ΤΟ ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

Η τύχη ήταν με το μέρος μου, γιατί αυτήν την φορά το περπάτημα στο δάσος, στα περίχωρα της πόλης, της μεγάλης μας πόλης, ήταν μια ωραία έκπληξη, όσον αφορά το θεάματα και τα πρόσωπα που συνάντησα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ή έκαναν τον περίπατο τους ή την δρομαία γυμναστική τους ή τέλος πάντων ακολουθούσαν τις υγιεινές τους συνήθειες, όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως. Εξυπακούεται κάτι τέτοιο.
Συνήθως βγαίνω για περπάτημα τις απογευματινές ώρες, όμως στην καρδιά του καλοκαιριού αυτήν την ιουλιανή μέρα, βγήκα το μεσημέρι, καρδιά του μεσημεριού. Κάποιες φορές, όταν ερχόταν η άνοιξη, προτιμούσα τις νύχτες κι έμπαινα στο δάσος. Άλλη γοητεία οι νυχτερινές διαδρομές.
Καθώς προχωρούσα στο μεγάλο αμαξιτό μονοπάτι (υπήρχαν δύο μέσα στην δασική έκταση, ένα μεγάλο κι ένα πιο μικρό και πιο στενό), οι σκιές των δέντρων, δεν εμπόδιζαν την εικόνα των αστραφτερών, των ασημένιων κώνων που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Μα πού βρέθηκα, στους ναούς του Σάγκρι Λα; Αλλά η φαντασία μου δεν έπεσε και τόσο έξω. Μια ομάδα ποδηλατών, με στολές που τόνιζαν τις ραβδώσεις και τις πτυχώσεις του σώματος, με προσπέρασαν με ρυθμό και καλοκαιρινή όρεξη περί γυμναστικής. Ωραία παρέα για λίγο. Έχουν πληθύνει αυτοί οι τύποι, με τις περικεφαλαίες και τις υγιεινές συνήθειες.
Αύξησα εν σκιά τις βηματοδοτικές δυνάμεις μου. Φωνές πολλές και χαρούμενες ακούγονταν από την αντίθετη πάλι μεριά του δρόμου. Τα ακουστικά δρώμενα πλησίαζαν σ' εμένα. Μαζί με τα τερετίσματα των τζιτζικιών, δημιουργούσαν μια σωτηριολογική (ακουστική) κατάσταση, στην μέση του καλοκαιριού, στην μέση του δάσους.
Το ελαύνον πλήθος ήταν στρατηγικά καταμερισμένο. Η εμπροσθοφυλακή έφτασε ήδη εμπρός μου, δύο διμοιρίες ολόκληρες, μετά από έναν πρόχειρο απολογισμό που έκανα. Ήταν ντυμένοι με ιταλικά -ακριβά- κουστούμια, λινά με απαλά χρώματα και κρατούσαν πλακάτ με το σύνθημα «Το καλύτερο καλοκαίρι του λαού». Ξέχασα να αναφέρω ότι φορούσαν μαύρα γυαλιά και επιδείκνυαν τα ψεύτικα δόντια τους τριγύρω. Κανονικοί καμποτίνοι. Αλλά η έκπληξη στον ήσυχο δρόμο του δάσους, συνεχίστηκε. Να, ξεπρόβαλε μετά τους εμπροσθοφύλακες, με καλοκαιρινή αμφίεση ο ίδιος, ο πρωθυπουργός της χώρας ή μιας ένωσης χωρών. Ήταν ακριβώς, μπροστά μου, χαβανέζικο πουκάμισο, στενή και πονηρή βερμούδα, περουκίνι για την κάλυψη του τριχωτού της κεφαλής, αμάνικο μπλουζάκι των Ρώσων αλεξιπτωτιστών και αμερικάνικες παντόφλες «Νike». Κρατούσε ψηλά την μεγάλη επιγραφή και ταυτόχρονα φώναζε, σχεδόν κραύγαζε τις λέξεις της επιγραφής :«Πάμε μπροστά, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά». Ξεχωριστή η ομιλία ενός τέτοιου προσώπου. Ο πρωθυπουργός συμπλήρωνε κοιτάζοντάς με "Για όλη την κυβέρνηση μου, αυτό είναι το σύνθημα". Ιδιαίτερα επιτυχημένη η κυβερνητική παράσταση, ομολογουμένως. Ο πρωθυπουργός, τον οποίο αναγνώρισα αμέσως, πρωταγωνιστούσε σε κάποιες ταινίες και επίκαιρα για τον τουρισμό, τις πράσινες τηγανητές ντομάτες, τα οικολογικά εσώρουχα και τις φυσαρμόνικες από ξύλο βελανιδιάς. Κανονική και μεγάλη ηθοποιία. Είναι σπουδαία τύχη να συναντάς στον περίπατο, τους ανώτερους άρχοντες του τόπου.
Προφανώς η πρωθυπουργική εμφάνιση θα ανήκε στις εκδηλώσεις του καλοκαιριού, ενταγμένη στα προγράμματα «Μπάνια του λαού (ή λουτρά για τους γνώστες των λέξεων)», «Σώστε το δάσος και τα σκυλάκια». Το δάσος ήταν ο ιδανικός χώρος για τέτοιες παρεμβάσεις. Πόσα βάρη σηκώνει ο πρωθυπουργός, σκέφτηκα. Άτλας γήινος και μυώδης, πολύ γυμνασμένος δηλαδή.
