Δεκαπενταύγουστος (Συλλογικό)

Δαχτυλικά αποτυπώματα (Γιώργος-Νεκτάριος Παναγιωτίδης)
«He said: ‘don’t hide your mistakes, ‘cause they’ll find you, burn you’». (Three Days Grace, “Get out alive”)
1.
Η πόρτα έκλεισε πίσω από τον ειδικό ερευνητή Πέτρο Καρδάση βίαια. Ήταν η πρώτη του επίσκεψη στο γραφείο του Διοικητή του Τμήματος Εγκλημάτων κατά της Ζωής από τότε που ανέλαβε την υπόθεση.
Επρόκειτο για μια υπόθεση δολοφονίας στο Μεγαλοχώρι Ημαθίας. Είχε πάει με το αστυνομικό αυτοκίνητο, είχε κάνει αυτοψία του πρόχειρα σημασμένου χώρου εγκλήματος, είχε μιλήσει με τον αστυφύλακα από την τοπική αστυνομία.
-Κάθησε, Πέτρο. Κάνε μου ένα μπρίφινγκ, είπε με μια υποψία χαμόγελου, από κει κάτω.
Ο Διοικητής ήταν ένας άνθρωπος κάτω των 50. Τα μαλλιά του ήταν καστανόξανθα ακόμα και στις φαβορίτες. Ο Πέτρος ήταν μπουρινιασμένος από τηλεφωνήματα που λάμβανε αυτές τις μέρες.
-Ευχαριστώ, προϊστάμενε, απάντησε κι έκατσε με τον κορμό προς τα μπροστά. Μίλησα με το συνάδελφο εκεί κάτω. -Τι λένε; Βγάζουν καμιά άκρη; Μίλησα και με τον Διοικητή στο Α.Τ. της Βέροιας. Λέει, είναι αλλοδαπός το θύμα.
-Ναι, Αλβανός είναι. Λέγεται Βλάντιμιρ Κόκα. Είναι 30 χρόνων.
Ο Διοικητής χτύπησε λίγο τα δάχτυλά του στο τραπέζι.
-Ξέρεις τι σκέφτομαι. Το Μεγαλοχώρι είχε παλιά ισχυρή παρουσία εθνικιστών, ακόμα και νεοναζί. Επίσης, και Τοπική Οργάνωση Χρυσαυγιτών. Υπάρχει περίπτωση να είναι…
Ο Πέτρος διέκοψε.
-…ρατσιστικό το έγκλημα; Δεν ξέρω. Εκεί πέρα ο αστυφύλακας –ένα χωριατόπαιδο ήτανε ο τύπος- δε μου είπε τίποτα.
Ο Διοικητής τον κοίταξε με ανεπαίσθητη επιτίμηση.
-Εσύ να προχωρήσεις την έρευνα με βάση και μ’ αυτό ως ενδεχόμενο όμως. Εντάξει;
-Εντάξει, προϊστάμενε. Μου είπες, είδες την έκθεση του ιατροδικαστή…
-Ναι, ναι. Την ετοίμασε ήδη και μας την έστειλε. Αιτία θανάτου είναι το αιμορραγικό σοκ.
Ο Πέτρος σκούπισε το μέτωπο και το κεφάλι του με ταραχή.
-Τι, αιμορραγικό σοκ; Δηλαδή…
-Ναι, του έκοψε δύο ακροδάχτυλα, απάντησε ατάραχος ο διοικητής. Δείκτη και μέσο. Πέθανε δεμένος, όπως τον βρήκαμε.
-Και τώρα…
Η φράση διακόπηκε από τον ήχο του κινητού του, που είχε ξεχάσει να βάλει στο αθόρυβο.
-Τι θέλει πάλι αυτή η κωλ…
-Σήκωσέ το, τον πρότρεψε ο διοικητής πριν ολοκληρώσει τον υβριστικό χαρακτηρισμό. Ποιος είναι;
-Δεν το σηκώνω, έκανε εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο. Μια μπαμπόγρια είναι, που γνώρισα σε παλιότερη υπόθεση.
-Και της έδωσες το τηλέφωνό σου γιατί;
-Ήταν μάρτυρας. Και τώρα με παίρνει συνέχεια. Μου έχει πρήξει τ… το συκώτι, κατέληξε μετά από δεύτερες σκέψεις.
