Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022
Η εκδοτική αλητεία και το clopypaste
Η καταγγελία έφτασε στο mail μας από τον συγγραφέα Βασίλη Καλδίρη και είναι άκρως ανησυχητική, όχι μόνο γιατί επαληθεύει πως οι περισσότεροι εκδοτικοί λειτουργούν σαν συνδικάτα του κοινού εγκλήματος αλλά κυρίως γιατί αποδεικνύει πως δεν έχουν όρια.
Πάμε να δούμε τι ακριβώς μας εξιστόρησε ο κύριος Καλδίρης. Πριν από περίπου ένα χρόνο είχε στείλει το έργο του σε γνωστό εκδοτικό, αφού περίμενε για αρκετούς μήνες την απάντηση στο τέλος το έργο του απορρίφθηκε. Τα «καλύτερα» ωστόσο ξεκινούν μετά, καθώς την ίδια χρονική περίοδο εκδίδεται από τον εν λόγω οίκο παρόμοιο έργο με το δικό του από «γνωστό» και συμβεβλημένο συγγραφέα.
Προφανώς εδώ δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με ghost writing αλλά καραμπινάτη κλοπή πνευματικού μόχθου. «Ένας πραγματικός βιασμός» όπως μας πληροφορεί ο ίδιος και δεν έχει άδικο με τις μοναδικές αλλαγές (για τα προσχήματα) να είναι σε κάποια ονόματα και τοπωνύμια.
Οι επιμελητές δε στους οποίους προσπάθησε να απευθυνθεί έκαναν τους ψόφιους κοριούς, φυσικά απέναντι σε μαφιόζους αλλά και μια πολιτεία που σφυρίζει αδιάφορα είναι δύσκολο να βρεις το δίκιο σου δια της διαλλακτικής οδού. Η υπόθεση ήδη έχει πάρει το δρόμο της δικαιοσύνης.
Σάββατο 20 Αυγούστου 2022
Τον Αύγουστο τους ταϊζουν κιόλας (Μπαχάς Ιωάννης)
Η δικηγόρος με διαβεβαίωσε για την θετική έκβαση της δίκης. Είναι Στρατοδικείο όμως είμαι πολίτης και το «θύμα» εξαφανίστηκε. Αφού βρέθηκε ο οπλισμός δεν θα είχα πρόβλημα. Όχι τουλάχιστον αυτό. Αρκεί στην απολογία μου να έλεγα ότι με δασκάλεψε.
Δεν το έκανα:
«Είμαι Εθνοφύλακας σε στρατόπεδο στην πόλη. Κάνουμε νυχτερινή περίπολο ανάμεσα στα οχήματα, τα όπλα και τα καύσιμα. Περπατάμε τρεις ώρες δίπλα στον τοίχο που μας χωρίζει από το στρατιωτικό νεκροταφείο. Όλο το βράδυ ποτίζουν τους τάφους. Η υπηρεσία στρατιωτικών κοιμητηρίων δεν τσιγκουνεύεται για να τα αρδεύει.
«Σίγουρα δεν διψούν οι νεκροί εδώ», σκεφτόμουν.
Όλο τον Αύγουστο ο θόρυβος μας έπαιρνε το κεφάλι και ήταν και ο μόνος που ακούγονταν. Σκύλοι και κουκουβάγιες είχαν σιωπήσει όσο πλησιάζαμε στο Δεκαπεντάγουστο. Το προηγούμενο βράδυ περπατούσα βυθισμένος σε σκέψεις μπροστά από τον συνάδελφο. Το πότισμα σταμάτησε και σκέφτηκα φωναχτά:
«Ξεδίψασαν οι νεκροί πια. Δεν νομίζεις;»
Η απάντηση του με στοιχειώνει.
«Τον Αύγουστο μας ταϊζουν κιόλας»
Δεν έπρεπε να γυρίσω.
Αυτός που μου απάντησε ήταν φαντάρος αλλά είχε πεθάνει πριν εξήντα χρόνια. Ο συνάδελφος μου δεν ξέρω που είναι. Αυτά είχα να πω».
