτε είναι πολύ σημαντικά για την περιγραφή του ψυχισμού του αδελφού σας αλλά σας ρώτησα με σαφήνεια ποιa ήταν η συμπεριφορά του προς τη σύζυγο του. Την έβριζε; Την χτυπούσε; Ρώτησε ανυπόμονα ο συνήγορος της κατηγορούμενης για να ακολουθήσει αμέσως η ένσταση της Πολιτικής Αγωγής πως καθοδηγεί τον μάρτυρα. Ο μάρτυρας συνέχισε:
- Να με συγχωρείτε. Καταλαβαίνετε πως νοιώθω. Πιστεύω πως αν μιλήσω λίγο περισσότερο για τον αδελφό μου θα τον κρατήσω κατά κάποιο τρόπο ζωντανό. Έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, πρέπει να το παραδεχτώ.
Είπε και κοίταξε τον συνήγορο της Πολιτικής Αγωγής απολογούμενος. - Την έβριζε χυδαία και την χτυπούσε συχνά. Τη χαστούκιζε ή ακόμη και την γρονθοκοπούσε αν και δεν το είδα αυτό με τα μάτια μου. Έβλεπα όμως αργότερα τα αποτελέσματα της οργής του. Τα πρησμένα μάτια, τα σκισμένα χείλη αλλά και τις νυχιές της νύφης μου στο πρόσωπό του. Αυτά πέρσι τα Χριστούγεννα.
- Για αυτά τα σημάδια μπορείτε να γίνετε πιο σαφής. Πότε ακριβώς τα είδατε; - Το βράδυ των Χριστουγέννων του 2022 τα περάσαμε μαζί στο σπίτι τους, εγώ και η σύζυγος μου, τα παιδιά μας και ο μακαρίτης ο αδελφός μου με τη νύφη μου και τα δυο τους αγόρια. Τη νύφη μου τη συνάντησα την άλλη μέρα το πρωϊ γιατί με πήρε τηλέφωνο κλαίγοντας και παρακάλεσε να με συναντήσει. Φορούσε μαύρα γυαλιά και γάντια. Κατάλαβα πως κάτι έγινε αφού φύγαμε από το σπίτι τους αργά μετά τα μεσάνυχτα. Είχαμε πιει και όλοι μας κάπως παραπάνω.
- Σας είπε τι έγινε; Είδατε τα σημάδια ο ίδιος;
- Ναι. Έβγαλε χωρίς να της το ζητήσω τα γυαλιά της και ομολογώ πως τρόμαξα από την όψη της. Το αιμάτωμα ακουμπούσε την μέσα επιφάνεια των γυαλιών. Το φαντάζεστε; Όταν έβγαλε τα γάντια της τότε είδα με τρόμο τα εξαρθρωμένα της δάχτυλα. Όταν τη ρώτησα τι έγινε μου είπε πως τον αδελφό μου τον έπιασε μανία όταν φύγαμε και αφού την αποκάλεσε πουτάνα και πως τον στολίζει κανονικά από τότε που παντρεύτηκαν, την χτύπησε μέχρι να κουραστεί.
- Δοκιμάσατε να μιλήσετε με τον αδελφό σας μετά από αυτό; Να του ζητήσετε ίσως τον λόγο; Να τον νουθετήσετε να μην επαναληφθεί;
- Ναι, για τρεις τέσσερεις μέρες του τηλεφωνούσα συνέχεια όλες τις ώρες αλλά δεν απαντούσε. Σκέφτηκα πως είναι κάποια από τις ιδιοτροπίες του. Μετά περίμενα να μου τηλεφωνήσει αυτός. Των Φώτων με κάλεσε η νύφη μου.
- Σας πήρε τηλέφωνο; Την ξαναείδατε; Πώς επικοινώνησε;
- Με πήρε τηλέφωνο και μας κάλεσε οικογενειακώς στο σπίτι τους. Μου είπε μάλιστα πως αυτά τα Χριστούγεννα ήταν τα πιο όμορφα της ζωής της, ήσυχα και αγαπημένα και πως ήταν σίγουρη πως δεν θα την ξανάβλεπα όπως την τελευταία φορά. Και ο αδελφός μου ήταν πια ένας άλλος άνθρωπος. Πράγματι, έλαμπε από ομορφιά και νιάτα όταν μας υποδέχτηκε στην εξώπορτα. Η γυναίκα μου μάλιστα, θυμάμαι, δαγκώθηκε από ζήλια για τα βλέμματα που της έριξα. Μετά δεν ξέρω αν πρέπει να σας πω κι’ άλλα αφού τα ξέρετε όλα. Τα μάτια του μάρτυρα γέμισαν δάκρυα και η φωνή του έσβυσε.
- Αν έχετε αναστατωθεί και δεν μπορείτε να συνεχίσετε, μπορούμε να διακόψουμε για αύριο, παρενέβη η Πρόεδρος του Κακουργοδικείου. Είναι όμως απαραίτητο να μας τα πείτε πάλι όλα, όπως στην κατάθεσή σας.
Ο μάρτυρας έτρεμε τώρα. Γούρλωσε τα μάτια του σαν έβλεπε ξανά τη σκηνή που καλούνταν να θυμηθεί.
- Η νύφη μου στάθηκε μπροστά στην πόρτα του σαλονιού με τα χέρια ανοιγμένα. Φέτος τα Χριστούγεννα, μας είπε, ήταν διαφορετικά, χωρίς καυγάδες, χωρίς χαστούκια. Ο αδελφός σου έμεινε μαζί μας όλες αυτές τις μέρες και ούτε μια βρισιά δεν βγήκε από το στόμα του. Θυμάσαι, μου είπε, Λιάκο που σου είπα πως με κατηγορούσε πως τον “στόλιζα κανονικά” η πουτάνα; Ε, λοιπόν φέτος τον στόλισα για τα καλά. Το σαλόνι μύριζε απαίσια. Παραμέρισε και μας έδειξε με καμάρι το χριστουγεννιάτικο δένδρο της.
Πάντα θα θυμάμαι όσο ζω τις κόκκινες λάμπες που άναβαν στη θέση των ματιών και το στόμα του αδελφού μου και τα κλαδιά του έλατου που έβγαιναν περίτεχνα από τα όλα τα μέλη του σώματος του. Το χειρότερο όμως ήταν τα ανίψια μου. Κάθονταν μπροστά στο δένδρο και περίμεναν να ανοίξουν τα δώρα τους. Χαμογελούσαν τόσο ευτυχισμένα όσο δεν τα είχα δει ποτέ. Θυμάμαι πως σκέφτηκα, και ντρέπομαι που το λέω, πως “πράγματι τον στόλισε για τα καλά”. Θυμάμαι πως η γυναίκα μου άρχισε να ουρλιάζει και να προσπαθεί να σκεπάσει τα μάτια των παιδιών μας. Αυτή κάλεσε την Αστυνομία.
“Καλά Χριστούγεννα. Να σκορπίζετε πάντα το φως”, μας ευχήθηκε η νύφη μου. Μετά όλα σκοτείνιασαν. Λιποθύμησα.
Η δίκη διακόπηκε.

Σχόλια