-Τι σου λέει;
-Να, ότι βλέπει κάτι όνειρα πού’ μαι και γω. Ότι βλέπει μια γυναίκα μαυροφορεμένη, που με κοιτάζει και δακρύζει και κάτι τέτοιες μ…
-Μμμμ, μην εξάπτεσαι τόσο, νεαρέ, του είπε ο Διοικητής, που σηκώθηκε και του άνοιξε την πόρτα. Μερικές φορές πρέπει να ακούμε και τις γιαγιάδες, τού’ κλεισε το μάτι ενθαρρυντικά.
Ο Πέτρος κατένευσε κάπως απρόθυμα. Ο Διοικητής τον έπιασε από τον αριστερό καρπό και τον κοίταξε κατάματα. Το βλέμμα του ήταν απροσδόκητα σοβαρό. -Κάτι τελευταίο σημαντικό. Το έγκλημα δεν ξέρω αν είναι ρατσιστικό. Μοιάζει όμως να έχει χαρακτηριστικά προσωπικά. Προσωπικά, επανέλαβε εντονότερα. Θέλω να το λάβεις υπόψη και να κινηθείς ανάλογα, κατέληξε.
-Εντάξει, προϊστάμενε.
-Σ’ ευχαριστώ πολύ. Κράτα με ενήμερο από κει πέρα, έκανε ο διοικητής και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
2.
Ήταν το επόμενο πρωί, όταν ο Πέτρος ξαναπήγε στο Μεγαλοχώρι. Ξανάριξε μια ματιά στον τόπο του εγκλήματος. Ήταν μέσα σε μια καλύβα, ένα ξύλινο παράπηγμα σαπισμένο, σε απόσταση 25 μέτρων από ένα χωράφι, μέσα σε ένα αλσύλλιο.
«Ιδανικό το μέρος», παραμίλησε.
Επόμενη στάση ήταν το Α.Τ. Βεροίας. Είχε ήδη στείλει αίτημα να δει πληροφορίες για κακουργήματα και πλημμελήματα κατά της ζωής από τα τελευταία χρόνια. Ξεφύλλισε τα αρχεία επί ώρα ικανή, αλλά τίποτα δεν αγκιστρώθηκε στο μυαλό του.
«Τζίφος», ψιθύρισε, χαιρέτησε τους συναδέλφους και ξαναμπήκε στο αστυνομικό αυτοκίνητο. Μια σκέψη ασχημάτιστη ακόμα, μια έμπνευση αέρινη, με αθέατο πυρήνα, τον εξουσίασε.
Ξαναπήγε στον τόπο του εγκλήματος και κοίταξε από μακριά. Το θύμα ήταν εργάτης γης. Συνέλεγε φρούτα. Μια δουλειά που κάλλιστα μπορούσε νά’ ναι μόνος. Κατάμονος. Ο θύτης μπορεί να ήρθε κοντά του, για παράδειγμα σε ώρα διαλείμματος, να τον απήγαγε μέχρι το αλσύλλι και να τον καθάρισε. Ο Πέτρος κοιτούσε από μακριά, κατά μήκος του χωραφιού. Σκεφτόταν πως ίσως θα ήταν σκόπιμο να μιλήσει με τον ιδιοκτήτη, όταν… τον κάλεσε ξανά το ίδιο νούμερο. Αυτό που τον έκανε έξαλλο, αλλά που δεν είχε βάλει φραγή.
-Γιαγιά, γιατί με ξανακαλείς;
Αυτή τη φορά, η φωνή της ηλικιωμένης κοβόταν από αναφυλλητά.
-Σε είδα, παιδί μου, πάλι… σε είδα και αυτή τη φορά δίπλα σου ήταν… ήταν… ένα κορίτσι.
-Τι κορίτσι;
Ο Πέτρος αισθανόταν καπνούς να βγαίνουν από τ’ αυτιά του. Αυτά τα περίεργα του την έδιναν στα νεύρα.
-Ντυμένο στα μαύρα.
Ο Πέτρος έκλεισε τη γραμμή, πήγε να βρίσει τη γυναίκα, όταν… συνειδητοποίησε ότι κάτι συνέλαβε με την άκρη του ματιού του. Οι ασκήσεις και οι πρακτικές για την ανάπτυξη ευρύτερης εποπτείας πιάναν τόπο.