Η δικηγόρος μου αναζήτησε συμπόνοια στο βλέμμα των δικαστών. Ήμουν άξιος της μοίρας μου. Πολύ καλύτερης πάντως από του συναδέλφου
Τρίτη 16 Αυγούστου 2022
Τον Αύγουστο αυξάνεται η κίνηση (Μπαχάς Ιωάννης)
Τα σοκάκια είναι ρυάκια και οι δρόμοι παραπόταμοι. Τρέχουν να ενώσουν των περιπατητών τα βήματα στις ποτάμιες λεωφόρους. Το ποτάμι που περνάει με ορυμαγδό κάτω από το μπαλκόνι κουβαλάει όλους τους τρελούς της πόλης. Το απόγευμα, σαν τον Εύριπο, τους γυρνάει στις πηγές. Τον Αύγουστο καταγράφω σχολαστικά το φαινόμενο. Δεν κάνω διακοπές. Νοιώθω πως μέσα σε ένα μυστήριο σύμπαν μπήκα. Δεν θέλω να στερηθώ τη μαγεία για μιας ξαπλώστρας τα θέλγητρα..
Πέντε φορές περνάει ο παλιός συμμαθητής. Δάσκαλος. Τα βρόντηξε όλα καθώς τρελάθηκε. Έγραψε μια ποιητική συλλογή: «Οι Aπέχθαλλοι» που σαν διαθήκη του μυαλού του που αποδήμησε, την μοίρασε σε φίλους. Έξι φορές ανεβοκατεβαίνει ο τρελός με το μπλουζάκι χεβιμέταλ, πάντα με καφέ στα χέρια, μονολογώντας με φωνή βραχνή. Είναι και άλλοι. Ο Βαγγέλης που τραγουδάει ρεφρέν τραγουδιών. Καλοντυμένος. Θα παίρνει επίδομα σκέφτομαι και σημειώνω.
Τον Δεκαπενταύγουστο κορυφώνεται η κίνηση των τρελών Την καταγράφω ανελλιπώς. Που να πάνε άλλωστε όσοι αποκλείονται από τα θέρετρα των λογικών; Είναι και ένας γέρος με στολή παραλλαγής και χίλια σημαιάκια στη βέσπα. Τα τετράδια γεμίζουν το μπαλκόνι . Φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα
Κατεβαίνω στον δρόμο για την πρώτη βόλτα σήμερα. Θα περπατήσω δέκα φορές. Η Επιστήμη θέλει πείραμα και θυσίες. Κάποιος παρακολουθεί από τον δεύτερο.
Piper (Θηβαίος Απόστολος)
Βορειοανατολικά της Μακρονήσου από το 1988 και έπειτα κοιμάται για πάντα, έτοιμο για μια θεαματική απογείωση από τους βυθούς, το θρυλικό πια Piper. Αυτή ήταν η αφορμή για την παρακάτω ιστορία που δεν χρειάζεται κανένα επιχείρημα για να σταθεί. Είναι μια ιστορία όπως όλες οι άλλες, η ιστορία του Piper που ζεσταίνει τους κινητήρες του δεκαετίες ολόκληρες.
Το Piper Warrior II επανέλαβε με τον ασύρματο την τελευταία έκκληση για βοήθεια.
Βοήθεια, επαναλαμβάνω επικείμενη σύγκρουση, βοήθεια, όβερ, όβερ.
Ήταν τόσο απεγνωσμένη η φωνή του Κέντον στον ασύρματο. Ο βοηθός έβγαλε τα ακουστικά του, κοίταξε τους υπόλοιπους μες στον θάλαμο του αυτοσχέδιου πύργου ελέγχου. Πρόκειται για το υδραγωγείο του χωριού κάπου στα βόρεια του Βερντέν. Όλοι τους κοιτούν το στίγμα που μοιάζει να κινείται εκτός εμβέλειας. Από πάνω τους πλησιάζει μια μοίρα μαχητικών αεροσκαφών. Τώρα είναι βέβαιοι πως το Warrior II έπεσε θύμα της φοβερής, γερμανικής καταδίωξης. Τώρα δεν φαίνεται τίποτε από το ίχνος του Κέντον και όλοι μαζί βγάζουν τα καπέλα τους, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Το πολυβόλο σκίζει με ριπές τον αέρα και…
Ο Κέντον κοιτάζει τα όργανα του Piper που δείχνουν αλλόκοτες ενδείξεις. Πλάι στον δείκτη των καυσίμων, η Μπέτι, πριν από τρία χρόνια, φωτογραφημένη στο φεστιβάλ του καλοκαιριού, πιο ωραία από ποτέ, τον αποχαιρετά. Είναι τόσο νέα η Μπέτι, ακόμη δεν έχει συμβεί τίποτε, ο κόσμος έχει μια ελπίδα ακόμη για να τα καταφέρει. Το Piper διαγράφει ελλειπτικές τροχιές που κάνουν τον Κέντον να χάσει τις αισθήσεις του.
