Το όνομα του βουνού ήταν Μεγάλη καρδιά, δεν είχε όμως σημασία για μένα η ονοματοδοσία. Αυτό το βουνό έμοιαζε με την γλώσσα που κουβαλούσα μέσα μου. Οι λέξεις μου ήταν σαν τις κορφές του, καθάριες και δυνατές. Στις πλαγιές, τα δέντρα ταξίδευαν του ήχους τους, σε όλη την πλάση. Κι οι μεγάλοι βράχοι, σαν να κρέμονταν από αόρατα συντακτικά και γραμματικά σκοινιά, έπλεκαν ποιήματα και ιστορίες. Σε κάθε διάσελο ανάβλυζαν νερά, γλωσσικοί λουτήρες όπου εξαφανίζονταν οι αστοχίες της δημιουργίας και οι πλάνες των αισθήσεων. Κάποιες πέτρινες άκρες απλώνονταν προστατευτικά πάνω από το κεφάλι μου και με σκέπαζαν, αθάνατη η προστασία του Λόγου στην ψυχή μου. Η γλώσσα μου, ήταν σαν αυτό το πανύψηλο βουνό, κόντευε να συνομιλήσει με τον Θεό. Σε αυτό το βουνό συμφωνήσαμε μια μέρα να ανεβούμε μαζί με την αγαπημένη μου, να της δείξω την δόξα του Λόγου και την ομορφιά του κόσμου. Εκεί στην κορυφή θα ήταν ο θρόνος μας, μόνοι μας, οι δυο μας, πέρα κι έξω από το ανθρωπομάζωμα των πόλεων, από την δυσοσμία και την δυσμορφία του πλήθους, τους ζωώδεις φόβους και τις αγελαίες ακολουθίες. Αλλά όταν έφτασε η ώρα της ανάβασης, με ικέτευσε να μην με ακολουθήσει, αρνήθηκε ολοκληρωτικά. Φόβος, μεμψιμοιρίες και προφάσεις. Δεν είχε την γενναιότητα για τα υψηλά και τα πλούσια, πνευματική οκνηρία και σωματική δειλία. Σκαρφάλωσα μόνος στην Μεγάλη καρδιά, να ατενίσω την απέραντη μοναξιά, την ομορφιά του Λόγου και την δόξα του κόσμου
Σάββατο 27 Απριλίου 2024
Χριστόφορος Τριάντης (Το Βουνό)
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024
Βορράς χωρίς νότο (Απόσπασμα)
«Αλήθεια πως είναι να σκοτώνεις ανθρώπους χωρίς να σε πιάνουνε Μάρκ;»
Τον ρώτησα.
Χαμογέλασε.
«Η αλήθεια ήταν ότι κάποτε ούτε εγώ το είχα σκεφτεί. Απλά με παρέσυρε η μέθη, η μεταλλική μυρωδιά του αίματος και η έκσταση της τεμαχισμένης σάρκας. Δεν είχα μπει καν στον κόπο να αναλογιστώ κατά πόσο ανήθικο ήταν όλο αυτό. Είχα όμως μια ταυτότητα Νίκολας, καλά κρυμμένη βέβαια αλλά πραγματική, για τον υπόλοιπο κόσμο ήμουν ένας ευτραφής αστός από τα εύπορα προάστια του Ντιτρόιτ, για τις αστυνομικές αρχές ήμουν ένας σίριαλ κίλερ που σπαζοκεφάλιαζαν για να τον εντοπίσουν, για μένα ήμουν ένας άνθρωπος που απλά του άρεσε να σκοτώνει, άλλοι προτιμούν να σκοτώνουν την ώρα τους, άλλοι να απατάνε τη γυναίκα τους, άλλοι να τα πίνουνε μέχρι τα ξημερώματα»
Το τελευταίο παράδειγμα το πρόφερε με νόημα και μια δόση ειρωνείας, μπορούσα εύκολα να καταλάβω που απευθυνόταν.
« Λίγα χρόνια νωρίτερα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο εγκληματολογίας»
Συνέχισε.