Έστρεψε 180 μοίρες. Υπήρχε όντως κάτι. Ένας άντρας, με προτεταμένη κοιλιά, του φάνηκε στιγμιαία ότι μπήκε σε ένα δρομάκι γύρω στα 10-15 μέτρα μακριά.
-Έι! Έλα εδώ!
Ο Πέτρος έτρεξε με όλη την ταχύτητα που του έδινε το νεύρο του. Έφτασε στο δρόμο, Οδό Ασπαλάθων. Του φάνηκε ότι είδε το φαλακρό μέρος του κεφαλιού του άντρα, ο οποίος έστριβε δεξιά σε ένα ακόμη δρομάκι. Ήταν μεσημέρι και τα πάντα ήταν νωχελικά, αποκαρωμένα μες την αφόρητη κάψα. Επιτάχυνε το τρέξιμο και λίγα δεύτερα αργότερα έφτασε στη συμβολή των δρόμων. Ο δρόμος αυτός ήταν μακρύς. Το συμπέρασμα ήταν σαφές: κάπου είχε κρυφτεί. Βάδισε σιγά και σταθερά, καρφώνοντας το βλέμμα του σε ένα σημείο στο βάθος και εποπτεύοντας το χώρο με την περιφερειακή του όραση. Σε μισό λεπτό, έφτασε μπροστά από ένα σπίτι. Ήταν ένα σπίτι δίπατο, παλιοκαιρίσιο, με φυσικό διάκοσμο και ταυτόχρονα ένδειξη της παλαιότητάς του τον κισσό. Κοίταξε στον πάνω όροφο. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες.
«Έχει μπει εδώ μέσα».
Ο ορθός λόγος ωχριούσε. Εδώ μιλούσε μόνο το «ένστικτο»: η διαίσθηση.
3.
Είχε περάσει τη νέα συμβολή, όταν κάλεσε τον αστυφύλακα με τον οποίο συνεργαζόταν. Ήταν στο τμήμα. Του ζήτησε να βρει όποιες πληροφορίες σχετίζονταν με αυτό το σπίτι: Οδός Σικελιανού 15.
Ο αστυφύλακας βρήκε μια καταγγελία.
«Κάτοικος του σπιτιού εμφανίζεται μια ηλικιωμένη γυναίκα: Μελπωμένη Σταυροειδή».
Ο Πέτρος άγγιξε το μέτωπό του κλείνοντας τα μάτια.
«Ναι; Έχει εμπλακεί σε κάτι παλιότερα;»
Η απάντηση ήρθε σε μερικές ατέλειωτες στιγμές.
«Έχει κάνει μια καταγγελία».
Ο Πέτρος δάγκωσε τα χείλη του με αγωνία.
«Τι καταγγελία;»
Από την άλλη μεριά της γραμμής, ακολούθησε σιωπή για μερικά δευτερόλεπτα.
«Εεε… εδώ βλέπω ότι είναι ‘καταγγελία κατ’ αγνώστου’».
Ακολούθησε κι άλλη σιωπή.
«Η εγγονή της με το ίδιο όνομα βρέθηκε πνιγμένη στη Θεσσαλονίκη πριν 11 περίπου χρόνια. Η γιαγιά είχε εμπιστευτεί στην εγγονή κάποια χρήματα, για να πληρώσει χρέη της στην εφορία. Θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη να βρει το λογιστή της γιαγιάς…»
Σταμάτησε για μια στιγμή.
«Η γιαγιά της είχε πει να πάρει τη δημοσιά. Η εγγονή πήρε άλλο δρόμο για κάποιο λόγο και…»
«Και…;»
«Και έπεσε πάνω σε κάποιους νεαρούς άνδρες… αλλοδαπούς. Της πήραν τα λεφτά, της έδεσαν τα μάτια. Και ασέλγησαν πάνω της. Κάτι τελευταίο: η κοπέλα ήταν ορφανή. Ζούσε επί χρόνια με τη γιαγιά της».
Ο Πέτρος έκλεισε τα μάτια του με βία. Κοίταξε ολόγυρά του. Θυμήθηκε πως ήταν παραμονή Δεκαπενταύγουστου.
«Και πού βρίσκεται τώρα η γιαγιά;»
«Πέθανε. Πριν 1 χρόνο».
«Όχι, ρε φίλε».
Ο Πέτρος προσπάθησε να σκεφτεί κάτι, πριν κλείσει το τηλέφωνο.
