Δεκαπενταύγουστος (Συλλογικό)

Γιώργος- Νεκτάριος Παναγιωτίδης
‘Αξονας του ζ
“I know so well what is wrong A language that is hard to speak…” (Katatonia, “In death, a song”)
Είναι 14 Αυγούστου, 11 και μισή, βράδυ. Eίμαι στο χώρο ενδιαίτησης του γιατ. (Γιατ, όχι γιοτ. Γιοτ λεν οι βλάχοι, όπως έλεγα παλιά γελώντας, είναι καγκουριά.) Είμαι μόνος. Εντελώς μόνος. Στα 62 μου, όλα έχουν τελειώσει.
Όλα ξεκίνησαν στα 18. Κάτι τυπάκια στη Βιομηχανική με δούλευαν, επειδή ήμουνα ατσούμπαλος και είχα σπυριά. Και τότε το αποφάσισα: θα γίνω ο πρώτος. Θα τους φάω το λαρύγγι! Και τους έφαγα: οι ανταγωνιστές με προσκύναγαν. Τις γυναίκες τις κατανάλωνα μαζί με τα πούρα. Μωροφιλοδοξία: αυτός ήταν ο διάολός μου.
Τα φράγκα μου τα τρώγανε εξίσου οι ψυχίατροι: έπινα νόμιμα και παράνομα ναρκωτικά, αλλά όλα αυτά μ’ αφήναν πιο άδειο από πριν. Στα 44, έσπειρα και ένα παιδί- απόγονο, τρομάρα μου.
Το παιδί αυτό μ’ έφτυσε τελικά κατάμουτρα πριν μερικές μέρες. Είσαι σικέ, μου είπε, είσαι όλος σικέ. Και έφυγε. Δε θέλει τίποτα απ’ την περιουσία μου.
Η αλήθεια αυτή με διέλυσε, σαν ρουκετοβόλο. Είχε δίκιο: ήμουν ένα ψεύτισμα, σε μέσα και σκοπούς. Αυτά τα λόγια τα γράφω κοιτάζοντας προς τα πάνω. Είναι το σημείωμά μου. Τώρα η μόνη κίνησή μου θα είναι κατακορύφως…
Μανώλης Μπρίμπος/Κατερίνα Αναστασάτου
Πουροτεχνήματα
Στο γηροκομείο ‘’ει κιττυ’’ η ζέστη ήταν ανυπόφορη η Μυρσίνη η Λουκία και η Αγνή άναβαν τα φιδάκια έξω στο μπαλκόνι. Αναπολούσαν τις αξέχαστες στιγμές τους απο τα λογοκριμένα γυμνά τους καθώς προκαλούσαν το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού της εποχής. Η Μυρσίνη βλέπει τις φίλες της να την κοιτάζουν εκστατικά και απαντά.
-Αύριο έχουμε το πάρτι πρός τιμήν της φίλης μας Ευσεβίας που απεβίωσε πριν 10 ημέρες- -πόσο άδικο τέλος είχε η καημένη! -Μάθαμε πως φούνταρε απ το μπαλκόνι? Είπε η Λουκία-
-Δεν θυμάσαι που ήταν ερωτευμένη με τον αργεντίνο κηπουρό με τα στιβαρά μπράτσα με τα σαρκώδη χείλη και το κολλητό του φανελάκι που διέγραφε τις πιέτες στη κοιλιά του απάντησε η Μυρσίνη -
- Ούτε που το είχα προσέξει είπε η Αγνή -
-Πάνω στην απόλυτη έκσταση την ακούμπησε στη κουπαστή και αυτή όπως κουνιόταν γλυστράει και σκάει σαν καρπούζι στο χώμα! Τι άδοξο τέλος για έναν λατίνο εραστή τελείωσε τη φράση της με ένα αχ η Μυρσίνη
- Την καυλωμένη μην τη κλαίς μόνο κλάψε που δεν θα σαι εσύ η επομένη είπε με δόλο η Αγνή Οι 3 φίλες πίνοντας τα χάπια τους γύρισαν στα δωματιά τους αναπολώντας τον οργασμό της εκλιπούσας !
