Τρίτη 16 Ιουλίου 2024

Καλοκαιρινοί φόνοι (Συλλογικό)

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΣΕΝΑΡΙΟ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)
Το σενάριο το έγραφε από τις αρχές Ιουνίου. Η κινηματογραφική εταιρεία του είχε ζητήσει να γράψει ένα ολοκληρωμένο κείμενο, συνδυάζοντας την νουβέλα του Φόκνερ : Μακρύ, καυτό καλοκαίρι και το θεατρικό έργο του Τέννεσι Ουίλιαμς: Καλοκαίρι και καταχνιά. Ο διευθυντής της εταιρείας είχε αυτήν την ιδέα και του πρότεινε την συγγραφή. Έπρεπε να το γράψει μέχρι του τέλος του καλοκαιριού. Τόνισε την τελευταία φράση. Αποδέχθηκε την πρόταση με ενθουσιασμό. Είχε ένα σωρό λόγους για να το κάνει. Πίστευε ότι ήρθε η στιγμή για να δείξει την συγγραφική του αξία. Το έργο αυτό θα τον καθιέρωνε στους πνευματικούς (κι όχι μόνο) κύκλους και θα κέρδιζε και πολλά χρήματα.
Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να τελειώσει το έργο στις 30 Ιουλίου, ημερομηνία που είχε κάνει εκείνον τον ευτυχισμένο γάμο (κράτησε εννέα χρόνια). Οι καλοκαιρινές φωταψίες, οι έναστρες νύχτες, η μεγάλη ζέστη, τα μελαγχολικά δειλινά λειτουργούσαν ευεργετικά στο πνεύμα του, ενίσχυαν την έμπνευση και την γραφή του. «Ευλογημένο καλοκαίρι», έλεγε, «μόνο για το φως του, μπορώ να γράφω ατελείωτα».
Εργαζόταν πολύ, νύχτα και μέρα. Η ιστορία τού φαινόταν ιδιαίτερα πρωτότυπη. Η μείξη των δύο –λογοτεχνικών- καλοκαιριών, είχε γεννήσει το δικό του έργο, το αριστούργημά του.
Και έφτασε η 30η Ιουλίου. Ήταν πολύ ευχαριστημένος γιατί κέρδισε το στοίχημα με τον εαυτό του και από την άλλη δημιούργησε ένα αξιόλογο έργο. Το μόνο που απέμενε ήταν η συνάντηση με τον διευθυντή της εταιρείας, για να εγκρίνει το σενάριο και να ξεκινήσει την παραγωγή (το επόμενο διάστημα). Η επιτυχία ξεκινά από το σπουδαίο κείμενο.
Στην εταιρεία, τον υποδέχθηκαν καλά και σύντομα παρέδωσε τα γραφόμενά του, στον διευθυντή, σχεδόν δακρυσμένος από την συγκίνηση. Έλαβε την υπόσχεση ότι θα κοιτάξει αμέσως το σενάριο και τον διαβεβαίωσε, εκ των προτέρων, για την επιτυχία του γραπτού. Φεύγοντας από τα γραφεία, έβαλε τις σκέψεις του σε τάξη και μονολόγησε με ικανοποίηση «Αύριο ο Ιούλιος τελειώνει, τελευταία μέρα ενός αγαπημένου μήνα, θα περιμένω να με ειδοποιήσουν κι ύστερα έχω μπροστά μου, όλον τον Αύγουστο να απολαύσω το καλοκαίρι». Περίμενε τηλέφωνο, αλλά αυτό δεν έγινε την τελευταία μέρα του Ιουλίου, ούτε και το επόμενο διάστημα. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα. Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις και ειδοποιήσεις, τελικά ορθώς ειπώθηκε κάτι τέτοιο. Μερικά τηλέφωνα στην εταιρεία, δήθεν αδιάφορα, δεν έφεραν κάποιο νέο. Αναμονή. Έδειχνε να μην τον ενδιαφέρει η υπόθεση, αλλά κατά βάθος καιγόταν, έως θανάτου.
Αφού πέρασαν οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου, την τελευταία ακριβώς ημέρα του μήνα, πήρε την πρωτοβουλία (έδειξε και την ανάλογη γενναιότητα) και επισκέφτηκε τα γραφεία της εταιρείας. Τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο διευθυντής που σχεδόν αμέσως του ανακοίνωσε τα νέα.
«Δεν εγκρίναμε τελικά το σενάριό σου, κύριε συγγραφέα (τιμητικός τίτλος η λέξη συγγραφέας)», είπε με ελαφρά ειρωνεία. Έβγαλε το χειρόγραφο από το συρτάρι και του το ‘δωσε.
Το πήρε με ένα τρέμουλο στα χέρια και το κοίταξε, λυπημένος.
«Μα, είναι γεμάτο μελάνι», φώναξε απορημένος.
«Έπεσε κατά λάθος, απ’ την πένα μου, όταν έκανα τον έλεγχο» πέταξε τις φράσεις απολογητικά, ο διευθυντής.
«Πού είναι η πένα;»
«Ορίστε, εδώ είναι. Στην χαρίζω για τον συγγραφικό σου, κόπο».
Την άρπαξε από το χέρι του διευθυντή, έβγαλε το καπάκι και την κάρφωσε κατευθείαν στον λαιμό του. Δεν πρόλαβε να κάνει καμία κίνηση, πλήρης αιφνιδιασμός. Ο διευθυντής πλημμυρισμένος στο αίμα, έπεσε πάνω στο γραφείο. Σπασμοί λίγων δευτερολέπτων και ύστερα τέλος. Βασανιστικός θάνατος. «Αυτό είναι ένα καλοκαιρινό σενάριο», κραύγασε ο συγγραφέας «και ευτυχώς που το τελείωσα εντός της προθεσμίας. Δεν μου αρέσει να κλείνω τις δουλειές μου, τις φθινοπωρινές μέρες» συμπλήρωσε.
Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΛΤΑ (ΦΕΛΙΞ ΛΙΤΒΑΚ)
Τον βλέπω πίσω από την κουρτίνα όπως θα τον έβλεπα πίσω από βέλο νυφικό. Η υγρασία στάζει από το γιασεμί και όταν βρίσκει το τσιμέντο έχει γίνει μέλι. Στο βάθος ακούγεται το τελευταίο τραίνο. Η επιστροφή δε με απασχολεί, είναι κατοπινή δουλειά. Τα μαυροπούλια τα έχει ρουφήξει το σκοτάδι, δεν κουνιέται φύλλο. Η μυρωδιά του γιασεμιού θα μου'φερνε ζάλη, αν δεν ήταν αυτός. Κάθεται στο ξέστρωτο κρεβάτι και γυαλίζει απ'τον ιδρώτα. Καπνίζει μια πίπα που κάθε τόσο τη δαγκώνει. Τα δόντια του κροταλίζουν στο επιστόμιο, τακ-τακ. Ο καπνός αργοπορεί γύρω από το κεφάλι του σαν πετρέλαιο στο νερό. Κοντά στο γιασεμί μυρίζω το σφένδαμο που καίγεται, το γλυκερό ταμπάκο, αλλά πάνω απ'όλα μυρίζω τον ιδρώτα του, μυρίζω τη ζέστη του, και τα μάτια μου δακρύζουν.
Έκανα όλο το δρόμο απ'το δέλτα ως εδώ, διαδρομή σκέτος μπελάς. Με πήρε ο ύπνος το πρωί και όταν ξύπνησα είχε φύγει. Είχα καλή κρυψώνα, δε μ'ενόχλησε κανείς. Έκανα υπομονή, είναι μεγάλη αρετή. Γύρισε το απόγευμα. Πλύθηκε μεθοδικά με την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή και μετά έφαγε καρπούζι δίπλα στο ραδιόφωνο που έπαιζε λαϊκό θέατρο σ'επανάληψη. Του έπεσαν μερικά κουκούτσια που γλίστρησαν κάτω απ'τη συρταριέρα κι έκανε πως δεν τα είδε. Το μικρό διαμέρισμα του ισογείου μαζεύει τη ζέστη σαν θερμοκήπιο. Τον παρακολούθησα που ξεφυσούσε, ξεφυσούσε. Σκούπιζε το λαιμό του με μια παλιοπετσέτα. Ο ιδρώτας του κυλούσε φανταστικές πέρλες, ταξίδευε πάνω στο γαλακτερό πετσί του και λίμναζε στα καλά σημεία: στις κοιλάδες των αγκώνων, πίσω από τα γόνατα, στους βουβώνες. Έκανα υπομονή, μου θύμιζα πως είναι μεγάλη αρετή. Σκέφτηκα το δέλτα που γίνεται μαγικός καθρέφτης τέτοιες μέρες, σκέφτηκα τις καλαμιές που στέκονται ταπεινές με τα κεφάλια σκυμμένα όταν περνάω, σκέφτηκα τα δαχτυλίδια στο νερό, σκέφτηκα ό,τι μπορούσα για να μην υποκύψω στη βιασύνη.
Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει. Έχει πομπέ μύτη που μοιάζει με στρογγυλό ραπανάκι, έχει κάτι παγωμένο στις κινήσεις που είναι αργές, αργές και ξαφνικά απότομες, τα βλέφαρά του είναι χοντρά, βλέφαρα αλλεργικού, τα μάτια του είναι σκοτεινά, τα χείλια του είναι σκισμένα κι έχουν πιάσει καύκαλα εδώ κι εκεί, η γενειάδα και τα μαλλιά του είναι σαν την αδρή μεριά απ'το σφουγγαράκι της κουζίνας όταν στεγνώνει δίπλα στο νεροχύτη. Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει, αλλά το πετσί του είναι λεπτό και σκίζεται εύκολα. Είναι πολύ ζεστός, είναι σαν ο Θεός να τον γέμισε με περισσότερο αίμα απ'όσο χωράει. Δε χρειάζομαι καν να τον κοιτάζω. Κλείνω τα μάτια και κάθε τρίχα στο κορμί μου γίνεται μύτη και μπορώ να τον δω μέσα απ'τα ρουθούνια μου που αχνίζει ζωντανός.
Σβήνει τη μικρή λάμπα και ξαπλώνει. Τα σεντόνια σουρώνουν τον ιδρώτα. Τότε στην ησυχία της νύχτας κρυφά απ'όλους τον ακούω που κλαίει σιγανά. Τα δάκρυά του αναβλύζουν σαν ρετσίνι δέντρου που το τρώει η πυρκαγιά. Από τα καυτά του δάκρυα μυρίζω, όχι, γεύομαι, το αίμα. Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει, αλλά με λιγώνει όσο κανείς, και πεινάω διαολεμένα. Αυτό ήταν! Καριόλη, δε θα κάνω άλλη υπομονή.
Πετιέμαι από πίσω απ'την κουρτίνα, διασχίζω το δωμάτιο, για μια στιγμή κοντοστέκομαι πάνω απ'το γυμνό κορμί, και δεν ξέρω ποια γωνία να διαλέξω. Τώρα με κάνει ό,τι θέλει η λύσσα, στα κομμάτια η υπομονή και οι άλλες αρετές, θέλω το λαιμό του, θέλω να χτυπήσω εκεί που χορεύει η καρωτίδα, νιώθω ήδη το στιλέτο να τον καρφώνει και να γλιστράει μέσα του σαν να είναι φτιαγμένος από βούτυρο. Την τελευταία στιγμή πριν το αίμα του με φτάσει, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το χέρι του, αργό, αργό, δεν κάνω βήμα, είμαι τόσο κοντά που τον αγγίζω, θα προλάβω, δεν είναι το χέρι του, είναι το χέρι του θανάτου, αργό, αργό και ξαφνικά απότομο. Με πήρε είδηση. Δεν υπάρχει επιστροφή. Δε θα ξαναδώ το δέλτα.
ΣΛΑΤΣ.
-Γαμημένο κουνούπι!
