Ένας παλιός σοφός για το πώς είναι η καλή λογοτεχνία

Αγαπητοί αναγνώστες, έχετε διαβάσει Ευάγγελο Παπανούτσο; Μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι το ελλαδικό σχολείο με τη χρησιμοθηρική του φιλοσοφία και λογική τον έχει συλήσει για τα καλά για την ενήλικη ζωή των περισσότερων από σας. Προσωπική ανάμνηση από το σχολείο να τον διδασκόμαστε ή έστω αναφέρουμε σε μαθήματα «Έκφρασης-Έκθεσης», μαζί με το Μαρωνίτη και τον (παλιό μαρξιστή και μετά κάτι σαν –δεν ξέρω- νεο-διαφωτιστή) Μάριο Πλωρίτη, σε σχολείο και φροντιστήριο. Αυτό ήταν: ένα όνομα κάποιου παλιού που θα μας βοηθούσε βασικά να πιάσουμε βαθμό στην έκθεση. Δύσκολα μάλλον θα περνούσε από το μυαλό μας ότι αυτά που γράφει μπορούν να μας βοηθήσουν να μάθουμε κρίσιμα πράγματα για τον κόσμο γύρω μας και τον εαυτό μας. Διότι τότε είχαμε εθιστεί κάπως ανεπίγνωστα –και για κάποιους ανεπίστροφα- στη ρητορική ερήμην της αλήθειας ή αλλιώς στη σοφιστεία.
Κι όμως, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε μια από τις πιο λαοφιλείς κυβερνήσεις του 20 ου αιώνα (1964), διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης από τα 26-27 του (και μάλιστα με ένα διδακτορικό για το «θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα» που, όταν το διαβάζεις, δεν καταλαβαίνεις ας πούμε δύστροπους ακαδημαϊσμούς και τα τέτοια, αλλά κάποιον που έχει πολύ μεράκι για το θέμα του και που σε βάζει σε μια ενεργό συμμετοχή στην ανάγνωσή του) είναι από τους ανθρώπους που τα γραπτά του έχουν μια φοβερή διαχρονικότητα. Μπορείς κάλλιστα δηλαδή να πεις ότι τα διαβάζεις και σήμερα, με το ίδιο σχεδόν ενδιαφέρον.
Εν προκειμένω, μια και μιλάμε για θέματα λογοτεχνικά, αναφερόμαστε στα γραπτά του που αφορούνε την πεζογραφία, την ποίηση κ.λπ. Ένα από αυτά είναι η «Αισθητική», ένα γραπτό του τεράστιας αξίας με το οποίο η αναμέτρησή μου (μιλάω εδώ για την «Οριστική έκδοση») έχει φτάσει προς το παρόν κοντά στην 100 η σελίδα. Όμως, ο Παπανούτσος έγραφε και άρθρα για τον Τύπο, όπως είπαμε. Εκεί εξέθετε τις προσεγγίσεις του –θα έλεγα σε κάτι σαν δοκίμια- σε θέματα τρομακτικού εύρους, με μεγάλη σοφία. Το εντυπωσιακό με τον Παπανούτσο δεν είναι απλώς ότι είναι διαβασμένος, ότι έχει διαβάσει πάρα πολλά βιβλία- άλλωστε είχε κριτικάρει έντονα τον ορθολογισμό και τον τεχνοκρατισμό. Είναι ότι είχε κριτήριο: κριτήρια καλοακονισμένα που υπερέβαιναν κατά πάρα πολύ τις γραμματικές γνώσεις του.
Μεταξύ λοιπόν των δοκιμίων του, ήταν και τα όσα έγραψε για τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στο κείμενό του με τίτλο «Ηδυσμένος λόγος» το μακρινό 1948. Από εκεί θα σας μεταφέρω κάποια αποσπάσματα που «λένε». 1. «Το κάθε τι, ακόμα και το πιο απλό, πρέπει τάχα να ειπωθεί αλλιώτικα, να εξωραϊστεί, να παρομοιωθεί, να γίνει ενδιαφέρον με μια πρωτότυπη έκφραση». 2. «Ακούνε από τους κριτικούς που ζητάνε από κάθε λογοτέχνημα, ακόμα και από τα έργα της Ζωγραφικής, της Μουσικής, της Αρχιτεκτονικής, ‘ποίηση’, προπάντων ‘ποίηση’. Και νομίζουν ότι με αυτά τα μέσα γίνεται πραγματικά ποίηση. (…) Η προσοχή τους στρέφεται αποκλειστικά όχι στο τι θα πουν αλλά στο πώς θα το πουν». 3. «Πώς όμως το έντεχνο πεζογράφημα, αφού θα απαρνηθεί τα ειδικά ηδύσματα του ποιήματος, θα εξακολουθήσει να έχει τη μόνη ποιότητα που αποτελεί το τεκμήριο της γνήσιας αισθητικής αξίας, αυτήν που στις τέχνες του λόγου, αλλά και σ’ όλες τις άλλες τέχνες, τη λέμε μ’ ένα συλλογικό όνομα: ποίηση;» 4. «Οι αμύητοι και οι αρχάριοι νομίζουν ότι αυτή η ποιότητα εδράζει στο επιφανειακό λεκτικό φόρεμα, στις λέξεις, σε κάποιες ιδιορρυθμίες της φραστικής πλοκής… Ενώ η ποιητική ουσία βρίσκεται κάπου βαθυτερα και είναι πολλές φορές άσχετη με αυτά τα πολυποίκιλα ηδύσματα του λόγου. Είναι ένας λεπτός αρχοντικός, εορταστικός τόνος του αισθήματος και της σκέψης που μορφώνει τη γλώσσα, της διοχετεύει τον παλμό και την ευγένειά του. Όταν αυτός ο τόνος λείπει, όταν αυτή η μυστική δύναμη δεν υπάρχει, τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία της. Απεναντίας, μάλιστα, η εξωτερική επιφάνεια που προσφέρεται με την αξίωση ότι την απεικονίζει γίνεται μια ανυπόφορη φενάκη –κούφια ωραιολογία χωρίς εσωτερικό, ουσιαστικό κάλλος. Επομένως κάτι που δεν συγκινεί, αλλά προκαλεί ακόμη και τη δυσφορία».
