Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Αυτοί που θέλουν να σου βάλουν την πένα κάτω...

Ποιες είναι οι επιλογές ενός συγγραφέα που σέβεται και αγαπά την τέχνη του όταν πέφτει πάνω στο απροσπέλαστο τείχος των εκδοτικών παραμάγαζων; Τι συμβαίνει μόλις συνειδητοποιεί πως η ποιότητα αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα ωστε να εκδοθεί; Πως διαχειρίζεται το γεγονός ότι ένα σωρό καραγκιόζηδες καταλαμβάνουν τα ράφια και τις βιτρίνες πριμοδοτούμενοι από τα γνωστά γιουσουφάκια του Τύπου;
Στο ζοφερό ελληνικό τοπίο, με μια Πολιτεία απούσα και ένα σύστημα που αναπαράγει όποιο παρατράγουδο είναι πρόθυμο να του βαρέσει το ντέφι ο αρκουδιάρης τα αδιέξοδα οδηγούν πολλούς αξιόλογους γραφιάδες να αφήσουν την πένα κάτω. Από την άλλη οι εκδότες πέρα από τις γνωστές αγκυλώσεις τους διαθέτουν και το παραπανίσιο μειονέκτημα της ασχετοσύνης. Όταν μιλάμε για γόνους που απλά κληρονόμησαν τα μαγαζάκια από τους πατεράδες τους (Καστανιώτης, Παττάκης κ.τ.λ) δεν μπορεί κάποιος να απαιτήσει την ευθυκρισία που διακρίνει έναν σοβαρό επιχειρηματία των γραμμάτων (όπως ας πούμε υπήρξε με όλα τα στραβά του ο Γαβριηλίδης). Επιπροσθέτως η μικρή πίτα της αγοράς δεν αφήνει περιθώρια για ελιγμούς και "επενδύσεις" σε φερέλπιδες συγγραφείς, ας στηριχτούμε σου λέει στους γνωστούς "δεινοσαύρους" και τις λεκανατζούδες μπας και βγάλουμε τη σαιζόν
Την απουσία βέβαια ενός διχτυού προστασίας αλλά και ικανών ανθρώπων μέσα στους οίκους θα την πληρώσουν οι σοβαροί, άνθρωποι δηλαδή που ούτε τζουτζέδες θέλουν να γίνουν ούτε να υποβιβάστουν στο επίπεδο του κονφερασιέ. Και το ερώτημα παραμένει, με τι κίνητρο θα συνεχίσουν να παράγουν όταν το τραγελαφικό σύστημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι τους κλείνει την πόρτα στη μούρη. Εδώ αντί άλλης απάντησης αντιγράφω- παραφράζοντας ελαφρώς τα λόγια του μεγάλου Τσάρλς Μπουκόφσκι: "Ο συγγραφέας που έχει πουλήσει 10.000 αντίτυπα θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, ο συγγραφέας που έχει πουλήσει 1000 αντίτυπα θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, ο συγγραφέας που έχει απευθυνθεί σε όλους τους εκδοτικούς και τον έχουν απορρίψει θεωρεί τον εαυτό του ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ σπουδαίο".
Από όσο ξέρω ο θείος Τσινάσκι δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει, ίσως γιατί δεν ήταν η αναγνώριση- που τελικά ήρθε- το κίνητρο του αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο. Και μάλλον αυτό οφείλουμε να έχουμε κατά νου πράττωντας ο,τι αγαπάμε μακριά από το κακόγουστο γαϊτανάκι των δημοσίων σχέσεων και της ανακυκλώσιμης μετριότητας...