Ξημέρωνε Δεκαπεντάυγουστος.
Αλέξανδρος Ρασκόλνικ
Ασυγχώρητη
Eίναι πάντα υπέροχος ο Δεκαπενταύγουστος στην πολίχνη μας! Κουτσοί-στραβοί, συν γυναιξί και τέκνοις, φορτώνονται όλοι στ' αυτοκίνητά τους· φευγάτοι για το μοναστήρι της Παναγιάς της Εμποροπανηγυριώτισσας, καμιά τριανταριά χιλιόμετρα δυτικά, στα ορεινά της επαρχίας, μας αφήνουν στην ησυχία μας.
Ξύπνησα αργά, ευδιάθετος, ήπια ένα καφεδάκι και κίνησα για μια μεσημεριάτικη βόλτα στην προκυμαία. Το δροσερό μελτεμάκι ήταν χαρά Θεού. Καθώς διέσχιζα ανέμελος μια διάβαση πεζών, η άγνωστη ξανθιά με τα σκούρα αεροπορικά γυαλιά έπεσε καταπάνω μου με τη τζιπάρα της. Από που στο διάτανο είχε ξεφυτρώσει! Ένα μυξιάρικο τσιουάουα μέσα στο αυτοκίνητο, γάβγιζε λυσσαλέα· αυτή ήταν η τελευταία μου θύμηση.
Το ίδιο πρόσωπο να μου χαϊδεύει τρυφερά το χέρι, ήταν η πρώτη εικόνα που αντίκρυσα απ' το κρεβάτι του πόνου, επανερχόμενος στους ζωντανούς κάμποσες μέρες αργότερα. Χωρίς τα ματογυάλια της, με κοίταζε με τα τσακίρικα μάτια της υγρά, κατασυγκινημένη. Το μένος μου εξατμίστηκε στιγμιαία. Η Μαγδαληνή, πανέξυπνη, με ομορφιά εφάμιλλη της Αφροδίτης του Βελάθκεθ, μονοστιγμής έγινε ο βωμός της λατρείας μου. Ο γάμος μας έγινε βιαστικά. Ακόμα με τις πατερίτσες ήμουν.
Στο τρίμηνο, το πορνίδιο, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου με ισχυρισμούς εξωφρενικούς. Για να θολώσει τα νερά, η μικρή σουπιά, με είχε κάνει ρεντίκολο! Αλλά σιγά μην την αφήσω έτσι, εγώ!
Σωκράτης Μπουζούκας
Ο δεκαπενταυγουστοχτυπημένος
Κάθε Δεκαπενταύγουστο υποσχόμουν στον εαυτό μου ότι του χρόνου θα κάνω ένα ωραίο ταξίδι. Παρόλες τις προσπάθειες μου η υπόσχεση έμενε υπόσχεση και παρέμενα στην Αθήνα.
Πόσο θύμωνα με τον εαυτό μου! Πάντα κάτι άσχημο μου τύχαινε τέτοια εποχή. Την μια έφταιγε η δουλειά μου και ο βλάκας ο προϊστάμενος μου που με ήθελε να βρίσκομαι εκεί μην χάσουμε κανένα πελάτη. Λες και οι πελάτες τότε θα έμεναν Αθήνα να ψωνίσουν. Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που ταξίδεψα Δεκαπενταύγουστο. Ίσως όταν ήμουν φοιτητής.
Έτσι απέκτησα το παρατσούκλι Ο Δεκαπενταυγουστοχτυπημένος.
Πότε τελικά θα τα καταφέρω; σκεφτόμουν απογοητευμένος.
Όμως φέτος τα πράγματα άλλαξαν. Αυτή την στιγμή πετάω για Ικαρία. Κατά την διάρκεια της πτήσης έχω τα μάτια μου κλειστά και φαντάζομαι τα πανηγύρια. Είμαι τόσο χαρούμενος που κανείς και τίποτα δεν μπορεί να μου το στερήσει.
