Καλοκαιρινοί φόνοι (Συλλογικό)

ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΣΕΝΑΡΙΟ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)
Το σενάριο το έγραφε από τις αρχές Ιουνίου. Η κινηματογραφική εταιρεία του είχε ζητήσει να γράψει ένα ολοκληρωμένο κείμενο, συνδυάζοντας την νουβέλα του Φόκνερ : Μακρύ, καυτό καλοκαίρι και το θεατρικό έργο του Τέννεσι Ουίλιαμς: Καλοκαίρι και καταχνιά. Ο διευθυντής της εταιρείας είχε αυτήν την ιδέα και του πρότεινε την συγγραφή. Έπρεπε να το γράψει μέχρι του τέλος του καλοκαιριού. Τόνισε την τελευταία φράση. Αποδέχθηκε την πρόταση με ενθουσιασμό. Είχε ένα σωρό λόγους για να το κάνει. Πίστευε ότι ήρθε η στιγμή για να δείξει την συγγραφική του αξία. Το έργο αυτό θα τον καθιέρωνε στους πνευματικούς (κι όχι μόνο) κύκλους και θα κέρδιζε και πολλά χρήματα.
Έβαλε στοίχημα με τον εαυτό του να τελειώσει το έργο στις 30 Ιουλίου, ημερομηνία που είχε κάνει εκείνον τον ευτυχισμένο γάμο (κράτησε εννέα χρόνια). Οι καλοκαιρινές φωταψίες, οι έναστρες νύχτες, η μεγάλη ζέστη, τα μελαγχολικά δειλινά λειτουργούσαν ευεργετικά στο πνεύμα του, ενίσχυαν την έμπνευση και την γραφή του. «Ευλογημένο καλοκαίρι», έλεγε, «μόνο για το φως του, μπορώ να γράφω ατελείωτα».
Εργαζόταν πολύ, νύχτα και μέρα. Η ιστορία τού φαινόταν ιδιαίτερα πρωτότυπη. Η μείξη των δύο –λογοτεχνικών- καλοκαιριών, είχε γεννήσει το δικό του έργο, το αριστούργημά του.
Και έφτασε η 30η Ιουλίου. Ήταν πολύ ευχαριστημένος γιατί κέρδισε το στοίχημα με τον εαυτό του και από την άλλη δημιούργησε ένα αξιόλογο έργο. Το μόνο που απέμενε ήταν η συνάντηση με τον διευθυντή της εταιρείας, για να εγκρίνει το σενάριο και να ξεκινήσει την παραγωγή (το επόμενο διάστημα). Η επιτυχία ξεκινά από το σπουδαίο κείμενο.
Στην εταιρεία, τον υποδέχθηκαν καλά και σύντομα παρέδωσε τα γραφόμενά του, στον διευθυντή, σχεδόν δακρυσμένος από την συγκίνηση. Έλαβε την υπόσχεση ότι θα κοιτάξει αμέσως το σενάριο και τον διαβεβαίωσε, εκ των προτέρων, για την επιτυχία του γραπτού. Φεύγοντας από τα γραφεία, έβαλε τις σκέψεις του σε τάξη και μονολόγησε με ικανοποίηση «Αύριο ο Ιούλιος τελειώνει, τελευταία μέρα ενός αγαπημένου μήνα, θα περιμένω να με ειδοποιήσουν κι ύστερα έχω μπροστά μου, όλον τον Αύγουστο να απολαύσω το καλοκαίρι». Περίμενε τηλέφωνο, αλλά αυτό δεν έγινε την τελευταία μέρα του Ιουλίου, ούτε και το επόμενο διάστημα. Οι μέρες περνούσαν δύσκολα. Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις και ειδοποιήσεις, τελικά ορθώς ειπώθηκε κάτι τέτοιο. Μερικά τηλέφωνα στην εταιρεία, δήθεν αδιάφορα, δεν έφεραν κάποιο νέο. Αναμονή. Έδειχνε να μην τον ενδιαφέρει η υπόθεση, αλλά κατά βάθος καιγόταν, έως θανάτου.