Οι κίνδυνοι της αξιολόγησης (Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου)
Σήμερα θα πάρουμε τις αξιολογήσεις μας σκεφτόμουνα καθώς έμπαινα στο γραφείο. Η σύμβαση μου τελείωνε σ’ ένα μήνα και δεδομένου ότι δεν είχα καμιά πληροφορία για την ανανέωσή της, θεωρούσα ότι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην παραμονή μου ή όχι στην εταιρεία. To κλίμα ήταν τεταμένο. Ήταν τέλη Ιουνίου αλλά οι θερμοκρασίες ήταν αυγουστιάτικες κι ήμασταν όλοι εξαντλημένοι από μια ιδιαίτερα πιεστική χρονιά. Η εταιρεία επιχειρούσε να κάνει scale up αλλά στην πραγματικότητα το μοναδικό που έκανε scale up ήταν οι ώρες εργασίας μας. Επιπλέον, είχε υπονοηθεί ότι προτεραιότητα στις άδειες θα είχαν οι υπάλληλοι με την καλύτερη αξιολόγηση.
Τις σκέψεις μου διέκοψε η ανακοίνωση του διευθυντή ότι έχει τις αξιολογήσεις στο γραφείο του. Αλλά δεν θα μας τις έδινε ακόμη. Αντ’ αυτού θα μας έδινε έναν γρίφο δικής του επινόησης κι όσοι τον απαντούσαν θα έπαιρναν και την αξιολόγησή τους. Για λίγο μείναμε όλοι άφωνοι. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε πόσο μαλάκας ήταν το αφεντικό μας αλλά δεν είχαμε καταλάβει ότι ήταν τέτοιο σαδιστικό καθίκι. Μας είπε ότι θα αποσυρόταν στο γραφείο του για ένα μισάωρο και μετά θα μας ανακοίνωνε τον γρίφο.
Αφού το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα, σηκώθηκα και χτύπησα την πόρτα του γραφείου του. Την άνοιξα χωρίς να περιμένω απάντηση. Το αφεντικό με κοίταξε έκπληκτο. Η έκπληξη αυτή έμελλε να αυξηθεί όταν έβγαλα απ’ την τσέπη ένα πιστόλι, το όπλισα και τον σημάδεψα. Στις άναρθρες γουρουνίσιες κραυγές του ξέραμε κι οι δυο ότι μόνο μια απάντηση υπήρχε: Δυο σφαίρες στο κεφάλι κι άλλη μια στο στήθος. Έτρεξα προς την έξοδο πριν προλάβει να κινητοποιηθεί το σκυλί του αφεντικού, γνωστός κι ως σεκιουριτάς. Ωστόσο, παρά το ύφος βοοειδούς που είχε δεν ήταν τελείως ηλίθιος και προσπάθησε να με σταματήσει καθώς έβγαινα απ’ το κτήριο. Δυο σφαίρες ακόμα του έκοψαν τη φόρα. Προσωρινά ή μόνιμα δεν ξέρω, δεν έκατσα να εξετάσω τις παράπλευρες απώλειες.
Μπήκα στο αμάξι, έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα από τον τόπο του εγκλήματος. Καθώς ελισσόμουνα σε έναν ημιορεινό δρόμο που μ’ έβγαζε απ’ την πόλη, ένας πρωτευουσιάνος (αν κρίνω απ’ την πινακίδα), κάγκουρας (αν κρίνω απ’ τη συμπεριφορά του) κόλλησε πίσω μου αναβοσβήνοντας τα φώτα. Σταμάτησα απότομα κι αυτός παραλίγο να πέσει πάνω μου. Βγήκε εκνευρισμένος από το αυτοκίνητο κι άρχισε να φωνάζει και να με βρίζει. Ίσως να είχε και κάποιο δίκιο σ’ αυτά που έλεγε αλλά δεν είχα την ψυχραιμία να το αξιολογήσω. Τον πλησίασα και τον άρχισα στα μπουνίδια. Δεν μετάνιωνα τα χρόνια μου στο κικ μπόξιγκ. Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα.
Δεν είχα ακούσει καθόλου σειρήνες οπότε μάλλον η αστυνομία δεν είχε κινηθεί πολύ γρήγορα. Ή είχε πιο σημαντικές δουλειές, μπορεί να ακολουθούσε καναν Ρομά που δεν είχε πληρώσει βενζίνη, μια σκέψη που με έκανε να ηρεμήσω και να ρίξω την ταχύτητα που κινούμουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δυστυχώς αυτή η νιρβάνα δεν κράτησε πολύ. Λίγη ώρα μετά, οι επιβάτες ενός κάμπριο αποφάσισαν να με προσπεράσουν κάνοντας μου κωλοδάχτυλο, αφού σύμφωνα με τον προσωπικό τους ΚΟΚ δεν πήγαινα αρκετά γρήγορα. Τους κοίταξα καθώς με προσπερνούσαν. Δυο νεαροί γύρω στα 20, χωρίς μπλούζα κι εμφανώς μαυρισμένοι με κοιτούσαν με αυτό το αναιδές ύφος, συνδυασμός ύστερης εφηβείας και φουσκωμένου τραπεζικού λογαριασμού. Επιτάχυνα, έφτασα δίπλα τους και τους ζήτησα φωνάζοντας το λόγο. Ο οδηγός μου ξαναέκανε κωλοδάχτυλο και με έβρισε, μπάσταρδε ή κάτι τέτοιο. Σήκωσα το όπλο από το κάθισμα του συνοδηγού κι άδειασα πάνω του τις υπόλοιπες σφαίρες. Τώρα θα δούμε ποιος είναι μπάσταρδος μαλακισμένο.
Λίγα χιλιόμετρα αργότερα έστριψα δεξιά σε ένα παλιό δρομάκι και μετά από λίγο έφτασα, επιτέλους, στον προορισμό μου. Ένα σχετικά παλιό αλλά περιποιημένο σπίτι, που θύμιζε ορειβατικό καταφύγιο, ιδανικό για να περάσω τις διακοπές μου και να ξεφύγω λίγο από τη βαβούρα της πόλης, ίσως κι από μια σύλληψη. Κατευθύνθηκα προς την είσοδο, όπως είχα κάνει δεκάδες φορές τον τελευταίο χρόνο και σταμάτησα κάτω από την πινακίδα της εισόδου, “Κέντρο διαχείρισης Θυμού”. Αλλά σήμερα για πρώτη φορά πάτησα και το κουδούνι.