«Μήπως… μήπως είχε κάποιο άλλο παιδί;»
Ο αστυφύλακας έψαξε και του μετέφερε την απάντηση.
«Ναι. Έναν γιο, γεννημένο το 1962».
«Σε ευχαριστώ πολύ. Θα το ψάξω παραπάνω μήπως βρω κάτι».
Ο Πέτρος, έχοντας ακόμα εποπτεία του δρόμου με το δίπατο σπίτι, κάθησε στο χώμα στη συμβολή των δρόμων. Έσκυψε το κεφάλι, δάγκωσε το κάτω χείλος μέχρι να ματώσει και άφησε μερικά δάκρυα να κυλήσουν απ’ το πρόσωπό του. Αυτοστιγμεί, είχε πάρει την απόφαση. Σηκώθηκε, πήρε ένα χαρτί, έγραψε μια λέξη πάνω του, πήγε στην πόρτα του κάτω ορόφου και, χωρίς να χτυπήσει, το έριξε μέσα. Έφυγε χωρίς να κοιτάζει πίσω.
Καθώς έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, έλαβε κλήση από την ίδια ηλικιωμένη γυναίκα. Η φωνή της αυτή τη φορά ήταν ήρεμη. «Παιδί μου, είσαι καλά; Σε είδα ξανά, μόνο σου. Και είδα το πρόσωπο της γυναίκας. Ήταν γλυκό και χαμογελαστό. Και κοίταζε προς τα σένα». Πίσω στο χωριό, ένας άνδρας εξηνταενός ετών, έφευγε από το πατρικό του και πήγαινε προς το δικό του σπίτι, για να φορτώσει πράγματα στο αμάξι του. Το σπίτι του ήταν σε μια απόκεντρη γωνιά του χωριού...
Το τέλος της πλήξης (Αλέξανδρος Ρασκόλνικ)
Πέρασα ανενόχλητος το εμπόδιο της κλειδαμπαρωμένης εξώπορτας με την κίτρινη, απαγορευτική ταινία της Σήμανσης και προχώρησα στα ενδότερα του σφραγισμένου σπιτιού. Ο χώρος είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει μιαν αποπνιχτική κλεισούρα κι ας μην είχε περάσει, όπως υπέθετα, πολύς καιρός από την αναχώρησή μου που, αν δεν ήξερες, θα την χαρακτήριζες οριστική. Μετά από πολύ καιρό, ήμουν ξανά ευδιάθετος. Μπήκα στο μισοσκότεινο υπνοδωμάτιο και κοιτάχτηκα στον ολόσωμο καθρέφτη με την ξυλόγλυπτη, επίχρυση κορνίζα, χάρισμα της αγαπημένης μου νονάς, αιωνία της η μνήμη. Πολύ μου άρεσε αυτό που έβλεπα εκεί μέσα. Η αντανακλαστική εικόνα πίσω από την πλάτη μου, έδειχνε τα πάντα όπως ακριβώς τα είχα αφήσει φεύγοντας· το βαρύ δρύινο ερμάρι με τις προγονικές φωτογραφίες στις ασημένιες τους κορνίζες απλωμένες στη σκονισμένη του επιφάνεια, τα φτηνά λιθογραφικά αντίγραφα του πέμπτου και του ενδέκατου αυτοσχεδιασμού του Βασίλη Καντίνσκι στερεωμένα με πινέζες πάνω απ’ το κεφαλάρι του άστρωτου, μεταλλικού κρεβατιού, το βελούδινο, διθέσιο καναπεδάκι στυλ λουί κένζ. Όλα, έτσι αταίριαστα όπως ήταν πάντα κι όπως μου άρεσε. Μόνο το δικό μου είδωλο ήταν άφαντο. Είμαι αόρατος, λοιπόν! Δεν ήταν και μικρό το ρίσκο που είχα πάρει, αλλά ο τολμών νικά. Αργότερα, θα διάβαζα και τις ανοησίες που είχε γράψει στο ρεπορτάζ του, ο δημοσιογραφίσκος της τοπικής φυλλάδας. Καθόλου απελπισμένος δεν ήμουν. Από πού στο διάβολο, το είχε συμπεράνει αυτό! Ακούς εκεί «απονενοημένη πράξη». Την πλήξη μου γύρευα να σκοτώσω, όχι τον εαυτό μου. Έπαιξα και δεν έχασα. Έτσι τουλάχιστον ελπίζω. Μένει να αποδειχθεί, αλλά και η ελπίδα από μόνη της, δεν είναι μικρό πράγμα.