Αφού πέρασαν οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου, την τελευταία ακριβώς ημέρα του μήνα, πήρε την πρωτοβουλία (έδειξε και την ανάλογη γενναιότητα) και επισκέφτηκε τα γραφεία της εταιρείας. Τον υποδέχτηκε ο ίδιος ο διευθυντής που σχεδόν αμέσως του ανακοίνωσε τα νέα.
«Δεν εγκρίναμε τελικά το σενάριό σου, κύριε συγγραφέα (τιμητικός τίτλος η λέξη συγγραφέας)», είπε με ελαφρά ειρωνεία. Έβγαλε το χειρόγραφο από το συρτάρι και του το ‘δωσε.
Το πήρε με ένα τρέμουλο στα χέρια και το κοίταξε, λυπημένος.
«Μα, είναι γεμάτο μελάνι», φώναξε απορημένος.
«Έπεσε κατά λάθος, απ’ την πένα μου, όταν έκανα τον έλεγχο» πέταξε τις φράσεις απολογητικά, ο διευθυντής.
«Πού είναι η πένα;»
«Ορίστε, εδώ είναι. Στην χαρίζω για τον συγγραφικό σου, κόπο».
Την άρπαξε από το χέρι του διευθυντή, έβγαλε το καπάκι και την κάρφωσε κατευθείαν στον λαιμό του. Δεν πρόλαβε να κάνει καμία κίνηση, πλήρης αιφνιδιασμός. Ο διευθυντής πλημμυρισμένος στο αίμα, έπεσε πάνω στο γραφείο. Σπασμοί λίγων δευτερολέπτων και ύστερα τέλος. Βασανιστικός θάνατος. «Αυτό είναι ένα καλοκαιρινό σενάριο», κραύγασε ο συγγραφέας «και ευτυχώς που το τελείωσα εντός της προθεσμίας. Δεν μου αρέσει να κλείνω τις δουλειές μου, τις φθινοπωρινές μέρες» συμπλήρωσε.
Η ΚΥΡΙΑ ΤΟΥ ΔΕΛΤΑ (ΦΕΛΙΞ ΛΙΤΒΑΚ)
Τον βλέπω πίσω από την κουρτίνα όπως θα τον έβλεπα πίσω από βέλο νυφικό. Η υγρασία στάζει από το γιασεμί και όταν βρίσκει το τσιμέντο έχει γίνει μέλι. Στο βάθος ακούγεται το τελευταίο τραίνο. Η επιστροφή δε με απασχολεί, είναι κατοπινή δουλειά. Τα μαυροπούλια τα έχει ρουφήξει το σκοτάδι, δεν κουνιέται φύλλο. Η μυρωδιά του γιασεμιού θα μου'φερνε ζάλη, αν δεν ήταν αυτός. Κάθεται στο ξέστρωτο κρεβάτι και γυαλίζει απ'τον ιδρώτα. Καπνίζει μια πίπα που κάθε τόσο τη δαγκώνει. Τα δόντια του κροταλίζουν στο επιστόμιο, τακ-τακ. Ο καπνός αργοπορεί γύρω από το κεφάλι του σαν πετρέλαιο στο νερό. Κοντά στο γιασεμί μυρίζω το σφένδαμο που καίγεται, το γλυκερό ταμπάκο, αλλά πάνω απ'όλα μυρίζω τον ιδρώτα του, μυρίζω τη ζέστη του, και τα μάτια μου δακρύζουν.