Ένας Γείτονας Σωστικός (Αλέξανδρος Ρασκόλνικ)
Ήταν η πιο ζεστή μέρα του χρόνου, έλεγε και ξανάλεγε το ραδιόφωνο. Σκαρφαλωμένος σε μια σκαλωσιά, μ’ έναν τροχό στο χέρι, κάποιος εργάτης έκοβε παλιοσίδερα από το πληγωμένο κορμί ενός μισογκρεμισμένου αρχοντικού. Απηυδισμένοι, δίνοντας τόπο στην οργή, κάναμε υπομονή. Αν κλείναμε τις μπαλκονόπορτες, κινδυνεύαμε να πεθάνουμε από ασφυξία!
Από κάποιο μπαλκόνι μιας απέναντι πολυκατοικίας, βγήκε ένα μισόγυμνο, διοπτροφόρο ανθρωπάκι· βάζοντας τα χέρια γύρω από το λιπαρό σωσίβιο της μέσης του, άρχισε να φωνάζει κάμποση ώρα, μ’ όλη του τη δύναμη: «Αδελφέ, ώρα κοινής ησυχίας είναι, σβήστο, το ρημάδι!». Ο άλλος τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Είδε κι απόειδε ο καψερός, χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα· μ’ αμέσως ξαναγύρισε μ’ ένα δίκαννο ίσαμε το μπόι του, στο χέρι. Μετά τους δυο απανωτούς πυροβολισμούς, όλοι αγαλιάσαμε...
Τελευταία Παρτίδα (Λευτέρης Μασχαλίδης)
Αγρίνιο 2000. Κατακαλόκαιρο. Κυριακή. Ξύπνησα μέσα σε ποτάμια ιδρώτα με ασήκωτο hangover που προήλθε από άλλη μια ερωτική απογοήτευση. Οι τοίχοι έβραζαν, το κεφάλι βούιζε και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πάω στον Επίκουρο να πιώ καφέδες μέχρι να ισιώσω. Ευτυχώς ήταν άδειο γιατί όλοι οι κανονικοί άνθρωποι είχαν πάει στη θάλασσα. Έκατσα στην μπάρα απολαμβάνοντας μια ψευδαίσθηση ρεύματος αέρα που σχημάτιζαν οι δυο απέναντι είσοδοι και άναψα τσιγάρο, ήπια τον πρώτο φραπέ μονορούφι και μέχρι να έρθει ο δεύτερος χάζευα τον κενό χώρο μισώντας τον εαυτό μου. Μόνο ο κυρ Θύμιος υπήρχε. Με τριπλό ελληνικό καφέ, τσιγάρο, γιλέκο και στρογγυλό καπέλο ατένιζε στωικά τον αχνιστό πεζόδρομο πίσω από την εκκλησία της παναγίας περιμένοντας τα θύματα του μπροστά από μια σκακιέρα. Ήταν κάποτε προπονητής της εθνικής ομάδας μέχρι που αποσύρθηκε μετά από νευρικό κλονισμό και από τότε που χήρεψε σέρνει καθημερινά το μίζερο κουφάρι του από τα καραπανέικα μέχρι εδώ. Ήρθε η ώρα σου κωλόγερε, εσύ θα πληρώσεις την χτεσινή χυλόπιτα, είπα μέσα μου και τον πλησίασα.
-Καλημέρα κυρ Θύμιο- έτοιμος;
Χωρίς απάντηση έστησε την σκακιέρα σε χρόνο μηδέν δίνοντας πάντα το πλεονέκτημα των λευκών στον αντίπαλο. Ο Περικλής έφερε τον 2ο φραπέ με μια κανάτα γεμάτη παγάκια και τα τσιγάρα που ξέχασα στη μπάρα. Πάμε είπα, έριξα ένα ευγενικό ρέψιμο με άρωμα ούζο και ε4. Έπαιζα σκάκι από μικρός αλλά παρέμενα ένας αρχάριος που σκαλώνει μετά την ανάπτυξη των κομματιών και το ροκέ. Χωρίς σχέδιο αλλά με αποφασιστικότητα έσπρωχνα τα πιόνια ενώ αυτός ατάραχα και με διακριτικό υπεροπτικό χαμόγελο απαντούσε σε κάθε κίνηση. Αδιέξοδο. Αναγκαστικά έσπασα το κέντρο ανταλλάζοντας πιόνια ώστε να βρω καλύτερες θέσεις. Έδωσα μαύρο αξιωματικό για αλογάκι και κάρφωσα το πιόνι διαγώνια του βασιλιά με αξιωματικό και βασίλισσα. Έκανε μια ουδέτερη κίνηση και ένα γκονγκ χτύπησε μέσα μου, δροσερό αεράκι μου γαργάλισε το σβέρκο, οι καμπάνες χτυπούσαν σε rave ρυθμούς και πριν σηκωθώ για ζεμπεκιά σιγουρεύομαι αν υπάρχει παγίδα ή όντως έχει κάνει λάθος κίνηση; Έκρυψα την απίστευτη ένταση μου στο τρέμουλο του δεξιού ποδιού κάτω από το τραπέζι και από σεβασμό του έδωσα 5 δεύτερα να πάρει πίσω την κίνηση, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ λόγω αρχών. Αδιάφορα ξεφύσηξε απολαυστικά μια βαθιά τζούρα μέχρι που με είδε πρώτη φορά να χαμογελάω και απορημένος σήκωσε τα γυαλιά του. Γούρλωσε τα πράσινα μάτια του, ένιωσε ένα μαχαίρι στη καρδιά αντιλαμβανόμενος το επερχόμενο γελοίο ρουά ματ, τον έπιασε σπαστικός βήχας και χύθηκε πίσω στη καρέκλα βγάζοντας μια πνιχτή φωνούλα. -Πέρι τρέχα, ο γέρος λιποθύμησε
Πανικόβλητος ο Πέρι του έριξε νερό στο πρόσωπο, λίγες ελαφριές μπάτσες, έλυσε το φουλάρι και τον ξάπλωσε στο πάτωμα. Μάταια φώναζε -ξύπνα Θύμιο, πάρε μπροστά, Ξύπνα ρε… Βλέμμα κενό, γλώσσα έξω και καθόλου σφυγμοί.
-Τι λιποθύμησε ρε, αυτός τα έφτυσε… Τι του έκανες; Εγώ χαμένος με το σαγόνι κάτω- Τι έκανα; Απλά παίζαμε και ξαφνικά…
-Είναι καρδιακός ρε… Θα τον βάρεσε η ζέστη, καπνίζει σα φουγάρο και είναι 120 κιλά, μπορεί να είχε ούζο αντί για νερό στο μπουκαλάκι του, πολύ θέλει? Πάω να πάρω το 166.