Κάμποσα απογεύματα πριν, ιδέα δεν έχω πόσα ακριβώς, αλλά ήταν Δεκαπενταύγουστος, βγήκα στο δρόμο με κάκιστη διάθεση. Έφταιγε κι ο καυτός λίβας που μου έκοβε την ανάσα, αλλά περισσότερο ο οξύς πονοκέφαλος από τη βαρετά μονότονη κραιπάλη της προηγούμενης νύχτας.
Η πόλη ήταν έρημη, λες κι είχε πέσει θανατικό. Οι άδειοι, βρόμικοι δρόμοι συνέτειναν στην λανθάνουσα κατάθλιψη που με περιτριγύριζε σαν άδικη κατάρα. Δεκαπενταύγουστος, σου λέει. Μεγάλη γιορτή! Χεστήκαμε ρε φίλε. Έτσι όπως το λέω:
χ ε σ τ ή κ α μ ε! Αλλά, κουμάντο κάνουν οι τραγογένηδες στον τόπο μας, τι να λέμε τώρα. Κανονικός Μεσαίωνας. Όλα τα μαγαζιά ήταν κλειστά· ούτε τσιγάρα δεν έβρισκες ν’ αγοράσεις. Ευτυχώς που είχα κόψει το κάπνισμα.
Ο Δεσπότης είχε βγάλει φετφά αργίας. Όλοι, συν γυναιξί και τέκνοις, φευγάτοι για το μεγάλο πανηγύρι. Κι αν η αρχή πολιτικής προστασίας είχε απαγορεύσει τα πανηγύρια, εξαιτίας της υποτιθέμενης πανδημίας, ποιος τολμούσε να παρακούσει τα πραγματικά αφεντικά του τόπου; Κουτσοί, στραβοί, ανόητοι, οι πάντες είχαν καβαλήσει οτιδήποτε διέθετε τροχούς και είχαν πάρει τα βουνά, ομαδόν και κοπαδοειδώς. Καμιά δεκαπενταριά με είκοσι χιλιόμετρα έξω από την πολίχνη μας, στην κόχη μιας αετοφωλιάς, ήταν σφηνωμένο το γυναικείο μοναστήρι της Παναγιάς της Καψοδεματούσας όπου εκείνη την ώρα θα είχε μαζευτεί ολόκληρη η αγέλη των συντοπιτών μου και θα εξελισσόταν η συνηθισμένη παράσταση, μόνο και μόνο για να κονομήσει παράδες το παπαδαριό απ’ το μνημόσυνο της αειπαρθενίας.
Έτσι όπως περπατούσα σκυφτός, σέρνοντας άσκοπα το κουφάρι μου, μου ήρθε ξαφνικά η διάθεση να πάρω τον δρόμο προς το βενετσιάνικο κάστρο. Χρόνια είχα να κάνω αυτήν τη διαδρομή, γιατί συνήθως η κοσμοσυρροή στην ακρόπολη είναι πνιγηρή. Από κει πάνω, η μαγευτική θέα του ήλιου όπως σβήνει μέσα στη θάλασσα, είναι χιλιοφωτογραφισμένη και διάσημη στα πέρατα του κόσμου. Σκέφτηκα ότι η πραγματικά έκπαγλη ομορφιά του τοπίου, ίσως να μου έφτιαχνε κάπως την κακή διάθεση που μου ροκάνιζε τα σωθικά. Πήρα τον λιθόστρωτο πεζόδρομο που οδηγούσε στα σπλάχνα της παλιάς πόλης και περιπλανήθηκα μέσα στα δαιδαλώδη, ανηφορικά καλντερίμια, στη σκιά των επιβλητικών μεσαιωνικών κτισμάτων με τις κρυφές αυλές.
