Τον Αύγουστο τους ταϊζουν κιόλας (Μπαχάς Ιωάννης)

Η δικηγόρος με διαβεβαίωσε για την θετική έκβαση της δίκης. Είναι Στρατοδικείο όμως είμαι πολίτης και το «θύμα» εξαφανίστηκε. Αφού βρέθηκε ο οπλισμός δεν θα είχα πρόβλημα. Όχι τουλάχιστον αυτό. Αρκεί στην απολογία μου να έλεγα ότι με δασκάλεψε.
Δεν το έκανα:
«Είμαι Εθνοφύλακας σε στρατόπεδο στην πόλη. Κάνουμε νυχτερινή περίπολο ανάμεσα στα οχήματα, τα όπλα και τα καύσιμα. Περπατάμε τρεις ώρες δίπλα στον τοίχο που μας χωρίζει από το στρατιωτικό νεκροταφείο. Όλο το βράδυ ποτίζουν τους τάφους. Η υπηρεσία στρατιωτικών κοιμητηρίων δεν τσιγκουνεύεται για να τα αρδεύει.
«Σίγουρα δεν διψούν οι νεκροί εδώ», σκεφτόμουν.
Όλο τον Αύγουστο ο θόρυβος μας έπαιρνε το κεφάλι και ήταν και ο μόνος που ακούγονταν. Σκύλοι και κουκουβάγιες είχαν σιωπήσει όσο πλησιάζαμε στο Δεκαπεντάγουστο. Το προηγούμενο βράδυ περπατούσα βυθισμένος σε σκέψεις μπροστά από τον συνάδελφο. Το πότισμα σταμάτησε και σκέφτηκα φωναχτά:
«Ξεδίψασαν οι νεκροί πια. Δεν νομίζεις;»
Η απάντηση του με στοιχειώνει.
«Τον Αύγουστο μας ταϊζουν κιόλας»
Δεν έπρεπε να γυρίσω.
Αυτός που μου απάντησε ήταν φαντάρος αλλά είχε πεθάνει πριν εξήντα χρόνια. Ο συνάδελφος μου δεν ξέρω που είναι. Αυτά είχα να πω». Η δικηγόρος μου αναζήτησε συμπόνοια στο βλέμμα των δικαστών. Ήμουν άξιος της μοίρας μου. Πολύ καλύτερης πάντως από του συναδέλφου

Σχόλια