Έκανα όλο το δρόμο απ'το δέλτα ως εδώ, διαδρομή σκέτος μπελάς. Με πήρε ο ύπνος το πρωί και όταν ξύπνησα είχε φύγει. Είχα καλή κρυψώνα, δε μ'ενόχλησε κανείς. Έκανα υπομονή, είναι μεγάλη αρετή. Γύρισε το απόγευμα. Πλύθηκε μεθοδικά με την πόρτα του μπάνιου ανοιχτή και μετά έφαγε καρπούζι δίπλα στο ραδιόφωνο που έπαιζε λαϊκό θέατρο σ'επανάληψη. Του έπεσαν μερικά κουκούτσια που γλίστρησαν κάτω απ'τη συρταριέρα κι έκανε πως δεν τα είδε. Το μικρό διαμέρισμα του ισογείου μαζεύει τη ζέστη σαν θερμοκήπιο. Τον παρακολούθησα που ξεφυσούσε, ξεφυσούσε. Σκούπιζε το λαιμό του με μια παλιοπετσέτα. Ο ιδρώτας του κυλούσε φανταστικές πέρλες, ταξίδευε πάνω στο γαλακτερό πετσί του και λίμναζε στα καλά σημεία: στις κοιλάδες των αγκώνων, πίσω από τα γόνατα, στους βουβώνες. Έκανα υπομονή, μου θύμιζα πως είναι μεγάλη αρετή. Σκέφτηκα το δέλτα που γίνεται μαγικός καθρέφτης τέτοιες μέρες, σκέφτηκα τις καλαμιές που στέκονται ταπεινές με τα κεφάλια σκυμμένα όταν περνάω, σκέφτηκα τα δαχτυλίδια στο νερό, σκέφτηκα ό,τι μπορούσα για να μην υποκύψω στη βιασύνη.
Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει. Έχει πομπέ μύτη που μοιάζει με στρογγυλό ραπανάκι, έχει κάτι παγωμένο στις κινήσεις που είναι αργές, αργές και ξαφνικά απότομες, τα βλέφαρά του είναι χοντρά, βλέφαρα αλλεργικού, τα μάτια του είναι σκοτεινά, τα χείλια του είναι σκισμένα κι έχουν πιάσει καύκαλα εδώ κι εκεί, η γενειάδα και τα μαλλιά του είναι σαν την αδρή μεριά απ'το σφουγγαράκι της κουζίνας όταν στεγνώνει δίπλα στο νεροχύτη. Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει, αλλά το πετσί του είναι λεπτό και σκίζεται εύκολα. Είναι πολύ ζεστός, είναι σαν ο Θεός να τον γέμισε με περισσότερο αίμα απ'όσο χωράει. Δε χρειάζομαι καν να τον κοιτάζω. Κλείνω τα μάτια και κάθε τρίχα στο κορμί μου γίνεται μύτη και μπορώ να τον δω μέσα απ'τα ρουθούνια μου που αχνίζει ζωντανός.
Σβήνει τη μικρή λάμπα και ξαπλώνει. Τα σεντόνια σουρώνουν τον ιδρώτα. Τότε στην ησυχία της νύχτας κρυφά απ'όλους τον ακούω που κλαίει σιγανά. Τα δάκρυά του αναβλύζουν σαν ρετσίνι δέντρου που το τρώει η πυρκαγιά. Από τα καυτά του δάκρυα μυρίζω, όχι, γεύομαι, το αίμα. Δεν είναι ο πιο όμορφος άντρας που έχω δει, αλλά με λιγώνει όσο κανείς, και πεινάω διαολεμένα. Αυτό ήταν! Καριόλη, δε θα κάνω άλλη υπομονή.
Πετιέμαι από πίσω απ'την κουρτίνα, διασχίζω το δωμάτιο, για μια στιγμή κοντοστέκομαι πάνω απ'το γυμνό κορμί, και δεν ξέρω ποια γωνία να διαλέξω. Τώρα με κάνει ό,τι θέλει η λύσσα, στα κομμάτια η υπομονή και οι άλλες αρετές, θέλω το λαιμό του, θέλω να χτυπήσω εκεί που χορεύει η καρωτίδα, νιώθω ήδη το στιλέτο να τον καρφώνει και να γλιστράει μέσα του σαν να είναι φτιαγμένος από βούτυρο. Την τελευταία στιγμή πριν το αίμα του με φτάσει, ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω το χέρι του, αργό, αργό, δεν κάνω βήμα, είμαι τόσο κοντά που τον αγγίζω, θα προλάβω, δεν είναι το χέρι του, είναι το χέρι του θανάτου, αργό, αργό και ξαφνικά απότομο. Με πήρε είδηση. Δεν υπάρχει επιστροφή. Δε θα ξαναδώ το δέλτα.
