Χριστόφορος Τριάντης (Το Βουνό)

Το όνομα του βουνού ήταν Μεγάλη καρδιά, δεν είχε όμως σημασία για μένα η ονοματοδοσία. Αυτό το βουνό έμοιαζε με την γλώσσα που κουβαλούσα μέσα μου. Οι λέξεις μου ήταν σαν τις κορφές του, καθάριες και δυνατές. Στις πλαγιές, τα δέντρα ταξίδευαν του ήχους τους, σε όλη την πλάση. Κι οι μεγάλοι βράχοι, σαν να κρέμονταν από αόρατα συντακτικά και γραμματικά σκοινιά, έπλεκαν ποιήματα και ιστορίες. Σε κάθε διάσελο ανάβλυζαν νερά, γλωσσικοί λουτήρες όπου εξαφανίζονταν οι αστοχίες της δημιουργίας και οι πλάνες των αισθήσεων. Κάποιες πέτρινες άκρες απλώνονταν προστατευτικά πάνω από το κεφάλι μου και με σκέπαζαν, αθάνατη η προστασία του Λόγου στην ψυχή μου. Η γλώσσα μου, ήταν σαν αυτό το πανύψηλο βουνό, κόντευε να συνομιλήσει με τον Θεό. Σε αυτό το βουνό συμφωνήσαμε μια μέρα να ανεβούμε μαζί με την αγαπημένη μου, να της δείξω την δόξα του Λόγου και την ομορφιά του κόσμου. Εκεί στην κορυφή θα ήταν ο θρόνος μας, μόνοι μας, οι δυο μας, πέρα κι έξω από το ανθρωπομάζωμα των πόλεων, από την δυσοσμία και την δυσμορφία του πλήθους, τους ζωώδεις φόβους και τις αγελαίες ακολουθίες. Αλλά όταν έφτασε η ώρα της ανάβασης, με ικέτευσε να μην με ακολουθήσει, αρνήθηκε ολοκληρωτικά. Φόβος, μεμψιμοιρίες και προφάσεις. Δεν είχε την γενναιότητα για τα υψηλά και τα πλούσια, πνευματική οκνηρία και σωματική δειλία. Σκαρφάλωσα μόνος στην Μεγάλη καρδιά, να ατενίσω την απέραντη μοναξιά, την ομορφιά του Λόγου και την δόξα του κόσμου

Σχόλια