Με το μυαλό μου καθώς ξαπλώνω αναπαυτικά στο κάθισμα βρίσκομαι στο νησί χορεύοντας μπάλο κρατώντας το χέρι μιας όμορφης κοπέλας.
Και εκεί που νιώθω την διονυσιακή έκσταση ένα χέρι με σκουντά με βία, ενώ παράλληλα μια δυνατή φωνή με βγάζει από την νιρβάνα μου.
«Κύριε δέστε την ζώνη σας. Το αεροπλάνο θα κάνει αναγκαστική προσγείωση στην θάλασσα. Οι κινητήρες του έπαψαν να δουλεύουν».
Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου
Ζήτω η ιδιωτική πρωτοβουλία
Ξύπνησα με βαρύ κεφάλι. Δεν ξέρω αν έφταιγαν οι μπόμπες που ήπια ή το κατουρημένο αλβανικό που κάπνισα για σβήσιμο. Αλλά θα κατανάλωνα οτιδήποτε προκειμένου να ξεχάσω ότι είχα ξεμείνει δεκαπενταύγουστο στη θεσσαλονίκη. Kι όχι γιατί θα διακόπαρα σεπτέμβρη επειδή “είναι πιο ήσυχα”. Ήμουν απλά άφραγκος. Το κλιματιστικό μου είχε χαλάσει από χθες και τέτοια μέρα ήθελες βύσμα το Χριστό σου για να βρεις ψυκτικό. Κι ο καφές μου είχε τελειώσει. Έπρεπε να βγω προς αναζήτηση δροσιάς και καφέ.
Καφέ βρήκα γρήγορα και κατευθύνθηκα προς τα ανατολικά ελπίζοντας για λίγη δροσιά εκτός του αστικού ιστού. Καθώς περπατούσα στη μεταποκαλυπτική Θεσσαλονίκη είδα μια όμορφη καταπράσινη γειτονιά με την πινακίδα: “Ο χώρος προστατεύεται από ιδιωτική ασφάλεια.“ Βάζω στοίχημα ότι ούτε αυτό λειτουργεί ανήμερα δεκαπενταύγουστου. Άρχισα να κλωτσάω την πινακίδα για να το εξακριβώσω. Τότε με είδε η ιδιωτική ασφάλεια αυτοπροσώπως και μου είπε να σταματήσω. Απάντησα σαν ώριμος ενήλικας: -Γιατί, τι θα μου κάνεις; -Ότι χρειαστεί. Το ιδιωτικό όργανο είχε όρεξη για παιχνίδια. Κατέβασα το παντελόνι μου κι άρχισα να κατουράω την πινακίδα. Δευτερόλεπτα αργότερα ένιωσα μια σφαίρα στην αριστερή πλευρά του στήθους μου. Καθώς ψυχορραγούσα αβοήθητος, σκέφτηκα ότι τουλάχιστον η ιδιωτική ασφάλεια δουλεύει 365 μέρες το χρόνο. Ζήτω η ιδιωτική πρωτοβουλία
Αποδημητικό
ΛΟΥΚΟΥΜΑΔΕΣ
Τα 'χε κανονισμένα ο Παπαλιάς. Σαράντα χρόνια τώρα, δε σμίγαμε με ξένους. Ο Θεός να τον έχει καλά, καθάρισε ο τόπος. Τα προξενιά από τον Μάραθο κι από το Δεντροχώρι λογιάζονταν αμαρτικά. Βοήθαγα κι εγώ. Άναβα τα καντιλέρια, ξεκέρωνα τα μανουάλια κι έδινα ορμήνειες στις μανάδες μη δώσουνε τις θυγατέρες. Παντρολογιόντουσαν τριτοξάδερφοι και βγαίνανε μωρά αλλιώτικα. Δίχως λαλιά, δίχως χέρια και ποδάρια. Έλεγε ο Παπαλιάς πως ήταν αγγελούδια, τα σπλαχνιζόταν, τα συνέτρεχε.