ΣΛΑΤΣ.
-Γαμημένο κουνούπι!
Οι κίνδυνοι της αξιολόγησης (Χρήστος Χατζηκωνσταντίνου)
Σήμερα θα πάρουμε τις αξιολογήσεις μας σκεφτόμουνα καθώς έμπαινα στο γραφείο. Η σύμβαση μου τελείωνε σ’ ένα μήνα και δεδομένου ότι δεν είχα καμιά πληροφορία για την ανανέωσή της, θεωρούσα ότι το αποτέλεσμα της αξιολόγησης θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην παραμονή μου ή όχι στην εταιρεία. To κλίμα ήταν τεταμένο. Ήταν τέλη Ιουνίου αλλά οι θερμοκρασίες ήταν αυγουστιάτικες κι ήμασταν όλοι εξαντλημένοι από μια ιδιαίτερα πιεστική χρονιά. Η εταιρεία επιχειρούσε να κάνει scale up αλλά στην πραγματικότητα το μοναδικό που έκανε scale up ήταν οι ώρες εργασίας μας. Επιπλέον, είχε υπονοηθεί ότι προτεραιότητα στις άδειες θα είχαν οι υπάλληλοι με την καλύτερη αξιολόγηση.
Τις σκέψεις μου διέκοψε η ανακοίνωση του διευθυντή ότι έχει τις αξιολογήσεις στο γραφείο του. Αλλά δεν θα μας τις έδινε ακόμη. Αντ’ αυτού θα μας έδινε έναν γρίφο δικής του επινόησης κι όσοι τον απαντούσαν θα έπαιρναν και την αξιολόγησή τους. Για λίγο μείναμε όλοι άφωνοι. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε πόσο μαλάκας ήταν το αφεντικό μας αλλά δεν είχαμε καταλάβει ότι ήταν τέτοιο σαδιστικό καθίκι. Μας είπε ότι θα αποσυρόταν στο γραφείο του για ένα μισάωρο και μετά θα μας ανακοίνωνε τον γρίφο.
Αφού το σκέφτηκα για μερικά δευτερόλεπτα, σηκώθηκα και χτύπησα την πόρτα του γραφείου του. Την άνοιξα χωρίς να περιμένω απάντηση. Το αφεντικό με κοίταξε έκπληκτο. Η έκπληξη αυτή έμελλε να αυξηθεί όταν έβγαλα απ’ την τσέπη ένα πιστόλι, το όπλισα και τον σημάδεψα. Στις άναρθρες γουρουνίσιες κραυγές του ξέραμε κι οι δυο ότι μόνο μια απάντηση υπήρχε: Δυο σφαίρες στο κεφάλι κι άλλη μια στο στήθος. Έτρεξα προς την έξοδο πριν προλάβει να κινητοποιηθεί το σκυλί του αφεντικού, γνωστός κι ως σεκιουριτάς. Ωστόσο, παρά το ύφος βοοειδούς που είχε δεν ήταν τελείως ηλίθιος και προσπάθησε να με σταματήσει καθώς έβγαινα απ’ το κτήριο. Δυο σφαίρες ακόμα του έκοψαν τη φόρα. Προσωρινά ή μόνιμα δεν ξέρω, δεν έκατσα να εξετάσω τις παράπλευρες απώλειες.
