Το τίμημα (Απόστολος Θηβαίος)

Αφήγημα με έναν δικαστή, έναν φωτογράφο
και μερικά χαμίνια
από το πιο σπάνιο υλικό
του κόσμου φτιαγμένα,
όλο θάρρος και αθωότητα
μαζί
Ο δον Τζουζέπε βγήκε στην αγορά. Τι και αν είναι δικαστής, οι φήμες για αυτόν πάνε και έρχονται. Τι λένε πως αγαπάει τα κοριτσόπουλα, πως κλέβει τον διπλανό του αν τάχα και κατέχει κάτι που ο ίδιος αγαπά. Και οι αποφάσεις του πολύ συζητήσιμες είναι και αμφιλεγόμενες και είναι να απορεί κανείς πώς σκαρφίζεται τις ετυμηγορίες σαν θέλει να τελειώσει κατάλληλα μια δουλειά. Μα τι τα θες, σήμερα είναι Κυριακή και άλλωστε την κάθε μια μέρα ο κύριος δικαστής δεν σταματά να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της θέσης του. Όλοι τον σέβονται απ’ανάγκη και τρέμουν μήπως και κάποτε βρεθούν ενώπιόν του. Τώρα σεργιανίζει αράθυμα στην πλατεία, χαιρετάει τους ντόπιους, απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών του να κερδίσει μια καθώς πρέπει θέση μες στο πανηγύρι των ανθρώπων. Όσοι τον πλησιάζουν είναι φτωχοί, σκύβουν και του φιλούν το χέρι και ο δικαστής νιώθει πως πέτυχε κάτι στη ζωή του. Ετούτη την ώρα, συλλογιέται πως πρέπει να αποθανατίσει, μην τάχα και χαθεί η μεγάλη του στιγμή.
“Τζοβάνι”, φωνάζει προς την πλευρά του γέρο φωτογράφου, “ετοίμασε την πλάκα και έφθασα. Σήμερα θα βγάλουμε μερικές εξωτικές πόζες”. Και ο Τζοβάνι που λίγα ακούει μα περισσότερα καταλαβαίνει, γνέφει συγκαταβατικά και μπαίνει μες στο μαγαζάκι του, ένα στούντιο του παλιού καιρού με σκόνες και ιστούς αράχνης στα μικρά καδράκια που έμειναν απούλητα. Η μπογιά τους πέρασε πια και μόνον τίποτε περαστικοί διαλέγουν καμιά φορά ένα ή δυο, περισσότερο σαν μαρτυρίες ενός κόσμου παλιού που χάθηκε στην στροφή του χρόνου, αυτό είναι.
Ο Τζοβάνι στέκει στην είσοδο του μαγαζιού. Ο δον μπαίνει με ύφος αρχοντικό, ο φωτογράφος υποκλίνεται. Δεν χρειάζεται να σκύψει πολύ, η τσακισμένη του μορφή θαρρείς και υποκλίνεται κάθε μέρα σε όλη την πλάση. Ο δον Τζουζέπε κοιτάζει τα χαρτονένια ντεκόρ, τα περιεργάζεται, ζητάει και άλλα δέντρα, ο Τζοβάνι τα φέρνει από την αποθήκη. Ο δικαστής μοιάζει περισσότερο τώρα με τον εκπρόσωπο μιας φυλής απόμακρης και ξεχασμένης ή πάλι με έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα, από εκείνους που άφησαν την πατρίδα τους και γύρεψαν μια κάποια τύχη στην Αμερική. “Τώρα Τζοβάνι, γερόφιλε το πράγμα είναι καθώς πρέπει. Ετοίμασε την πλάκα, δεν πρέπει να κάνουμε λάθος σήμερα. Η πόζα θα ταχυδρομηθεί, έχω δυο αδερφές Τζοβάνι που πεθαίνουν να με δουν. Πάνε τόσα χρόνια που ‘χουμε να ιδωθούμε. Να με φροντίσεις το καλό που σου θέλω”. Και ο Τζοβάνι ξεσκονίζει τον γιακά του δικαστή, περιποιείται τα υποδήματα του, οι λούστροι που κοιτάζουν έξω από την βιτρίνα βλαστημάνε για τη δουλειά που χάθηκε. Ο κύριος δικαστής φροντίζει πάντα τα λουστρίνια του, μπορεί κανείς να δει τον κόσμο να καθρεφτίζεται εκεί επάνω. Μα για σήμερα ο Τζοβάνι, ο γέρο φωτογράφος τους έκλεψε τη δουλειά. Μα τα χαμίνια του δρόμου δεν χαρίζονται σε κανέναν, θα ζητήσουν από τον γέρο το μερίδιό τους. Και αν τους τ’αρνηθεί, ω τα χαμίνια του δρόμου δεν το ‘χουν σε τίποτε να σου κόψουν το λαιμό.