Οι αποτιμήσεις του Παπανούτσου για την τότε έντεχνη πεζογραφία θυμίζουν αυτό που είχε πει και ο Μίλτος Σαχτούρης για τους (νεότερους) ποιητές της εποχής του: ότι οι περισσότεροι φλυαρούν. Και, για να μη φλυαρεί κανείς, χρειάζεται κάθε λέξη να είναι ψυχωμένη, να έχει μέσα της την πνοή του δημιουργού. Το χειρότερο ίσως είναι να μην έχει τίποτα από τα δύο: ούτε ψυχή ούτε μυαλό. Θυμάμαι τη δυσάρεστη έκπληξη που δοκίμασα όταν πήρα να διαβάσω τις πρώτες σελίδες από το μυθιστόρημα του κ. Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Σκεφτόμουν ότι η γραφή είναι άτεχνη και η πνοή… ανύπαρκτη! Αν και η συνέχειά του (που δε διάβασα) είναι έτσι, τότε πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι το εν λόγω πόνημα τιμήθηκε και με… κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας το ’20; Βέβαια, σήμερα, πιο πολύ τράβαμε τα μαλλιά μας όχι με τον κούφια-νεκρά περίτεχνο λόγο, αλλά με τον άτεχνο σε βαθμό αηδίας λόγο που είναι παράλληλα ΚΑΙ κούφιος εσωτερικά. Αυτό στην πεζογραφία. Ωστόσο, οι σκέψεις του Παπανούτσου φαίνονται να ταιριάζουν πολύ και στη σύγχρονη ποίηση, σε μεγάλο μέρος της, και γενικώς σε όσους δεν τους καθοδηγεί η έμπνευση και το πάθος στη χρήση μη-τετριμμένων εκφραστικών μέσων, αλλά η ξερή ορθολογική προμελέτη. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, με αυτόν τον τρόπο, δε φτιάχνεις λογοτεχνία αλλά συνταγές μαγειρικής ή οδηγίες για στήσιμο ντουλάπας από το ΙΚΕΑ. Έτσι, ο μεγάλος παιδαγωγός δεν είναι ένας παλιός, σεβάσμιος ίσως, παππούς που λέει τα δικά του (και τα κουφά του), αλλά ένας άνθρωπος που θα άξιζε να συμβουλευόμαστε, όσοι λέμε πως καταγινόμαστε στο άθλημα της συγγραφής και όσοι διαβάζουμε, για να ακονίσουμε τα κριτήριά μας.
Έτσι, συνολικά, στο άρθρο του αυτό μας δίνονται πραγματικά βαρυσήμαντες κατευθυντήριες γραμμές μιας γνήσια «έντεχνης» πεζογραφίας. Εάν, όπως γράφουν κάποιοι μεγάλοι στα κριτικά τους κείμενα (Γ. Χατζίνης, Μ. Αναγνωστάκης), οι σελίδες δεν «πάλλονται» από ειλικρινή συγκίνηση, δεν έχουν να αποτυπώσουν κάποια εσωτερική πνοή, τότε όποιο στόλισμα και αν χρησιμοποιήσει κανείς, αποβαίνει μάταιο. Το αντίθετο ωστόσο είναι εφικτό. Κάποιος μεγάλος ομότεχνός του –μου διαφεύγει τώρα τ’ όνομα- είχε πει για τον Ντοστογιέφσκι: «πώς είναι δυνατόν να γράφει τόσο άσχημα και να σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο βαθιά»; Αυτό το τελευταίο είναι -πάνω απ’ όλα- το ζητούμενο!

Σχόλια