« Μιλούσε για μια ξεχωριστή κατηγορία δολοφόνων που ο κόσμος και οι εφημερίδες τους συγχέουν εσφαλμένα με τους σήριαλ-κίλερ. Αυτό το είδος ονομάζεται κρος-κίλερ. Πρόκειται για ανθρώπους που έχουν μαζέψει αρκετές οικονομίες για να κάνουν το γύρο του κόσμου αεροπορικώς ώστε να εντοπίζουν τα θύματα τους. Ο κρος-κίλερ, εν αντιθέσει με τον σήριαλ κίλερ, δεν αφήνει ίχνη πίσω του γιατί μετακινείται διαρκώς, αν ο τελευταίος είναι ένας σπιτόγατος που σκοτώνει πουλιά και ποντίκια στη γειτονιά του, ο πρώτος είναι ένα αποδημητικό πουλί, ένας λευκός καρχαρίας που πάει κόντρα στο ρεύμα αναζητώντας τη λεία του, βρίσκεται εν ολίγοις στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Το στίγμα του είναι στον βορρά, αλλά όλοι οι άλλοι το ψάχνουν στο νότο»
Χαμογέλασα αδρά με τη σκέψη ότι τοποθετούσε μέσα στο πλαίσιο της τροφικής αλυσίδας τον κανιβαλισμό. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαμε ακόμα σαν κοινωνία ξεπεράσει την ηθική αναστολή να τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου, όμως σε συμβολικό και μεταφορικό επίπεδο κάτι τέτοιο αποτελούσε αυτονόητο συστατικό της καθημερινότητας. Φέρνοντας στο νου μου ξανά τη νυχτερινή πιάτσα διασκέδασης που είχαμε ξεκινήσει το βράδυ μας μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω τους κανόνες ενός παιχνιδιού χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα πέρα από την αίσθηση της φτηνής υπεροχής. Το μαντρί μετατρεπόταν σε ρωμαϊκή αρένα ή σχολικό προαύλιο, οι κοινωνικά πιο αδύνατοι, οι παρεξηγημένοι και οι αποσυνάγωγοι απομονώνονταν και λοιδορούνταν παντοιοτρόπως, τα αισχρά κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα ως μέσο εκμηδένισης του αποδέκτη τους. Όσο κι αν στο δικό μου μυαλό αδυνατούσα να βρω μια λογική απάντηση για όλα αυτά, η εξήγηση ήταν υπερβολικά απλή. Ο κόσμος δεν έβγαζε την κακία, το φθόνο, τη μιζέρια, το σαρκασμό και την επιθετικότητα του μόνο εκεί αλλά σε οποιαδήποτε έκφανση της κοινωνικής του ζωής. Όσο το τίποτα του τον στραγγάλιζε, τόσο προσπαθούσε να χαλαρώσει τη θηλιά φαντασιωνόμενος το ρόλο του δήμιου.
Ήταν τρωκτικά με ανθρώπινη προβιά ή άνθρωποι με γονίδια τρωκτικών, μια εφιαλτική μετάλλαξη που απλωνόταν ενδημικά στη βρώμικη λεκάνη της πόλης. Εμφανιζόταν στους χώρους εργασίας, στις οδικές αρτηρίες, στα πεζοδρόμια, στα μπαρ και τον ανώνυμο ωκεανό του διαδικτύου. Κάποτε είχα διαβάσει ότι το ίντερνετ ήταν το νούμερο ένα μέσο εκδήλωσης θυμού και φθόνου. Όταν όλα αυτά τα ρετάλια που είχαμε προηγουμένως συναντήσει αποσύρονταν σπίτι δεν κοιμόντουσαν αμέσως, παρά τιτίβιζαν τα απωθημένα που δεν είχαν προλάβει να ξεράσουν πάνω στη μπάρα ή τις λεκιασμένες με αλκοόλ και στάχτη φορμάικες. Είχα κουραστεί να αφήνω τα γιατί μου μετέωρα, οι μικρόκοσμοι ήταν απλά έτσι οργανωμένοι για να συνθέτουν στο σύνολο τους έναν δύσοσμο βόθρο που ονομαζόταν Αθήνα, ένα χρεωκοπημένο κωλοχανείο που η λαμπρή, φωταγωγημένη κορωνίδα της φάνταζε κακόγουστη φάρσα ή διαμαντένιο άστρο πάνω σε ψωραλέο έλατο πλουμισμένο με φτηνές γιρλάντες και σκονισμένες, ξέθωρες χριστουγεννιάτικες μπάλες.
