Βορράς χωρίς νότο (Απόσπασμα)

«Αλήθεια πως είναι να σκοτώνεις ανθρώπους χωρίς να σε πιάνουνε Μάρκ;»
Τον ρώτησα.
Χαμογέλασε.
«Η αλήθεια ήταν ότι κάποτε ούτε εγώ το είχα σκεφτεί. Απλά με παρέσυρε η μέθη, η μεταλλική μυρωδιά του αίματος και η έκσταση της τεμαχισμένης σάρκας. Δεν είχα μπει καν στον κόπο να αναλογιστώ κατά πόσο ανήθικο ήταν όλο αυτό. Είχα όμως μια ταυτότητα Νίκολας, καλά κρυμμένη βέβαια αλλά πραγματική, για τον υπόλοιπο κόσμο ήμουν ένας ευτραφής αστός από τα εύπορα προάστια του Ντιτρόιτ, για τις αστυνομικές αρχές ήμουν ένας σίριαλ κίλερ που σπαζοκεφάλιαζαν για να τον εντοπίσουν, για μένα ήμουν ένας άνθρωπος που απλά του άρεσε να σκοτώνει, άλλοι προτιμούν να σκοτώνουν την ώρα τους, άλλοι να απατάνε τη γυναίκα τους, άλλοι να τα πίνουνε μέχρι τα ξημερώματα»
Το τελευταίο παράδειγμα το πρόφερε με νόημα και μια δόση ειρωνείας, μπορούσα εύκολα να καταλάβω που απευθυνόταν.
« Λίγα χρόνια νωρίτερα έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο εγκληματολογίας»
Συνέχισε.
« Μιλούσε για μια ξεχωριστή κατηγορία δολοφόνων που ο κόσμος και οι εφημερίδες τους συγχέουν εσφαλμένα με τους σήριαλ-κίλερ. Αυτό το είδος ονομάζεται κρος-κίλερ. Πρόκειται για ανθρώπους που έχουν μαζέψει αρκετές οικονομίες για να κάνουν το γύρο του κόσμου αεροπορικώς ώστε να εντοπίζουν τα θύματα τους. Ο κρος-κίλερ, εν αντιθέσει με τον σήριαλ κίλερ, δεν αφήνει ίχνη πίσω του γιατί μετακινείται διαρκώς, αν ο τελευταίος είναι ένας σπιτόγατος που σκοτώνει πουλιά και ποντίκια στη γειτονιά του, ο πρώτος είναι ένα αποδημητικό πουλί, ένας λευκός καρχαρίας που πάει κόντρα στο ρεύμα αναζητώντας τη λεία του, βρίσκεται εν ολίγοις στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας. Το στίγμα του είναι στον βορρά, αλλά όλοι οι άλλοι το ψάχνουν στο νότο»
Χαμογέλασα αδρά με τη σκέψη ότι τοποθετούσε μέσα στο πλαίσιο της τροφικής αλυσίδας τον κανιβαλισμό. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχαμε ακόμα σαν κοινωνία ξεπεράσει την ηθική αναστολή να τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου, όμως σε συμβολικό και μεταφορικό επίπεδο κάτι τέτοιο αποτελούσε αυτονόητο συστατικό της καθημερινότητας. Φέρνοντας στο νου μου ξανά τη νυχτερινή πιάτσα διασκέδασης που είχαμε ξεκινήσει το βράδυ μας μπορούσα ξεκάθαρα να διακρίνω τους κανόνες ενός παιχνιδιού χωρίς ουσιαστικό διακύβευμα πέρα από την αίσθηση της φτηνής υπεροχής. Το μαντρί μετατρεπόταν σε ρωμαϊκή αρένα ή σχολικό προαύλιο, οι κοινωνικά πιο αδύνατοι, οι παρεξηγημένοι και οι αποσυνάγωγοι απομονώνονταν και λοιδορούνταν παντοιοτρόπως, τα αισχρά κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν στην ατμόσφαιρα ως μέσο εκμηδένισης του αποδέκτη τους. Όσο κι αν στο δικό μου μυαλό αδυνατούσα να βρω μια λογική απάντηση για όλα αυτά, η εξήγηση ήταν υπερβολικά απλή. Ο κόσμος δεν έβγαζε την κακία, το φθόνο, τη μιζέρια, το σαρκασμό και την επιθετικότητα του μόνο εκεί αλλά σε οποιαδήποτε έκφανση της κοινωνικής του ζωής. Όσο το τίποτα του τον στραγγάλιζε, τόσο προσπαθούσε να χαλαρώσει τη θηλιά φαντασιωνόμενος το ρόλο του δήμιου.