Εμπρός γιε μου, βάλε τα δυνατά σου, κρατήσουν γερά και την κρίσιμη στιγμή, χρησιμοποίησε τον μοχλό εκτίναξης, άκου Κέντον, σε διαφορετική περίπτωση είσαι κιόλας νεκρός. Με ακούς Κέντον; Βάση καλεί τον Warrior II.
Η Μπέτι του χαϊδεύει τα μαλλιά, του χαμογελά ιδανικά, του χαμογελά με έναν τρόπο που σημαίνει τα πάντα. Κοίτα εκεί Μπέτι, ένα λιβάδι ντάλιες που θυμίζει τον καπέλο του σταθμάρχη όταν γνέφει αντιθετικά μες στα λαδιά του καιρού, κοίτα Μπέτι, εκεί κάτω έχει ένα ολομόναχο σπίτι, πώς θα τα αγαπούσες αν γινόταν δικό σου.
Και το Piper αφήνει μακριές λωρίδες σκούρου καπνού που σημαίνει διαρροή λαδιού από τον κινητήρα.
Κέντον ο μοχλός εκτίναξης χρειάζεται λίγη προσπάθεια. Φρόντισε να έχεις ανοιχτό το κουβούκλιο και προπάντων μην φοβηθείς Κέντον.
Τώρα κοιτάζει την θέα του Βερνταίν, δυο χιλιάδες πόδια πάνω από τις φοβερές μάχες. Οι στρατιώτες τον χαιρετούν καθώς κάνει κομμάτια τις στέγες των σπιτιών. Ο Κέντον κοιτάζει την Μπέτι μες στα μάτια, το Piper τρίζει ολόκληρο και το ένα του φτερό είναι τσακισμένο. Η Μπέτι του δίνει ένα φιλί, έπειτα μια χοντρή επίστρωση και ο πόλεμος Κέντον που δεν χάθηκε τελικά. Πρέπει να το ξέρεις, έτσι δεν είναι;
Η Μπέτι, με ένα αβάσταχτο γήρας τριγύρω από τα μάτια, περπατά στο κοιμητήριο των ηρώων, εκεί που ο Κέντον κοιμήθηκε για πάντα. Πέρα το σκούρο, νυχτερινό μπλε δίνει στα πράγματα μια αίσθηση Έντουαρντ Χόπερ.
Προσπερνά κάποιον που πουλά εικόνες, ροζάρια, μετάλλια, Piper Warrior II σε πιστές ρέπλικες. Πώς θα του άρεσε μια τέτοια, θα έλεγε, είναι απίθανο πόσο πιστά τα φτιάχνουν. Ξέρεις, με ένα τέτοιο ίσως χαθώ για πάντα σε υπέροχες, γαλλικές εξοχές. Ο πόλεμος Μπέτι στοιχίζει. Μα τι έξοχη ρέπλικα!
Τον Κέντον κατασπαράζει το σιφόνι του πολέμου.
Σάββατο 13 Αυγούστου 2022
Δεκαπενταύγουστος (Συλλογικό)
Γιώργος- Νεκτάριος Παναγιωτίδης
‘Αξονας του ζ
“I know so well what is wrong
A language that is hard to speak…”
(Katatonia, “In death, a song”)
Είναι 14 Αυγούστου, 11 και μισή, βράδυ.
Eίμαι στο χώρο ενδιαίτησης του γιατ.
(Γιατ, όχι γιοτ.
Γιοτ λεν οι βλάχοι, όπως έλεγα παλιά γελώντας, είναι καγκουριά.)
Είμαι μόνος. Εντελώς μόνος. Στα 62 μου, όλα έχουν τελειώσει.
Όλα ξεκίνησαν στα 18. Κάτι τυπάκια στη Βιομηχανική με δούλευαν, επειδή ήμουνα ατσούμπαλος και είχα σπυριά. Και τότε το αποφάσισα: θα γίνω ο πρώτος. Θα τους φάω το λαρύγγι! Και τους έφαγα: οι ανταγωνιστές με προσκύναγαν. Τις γυναίκες τις κατανάλωνα μαζί με τα πούρα. Μωροφιλοδοξία: αυτός ήταν ο διάολός μου.
Τα φράγκα μου τα τρώγανε εξίσου οι ψυχίατροι: έπινα νόμιμα και παράνομα ναρκωτικά, αλλά όλα αυτά μ’ αφήναν πιο άδειο από πριν.
Στα 44, έσπειρα και ένα παιδί- απόγονο, τρομάρα μου.