Προσπέρασα γρήγορα την κυβερνητική οπισθοφυλακή που ακολουθούσε, ασμένως και εποχούμενη. Ετούτοι οι φύλακες είχαν τεθωρακισμένα οχήματα με ελεύθερους σκοπευτές στις οροφές και πολυβόλα στ’ ανοιχτά παράθυρα. Η τρομοκρατία είναι απειλή για τα δημοκρατικά ήθη και προτιμά τα δενδρώδη μέρη για τις παράνομες δραστηριότητές της. Τα συνθήματα του πρωθυπουργού ακούγονταν πολύ μακριά πια. Επιτάχυνα το βήμα μου και άλλαξα κάπως δρομολόγιο. Μπήκα σ’ έναν παράδρομο, παράλληλα με το άνυδρο ρέμα που διέσχιζε το δάσος. Από εκείνο το σημείο αντίκριζα τους ουρανοξύστες της πόλης να υψώνονται σαν γυάλινα τείχη στον ουρανό. Πλησίαζα στο πολεοδομικό συγκρότημα.
Στα δέντρα κι από τις δύο μεριές του παράδρομου, κρέμονταν πλαστικές σακούλες και παλιόχαρτα (σαν εικονοστάσια), κατεστραμμένα κινητά, ξεφούσκωτα παιδικά σωσίβια, καρότσια των σούπερ μάρκετ, είδη προικός, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Στ' ανοίγματα του δάσους, απλωμένα, πλήθος αντίσκηνα (οι κατοικίες των αστέγων). Δίπλα τους, έβρισκες ό,τι ήθελες : κούτες με ακριβά κρασιά, παλιά βιβλία (στοίβες ολόκληρες), μπαταρίες αυτοκινήτων, πίνακες και πινάκια, φυσιγγιοθήκες, βαρέλια με στάχτες, πορσελάνινα βάζα. Οσμή από δημόσια ουρητήρια κάλυπτε την περιοχή (παλιά). Η άλλη όψη της αστική ζωής, πλησίον της πρωθυπουργικής κουστωδίας.
Στην κατασκήνωση δεν φαινόταν άνθρωπος. Τις απογευματινές ώρες θα αρχίσει η προσέλευση των αστέγων, η επιστροφή να το πω καλύτερα. Το πολεοδομικό συγκρότημα συγκινεί τους άστεγους, ιδιαίτερα οι ξένοι επισκέπτες του. Φεύγουν από τα αντίσκηνά τους, πολύ πρωί, και πιάνουν θέσεις στο κέντρο. Τους αρέσει να παρακολουθούν τους τουρίστες έξω από εμπορικά μαγαζιά και εστιατόρια. Αλλάζουν παραστάσεις (κατά το κοινώς λεγόμενο) και ελεεινές φιλοφρονήσεις (ελεεινός από το έλεος) με τους επισκέπτες. Το βαφτίζω όλο αυτό : τέρψη μέσω της ζωής των άλλων, των ευτυχισμένων, των εχόντων εστίες, κλιματιστικά και ισχυρά βαλάντια.
Πλησίαζα τις πρώτες πολυκατοικίες, κόντευα να βγω από το δάσος (το μοναδικό της πολιτείας). Και τα θεάματα ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είχαν τέλος. Είναι της εποχής οι παρελάσεις, κατά κάποιον τρόπο ιδιότυπες ή ιδιότροπες ή και τα δύο μαζί. Πολλές σκέψεις γεννιούνταν στο περπάτημα. Είχε δίκιο ο Νίτσε που έλεγε ότι οι σπουδαιότερες ιδέες έρχονταν όταν περπατούσες. Χαρούμενα ζευγάρια κατέβαιναν από έναν δρόμο στα εφαπτόμενα τους δάσους προάστια. Η κατεύθυνσή τους ήταν η δεύτερη έξοδος του άλσους, προς την οποία κινούμουν επίσης και αρκετά επιβραδυντικά. Σε λίγα λεπτά συναντήθηκα μαζί τους. Κάπως παράξενα ήταν αυτά τα ζευγάρια και παρόλη την θερμοκρασία, καταμεσήμερο και κατακαλόκαιρο, έδειχναν τρομακτικώς χαρούμενα. Δεκάδες γέροι (και παραπάνω από δεκάδες), ζευγαρωμένοι με νεαρές όμορφες και δροσερές γυναίκες, εν είδει συντρόφων και νοσηλευτριών, με πολύ ελαφρύ ντύσιμο (ημίγυμνες) και αέρινες κινήσεις. Οι γέροι, φορούσαν κοντά παντελονάκια, αθλητικές κάλτσες και κινέζικα πέδιλα στα πόδια. Πολλές γυναίκες έσπρωχναν αμαξίδια με τους υπερήλικες, τα προσάρμοζαν χρονικά στις κινήσεις των περιπατητών. Τα αντιηλιακά και τα χάχανα έδιναν κι έπαιρναν, οι ψεύτικες βλεφαρίδες των συλφίδων λειτουργούσαν σαν ομπρέλες θαλάσσης. Ο ήλιος κάνει ζημιά, όπως έλεγαν συνεχώς τα μεγάφωνα από τους ουρανοξύστες. Οι νεαρές γυναίκες δεν μου έδωσαν καμία σημασία (έκανα για προσοχή κάποιες ινδικές γκριμάτσες), το ίδιο και οι κάθιδροι και ζωγραφισμένοι με αντηλιακές κρέμες γέροι.
Μονολόγησα «Η αγάπη στους υπερήλικες δείχνει την πρόοδο του πολιτισμού και σηματοδοτεί το μακρύ και ζεστό καλοκαίρι μας.

Σχόλια