Η Ελένη των σιδεράδικων (Απόστολος Θηβαίος)

Όπως το πρόσταξε
ο θεός
της Ελλάδος
Γ. Σεφέρης
Μικρή Ραψωδία
Γύριζε στα χαμένα. Περνούσε τις υπόγειες διαβάσεις και διασταυρωνόταν με ένα σωρό θαύματα. Μα δεν είναι ώρα τώρα για όλα αυτά. Και εκείνη ερχόταν και έφευγε όπως το νερό. Και σβήνανε οι ρεκλάμες άμα περνούσε, από ντροπή και από τρυφερότητα σε εκείνους που αγάπησαν πολύ, δίχως αντίκρισμα. Την έφερε στο νου του να λυγάει στα χέρια του άλλου, να πέφτει αμαχητί σαν κατροπολιτεία. Να λέει το όνομά του με λιγωμένη την ψυχή, με έναν κίνδυνο μες στην καρδιά, σκληρό και ατέλειωτο χειμώνα.
Πέρασε εμπρός από τα καφενεία. Σκύβανε το κεφάλι οι άλλοι, όλοι καταλαβαίνανε και δεν του αντιμιλούσανε σαν έλεγε, μια άλλη φορά, να με συμπαθάτε. Και έπαιρνε τις ανηφοριές που βγάζουν στον άγιο και τέντωνε η νύχτα το αυτί της να ακούσει το παράπονό του. Μια πολιτεία που πέφτει, ένα σαθρό φεγγάρι, τσίγκος και στράτζα λεπτή, δουλεμένη μια Κυριακή όταν ο ατόρνευτος καιρός βρέχει παντού και ο Θεός των σιδεράδικων και των ανέστιων μας συντρέχει.
Την είδανε, νύχτα να φεύγει από το Άργος. Φορούσε μαύρο φουστάνι και είχε τα μαλλιά της λυμένα, σαν χείμαρροι πέφτανε παντού, πνιγμένος ο κόσμος σας λέω και τίποτε. Την πήρε ένας νεαρός λίγο έξω από την πόλη. Της έπαιξε τα φώτα, εκείνη έτρεξε και αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σαν να πρόκειται για χωρισμό. Μονάχα το μαντουδάκι της βρήκανε που το ‘χε ριγμένο πάνω στο ποιητικό γεφύρι, έτσι απρόσεκτα. Και έτσι βεβαιωθήκανε πως ήταν η πλάτη της Ελένης εκείνη που σκιρτούσε κάτω από τα φώτα. Και ήταν το χέρι του Θεού που έκρυψε την ντροπή της, έτσι όπως τραβούσε για τις αχερουσίες.
Τώρα όλοι γυρεύουν από αυτόν απόκριση. Τον κοιτάζουν που περνά εμπρός από τα καφενεία του καλοκαιριού και μοιάζουν να προσμένουν την μορφή του που γνέφει, να μην τ’αφήσουμε ατιμώρητο το έγκλημα.
Μα ακόμη και εκείνες τις ώρες που ετοιμάζονται να σαλπάρουν, εκείνος πονά για την Ελένη του, για το σχήμα του κορμιού της όταν κατακτιέται από τα δυο του χέρια. Αυτόν έχει για κύρη της πια η Ελένη που μάγεψε για πάντα τον Ευρώτα. Σε λίγο θα φύγουν. Πάνε να την πάρουν πίσω.
Μα αν βαθιά κανείς σκύψει εντός του θα ιδεί τους δισταγμούς, τις δεύτερες σκέψεις, την μεγάλη αγάπη. Θα δει και θα μάθει πώς είναι οι ραψωδίες να βγαίνουν αληθινές.
Αυτό είναι λοιπόν η Ελένη, μαρτύριο της ομορφιάς και της ρωμιοσύνης. Μα οι καρδιές χτυπούν γρήγορα και οι τριήρεις σκαρφαλώνουν στα κύματα και η καρδιά του ματώνει επειδή στην αγκαλιά της Ελένης άφησε κάποτε το κορμί του. Δεν υπάρχει πια άλλος χρόνος.

Σχόλια