Εγώ το προκάλεσα αυτό; Φόνος με ρουά μάτ; Στέκει πουθενά αυτό? Θα τρελαθώ… Δεκάδες σενάρια περνάνε από το μυαλό σε δευτερόλεπτα…συγγενείς με κυνηγούν, ανακρίσεις, σκάκι με φυλακόβιους … Γκρεμοτσακίστηκα από τον Όλυμπο. Πάω να πάρω μια μπύρα από το πίσω ψυγείο για να συνέλθω και με μια δήθεν άτσαλη κίνηση χάλασα το στήσιμο της παρτίδας σαν να ήταν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Κάτσαμε από πάνω του περιμένοντας το ασθενοφόρο, ο Πέρι του έκλεισε τα μάτια και έλεγε ιστορίες για τα κερδισμένα στοιχήματα του γέρου χωρίς εγώ να τον ακούω. Μετά από κάνα μισάωρο ήρθαν οι νοσοκόμοι και αβίαστα έβγαλαν το συνηθισμένο συμπέρασμα- γεράματα, καύσωνας, ανακοπή καρδιάς – ένα ξεφύσημα της τάξης ανεμοστρόβιλου έφυγε από μέσα μου.
Την επόμενη μέρα ξεκίναγε η άδεια από τη δουλειά την οποία αξιοποίησα κλεισμένος στο δωμάτιο μου αγκαλιά με τον ανεμιστήρα και το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι αντί να λιώνω σε παραλία της Πρέβεζας μαζί με τα αλάνια. Το σοκ ξεπεράστηκε, τηλέφωνο δεν χτύπησε ποτέ, ο καύσωνας συνέχισε να παρελαύνει και τελικά την γλύτωσα φτηνά. Δεν ξαναέπαιξα ποτέ.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2024

- Αυτός ο φόνος; Σαν να μη συνέβη! (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΙΑΚΑΣ)

I.
"Μισή ώρα ακόμη. Στις τέσσερις ακριβώς με αλλάζουν.
Ότι και να λένε για το "γερμανικό", το προτιμώ. Ναι, η δίωρη σκοπιά στην μέση της νύχτας σου κόβει τον ύπνο, αλλά αν εξαιρέσεις τα γαβγίσματα αδέσποτων ή κανέναν μακρινό θόρυβο από αυτοκίνητο, πέρα στον περιφερειακό, τίποτα δεν συμβαίνει. Έχω και τον σπαστό καφέ στην τσέπη, αν καταλάβω πως με παίρνει ο ύπνος.
Στην αποθήκη πυρομαχικών, στο τέρμα του στρατοπέδου, προσέχω μόνο τους δείκτες του ρολογιού μου.
Να περνάει η ώρα, να περνάνε οι ημέρες, να τελειώνει η θητεία..."
II.
Το πρωινό φως έμπαινε στο μικρό δωμάτιο που χρησίμευε ως κρατητήριο, από το μοναδικό παράθυρο, ακριβώς απέναντι από το ράντζο που κάθονταν ο στρατιώτης Συμεωνίδης.
Μαζί με ένα ημερολόγιο κρεμασμένο δίπλα στην πόρτα, που έδειχνε 14 Ιουλίου, τρεις μέρες πίσω δηλαδή, τίποτα άλλο δεν υπήρχε στον χώρο. Χθες το πρωί τον έβαλαν εδώ. Δεν είχε κοιμηθεί, δεν είχε φάει, είχε πιει μόνο νερό. Συνεχώς σκέφτονταν τι πήγε στραβά, που έκανε λάθος, αν θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι διαφορετικά, ώστε να αποφύγει αυτή την κατάσταση: την κράτηση, τις κατηγορίες, το στρατοδικείο. Η στολή εκστρατείας: του είχε κάνει εντύπωση. Όχι τόσο, ώστε να υποψιαστεί τι συνέβη. Πώς θα μπορούσε;
***
Ήθελε ένα τέταρτο για να τελειώσει η υπηρεσία και να έρθει ο επόμενος στρατιώτης, όταν άκουσε τα βήματα. Από τον χωματόδρομο. Δεν ήταν ο αξιωματικός υπηρεσίας.
Εκείνος, με σύμμαχο το σκοτάδι διέσχιζε το χωράφι. Εμφανίζονταν μπροστά σου, μήπως σε πετύχαινε να έχεις αποκοιμηθεί ή με το όπλο σου μακριά. Επιπλέον, ο Συμεωνίδης αντιλήφθηκε ότι ήταν περισσότεροι αυτοί που πλησίαζαν την σκοπιά. Έπρεπε να κάνει αναγνώριση. Σήκωσε το όπλο του προς το μέρος τους και φώναξε:
- Αλτ! Τις ει; - Έλα βλάκα, άστα αυτά.
Η απάντηση τον ξάφνιασε. Συνέχισαν να προχωράνε και ο πρώτος έφτασε εμπρός του. Είδε ποιός ήταν.
Ο υποδιοικητής του στρατοπέδου. Με στολή εκστρατείας και το περίστροφο του στην θήκη, περασμένη γύρω από το δεξί μηρό.
- Στρατιώτη Συμεωνίδη, βλέπω ότι είσαι ξύπνιος και σε εγρήγορση, ως οφείλεις. Καλώς!
Έκανε νόημα στους δύο πίσω του και συνέχισε:
- Εκτελώ μια αποστολή αυτή την στιγμή. Πρέπει να πάρω ένα κιβώτιο από την αποθήκη και να το μεταφέρω. Αυτοί που βλέπεις φοράνε πολιτικά, αλλά είναι αξιωματικοί. Είναι μαζί μου.
Θα συνεχίσεις στην σκοπιά μέχρι να σε αλλάξουν και στο στρατόπεδο δεν θα αναφέρεις σε κανένα τίποτα, μέχρι να στο πω εγώ. Είναι διαταγή! Κατανοητό;
III.
Το πρωί σήμανε συναγερμός. Σε λίγο ήρθαν οι πληροφορίες.