Ήταν τρωκτικά με ανθρώπινη προβιά ή άνθρωποι με γονίδια τρωκτικών, μια εφιαλτική μετάλλαξη που απλωνόταν ενδημικά στη βρώμικη λεκάνη της πόλης. Εμφανιζόταν στους χώρους εργασίας, στις οδικές αρτηρίες, στα πεζοδρόμια, στα μπαρ και τον ανώνυμο ωκεανό του διαδικτύου. Κάποτε είχα διαβάσει ότι το ίντερνετ ήταν το νούμερο ένα μέσο εκδήλωσης θυμού και φθόνου. Όταν όλα αυτά τα ρετάλια που είχαμε προηγουμένως συναντήσει αποσύρονταν σπίτι δεν κοιμόντουσαν αμέσως, παρά τιτίβιζαν τα απωθημένα που δεν είχαν προλάβει να ξεράσουν πάνω στη μπάρα ή τις λεκιασμένες με αλκοόλ και στάχτη φορμάικες. Είχα κουραστεί να αφήνω τα γιατί μου μετέωρα, οι μικρόκοσμοι ήταν απλά έτσι οργανωμένοι για να συνθέτουν στο σύνολο τους έναν δύσοσμο βόθρο που ονομαζόταν Αθήνα, ένα χρεωκοπημένο κωλοχανείο που η λαμπρή, φωταγωγημένη κορωνίδα της φάνταζε κακόγουστη φάρσα ή διαμαντένιο άστρο πάνω σε ψωραλέο έλατο πλουμισμένο με φτηνές γιρλάντες και σκονισμένες, ξέθωρες χριστουγεννιάτικες μπάλες.
Ο Μάρκ είχε εισβάλλει στην έδρα τους επιλέγοντας ένα απειροελάχιστο αλλά τυπικό δείγμα που έτυχε να βρεθεί στο διάβα του και με τον νοερό μαγικό αυλό του τους είχε οδηγήσει στον πνιγμό σαν πειθήνια ποντίκια. Δεν ήταν κακοποιοί, με την ωμότητα αλλά και την γοητευτική αυθεντικότητα που συνόδευε αυτή την κατηγορία ανθρώπων, δεν ήταν καν οι συμπαθείς, αναξιοπαθούντες φτοχωδιάβολοι όπως εκείνοι που αντίκριζα στην Ομόνοια και τα στενάκια της να περιφέρονται χωρίς νόημα ύπαρξης, ήταν απλά μικροκακοποιοί με όλο το ψέμα, την προσποίηση και την κενότητα που θα μπορούσε κανείς να τους αποδώσει. Αποτελούσαν την ιδανική λεία για τον καρχαρία των πέντε Ηπείρων, όπως ήθελε και επιθυμούσε να αυτοπροσδιορίζεται. Η απώλεια τους ουδόλως θα διατάραζε την τροφική αλυσίδα του πλανήτη, δεν ήταν ακριβώς απαραίτητη αλλά ούτε και περιττή, οι κοινωνικές δομές δεν θα άλλαζαν προς το καλύτερο αλλά ούτε και προς το χειρότερο, οι δείκτες των χρηματιστηρίων θα έμεναν ανέπαφοι. Ωστόσο οι προσωπικότητες τους ήταν τόσο ανεπαρκείς και άτεχνα σμιλεμένες που ο θάνατος τους δύσκολα θα προξενούσε ένα αληθινό και πολύτιμο δάκρυ πέρα από τα αυτονόητα και συναισθηματικά φορτισμένα των ελάχιστων οικείων τους.

Σχόλια