Το παιδί αυτό μ’ έφτυσε τελικά κατάμουτρα πριν μερικές μέρες. Είσαι σικέ, μου είπε, είσαι όλος σικέ. Και έφυγε. Δε θέλει τίποτα απ’ την περιουσία μου.
Η αλήθεια αυτή με διέλυσε, σαν ρουκετοβόλο. Είχε δίκιο: ήμουν ένα ψεύτισμα, σε μέσα και σκοπούς.
Αυτά τα λόγια τα γράφω κοιτάζοντας προς τα πάνω. Είναι το σημείωμά μου.
Τώρα η μόνη κίνησή μου θα είναι κατακορύφως…
Μανώλης Μπρίμπος/Κατερίνα Αναστασάτου
Πουροτεχνήματα
Στο γηροκομείο ‘’ει κιττυ’’ η ζέστη ήταν ανυπόφορη η Μυρσίνη η Λουκία και η Αγνή άναβαν τα φιδάκια έξω στο μπαλκόνι.
Αναπολούσαν τις αξέχαστες στιγμές τους απο τα λογοκριμένα γυμνά τους καθώς προκαλούσαν το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού της εποχής.
Η Μυρσίνη βλέπει τις φίλες της να την κοιτάζουν εκστατικά και απαντά.
-Αύριο έχουμε το πάρτι πρός τιμήν της φίλης μας Ευσεβίας που απεβίωσε πριν 10 ημέρες- -πόσο άδικο τέλος είχε η καημένη!
-Μάθαμε πως φούνταρε απ το μπαλκόνι? Είπε η Λουκία-
-Δεν θυμάσαι που ήταν ερωτευμένη με τον αργεντίνο κηπουρό με τα στιβαρά μπράτσα με τα σαρκώδη χείλη και το κολλητό του φανελάκι που διέγραφε τις πιέτες στη κοιλιά του απάντησε η Μυρσίνη -
- Ούτε που το είχα προσέξει είπε η Αγνή -
-Πάνω στην απόλυτη έκσταση την ακούμπησε στη κουπαστή και αυτή όπως κουνιόταν γλυστράει και σκάει σαν καρπούζι στο χώμα! Τι άδοξο τέλος για έναν λατίνο εραστή τελείωσε τη φράση της με ένα αχ η Μυρσίνη
- Την καυλωμένη μην τη κλαίς μόνο κλάψε που δεν θα σαι εσύ η επομένη είπε με δόλο η Αγνή Οι 3 φίλες πίνοντας τα χάπια τους γύρισαν στα δωματιά τους αναπολώντας τον οργασμό της εκλιπούσας !
Ξημέρωνε Δεκαπεντάυγουστος.
Αλέξανδρος Ρασκόλνικ
Ασυγχώρητη
Eίναι πάντα υπέροχος ο Δεκαπενταύγουστος στην πολίχνη μας! Κουτσοί-στραβοί, συν γυναιξί και τέκνοις, φορτώνονται όλοι στ' αυτοκίνητά τους· φευγάτοι για το μοναστήρι της Παναγιάς της Εμποροπανηγυριώτισσας, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα δυτικά, στα ορεινά της επαρχίας, μας αφήνουν στην ησυχία μας.
Ξύπνησα αργά, ευδιάθετος, ήπια ένα καφεδάκι και κίνησα για μια μεσημεριάτικη βόλτα στην προκυμαία. Το δροσερό μελτεμάκι ήταν χαρά Θεού.
Καθώς διέσχιζα ανέμελος μια διάβαση πεζών, η άγνωστη ξανθιά με τα σκούρα αεροπορικά γυαλιά έπεσε καταπάνω μου με τη τζιπάρα της. Από που στο διάτανο είχε ξεφυτρώσει! Ένα μυξιάρικο τσιουάουα μέσα στο αυτοκίνητο, γάβγιζε λυσσαλέα· αυτή ήταν η τελευταία μου θύμηση.
Το ίδιο πρόσωπο να μου χαϊδεύει τρυφερά το χέρι, ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα απ' το κρεβάτι του πόνου, επανερχόμενος στους ζωντανούς κάμποσες μέρες αργότερα. Χωρίς τα ματογυάλια της, με κοίταζε με τα τσακίρικα μάτια της υγρά, κατασυγκινημένη. Το μένος μου εξατμίστηκε στιγμιαία.