Μπήκα στο αμάξι, έβαλα μπρος κι απομακρύνθηκα από τον τόπο του εγκλήματος. Καθώς ελισσόμουνα σε έναν ημιορεινό δρόμο που μ’ έβγαζε απ’ την πόλη, ένας πρωτευουσιάνος (αν κρίνω απ’ την πινακίδα), κάγκουρας (αν κρίνω απ’ τη συμπεριφορά του) κόλλησε πίσω μου αναβοσβήνοντας τα φώτα. Σταμάτησα απότομα κι αυτός παραλίγο να πέσει πάνω μου. Βγήκε εκνευρισμένος από το αυτοκίνητο κι άρχισε να φωνάζει και να με βρίζει. Ίσως να είχε και κάποιο δίκιο σ’ αυτά που έλεγε αλλά δεν είχα την ψυχραιμία να το αξιολογήσω. Τον πλησίασα και τον άρχισα στα μπουνίδια. Δεν μετάνιωνα τα χρόνια μου στο κικ μπόξιγκ. Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα.
Δεν είχα ακούσει καθόλου σειρήνες οπότε μάλλον η αστυνομία δεν είχε κινηθεί πολύ γρήγορα. Ή είχε πιο σημαντικές δουλειές, μπορεί να ακολουθούσε καναν Ρομά που δεν είχε πληρώσει βενζίνη, μια σκέψη που με έκανε να ηρεμήσω και να ρίξω την ταχύτητα που κινούμουν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Δυστυχώς αυτή η νιρβάνα δεν κράτησε πολύ. Λίγη ώρα μετά, οι επιβάτες ενός κάμπριο αποφάσισαν να με προσπεράσουν κάνοντας μου κωλοδάχτυλο, αφού σύμφωνα με τον προσωπικό τους ΚΟΚ δεν πήγαινα αρκετά γρήγορα. Τους κοίταξα καθώς με προσπερνούσαν. Δυο νεαροί γύρω στα 20, χωρίς μπλούζα κι εμφανώς μαυρισμένοι με κοιτούσαν με αυτό το αναιδές ύφος, συνδυασμός ύστερης εφηβείας και φουσκωμένου τραπεζικού λογαριασμού. Επιτάχυνα, έφτασα δίπλα τους και τους ζήτησα φωνάζοντας το λόγο. Ο οδηγός μου ξαναέκανε κωλοδάχτυλο και με έβρισε, μπάσταρδε ή κάτι τέτοιο. Σήκωσα το όπλο από το κάθισμα του συνοδηγού κι άδειασα πάνω του τις υπόλοιπες σφαίρες. Τώρα θα δούμε ποιος είναι μπάσταρδος μαλακισμένο.
Λίγα χιλιόμετρα αργότερα έστριψα δεξιά σε ένα παλιό δρομάκι και μετά από λίγο έφτασα, επιτέλους, στον προορισμό μου. Ένα σχετικά παλιό αλλά περιποιημένο σπίτι, που θύμιζε ορειβατικό καταφύγιο, ιδανικό για να περάσω τις διακοπές μου και να ξεφύγω λίγο από τη βαβούρα της πόλης, ίσως κι από μια σύλληψη. Κατευθύνθηκα προς την είσοδο, όπως είχα κάνει δεκάδες φορές τον τελευταίο χρόνο και σταμάτησα κάτω από την πινακίδα της εισόδου, “Κέντρο διαχείρισης Θυμού”. Αλλά σήμερα για πρώτη φορά πάτησα και το κουδούνι.
Ένας Γείτονας Σωστικός (Αλέξανδρος Ρασκόλνικ)
Ήταν η πιο ζεστή μέρα του χρόνου, έλεγε και ξανάλεγε το ραδιόφωνο. Σκαρφαλωμένος σε μια σκαλωσιά, μ’ έναν τροχό στο χέρι, κάποιος εργάτης έκοβε παλιοσίδερα από το πληγωμένο κορμί ενός μισογκρεμισμένου αρχοντικού. Απηυδισμένοι, δίνοντας τόπο στην οργή, κάναμε υπομονή. Αν κλείναμε τις μπαλκονόπορτες, κινδυνεύαμε να πεθάνουμε από ασφυξία!