Η φιγούρα της καμπουριασμένης γύφτισσας που απάντησα στα μισά της ανηφoριάς ήτανε γραφική. Καθισμένη σε μια στροφή του δρόμου πάνω σ’ ένα αρχαίο, μαρμάρινο αγκωνάρι, την επόμενη στιγμή σηκώθηκε όρθια και κόβοντάς μου το δρόμο, μου έπιασε την κουβέντα. Χωρίς περιστροφές, άρχισε να μου εξηγεί ότι οι αυτόχειρες δεν πάνε ούτε στον Παράδεισο ούτε στην Κόλαση. Μένουν αντάμα με τους ζωντανούς και περιφέρονται ανενόχλητοι ανάμεσά τους, στην αιωνιότητα. Χαμογέλασα βαριεστημένα μαζί της κι αμίλητος πήγα να την προσπεράσω. Όμως, με το κοκαλιάρικο χέρι της, μ' άρπαξε απ’ τον καρπό και με συγκράτησε με μια εντυπωσιακή δύναμη που με εξέπληξε. Το ειρωνικό υπομειδίαμά μου κόπηκε μαχαίρι κι η διάθεσή μου να συνεχίσω τον μοναχικό μου περίπατό, έγινε καπνός. Κοιτώντας την μέσα στα τσακίρικα, θολωμένα από το χρόνο μάτια της, αισθάνθηκα έντονα ότι εκείνη η συνάντηση, που προς στιγμήν είχα θεωρήσει τυχαία, έμελλε να σημαδέψει το μέλλον μου.
Η ομολογημένη αλήθεια είναι ότι βαριόμουνα που ζούσα. Όλο τα ίδια και τα ίδια. Η μπαμπόγρια είχε διακρίνει την ανία μου για τα πεζά και τ’ ανθρώπινα· φαίνεται ότι με λυπήθηκε για λόγο που δεν μπήκε στον κόπο να μου εξηγήσει. Είχε το τρίτο μάτι, μου εκμυστηρεύτηκε. Έβλεπε τα φαντάσματα των αυτοχείρων να περιφέρονται ανάμεσα στους ζωντανούς, αόρατα κι ανέμελα από το άχθος της ανθρώπινης βλακείας. Ευτυχισμένα, αέρινα πλάσματα, με διαβεβαίωσε. «Λόγος στους βροτούς δεν πέφτει γι’ αυτά τα πράγματα», θυμάμαι χαρακτηριστικά, τα τελευταία λόγια της. Ακούγεται τρελό, αλλά την πίστεψα, διότι αυτό που μου συνέβη εκείνη τη στιγμή, ήταν μαγικό· κάτι σαν θεία επιφοίτηση.
Μετά σώπασε, χαλάρωσε τη λαβή της και ξανακάθισε στη θέση της, καρφώνοντας το βλέμμα της στον απέναντι χορταριασμένο τοίχο, αδιάφορη πια για την παρουσία μου, σαν να μην είχα υπάρξει ποτέ. Ήξερε ότι θα έτρεχα μπρος τα πίσω, ότι θ’ ανέβαινα τρέχοντας στο διαμέρισμά μου, στον έβδομο όροφο, και ότι από κει πάνω θα βουτούσα με το κεφάλι, χωρίς δεύτερη σκέψη. Έτσι κι έκανα. Η σύντομη πτώση ήταν διασκεδαστική, έτσι όπως έβλεπα το λερό πεζοδρόμιο να έρχεται επιταχυνόμενο καταπάνω μου. Ένας οδυνηρός, αλλά πολύ σύντομος πόνος με διαπέρασε σύγκορμα. Μετά, απόλυτο σκοτάδι. Όλες μου οι αισθήσεις ήταν νεκρωμένες, αλλά η νόησή μου δεν μ' είχε εγκαταλείψει. «Νεκροζώντανος», σκέφτηκα ενθουσιασμένος. Με ψυχαγωγούσαν αφάνταστα, όλα αυτά.
Πιθανολογώ ότι η επόμενη στάση μου θα έγινε στα ψυγεία των υπογείων του δημοτικού νεκροτομείου. Για πόσο καιρό δεν μπορώ να πω αλλά δεν αισθανόμουν τη συνηθισμένη μου βαρεμάρα, πράγμα που μου φαινόταν καταπληκτικό. Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, περίμενα γεμάτος περιέργεια για την εξέλιξη αυτής της αλλόκοτης ιστορίας. Δεν ξέρω τι έγινε μετά· υποθέτω ότι με πήρε ύπνος βαθύς, χωρίς όνειρα, γιατί έχω την εντύπωση ενός κενού στη μνήμη μου.