Η Μαγδαληνή, πανέξυπνη, με ομορφιά εφάμιλλη της Αφροδίτης του Βελάθκεθ, μονοστιγμής έγινε ο βωμός της λατρείας μου. Ο γάμος μας έγινε βιαστικά. Ακόμα με τις πατερίτσες ήμουν.
Στο τρίμηνο, το πορνίδιο, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου με ισχυρισμούς εξωφρενικούς. Για να θολώσει τα νερά, η μικρή σουπιά, με είχε κάνει ρεντίκολο!
Αλλά σιγά μην την αφήσω έτσι, εγώ!
Σωκράτης Μπουζούκας
Ο δεκαπενταυγουστοχτυπημένος
Κάθε Δεκαπενταύγουστο υποσχόμουν στον εαυτό μου ότι του χρόνου θα κάνω ένα ωραίο
ταξίδι. Παρόλες τις προσπάθειες μου η υπόσχεση έμενε υπόσχεση και παρέμενα στην
Αθήνα.
Πόσο θύμωνα με τον εαυτό μου! Πάντα κάτι άσχημο μου τύχαινε τέτοια εποχή. Την μια
έφταιγε η δουλειά μου και ο βλάκας ο προϊστάμενος μου που με ήθελε να βρίσκομαι εκεί
μην χάσουμε κανένα πελάτη. Λες και οι πελάτες τότε θα έμεναν Αθήνα να ψωνίσουν. Δεν
θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ταξίδεψα Δεκαπενταύγουστο. Ίσως όταν ήμουν
φοιτητής.
Έτσι απέκτησα το παρατσούκλι Ο Δεκαπενταυγουστοχτυπημένος.
Πότε τελικά θα τα καταφέρω; σκεφτόμουν απογοητευμένος.
Όμως φέτος τα πράγματα άλλαξαν. Αυτή την στιγμή πετάω για Ικαρία. Κατά την διάρκεια
της πτήσης έχω τα μάτια μου κλειστά και φαντάζομαι τα πανηγύρια. Είμαι τόσο
χαρούμενος που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μου το στερήσει.
Με το μυαλό μου καθώς ξαπλώνω αναπαυτικά στο κάθισμα βρίσκομαι στο νησί
χορεύοντας μπάλο κρατώντας το χέρι μιας όμορφης κοπέλας.
Και εκεί που νιώθω την διονυσιακή έκσταση ένα χέρι με σκουντά με βία, ενώ παράλληλα
μια δυνατή φωνή με βγάζει από την νιρβάνα μου.
«Κύριε δέστε την ζώνη σας. Το αεροπλάνο θα κάνει αναγκαστική προσγείωση στην
θάλασσα. Οι κινητήρες του έπαψαν να δουλεύουν».
Χρήστος ΧατζηκωνσταντίνουΖήτω η ιδιωτική πρωτοβουλία
Ξύπνησα με βαρύ κεφάλι. Δεν ξέρω αν έφταιγαν οι μπόμπες που ήπια ή το κατουρημένο
αλβανικό που κάπνισα για σβήσιμο. Αλλά θα κατανάλωνα οτιδήποτε προκειμένου να
ξεχάσω ότι είχα ξεμείνει δεκαπενταύγουστο στη θεσσαλονίκη. Kι όχι γιατί θα διακόπαρα
σεπτέμβρη επειδή “είναι πιο ήσυχα”. Ήμουν απλά άφραγκος. Το κλιματιστικό μου είχε
χαλάσει από χθες και τέτοια μέρα ήθελες βύσμα το Χριστό σου για να βρεις ψυκτικό. Κι ο
καφές μου είχε τελειώσει. Έπρεπε να βγω προς αναζήτηση δροσιάς και καφέ.
Καφέ βρήκα γρήγορα και κατευθύνθηκα προς τα ανατολικά ελπίζοντας για λίγη δροσιά εκτός
του αστικού ιστού. Καθώς περπατούσα στη μεταποκαλυπτική Θεσσαλονίκη είδα μια
όμορφη καταπράσινη γειτονιά με την πινακίδα: “Ο χώρος προστατεύεται από ιδιωτική
ασφάλεια.“ Βάζω στοίχημα ότι ούτε αυτό λειτουργεί ανήμερα δεκαπενταύγουστου. Άρχισα να
κλωτσάω την πινακίδα για να το εξακριβώσω. Τότε με είδε η ιδιωτική ασφάλεια
αυτοπροσώπως και μου είπε να σταματήσω. Απάντησα σαν ώριμος ενήλικας: -Γιατί, τι θα
μου κάνεις; -Ότι χρειαστεί. Το ιδιωτικό όργανο είχε όρεξη για παιχνίδια.