Είχε γίνει απόπειρα δολοφονίας εναντίον του πρωθυπουργού. Ο ίδιος ήταν εντάξει, αλλά ένας φρουρός του σκοτώθηκε. Η επίθεση είχε γίνει με στρατιωτικό ρουκετοβόλο. Προφανώς από κάποια αποθήκη πυρομαχικών.
Ιδρώτας άρχιζε να στάζει στο μέτωπο του Συμεωνίδη, καθώς έφερε στο νου το περιστατικό στην σκοπιά.
Ένα χέρι ακούμπησε στην πλάτη του. Γύρισε και είδε το διοικητή του στρατοπέδου, τον λοχαγό και άλλους τρεις άντρες: δύο με διακριτικά στρατονομίας και έναν με πολιτικά
. Ο διοικητής φαίνονταν τρομερά εκνευρισμένος. Τον κοιτούσε με ένα βλέμμα έκπληκτο και περιφρονητικό.
- Ο κύριος θέλει κάτι να σου πει.
Έδειξε προς τον τύπο με το σκούρο κοστούμι.
Ο τελευταίος, κοίταξε προσεκτικά τον Συμεωνίδη. Ήταν αξιωματικός πληροφοριών. Σε αυστηρό τόνο, εξήγησε ότι το υλικό που χρησιμοποιήθηκε κατά του πρωθυπουργού, προέρχεται από τις αποθήκες του στρατοπέδου. Ο δράστης που είχαν πιάσει, ομολόγησε. Τους είχε πει ότι για πάρουν τα όπλα, είχαν την βοήθεια του σκοπού. Του συνεργού τους.
IV.
(ΚΥΠ, επόμενο πρωί)
Στο μικρό γραφείο, ο άνθρωπος με το σκούρο κοστούμι έδινε αναφορά στον προϊστάμενο του.
- Δηλαδή, είμαστε σίγουροι ότι ο στρατιώτης μας είπε την αλήθεια;
- Το σημαντικό είναι άλλο, Αλεξίου.
Ο προϊστάμενος, χαλάρωσε ελαφρώς τον κόμπο της γραβάτας του, πήρε μια ανάσα και συνέχισε.
- Χάρη στον ηλίθιο υποδιοικητή, ο πρωθυπουργός αισθάνεται ανασφάλεια. Να η ευκαιρία! Να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του.
Μια μικρή υποψία χαμόγελου, εμφανίστηκε στο πρόσωπο του.
- Είμαστε μια αξιόπιστη υπηρεσία! Αρμός του κράτους. Κύριε πρωθυπουργέ πρέπει να περάσει επιτέλους από την βουλή ο νόμος, για την εντατικοποίηση των παρακολουθήσεων.
Όλα στο φως, που θα έλεγαν οι γελοίοι δημοσιογράφοι.
- Και με τον φρουρό που σκοτώθηκε;
- Αυτός ο φόνος; Σαν να μη συνέβη!
Σηκώθηκε από το γραφείο, έβαλε το σακάκι του και πήγε προς την πόρτα.
- Αλεξίου, πες να αφήσουν τον στρατιώτη. Στο μεταξύ πάμε πάνω στον "μεγάλο" να τον ενημερώσουμε και μετά καρφί στον πρωθυπουργό...

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

Βίος και ανάσταση (Όλγα Δημοπούλου)

Ο.Δ. Όλγα Δεντρέμη, αρχισυντάκτρια του τηλεοπτικού σταθμού An-trena
Σ.Φ. Σταύρος Φαντομάς, αναστηθείς κρατούμενος.
Π.Π. Πάτερ Πιστεύος, ιερέας των φυλακων.
Π.Σ. Πάνος Στρεβλός, ρεπόρτερ
Kυρίες και κύριοι, απόψε κατ’αποκλειστικότητα στο βραδυνό μας δελτίο, συνδεόμαστε με τις φυλακές Κορυδαλλού για να παρακολουθήσουμε το ρεπορτάζ του Πάνου Στρεβλού.
Ο.Δ. Πάνο σε ακούμε.
Π.Σ. Όλγα, φανερά ανακουφισμένος ή μάλλον αναζωογονημένος ο τέως νεκρος, νυν κρατούμενος, εμφανίστηκε φορώντας σαγιονάρες Πήγασσος. Όπως μας εκμυστηρεύθηκε, τις σαγιονάρες αυτές τις φορούσε όταν εκτελούσε την θητεία του στον στρατό, στον Εβρο.
Αθάνατη ελληνική παντόφλα, την αποκάλεσε.
Αλλά ας δούμε τι συμβαίνει στον Κορυδαλλό. Ο κρατούμενος αυτή την στιγμή βρίσκεται στο βιβλιοδετείο των φυλακών, όπου και ανέλαβε την διεύθυνσή του. Δήλωσε οτι ώς έμπορος ήταν ο βασικός προμηθευτής πρώτων υλών για το βιβλιοδετείο τα τελευταία 25 χρόνια και ήταν πάντα όνειρο του να το οργανώσει. Ονειρευόταν να έρθει ως κρατούμενος για να το αναλάβει.
Όλγα, διαπιστώνω με εκπληξη οτι οι ηγετικές του ικανότητες είναι αξιοσημείωτες. Όλοι οι κρατούμενοι, ώς βοηθοί του και εκπαιδευόμενοι, τον σέβονται και τον υπακούν τυφλά.
Αλλά καλύτερα να ακούσουμε τον ίδιο.
Κε Σταύρο, πείτε μας πώς βρεθήκατε στην πτέρυγα οικονομικού εγκλήματος των φυλακών Κορυδαλλού?
Σ.Φ. Κε Στρεβλέ, αρχικά να σας πω οτι σας εκτιμώ βαθύτατα. Τιμή μου να μου παίρνετε συνέντευξη. Μετα το ρεπορτάζ που κάνατε σχετικά με την εμφάνιση ένος τεράστιου φιδιού κάπου στο Αγρίνιο, σας θαυμάζω.
“ Με τις παντόφλες ήταν η άτυχη αγρότισα, όταν το φίδι της επιτέθηκε…”
Αξέχαστες στιγμές στην ελληνική τηλεόραση.