Από κάποιο μπαλκόνι μιας απέναντι πολυκατοικίας, βγήκε ένα μισόγυμνο, διοπτροφόρο ανθρωπάκι· βάζοντας τα χέρια γύρω από το λιπαρό σωσίβιο της μέσης του, άρχισε να φωνάζει κάμποση ώρα, μ’ όλη του τη δύναμη: «Αδελφέ, ώρα κοινής ησυχίας είναι, σβήστο, το ρημάδι!». Ο άλλος τον αγνοούσε επιδεικτικά.
Είδε κι απόειδε ο καψερός, χάθηκε μέσα στο διαμέρισμα· μ’ αμέσως ξαναγύρισε μ’ ένα δίκαννο ίσαμε το μπόι του, στο χέρι. Μετά τους δυο απανωτούς πυροβολισμούς, όλοι αγαλιάσαμε...
Τελευταία Παρτίδα (Λευτέρης Μασχαλίδης)
Αγρίνιο 2000. Κατακαλόκαιρο. Κυριακή. Ξύπνησα μέσα σε ποτάμια ιδρώτα με ασήκωτο hangover που προήλθε από άλλη μια ερωτική απογοήτευση. Οι τοίχοι έβραζαν, το κεφάλι βούιζε και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να πάω στον Επίκουρο να πιώ καφέδες μέχρι να ισιώσω. Ευτυχώς ήταν άδειο γιατί όλοι οι κανονικοί άνθρωποι είχαν πάει στη θάλασσα. Έκατσα στην μπάρα απολαμβάνοντας μια ψευδαίσθηση ρεύματος αέρα που σχημάτιζαν οι δυο απέναντι είσοδοι και άναψα τσιγάρο, ήπια τον πρώτο φραπέ μονορούφι και μέχρι να έρθει ο δεύτερος χάζευα τον κενό χώρο μισώντας τον εαυτό μου. Μόνο ο κυρ Θύμιος υπήρχε. Με τριπλό ελληνικό καφέ, τσιγάρο, γιλέκο και στρογγυλό καπέλο ατένιζε στωικά τον αχνιστό πεζόδρομο πίσω από την εκκλησία της παναγίας περιμένοντας τα θύματα του μπροστά από μια σκακιέρα. Ήταν κάποτε προπονητής της εθνικής ομάδας μέχρι που αποσύρθηκε μετά από νευρικό κλονισμό και από τότε που χήρεψε σέρνει καθημερινά το μίζερο κουφάρι του από τα καραπανέικα μέχρι εδώ. Ήρθε η ώρα σου κωλόγερε, εσύ θα πληρώσεις την χτεσινή χυλόπιτα, είπα μέσα μου και τον πλησίασα.
-Καλημέρα κυρ Θύμιο- έτοιμος;
Χωρίς απάντηση έστησε την σκακιέρα σε χρόνο μηδέν δίνοντας πάντα το πλεονέκτημα των λευκών στον αντίπαλο. Ο Περικλής έφερε τον 2ο φραπέ με μια κανάτα γεμάτη παγάκια και τα τσιγάρα που ξέχασα στη μπάρα. Πάμε είπα, έριξα ένα ευγενικό ρέψιμο με άρωμα ούζο και ε4. Έπαιζα σκάκι από μικρός αλλά παρέμενα ένας αρχάριος που σκαλώνει μετά την ανάπτυξη των κομματιών και το ροκέ. Χωρίς σχέδιο αλλά με αποφασιστικότητα έσπρωχνα τα πιόνια ενώ αυτός ατάραχα και με διακριτικό υπεροπτικό χαμόγελο απαντούσε σε κάθε κίνηση. Αδιέξοδο. Αναγκαστικά έσπασα το κέντρο ανταλλάζοντας πιόνια ώστε να βρω καλύτερες θέσεις. Έδωσα μαύρο αξιωματικό για αλογάκι και κάρφωσα το πιόνι διαγώνια του βασιλιά με αξιωματικό και βασίλισσα. Έκανε μια ουδέτερη κίνηση και ένα