Ξαφνικά, άνοιξα τα μάτια μου, διαπιστώνοντας ότι ήμουν κουκουλωμένος από ένα πέπλο πηχτού σκοταδιού που το διέσχιζαν εδώ κι εκεί, αραχνένιες δέσμες φυσικού φωτός. Το πρώτο πράγμα που άκουσα ήταν ένα μακρινό, ράθυμο τραγούδι τζιτζικιών, που ερχόταν από κάπου ψηλά, πάνω απ’ το κεφάλι μου. Οι αισθήσεις μου, λοιπόν, είχαν αρχίσει να επιστρέφουν. Μύριζε φρεσκοδουλεμένο ξύλο. Συνειδητοποίησα ότι ήταν η μυρωδιά της κάσας που με είχαν κλείσει για να με παραχώσουν. Αισθάνθηκα πολύ ανάλαφρος. Άκοπα, σηκώθηκα όρθιος μέσα στο φέρετρό μου και μ’ ένα μικρό, υπολογισμένο σάλτο, πετάχτηκα έξω, διασχίζοντας τη μαρμάρινη ταφόπλακα του οικογενειακού τάφου. Τα υλικά πράγματα δεν θα μπορούσαν πια να με περιορίζουν, σκέφτηκα ενθουσιασμένος. Ήταν ντάλα μεσημέρι, αλλά καθόλου δεν ζεσταινόμουν μέσα στο σκούρο μπλε, μάλλινο κοστούμι μου. Καλό κι αυτό. Έλυσα τη μαύρη γραβάτα που μου έπνιγε το λαιμό και την έχωσα στην τσέπη του σακακιού μου. Τα βήματά μου, μέσα στα στραβοπατημένα σκαρπίνια μου, δεν ακούγονταν πάνω στο πλακόστρωτο δρομάκι του νεκροταφείου ούτε με χτυπούσαν πάνω από τις φτέρνες, όπως τον παλιό καιρό. Ένοιωθα αέρινος, και ήμουν! Διασκέδαζα τρομερά. Μετά από πολύ καιρό, αισθανόμουν ξανά ευτυχισμένος. Κάτι διαφορετικό, πρωτότυπο, συνέβαινε επιτέλους στη ζωή μου. Πήρα το δρόμο για το σπίτι και να 'μαι τώρα εδώ, στη μέση της κρεβατοκάμαράς μου, μπροστά στον βαρύτιμο καθρέφτη της νονάς και το άφαντο είδωλό μου να κάνω απερίσπαστος, σχέδια για ένα μέλλον αχαλίνωτο.
15August (Λευτέρης Μασχαλίδης)
Ήρθε πάλι αυτή η άγια μέρα και με βρίσκει χωρίς άδεια. Για να την τιμήσω όπως της αρμόζει πρέπει να πάω το καθιερωμένο 4ημερο camping στη Λευκάδα με τα αλάνια μου που είναι ήδη εκεί και έχουν ετοιμάσει super σκηνικό. Οπότε ρίχνω ένα προμελετημένο καβγά με το μικρό αφεντικό, χώνω τους καινούργιους στη δουλειά, κλέβω τα ρεπό τους και φεύγω φουλαρισμένος με μπριζόλες, μπύρες, πάγους, τεκίλες και χόρτο. Γυαλισμένο αμάξι, τσίτα τα γκάζια, κουβανέζικα στα ηχεία, 4πλή καφεδάρα, τσιπουρίτο, τυρόπιτες και είμαι απόγευμα στο δρόμο τρέχοντας να προλάβω το ηλιοβασίλεμα στη παραλία και να ανάψω φωτιά. Ω ναι, έφτασε η ώρα της ανταμοιβής για 2 μήνες παλούκι στη δουλειά και δεν με κρατάει τίποτα. Θα έρθει άραγε η Τζενάρα ή θα ορμήξω σε ότι θηλυκό κινείται?