Ο δικαστής ποζάρει με ύφος. Πότε κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές, πότε χαμογελάει πετυχημένα, άλλοτε συλλογίζεται μελαγχολικός, σαν να τα ‘χει βάλει με όλες τις βαριές αρρώστιες του κόσμου. Σε μια άλλη λήψη κοιτάζει το ρολόι του, συμβουλεύεται τους λόγους του Ευαγγελιστή, ο Τζοβάνι δεν προλαβαίνει να συλλαμβάνει τις πόζες του, τους περίφημους αυτοσχεδιασμούς του. Με κάτι τέτοια τερτίπια βγάζει τις αποφάσεις του από την έδρα, αυτός ο κρετίνος δικαστής με την αβέβαιη, - τι αβέβαιη – τη μολυσμένη ηθική του.
Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα με τα χαμίνια. Έχουν μαζευτεί στη βιτρίνα, σπρώχνονται και φτύνουν, λένε μερικές άσχημες κουβέντες, παρατηρούν τη συσκευή του γέρο Τζοβάνι, σκέφτομαι τον σταματημένο χρόνο, τη στιγμή, τίποτε από όλα αυτά δεν χωρεί μες στο αθώο νου τους. Μόνο ένα ζεστό πιάτο σούπα, μόνον αυτό χρειάζονται μες στην παγωνιά που τους χαρακώνει τα γυμνά πόδια. Γιατί τα χαμίνια και οι λούστροι που κάνουν καθρέφτη τα σκαρπίνια του δικαστή μα και άλλων, - τι ειρωνεία, τραγική, τίποτε λιγότερο – δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ υποδήματα στα πόδια τους. Μα τώρα έχουν θυμώσει στ’αλήθεια. Μα όχι με τον γερό Τζοβάνι, όχι με αυτόν που κάνει μόνο τη δουλειά του, μα με τον δικαστή Τζουζέπε που δεν βρίσκει καλές τις πόζες και όλο φωνάζει στον γέρο. Ο τελευταίος στέκει απολογητικά εμπρός του, η ράχη του τον πεθαίνει, υποκλίνεται δίχως να το θέλει. Ο κύριος δικαστής αγορεύει και γκρεμίζει τα χαρτονένια σκηνικά. Τώρα πια δεν υπάρχουν δέντρα τριγύρω και χαρτονένιες φυλλωσιές. Η απόφαση βγήκε και ο Τζουζέπε δεν μοιάζει υποχρεωμένος να πληρώσει το αντίτιμο για τις υπηρεσίες του γέρο φωτογράφου. Μάταια αυτός προσπαθεί να πείσει τον δικαστή πως το δίκιο είναι με το μέρος του, αυτός ο κρετίνος τον χαστουκίζει απανωτά, γκρεμίζει τη μηχανή του και κάνει να βγει. Μα τότε μπουκάρουν μέσα τα χαμίνια, φωνάζουν και κραδαίνουν τα αυτοσχέδια μαχαίρια τους. Μια και δυο κατορθώνουν να ρίξουν χάμω τον δικαστή και να του αφαιρέσουν κάθε φτιασιδωμένη αξιοπρέπεια. Οι σκύλοι απ’όξω αλυχτάνε και οι περαστικοί που γνωρίζουν καλά τι σόι άνθρωπος υπήρξε ο δικαστής στέκουν παράμερα και κοιτάζουν τη σκηνή της αποκαθήλωσης. Ο Τζοβάνι ανασαίνει με δυσκολία, κοιτάζει το ματωμένο πρόσωπο του δικαστή, η κούραση τον έχει καταβάλλει και έτσι τούτο το μάταιο κόσμο αφήνει.
Τώρα ο δικαστής Τζουζέπε Φράι, ο κλέφτης και ο προδότης παραμένει απογυμνωμένος, μονάχα με το λευκό του σώβρακο. Τα χαμίνια τον έχουν περιποιηθεί και με το παραπάνω, ένα απ’αυτά στέκει στην κοιλιά του σκαρφαλωμένο και παριστάνει πως αγορεύει για μια απόφαση. Τα άλλα χειροκροτούν, ο Τζοβάνι γίνεται άγγελος πίσω από την πλάτη όλων και ο δικαστής επιτέλους εισπράττει ότι ακριβώς αξίζει ο εαυτός του. Σήμερα ανασύρουν το όνομά του κάθε φορά που θέλουν να καταδικάσουν κάποιον για κλεψιές ή τίποτε άλλες μπαγαποντιές. Λένε, “σου αξίζει μονάχα του δικαστή το σώβρακο, κανένα πόστο, καμιά θέση με αξιόλογη σημασία”. Ωστόσο το καθεστώς που πάντα θυμάται να τιμά τους ανθρώπους του τους πιο πιστούς, ύψωσε ένα άγαλμά του στην πλατεία, δίχως να τον θυμίζει καθόλου. Μα τα χαμίνια που είναι ξύπνια κατάλαβαν το κόλπο και το ίδιο βράδυ γκρέμισαν τον μπρούτζινο δικαστή από το βάθρο του και τον κύλησαν ως το ποτάμι, όπου και σήμερα σκουριάζει και σκουριάζει. Και σκουριάζει, ο κρετίνος δικαστής.

Σχόλια