Λοιπόν κε Πάνο μου, ακούστε προσεκτικά…. Αν υπάρχει Θεός και μας χαρίζει την ζωή και τον θάνατο, το ελληνικό κράτος μας χαρίζει την Ανάσταση. Πιστεύω οτι καμία άλλη κυβέρνηση στον κόσμο όλο, δεν έχει καταφέρει να πετύχει κάτι παρόμοιο.
Βασικά κάτι παρόμοιο έχει να συμβεί απο τα χρόνια του Ιησου. Αν φυσικά πιστέψουμε και τας Γραφάς…
Π.Σ. Κε Σταύρο, παρακαλώ μπορείτε να μας εξηγήσετε εν συντομία τι έχει συμβεί για να καταλάβει και το κοινό που μας παρακολουθεί απο τους δέκτες του.
Σ.Φ. θα σας πω ευθύς αμέσως.
Π.Π. Ασε κυρ Σταύρο μου, θα τα πω εγώ στον Στρεβλό από δω… Άνθρωπε μου, άστον ήσυχο.
Δεν τον βλέπεις που είναι μεσ τα χώματα. Κάμερα για κάνε ζουμ να δει ο κόσμος.
Άκου Στρεβλέ, τον ξεθάψανε και τον χώσανε στην στενή. Πεθαμένος ήταν ο άνθρωπας. Ενάμισυ χρόνο στην στενή του κάτω κόσμου. Πεθαμένος με χρέη στο δημόσιο.
Για πες τα, για πές τα κυρ Πάνο μου να μάθει ο κοσμάκης. Ούτε πεθαμένος δεν γλυτώνεις απο την εφορία. Σε ανασταίνει το κράτος, σε δικάζει και σε χώνει μέσα.
Βρέ δε πά να σαι δύο μέτρα κάτω απο τη γή, σε ξύλινο κουτί. Θα σε βρεί… Ωω ναί θα σε ανακαλύψει στο νεκροταφείο και θα σε ξεθάψει. Κοίτα τον καλά κυρ Πάνο μου, κοίτα τον τον καψερό. Έχει καταπιεί τόσο χώμα που αναγκάστηκε να κόψει το τσιγάρο. Ποιός? Ο Σταύρος…
Καλέ όλη μέρα τον κυνηγάμε με μια σκούπα στο χέρι, να σκουπίζουμε τα χώματα. Μαδάει παιδί μου.
Αλλα ντάξ, μάγκα μου, είναι το φαινόμενο της φυλακής. Δεν τρώει, δεν πίνει, δεν καπνίζει. Θα ζήσει πολλά χρόνια.
Αθάνατος σου λέω.
Κι επειδή είναι και πολύ ξηγημένος, θα φτιάξει τις φυλακές σένιες.
Σοφρωνιστικό σύστημα?
Αντι-σοφρωνιστικό σύστημα θα το κάνει.
Θα φέρει κρατούμενους απο την άλλη ζωή, απο άλλους πλανήτες, απο παράλληλα σύμπαντα. Άλλωστε μια ζωή εισαγωγές εξαγωγές έκανε. Γνωρίζει πολλά. Άκου Στρεβλέ, δεν θα είσαι εδώ να το δείς… θα τα έχεις κακαρώσει.
Αυτός θα μας θάψει όλους. Π.Σ. Κύριε Π. τί πιστεύετε εσείς
. Οι νέοι κρατούμενοι θα προέρχονται απο τον παράδεισο ή απο την κόλαση? Σας έχει πεί ο κ.Σταύρος?
Π.Π. Κόλαση και παράδεισος είναι μύθος. Μας τα φύτεψε στο μυαλό η θρησκεία
γιατι την βόλευε.
Η μοναδική αλήθεια είναι το αθάνατο Ελληνικό κράτος. Κράτος κόλαση που ανασταίνει νεκρούς. Ο κυρ Σταύρος λέει οτι είναι το κράτος ζόμπι με πολίτες ζόμπι. Τόσο αληθινό κράτος με υπέρτατη ευθύνη, συνέπεια, οργάνωση και προγραμματισμό, που κατάφερε να ανακαλύψει το μυστικό της αιώνιας ζωής. Πρωθυπουργος και το συνάφι του, μεγάλοι αλχημιστές να πούμε.
Π.Σ. Κε Σταύρο σας παρακαλώ, έχετε να προσθέσετε κάτι?
Σ.Φ. Παρακαλώ το φιλοθεάμον κοινό, να παρακολουθήσει το ρεπορτάζ του αγαπημένου μου κ. Στρεβλού, τρώγωντας τηγανιτές πατάτες. Αράξτε στον καναπέ σας και απολαύσετε φρεσκοτηγανημένες πατάτες. Άλλωστε δεν έχετε να κάνετε και τίποτα καλύτερο, παρα να ελπίσετε σε μια δεύτερη ζωή. Κυρίως αν χρωστάτε τα κερατά σας…
Ο.Δ. Αγαπητοί τηλεθεατές, αυτό ήταν το ρεπορτάζ απο τις φυλακές σε παγκόσμια πρώτη. Μην ξεχάσετε να κάνετε like στις σελίδες μας στο facebook, instagram, twiter, tiktok κλπ. Να προσθέσω οτι πάσα ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, είναι απολύτως αληθής και τα γεγονότα είναι πραγμάτικά.

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΩΝ ΖΕΥΓΑΡΙΩΝ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

Η Τζούλια και η Άιβι μόλις είχαν φύγει από μια κηδεία ενός φιλικού προσώπου, για την ακρίβεια ενός καλού φίλου (υπάρχουν και τέτοιοι). Η τελετή έγινε σε μια αμερικάνικη μεγαλούπολη, στην δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην καφετέρια που κάθισαν, για έναν αγγλοσαξονικό καφέ της παρηγοριάς (υπάρχουν παγκόσμια κοινά στις μεταθανάτιες τελετές), άρχισαν να αναφέρονται στον νεκρό φίλο τους, στην ζωή του με την σύζυγό του και φυσικά στο βιολογικό τέλος του.