Κατέβασα το παντελόνι μου κι άρχισα να κατουράω την πινακίδα. Δευτερόλεπτα αργότερα
ένιωσα μια σφαίρα στην αριστερή πλευρά του στήθους μου. Καθώς ψυχορραγούσα
αβοήθητος, σκέφτηκα ότι τουλάχιστον η ιδιωτική ασφάλεια δουλεύει 365 μέρες το χρόνο. Ζήτω η ιδιωτική πρωτοβουλία
Αποδημητικό ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ
Τα 'χε κανονισμένα ο Παπαλιάς. Σαράντα χρόνια τώρα, δε σμίγαμε με ξένους. Ο Θεός να τον έχει καλά, καθάρισε ο τόπος. Τα προξενιά από τον Μάραθο κι από το Δεντροχώρι λογιάζονταν αμαρτικά. Βοήθαγα κι εγώ. Άναβα τα καντιλέρια, ξεκέρωνα τα μανουάλια κι έδινα ορμήνειες στις μανάδες μη δώσουνε τις θυγατέρες. Παντρολογιόντουσαν τριτοξάδερφοι και βγαίνανε μωρά αλλιώτικα. Δίχως λαλιά, δίχως χέρια και ποδάρια. Έλεγε ο Παπαλιάς πως ήταν αγγελούδια, τα σπλαχνιζόταν, τα συνέτρεχε.
***
Παραμονή της Παναγιάς. Στήναμε καζάνια στην πλατεία. Η Δέσπω του Φαφλιάρα -Θεός σχωρέσ’ τον-, τραβολογούσε το Γιωργί στη μαρμαρόσκαλα.
-Καλημέρα, παπαδιά. Τονε ζήτησε ο Παπαλιάς, για τη λιτανεία.
***
Κοίταξα το Γιωργί κι ήταν σαν να ’βλεπα πρώτη φορά τα μάτια τα κλαμμένα. Ξέρασα στη ρίζα της μουριάς.
***
Τελειώσαν τα λειτουργικά. Πήρε το κέφι ν' αποσώνεται. Αναμαλλιάρικα τα αγγελούδια, ξεψυχισμένα πάνω στις πλαστικές καρέκλες.
Κι άκουσα πρώτη φορά τα κλάματα από τόσα χρόνια στοιβαγμένα, πίσω απ' τις κλεισμένες πόρτες. Τα μάτια μου τρυπήσανε το τέμπλο κι αντίκρισα γυμνά κορμάκια μπλεγμένα μες στα ράσα.
***
Κράτησα λίγο ζυμάρι. Είπαμε τα πατερημά και έκαψα το λάδι.
-Παπαλιά, να φας κι εσύ μια στάλα.
Ξέρναγε αέρα ξέπνοα.
Με κοίταξε.
Τον κοίταξα.
-Θα σε δω στην Κόλαση, καργιόλη.
Θεοδώρα ΞένιουΣτη Θάλασσα
«Μην απομακρυνθείς πολύ», οι τελευταίες τους λέξεις, πώς ξεγελάστηκα έτσι. Είναι το φεγγάρι που με ξεμυάλισε, τόσο στρογγυλό, τόσο φωτεινό!
Τώρα κολυμπάω μόνη ώρα πολύ, μακριά βλέπω στεριά δεξιά και αριστερά. Κάτι δεν πάει καλά. Πού πήγε η θάλασσα η ανοιχτή; Φωνάζω, μα δεν αποκρίνεται κανείς.
Νύχτωσε για τα καλά, ευτυχώς που είναι το φεγγάρι. Πλησιάζω προς την ακτή, φώτα δυνατά, φωνές πολλές μα δεν τις καταλαβαίνω. Φοβάμαι πολύ, πάλι στα ανοιχτά. Κάνω κύκλους ξανά και ξανά, δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει. Το φεγγάρι προχωράει στον ουρανό, ο λαιμός που πονάει πια και έχω κουραστεί. Πεινάω τόσο πολύ. Δεν ξέρω μόνη να κυνηγώ.
Ξάφνου, βλέπω κάτι να γυαλίζει ίσα μπροστά. «Να προσέχεις τα ανθρώπινα», σα καμπανάκι που χτυπά. Πλησιάζω διστακτικά, ασημίζουν στο φως του φεγγαριού ψάρια πολλά, σαν κρεμασμένα φαίνονται, ορμάω δίχως να το σκεφτώ με το στόμα ανοιχτό και μπλέκομαι σε κάτι που δεν μπορώ να δω. Χτυπιέμαι να ξεμπλεχτώ, μα τα πράγματα γίνονται χειρότερα, παλεύω όσο μπορώ, μάταια.