Ο Μάρκ είχε εισβάλλει στην έδρα τους επιλέγοντας ένα απειροελάχιστο αλλά τυπικό δείγμα που έτυχε να βρεθεί στο διάβα του και με τον νοερό μαγικό αυλό του τους είχε οδηγήσει στον πνιγμό σαν πειθήνια ποντίκια. Δεν ήταν κακοποιοί, με την ωμότητα αλλά και την γοητευτική αυθεντικότητα που συνόδευε αυτή την κατηγορία ανθρώπων, δεν ήταν καν οι συμπαθείς, αναξιοπαθούντες φτοχωδιάβολοι όπως εκείνοι που αντίκριζα στην Ομόνοια και τα στενάκια της να περιφέρονται χωρίς νόημα ύπαρξης, ήταν απλά μικροκακοποιοί με όλο το ψέμα, την προσποίηση και την κενότητα που θα μπορούσε κανείς να τους αποδώσει. Αποτελούσαν την ιδανική λεία για τον καρχαρία των πέντε Ηπείρων, όπως ήθελε και επιθυμούσε να αυτοπροσδιορίζεται. Η απώλεια τους ουδόλως θα διατάραζε την τροφική αλυσίδα του πλανήτη, δεν ήταν ακριβώς απαραίτητη αλλά ούτε και περιττή, οι κοινωνικές δομές δεν θα άλλαζαν προς το καλύτερο αλλά ούτε και προς το χειρότερο, οι δείκτες των χρηματιστηρίων θα έμεναν ανέπαφοι. Ωστόσο οι προσωπικότητες τους ήταν τόσο ανεπαρκείς και άτεχνα σμιλεμένες που ο θάνατος τους δύσκολα θα προξενούσε ένα αληθινό και πολύτιμο δάκρυ πέρα από τα αυτονόητα και συναισθηματικά φορτισμένα των ελάχιστων οικείων τους.
Τετάρτη 24 Απριλίου 2024
Τζων Μπιούκαν (1875-1940), «39 σκαλοπάτια»
Ο κανόνας 7-38-55. Στη βάση αυτού, ο νεαρός Ρίτσαρντ Χάναϋ προδόθηκε και μπήκε στη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του. Όπως συμβαίνει και στο Στέφανο Μαυροειδή στο «Νυχτερινό Τηλεφώνημα» του Γιάννη Μαρή, είναι ένας νεαρός, που στα 37 του, μπουχτισμένος από τη ρουτίνα, εύχεται να συμβεί κάτι, ώστε να μην… πεθάνει από ανία. Ένας τουρίστας στην παλιά του πόλη, το Λονδίνο, όπου μετά την περαντζάδα του, τον βρίσκει ένας παράξενος τύπος, ο Φράνκλιν Σάντερ, ο οποίος παραφυλάει έξω από την πόρτα του δωματίου του.
Ο Σάντερ τον βρίσκει φυσιογνωμικά έντιμο και έτσι αποφασίζει να του ξεφουρνίσει μια τρομερή ιστορία: ο Έλληνας πρωθυπουργός, Καρολίδης, πρόκειται να δολοφονηθεί στην επικείμενη επίσκεψή του στο Λονδίνο! Η δολοφονία θα πραγματοποιηθεί από μια οργάνωση, τη «Μαύρη Πέτρα» και πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ να πυροδοτήσει ένα παγκόσμιο πόλεμο! Το αποκορύφωμα: ο Σάντερ, μερικές ώρες μετά, θα βρεθεί νεκρός στο χώρο διαμονής του Χάναΰ, με τον ίδιο να γίνεται από το πουθενά καταζητούμενος. Έχει λίγες ώρες να κανονίσει τη φυγή του. Έτσι, συν τοις άλλοις, θα γίνει και φυγάς, εφόσον θα υποδυθεί το… γαλατά, ώσπου να βγει εκτός πεδίου όρασης των (αρχικών) εχθρών.