Μετά την Βόνιτσα κόβω αναγκαστικά ταχύτητα λόγω μεγάλης κίνησης. Φορτηγά, μηχανές, πυροσβεστικά, ποδηλάτες, Ρουμάνοι, τροχόσπιτα… ένας χαμός. Τα αυτοκίνητα από την άλλη λωρίδα είναι ελάχιστα. Ύποπτο. -Άντε που είσαι? Χάνεις την προθέρμανση λένε οι άλλοι από το τηλέφωνο… Μάταια προσπαθώ να κάνω καμιά μανούβρα και τα καντήλια πέφτουν κατά ριπάς. Βάζω στο playlist hardcore trance να ηρεμήσω και ανοίγω μια μπύρα. Φτάνω με τα χίλια ζόρια στη στροφή προς Πλαγιά και βλέπω κόσμο να έχει βγει από τα αμάξια κοιτώντας το μήκος της ακλόνητης ουράς. Μπαίνω στο Lefkadanews και λέει ότι έπαθε βλάβη η γέφυρα-περιμένουν τεχνικούς να την επισκευάσουν-άγνωστο το πότε θα επανέλθει η κυκλοφορία… Ψυχραιμία λέω, δεν είμαι ο μόνος εδώ, την ίδια μοίρα απολαμβάνουμε όλοι σε αυτό το μπουρδέλο το κράτος. Παίρνω τηλέφωνο τον κολλητό να πω ότι θα αργήσω, να μην με περιμένουν, και μου λέει -ήρθε η Τζένη με κάποιον Νίκο και τώρα στήνουν μια τεράστια σκηνή δίπλα μας και ότι ρώτησε αν θα έρθω…. Κλείνω και βαράω 10 κόρνες ουρλιάζοντας ΣΚΑΤΑΑΑΑ. Κάποιοι με κοιτούν απορημένα αλλά δεν δίνω σημασία. Στρίβω ένα μπάφο πριν το χάσω εντελώς και χτυπάει τηλέφωνο από τη δουλειά. Είναι το μεγάλο αφεντικό και λέει μονολεκτικά- έλα τη Δευτέρα να παραιτηθείς. Κλείνω τη μουσική και πέφτω στο κενό… Μετά από κάποιες τζούρες παρατηρώ στα αριστερά μου τα φλαμίνγκο που βολτάρουν στη λιμνοθάλασσα. Υπέροχα πουλιά, ντελικάτα. Δεν μας αξίζουν. Έρχονται από το πουθενά για να ομορφύνουν τη σαπίλα μας και εμείς ούτε καν τους δίνουμε σημασία.
Με το ηλιοβασίλεμα και τη μαστούρα ήρθε και η καλλιτεχνική επιφοίτηση. Παίρνω 2 μπύρες και πάω να βγάλω μερικές φωτογραφίες τα πουλιά αποδεχόμενος τα στραπάτσο που έφαγα. Έβγαλα μερικές καλές αλλά δεν ξέρω από ρυθμίσεις φωτισμού και παραιτήθηκα χαζεύοντας οκλαδόν την αταραξία των πουλιών. Ενώ βρισκόμουν σε κάποιο όνειρο η βλάβη διορθώθηκε και η κίνηση ξεκόλλησε χωρίς να πάρω πρέφα. Το έμαθα από τους μπάτσους που με μάζεψαν για παρεμπόδιση κυκλοφορίας. Έψαξαν το παρατημένο αμάξι, βρήκαν το χόρτο, μου έκαναν αλκοτεστ και πέρασα το βράδυ στο κρατητήριο σκεπτόμενος τα χειρότερα που έρχονται.
Εκεί γνωρίστηκα με τον Ιβάν, έναν τεράστιο καραφλό Ρουμάνο γύρω στα πενήντα με πλατσουκωτή μύτη και παράξενα αυτιά που όταν τον ρώτησα γιατί βρίσκεται εδώ μου απάντησε -business boy… κάνοντας μια κίνηση με τα χέρια που δήλωνε παρεξήγηση. Του είπα την δική μου ιστορία σε μπερδεμένα αγγλικά καθώς πίναμε ζεστή βότκα από το φλασκί του και όταν τέλειωσα με αγκάλιασε συγκινημένος λέγοντας- don’t worry for everything, now we are friends and partners, wait for a telephone… ok? Τι να πω? OK. Αλλάξαμε τηλέφωνα και προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε καθιστοί. Νωρίς το πρωί βγήκε αυτός και μετά από 2 ώρες βγήκα και εγώ -δεν ρώτησα πως και γιατί. Πήρα ταξί και πήγα στο camping. Τους πέτυχα στον ύπνο και βούτηξα. Όταν επέστρεψα από το υπερπέραν είχαν ξυπνήσει όλοι και βγαίνοντας από τη θάλασσα έκανα τρελό surprise. Ξεκινήσαμε τις μπύρες από νωρίς και μέχρι το μεσημέρι τα είχα βρει με την Τζένη- ο Νίκος ήταν ξάδερφος από Αμερική.-

Σχόλια