Απόκαμα, το φεγγάρι έχει χαθεί από τον ουρανό, δεν μπορώ να αναπνεύσω πια, όλα σκοτεινιάζουν τώρα που ξημερώνει. Νιώθω σαν να πετώ.
«.., και στο ‘πα ρε Μάνο δεν έπρεπε να ρίξουμε δίχτυα Δεκαπενταύγουστο, μεγάλη γρουσουζιά».
Τρίτη 9 Αυγούστου 2022
Η Ελένη των σιδεράδικων (Απόστολος Θηβαίος)
Όπως το πρόσταξε
ο θεός
της Ελλάδος
Γ. Σεφέρης
Μικρή Ραψωδία
Γύριζε στα χαμένα. Περνούσε τις υπόγειες διαβάσεις και διασταυρωνόταν με ένα σωρό
θαύματα. Μα δεν είναι ώρα τώρα για όλα αυτά. Και εκείνη ερχόταν και έφευγε όπως το νερό.
Και σβήνανε οι ρεκλάμες άμα περνούσε, από ντροπή και από τρυφερότητα σε εκείνους που
αγάπησαν πολύ, δίχως αντίκρισμα. Την έφερε στο νου του να λυγάει στα χέρια του άλλου, να
πέφτει αμαχητί σαν κατροπολιτεία. Να λέει το όνομά του με λιγωμένη την ψυχή, με έναν
κίνδυνο μες στην καρδιά, σκληρό και ατέλειωτο χειμώνα.
Πέρασε εμπρός από τα καφενεία. Σκύβανε το κεφάλι οι άλλοι, όλοι καταλαβαίνανε και δεν του
αντιμιλούσανε σαν έλεγε, μια άλλη φορά, να με συμπαθάτε. Και έπαιρνε τις ανηφοριές που
βγάζουν στον άγιο και τέντωνε η νύχτα το αυτί της να ακούσει το παράπονό του. Μια πολιτεία
που πέφτει, ένα σαθρό φεγγάρι, τσίγκος και στράτζα λεπτή, δουλεμένη μια Κυριακή όταν ο
ατόρνευτος καιρός βρέχει παντού και ο Θεός των σιδεράδικων και των ανέστιων μας
συντρέχει.
Την είδανε, νύχτα να φεύγει από το Άργος. Φορούσε μαύρο φουστάνι και είχε τα μαλλιά της
λυμένα, σαν χείμαρροι πέφτανε παντού, πνιγμένος ο κόσμος σας λέω και τίποτε. Την πήρε
ένας νεαρός λίγο έξω από την πόλη. Της έπαιξε τα φώτα, εκείνη έτρεξε και αγκαλιάστηκαν και
φιλήθηκαν σαν να πρόκειται για χωρισμό. Μονάχα το μαντουδάκι της βρήκανε που το ‘χε
ριγμένο πάνω στο ποιητικό γεφύρι, έτσι απρόσεκτα. Και έτσι βεβαιωθήκανε πως ήταν η πλάτη
της Ελένης εκείνη που σκιρτούσε κάτω από τα φώτα. Και ήταν το χέρι του Θεού που έκρυψε
την ντροπή της, έτσι όπως τραβούσε για τις αχερουσίες.
Τώρα όλοι γυρεύουν από αυτόν απόκριση. Τον κοιτάζουν που περνά εμπρός από τα καφενεία
του καλοκαιριού και μοιάζουν να προσμένουν την μορφή του που γνέφει, να μην τ’αφήσουμε
ατιμώρητο το έγκλημα.
Μα ακόμη και εκείνες τις ώρες που ετοιμάζονται να σαλπάρουν, εκείνος πονά για την Ελένη
του, για το σχήμα του κορμιού της όταν κατακτιέται από τα δυο του χέρια. Αυτόν έχει για κύρη
της πια η Ελένη που μάγεψε για πάντα τον Ευρώτα. Σε λίγο θα φύγουν. Πάνε να την πάρουν
πίσω.
Μα αν βαθιά κανείς σκύψει εντός του θα ιδεί τους δισταγμούς, τις δεύτερες σκέψεις, την
μεγάλη αγάπη. Θα δει και θα μάθει πώς είναι οι ραψωδίες να βγαίνουν αληθινές.