Έτσι, στις πρώτες σελίδες έχουμε παρακολουθήσει την «μεγάλη ανία» του πρωταγωνιστή, ο οποίος, κάπως όπως ο George Stobbart στο περιβόητο “Broken Sword”, θα βρεθεί από σπόντα μπλεγμένος σε ένα σχέδιο τρομερό, σε μια αποστολή ζωής και θανάτου. Στο δεύτερο τμήμα, παρακολουθούμε ασθμαίνοντας τον Χάναϋ να παίρνει το ένα τρένο και τον ένα δρόμο μετά το άλλο, να περπατάει στην ύπαιθρο της Σκοτίας, να συναντά μυστηριώδεις χαρακτήρες, να αντιπαρέρχεται αστυνομικούς που τον αναζητούν και να υποδύεται διάφορους ρόλους… Στο τρίτο, ο Χάναϋ έχει πια βεβαιωθεί ότι το βρετανικό κράτος δεν τον έχει για καταζητούμενο και ψάχνει τρόπο να βοηθήσει τις επίσημες αρχές της χώρας του να πιάσουν τους διεθνείς συνωμότες.
Τα «39 σκαλοπάτια» είναι ένα έργο που φέρνει στο νου ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές της κατασκοπικής και αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι περιγραφές των τοπίων είναι ιδιαίτερα κομψές, η αίσθηση απειλής και η ένταση γνήσια και συνεχής, οι λεπτές παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που αντλεί ο πρωταγωνιστής αξιοσημείωτα, ενώ η πορεία του, ιδιαίτερα στο δεύτερο τμήμα, διαβάζεται εναγωνίως, αφού δεν ξέρουμε πότε οι δύο ισχυρές δυνάμεις που τον κυνηγούν θα τον φτάσουν. Το εύρημα με τους χαρακτήρες που έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους κατά τρόπο φυσικό σε εντελώς άλλο ρόλο ως κορυφαία μεταμφίεση είναι επίσης καταπληκτικό. Επίσης εκπληκτικό το πόσο κοντά έπεσε ο συγγραφέας στην περιγραφή της έναρξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εφόσον γράφτηκε λίγα χρόνια πριν από αυτόν!
Το συγκεκριμένο έργο είχε και καλή υποδοχή από τους κριτικούς αλλά και ικανή εμπορική επιτυχία στην εποχή του. Δεν είναι τυχαίο ότι θυμίζει σε σημεία Γιάννη Μαρή καθώς και –στους παρατηρητικούς- στοιχεία από κορυφαίες αστυνομικές σειρές…
Σε γενικές γραμμές, τα «39 σκαλοπάτια» είναι ένα έργο που δε θα μπορούσε να έχει γραφτεί από συγγραφείς που σήμερα πουλάνε αυτό, αύριο το άλλο και γενικώς την καλλιτεχνική τους τιμή με τα ποικίλα reinventions, ώστε να μείνουν… relevant και στον αφρό. Κι αυτό, γιατί είναι ένα έργο με ψυχή, καλοδουλεμένο οπωσδήποτε και καλά δομημένο, αλλά και με πλουσιότατο ταλέντο και εσωτερική πνοή να διαλάμπει εντός του. Και τέτοια έργα δε γράφονται ούτε από εξωνημένους ούτε από μιμητές.
Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
Βενσάν Πεγιόν- Aurora (Κριτική)
Aurora είναι ένας πολυεθνικός όμιλος που προσπαθεί να ελέγξει τα κοιτάσματα της Αρκτικής, είναι επίσης μια συνομωσία νεοναζί τσόγλανων που ξεκινά από τους σκίνχεντς στα παρακμιακά καφέ της Κοπεγχάγης φτάνοντας μέχρι υψηλόβαθμους αξιωματούχους του ΝΑΤΟ με έναν υπέργηρο μεγιστάνα αρχηγό που το μίσος του αρχίζει και τελειώνει στην ταπεινωτική ήττα των Ες-Ες εφτά δεκαετίες νωρίτερα. Τι θα συμβεί όμως όταν μια ομάδα παλαίμαχων κιντονίμ (η αιχμή του δόρατος της Μοσάντ) αποφασίσει να τους εξολοθρεύσει έναν έναν;
Το μυθιστόρημα του Πεγιόν μπορεί να ιδωθεί ως μια παρτίδα γεωπολιτικού σκακιού όπου οι θύτες με τα θύματα, οι υποκινητές με τους υποκινούμενους εναλλάσσονται διαρκώς. Μπορεί επίσης να ιδωθεί και ως ένα χορταστικό blockbuster action movie όπου οι σκηνές δράσης ξεδιπλώνονται κινηματογραφικά καθηλώνοντας τον αναγνώστη. Το σίγουρο είναι πως ο συγγραφέας το κατέχει το κατασκοπευτικό μυθιστόρημα. Έφτασε άλλωστε στη γενέτειρα του μέχρι το βουλευτικό θώκο γεγονός που μαρτυρά- εν αντιθέσει με τα καθ ημάς άμπαλα «στράκια» που πάνε και γλύφουν τις αιμορροΐδες της Μπούρα- σοβαρό τόσο πνευματικό όσο και επαγγελματικό υπόβαθρο. Κλείνει η παρένθεση.
Το Aurora δεν είναι μόνο ένα άρτια δομημένο και καλογραμμένο μυθιστόρημα, είναι πάνω από όλα ένα νέο νουάρ που πάτα πάνω στα χνάρια του Ιζζό, του Ζιλ Βενσάν και της πλούσιας Γαλλικής παράδοσης του είδους.
Καλόγουστη και σοβαρή χωρίς χτυπητά μεταφραστικά λάθη η Ελληνική έκδοση από έναν οίκο (Πόλις) που γενικώς έχει παραδώσει δυνατά διαπιστευτήρια μέσα στη γενικότερη σηπτική μούργα. Οπωσδήποτε ένα βιβλίο που αξίζει την προσοχή μας όχι μόνο για την καθηλωτική κατασκοπευτική πλοκή του αλλά και για τις καθαρότατες προθέσεις του συγγραφέα απέναντι στο ίδιο του το κοινό…
Τρίτη 16 Απριλίου 2024
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ (Χριστόφορος Τριάντης)
"Το να είμαι ένας χρήσιμος άνθρωπος, μου φαινόταν πάντα εντελώς αποτρόπαιο"
Μποντλαίρ
Ο πατέρας μου θεωρούσε το γεγονός ότι σπαταλούσα τις ώρες μου γράφοντας, μια ενασχόληση χωρίς νόημα και κυρίως χωρίς όφελος (κανένα). Πίστευε ότι μόνο η εργασία που είναι οικονομικά χρήσιμη έχει αξία για τον πολιτισμένο άνθρωπο, για τον άνθρωπο που θέλει η ζωή του να είναι γεμάτη αγαθά. Τόνιζε ιδιαίτερα την λέξη αξία.
Οι παρατηρήσεις είχαν και συνέχεια. Έλεγε με στόμφο στις παρέες των φίλων του, ότι ήμουν μη φυσιολογικός που ασχολιόμουν με την συγγραφή, μια ασύμφορη –οικονομικά- διαδικασία. Αλλά δεν έδινα και μεγάλη σημασία στις πατρικές παρατηρήσεις. Γνήσια τοξικές και φανερά χειριστικές, για να χρησιμοποιήσω και την σύγχρονη ψυχιατρική ορολογία.