***
Παραμονή της Παναγιάς. Στήναμε καζάνια στην πλατεία. Η Δέσπω του Φαφλιάρα -Θεός σχωρέσ’ τον-, τραβολογούσε το Γιωργί στη μαρμαρόσκαλα.
-Καλημέρα, παπαδιά. Τονε ζήτησε ο Παπαλιάς, για τη λιτανεία.
***
Κοίταξα το Γιωργί κι ήταν σαν να ’βλεπα πρώτη φορά τα μάτια τα κλαμμένα. Ξέρασα στη ρίζα της μουριάς.
***
Τελειώσαν τα λειτουργικά. Πήρε το κέφι ν' αποσώνεται. Αναμαλλιάρικα τα αγγελούδια, ξεψυχισμένα πάνω στις πλαστικές καρέκλες.
Κι άκουσα πρώτη φορά τα κλάματα από τόσα χρόνια στοιβαγμένα, πίσω απ' τις κλεισμένες πόρτες. Τα μάτια μου τρυπήσανε το τέμπλο κι αντίκρισα γυμνά κορμάκια μπλεγμένα μες στα ράσα.
***
Κράτησα λίγο ζυμάρι. Είπαμε τα πατερημά και έκαψα το λάδι.
-Παπαλιά, να φας κι εσύ μια στάλα.
Ξέρναγε αέρα ξέπνοα.
Με κοίταξε.
Τον κοίταξα.
-Θα σε δω στην Κόλαση, καργιόλη.
Θεοδώρα Ξένιου
Στη Θάλασσα
«Μην απομακρυνθείς πολύ», οι τελευταίες τους λέξεις, πώς ξεγελάστηκα έτσι. Είναι το φεγγάρι που με ξεμυάλισε, τόσο στρογγυλό, τόσο φωτεινό!
Τώρα κολυμπάω μόνη ώρα πολύ, μακριά βλέπω στεριά δεξιά και αριστερά. Κάτι δεν πάει καλά. Πού πήγε η θάλασσα η ανοιχτή; Φωνάζω, μα δεν αποκρίνεται κανείς.
Νύχτωσε για τα καλά, ευτυχώς που είναι το φεγγάρι. Πλησιάζω προς την ακτή, φώτα δυνατά, φωνές πολλές μα δεν τις καταλαβαίνω. Φοβάμαι πολύ, πάλι στα ανοιχτά. Κάνω κύκλους ξανά και ξανά, δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει. Το φεγγάρι προχωράει στον ουρανό, ο λαιμός που πονάει πια και έχω κουραστεί. Πεινάω τόσο πολύ. Δεν ξέρω μόνη να κυνηγώ.
Ξάφνου, βλέπω κάτι να γυαλίζει ίσα μπροστά. «Να προσέχεις τα ανθρώπινα», σα καμπανάκι που χτυπά. Πλησιάζω διστακτικά, ασημίζουν στο φως του φεγγαριού ψάρια πολλά, σαν κρεμασμένα φαίνονται, ορμάω δίχως να το σκεφτώ με το στόμα ανοιχτό και μπλέκομαι σε κάτι που δεν μπορώ να δω. Χτυπιέμαι να ξεμπλεχτώ, μα τα πράγματα γίνονται χειρότερα, παλεύω όσο μπορώ, μάταια.
Απόκαμα, το φεγγάρι έχει χαθεί από τον ουρανό, δεν μπορώ να αναπνεύσω πια, όλα σκοτεινιάζουν τώρα που ξημερώνει. Νιώθω σαν να πετώ.
«.., και στο ‘πα ρε Μάνο δεν έπρεπε να ρίξουμε δίχτυα Δεκαπενταύγουστο, μεγάλη γρουσουζιά».

Σχόλια