γκονγκ χτύπησε μέσα μου, δροσερό αεράκι μου γαργάλισε το σβέρκο, οι καμπάνες χτυπούσαν σε rave ρυθμούς και πριν σηκωθώ για ζεμπεκιά σιγουρεύομαι αν υπάρχει παγίδα ή όντως έχει κάνει λάθος κίνηση; Έκρυψα την απίστευτη ένταση μου στο τρέμουλο του δεξιού ποδιού κάτω από το τραπέζι και από σεβασμό του έδωσα 5 δεύτερα να πάρει πίσω την κίνηση, κάτι που δεν θα έκανε ποτέ λόγω αρχών. Αδιάφορα ξεφύσηξε απολαυστικά μια βαθιά τζούρα μέχρι που με είδε πρώτη φορά να χαμογελάω και απορημένος σήκωσε τα γυαλιά του. Γούρλωσε τα πράσινα μάτια του, ένιωσε ένα μαχαίρι στη καρδιά αντιλαμβανόμενος το επερχόμενο γελοίο ρουά ματ, τον έπιασε σπαστικός βήχας και χύθηκε πίσω στη καρέκλα βγάζοντας μια πνιχτή φωνούλα. -Πέρι τρέχα, ο γέρος λιποθύμησε
Πανικόβλητος ο Πέρι του έριξε νερό στο πρόσωπο, λίγες ελαφριές μπάτσες, έλυσε το φουλάρι και τον ξάπλωσε στο πάτωμα. Μάταια φώναζε -ξύπνα Θύμιο, πάρε μπροστά, Ξύπνα ρε… Βλέμμα κενό, γλώσσα έξω και καθόλου σφυγμοί.
-Τι λιποθύμησε ρε, αυτός τα έφτυσε… Τι του έκανες; Εγώ χαμένος με το σαγόνι κάτω- Τι έκανα; Απλά παίζαμε και ξαφνικά…
-Είναι καρδιακός ρε… Θα τον βάρεσε η ζέστη, καπνίζει σα φουγάρο και είναι 120 κιλά, μπορεί να είχε ούζο αντί για νερό στο μπουκαλάκι του, πολύ θέλει? Πάω να πάρω το 166.
Εγώ το προκάλεσα αυτό; Φόνος με ρουά μάτ; Στέκει πουθενά αυτό? Θα τρελαθώ… Δεκάδες σενάρια περνάνε από το μυαλό σε δευτερόλεπτα…συγγενείς με κυνηγούν, ανακρίσεις, σκάκι με φυλακόβιους … Γκρεμοτσακίστηκα από τον Όλυμπο. Πάω να πάρω μια μπύρα από το πίσω ψυγείο για να συνέλθω και με μια δήθεν άτσαλη κίνηση χάλασα το στήσιμο της παρτίδας σαν να ήταν κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Κάτσαμε από πάνω του περιμένοντας το ασθενοφόρο, ο Πέρι του έκλεισε τα μάτια και έλεγε ιστορίες για τα κερδισμένα στοιχήματα του γέρου χωρίς εγώ να τον ακούω. Μετά από κάνα μισάωρο ήρθαν οι νοσοκόμοι και αβίαστα έβγαλαν το συνηθισμένο συμπέρασμα- γεράματα, καύσωνας, ανακοπή καρδιάς – ένα ξεφύσημα της τάξης ανεμοστρόβιλου έφυγε από μέσα μου.
Την επόμενη μέρα ξεκίναγε η άδεια από τη δουλειά την οποία αξιοποίησα κλεισμένος στο δωμάτιο μου αγκαλιά με τον ανεμιστήρα και το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι αντί να λιώνω σε παραλία της Πρέβεζας μαζί με τα αλάνια. Το σοκ ξεπεράστηκε, τηλέφωνο δεν χτύπησε ποτέ, ο καύσωνας συνέχισε να παρελαύνει και τελικά την γλύτωσα φτηνά. Δεν ξαναέπαιξα ποτέ.

Σχόλια