Αυτό είναι λοιπόν η Ελένη, μαρτύριο της ομορφιάς και της ρωμιοσύνης. Μα οι καρδιές
χτυπούν γρήγορα και οι τριήρεις σκαρφαλώνουν στα κύματα και η καρδιά του ματώνει επειδή
στην αγκαλιά της Ελένης άφησε κάποτε το κορμί του. Δεν υπάρχει πια άλλος χρόνος.
Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022
Μπραβιλίκια, εκβιασμοί και άλλες ιστορίες (Ο θαυμαστός κόσμος του βιβλίου)
Η πρώτη μου επαφή με το βιβλίο ήταν ενδεικτική για το τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια, βλέπετε ο τότε εκδότης μου- με εναλλακτικά περιοδικά μουσικής υπό τη διεύθυνση του αλλά και έναν οίκο που είχε χτίσει μια παράδοση στη λογοτεχνία του φανταστικού- ήταν αυτό που λέμε λαμόγιο champions league. Δεν ήταν τόσο πως έδινε βιβλία στον μεσουρανούντα τότε Λιακόπουλο για να ξεστοκάρει, ούτε οι κολεγιές του με τον μακαρίτη Τράγκα, ούτε καν ότι χρωστούσε σε όποιον μιλούσε Ελληνικά, περισσότερο απ’ όλα ήταν πως με «νταηλίκι» έκανε τα συμβόλαια κουρελόχαρτα, αυτή η αντίληψη πως ο συγγραφέας είναι για άρμεγμα και μου χρωστάει κιόλας αντικατοπτρίζει το σύνολο των εκδοτικών παραμάγαζων. Για την ιστορία κατέφυγε για ένα διάστημα στο Σουδάν (με τους πιστωτές του να τον κυνηγούν) και επέστρεψε δριμύτερος για να συνεχίσει τα ίδια…
Περίπου δεκαπέντε χρόνια αργότερα το μόνο που έχει αλλάξει είναι η υποβάθμιση των γραμμάτων και η έλευση αεριτζήδων με άλλες σκιώδεις δραστηριότητες στο χώρο. Οφσοράδες που ξεπλένουν χρήματα, διαπλεκόμενοι και «πιστόλια» ειδησεογραφικών κολοσσών, απατεώνες του κοινού ποινικού δικαίου έχουν αναγνωρίσει στο «στίβο» του βιβλίου ένα πεδίο εύκολου πλουτισμού καθώς οι απάτες που στήνονται με εικονικούς τίτλους, αδιαφανείς επιδοτήσεις και πάσης φύσεως "μιλημένα" προγράμματα με κρατική βούλα είναι αμέτρητες, χαριτολογώντας μπορούμε να πούμε πως ο κάθε νταβατζής πια θα ανοίγει τον δικό του εκδοτικό. Μαζί με την παρουσία τους φυσικά έχουν φέρει και τα ανάλογα ήθη: Μπραβιλίκια, Εκβιασμοί και άλλα όμορφα.
Ήταν πριν λίγες μέρες, μετά την αποκάλυψη μιας ακόμα απάτης από το Καρτέλ, που έλαβα γνώση την απειλή για τη σωματική μου ακεραιότητα (Και η αλήθεια είναι πως δεν έπεσα απ΄ τα σύννεφα). Οι κινήσεις μου ήταν άμεσες, ενημέρωσα τον δικηγόρο μου και του παρέδωσα σφραγισμένη επιστολή κατονομάζοντας τον εν λόγω τραμπούκο σε περίπτωση που μου συμβεί κάποιο «ατύχημα». Έχω κρατήσει αναρτημένο το επίμαχο κείμενο το οποίο θα αναπαραχθεί παντοιοτρόπως σε περίπτωση που υποπέσουν στην αντίληψη μου απειλητικές κινήσεις ενώ δεν αποκλείω και το ενδεχόμενο να υποβάλλω τις καταγγελίες που παρουσιάζονται στο κείμενο στον αρμόδιο εισαγγελέα.
«Μα πας να τα βάλεις με αυτούς;» με ρωτάνε πολλοί, η αλήθεια είναι πως δεν ευελπιστώ να καθαρίσω τον κόπρο του Αυγεία, ούτε γνωρίζω που θα με βγάλει αυτή η τρέλα, είναι υποθέτω η αγάπη για το βιβλίο και η οργή για την κακοποίηση που έχει υποστεί που με κινεί περισσότερο από κάθε τι άλλο. Αν θα δικαιωθώ, αμφιβάλλω, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που δεν αφορά την κατά συνθήκη εκδοτική μούργα...
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)