«Δεν μπορώ να καταλάβω, γιατί υπάρχει τόσο μίσος ανάμεσα στα παντρεμένα ζευγάρια. Στην ουσία, ο ένας δεν ανέχεται τον άλλον, ούτε κάποια λεπτά. Τους ενώνει αποκλειστικά και μόνο η προσπάθεια να βγάλουν λεφτά, να φτιάξουν μια μικρή–μεγάλη περιουσία, να αγοράσουν μετοχές (δίνουν καλά μερίσματα και ωφελούν την οικονομία), σπίτι στα προάστια και αυτοκίνητα για όλη την οικογένεια. Βέβαια, αναλώνουν και μεγάλο μέρος των δυνάμεών τους, στην ανατροφή και την χρηματοδότηση των παιδιών τους. Οικονομικές εκστρατείες υπέρ των τέκνων και των παρατέκνων τους (τις συνοδεύουν και με μπόλικο υβρεολόγιο). Όλα αυτές οι διεργασίες συμπληρώνονται με την αναγκαία απόκτηση κατοικίδιων: σκυλιών, γατιών, ερπετών (πολλά έξοδα κι εδώ). Ξεχνούν ν’ αγαπούν και παραμένουν δέσμιοι του εγωισμού και των δολαρίων. Ο γάμος τους, είναι μέσα στην απόλυτη ή την μερική δυστυχία. Εμπορική συμφωνία, με ρήτρες ανασφάλειας ή ασφάλειας, δεν έχει και πολλή σημασία το νομικό κομμάτι. Η μοναδική αλήθεια είναι οι κρυφές τους σκέψεις. Αν διαθέτουν την ικανότητα σκέψης, αν όχι, τότε περιορίζονται στα μικρά και μεγάλα εγκλήματα ή στον νοερό σχεδιασμό τους. Έχουν κατά νου και το μερίδιο δημοσιότητας που θα κερδίσουν, αν όλα πάνε καλά».
Η Άιβι ήπιε μια γουλιά καφέ και συμπλήρωσε χαμογελώντας «Είναι γελοίο, αλλά πέρα για πέρα εξακριβωμένο, πως και οι δύο σύζυγοι υπολογίζουν στον γρήγορο θάνατο του άλλου, όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο. Προσεύχονται στο υπερπέραν και παρακαλούν τις ανώτερες δυνάμεις να αρρωστήσουν οι «αγαπημένοι» τους και μάλιστα με καμιά βαριά ασθένεια, χωρίς επιστροφή. Χαίρονται πολύ κι αν οι ίδιοι αισθάνονται πιο υγιείς και σεξουαλικά ακμαίοι. Πρωτοστατούν στην κακολογία και στις κατάρες. Πολλοί λοιπόν, πεθαίνουν άσχημα και ο στόχος αποκαλύπτεται, το κίνητρο για να το πω καλύτερα είναι ένα : να κληρονομήσουν την περιουσία (και τα κάθε είδους κατοικίδια) για να επαναλάβουν, με άλλα νεότερα πρόσωπα, την ίδια αδιέξοδη διαδρομή: σεξουαλική ανάταση (όσο μπορεί κι αντέχει το κορμί), γενναία ψυχότροπα κι ανυπαρξία. Ο θεσμοθετημένος και νόμιμος έρωτας έχει συντριβεί προ πολλού και σχεδόν αμέσως, στον δυτικό πολιτισμένο κόσμο μας».

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2024

Giuliano da Empoli, Ο μάγος του Κρεμλίνου

Ο μάγος του Κρεμλίνου είναι ένα βιβλίο για τον ψυχισμό του ρωσικού λαού και τη διαχρονική σχέση του με την εξουσία. Πολύ περισσότερο είναι ένα βιβλίο που περιγράφει το πως ένας ταπεινός, εθιμοτυπικός γραφειοκράτης της KGB τοποθετήθηκε «φυτευτός» από τον πανίσχυρο καναλάρχη Μπόρις Μπερεζόφσκι στο θώκο της εξουσίας χωρίς κανείς να του δίνει πιθανότητες επιβίωσης πάνω από δύο μήνες φτάνοντας να γίνει ο απόλυτος και αδιαφιλονίκητος Τσάρος. Μιλάμε φυσικά για τον Βλάντιμιρ Πούτιν…
Ίσως κανένα άλλο βιβλίο δεν περιγράφει καλύτερα την πορεία της μετακομουνιστικής Ρωσίας μέχρι σήμερα από το αριστούργημα του Giuliano da Empoli. Μιας χώρας που έφτασε από την απόλυτη γελιοποίηση στις αρχές των 90’s να αποτελεί έναν από τους δυνατότερους παίχτες στις μέρες μας, από την απειλή του κατακερματισμού της να επανέλθει στο στάτους της στιβαρής υπερδύναμης και από τις απόπειρες ενός δυτικού εκδημοκρατισμού να μετεξελιχθεί σε ένα αυταρχικό καθεστώς πάνω στο μαλακό υπογάστριο της Δύσης απειλώντας την παγκόσμια ειρήνη.
Κι αν ο Βλάντιμιρ Πούτιν παρουσιάζεται πλέον σαν την απόλυτη μετενσάρκωση του κακού υπάρχει και η διαφορετική ανάγνωση, αυτή δηλαδή του οξυδερκή ηγέτη που αρνήθηκε να παραδώσει τη χώρα του και τον πλούτο της στους ολιγάρχες υπακούοντας στο Σταλινικό δόγμα της κάθετης εξουσίας, αυτής δηλαδή που υπηρετεί το Κράτος και θέτει τα συμφέροντα του πάνω από όλα όσο στυγνή και αν χρειαστεί να γίνει.
Βιβλίο πολυεπίπεδο που βασίζεται σε ένα εξαιρετικό αφηγηματικό τέχνασμα (χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο τον πρωτοπόρο συγγραφέα Ζαμιάτιν που μεγαλούργησε τη δεκαετία του 1920 αλλά καρατομήθηκε από το καθεστώς για ευνόητους λόγους) ο μάγος του Κρεμλίνου αποκαλύπτει μια αδιαπραγμάτευτη αλήθεια. Πως οι σχέσεις εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου παραμένουν ίδιες από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού.
Υ.Γ: Τιμήθηκε με το μεγάλο βραβείο της Γαλλικής ακαδημίας και όχι με κάτι απαξιωμένα βυσματικά που παίρνουν ο Μάκης Τσίσας και ο κόπανος ο Ευσταθιάδης προσποιούμενοι «διεθνή καριέρα»…