Η γραφή μου προσέφερε ελευθερία, έστω εκείνες τις στιγμές που γέμιζα τα λευκά χαρτιά με λέξεις. Τολμούσα να ‘μαι διαφορετικός, να μην ανήκω στο πλήθος που αιώνες εκτελεί τις ίδιες διαδρομές, έχοντας έναν κοινό σκοπό, κατευθυνόμενο απ’ την τύχη, κερδίζοντας κάποια στιγμή κάποια αρρώστια και υπηρετώντας την ανάγκη από φόβο. Μοχθούσα να παραμείνω αισθητικά οχυρωμένος. Αντιμετώπιζα τις ποσότητες της χυδαιότητας με την υπεράσπιση της ανθρωπιάς, της ακεραιότητας των ηρώων μου. Η ηθική των γραπτών μου εναντιωνόταν στην γελοία ηθική των δημοσιογραφικών συναφειών κι αναλύσεων. Αγωνιζόμουν να αντιπαλέψω τις μικροαστικές λογικές για φυσικά και αφύσικα μεγέθη, όσο ήταν ο καιρός κι ο χρόνος ήταν βοηθός. Ιδιαίτερα, πολεμούσα τη γονική πεποίθηση να βρω δραστηριότητες που θα ενίσχυαν το οικογενειακό ταμείο και θα συντελούσαν στην επίτευξη της πολυπόθητης κανονικότητας.
Τετάρτη 3 Απριλίου 2024
Έλληνες σκατόψυχοι «συγγραφείς»
Πριν από μερικά χρόνια συγγραφέας του συστήματος με παραδοχή προβλημάτων ψυχικής υγείας ποστάρει μια φωτογραφία από το νοσοκομείο έπειτα από απόπειρα αυτοκτονίας. Την αμέσως επόμενη στιγμή ατάλαντος γόνος (επίσης του συστήματος) χρησιμοποιεί, αλλά και αμφισβητεί, το γεγονός με ειρωνική ανάρτηση πως θα δημοσιεύσει ανάλογη φωτογραφία για να αυξήσει τις πωλήσεις του.
Δεν θα σταθούμε στο αν ο πρώτος έκανε θέατρο καθώς η σκατοψυχιά του δεύτερου θα πρέπει- σε κάθε περίπτωση- να θεωρείται δεδομένη. Για να το θέσουμε όσο πιο απλά μπορούμε με ζητήματα ψυχικής υγείας δεν παίζουμε…
Όπως και να’ χει η ίντριγκα, η κατινιά, η μικροψυχία, οι λυκοφιλίες, τα πισωμαχαιρώματα, η ζήλια και ο φθόνος βρίσκονται στην καθημερινή ατζέντα των «υψηλών κλιμακίων» της εγχώριας λογοτεχνίας. Οι εκδοτικοί μεγαλονταβατζήδες άλλωστε πετάν τη σκούφια τους και χαρίζουν και το νεφρό τους για χαμηλού ήθους υφιστάμενους οι οποίοι όταν θα χρειαστεί θα γίνουν και φωνακλάδες. Ο ντόρος αυξάνει τις πωλήσεις οι πωλήσεις αυξάνουν το τζίρο (τα ΑΡΔάκια είναι άλλωστε πρόθυμα να πριμοδοτήσουν κάνοντας την οποιαδήποτε κατινιά πρώτη είδηση).
Έχοντας καταλάβει το παιχνίδι οι βαρύγδουπες δηλώσεις απύθμενης χυδαιότητας δεν προκαλούν εντύπωση, από τη Διβάνη μέχρι τον Μαγκλίνη ο υπόνομος χωράει πολλούς και όσο περισσότεροι τόσο καλύτερα.
Αναρωτιέμαι τι άποψη θα είχαν ο καυστικότατος Ροΐδης, ο παιγνιώδης Χριστιανόπουλος, ο αιρετικός Καρυωτάκης; Ο Τσιφόρος, ο Σκαρίμπας, ο Ραφαηλίδης, ο Πετρόπουλος, ο Γκόρπας. Για να σηκώσεις πραγματικό κονιορτό θέλει πνεύμα, για να γίνεις ρεντίκολο στην σημερινή κοινωνία του θεάματος και των μανατζαραίων αρκεί απλά η χυδαιότητα. Άλλα ήθη, άλλα έθιμα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)