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2022

ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Στη μεγάλη πόλη, την πιο μεγάλη και την πιο πλούσια της δυτικής ηπείρου (ίσως και του κόσμου), όλοι οι κάτοικοί της, φορούσαν ανθρώπινες μάσκες που κάλυπταν όλο το σώμα. Ήταν τεχνολογικά και ψηφιακά εξελιγμένες και δεν μπορούσες να καταλάβεις τη διαφορά με την ανθρώπινη μορφή, με το ανθρώπινο πρόσωπο και το σώμα. Ούτε μπορούσες να αντιληφθείς τα αδιόρατα κάλπικα στοιχεία που είχαν πάνω τους, τούτες οι ωραίες μάσκες. Αλλά και οι μασκοφορούντες (κυριολεκτικά εκατομμύρια) ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι και κανένας δεν φανέρωνε το πραγματικό του πρόσωπο, ούτε καν τα παιδιά. Είχαν κι αυτά τη μάσκα τους, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ηλικιακής τους ομάδας και της φυσικής τους ενηλικίωσης. Όλοι συμμετείχαν στην προσωπική και γενική υποκρισία, στο μεγάλο ψέμα. Οι μάσκες προσέφεραν τάξη και ευρυθμία στην πόλη και στις συναλλαγές κάθε είδους, κυρίως στις οικονομικές και τις κοινωνικές. Προκαλούσαν μεγάλη ευχαρίστηση και φυσικά έδιναν στους «ιδιοκτήτες» τους τη μοναδική ευκαιρία μετοχής στην ανθρώπινη ευτυχία, στον πολιτισμό και την ιστορία. Κι αυτά δεν τα λες και λίγα.
Πέρα όμως από τις πνευματικές και πολιτιστικές διαστάσεις, οι άνθρωποι της μεγάλης πόλης, με τις μάσκες τους μπορούσαν να έχουν δύο εαυτούς. Αποκτούσαν τη δυνατότητα (τη λογάριαζαν για μεγάλη χαρά) να οργανώνουν τη ζωή τους πάνω στα ψέματα. Ζούσαν ευχαριστημένοι. Μια ζωή μέσα στο ψέμα και αυτό ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό της ύπαρξής τους. Περίμεναν όμως υπομονετικά για να κυριαρχήσουν και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, χωρίς μάσκες αυτήν τη φορά. Όταν θα επικρατούσαν ολοκληρωτικά, τότε θα αποκάλυπταν την καταγωγή και το αληθινό τους πρόσωπο. Έρχονταν από πολύ παλιά, από την εποχή των δεινοσαύρων, και ονομάζονταν συνθηματικά οι «Παλαιοί». Προκειμένου να καταλάβουν τον κόσμο, είχαν ως δεύτερο (και μακροπρόθεσμο στόχο) να πλουτίζουν κάθε μέρα και περισσότερο, να συσσωρεύουν χρήμα και κεφάλαια και να τα επενδύουν, στοχευμένα πάντα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Δημιουργούσαν τις κατάλληλες επενδυτικές συνθήκες, όπου δεν υπήρχαν, και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Παλαιά κόλπα.
Υπήρχαν όμως και δύο λεπτομέρειες, καθοριστικές θα μπορούσες να τις πεις. Η πρώτη ήταν ότι σε περιπτώσεις θανάτου οι μάσκες αφαιρούνταν και αποκαλυπτόταν το αληθινό πρόσωπο του θανόντος. Αυτή όμως η διαδικασία γινόταν από ειδικά και επιφορτισμένα συνεργεία για να μη αποκαλύπτεται η πραγματική εικόνα των προσώπων και των πραγμάτων. Διαρκούσε μόλις λίγα λεπτά ή κάμποσα δευτερόλεπτα, στην καλύτερη περίπτωση. Αμέσως μετά μεταφέρονταν στα αποτεφρωτήρια, τα οποία υπήρχαν σχεδόν παντού σαν τα περίπτερα ή τις καφετέριες. Ήταν αυστηρά θεσμοθετημένη η αποτέφρωση όλων των θανόντων. Απαγορευόταν δια ροπάλου η ταφή στο χώμα και στα διάφορα μαυσωλεία. Απαγορευόνταν επίσης και οι κηδείες, κατευθείαν ο θανών πήγαινε για αποτέφρωση. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια και αποδείξεις για τη φυσιολογία των νεκρών. Οι αρμόδιες αρχές φρόντιζαν γι’ αυτές τις καθοριστικές λεπτομέρειες. Και η δεύτερη λεπτομέρεια αφορούσε τις συνευρέσεις με τα ανθρώπινα όντα. Οι Παλαιοί μπορούσαν να συνευρίσκονται με ανθρώπους, όχι όμως για να αποκτήσουν απογόνους. Κάθε εγκυμοσύνη που εμπλέκονταν άνθρωποι ήταν –κυριολεκτικά- επικίνδυνα ανεπιθύμητη και διακοπτόταν άμεσα. Έπρεπε να κρατηθεί η καθαρότητα των Παλαιών, άθικτη κι αμόλυντη.
Οι ξένοι επισκέπτες κι όλοι όσοι έρχονταν στην πόλη (κι ήταν πολλές χιλιάδες καθημερινά), δεν γνώριζαν τα καλά φυλασσόμενα παλαιά μυστικά. Μόνο ένας μυστήριος τύπος, κάτι σαν ερευνητής -συγγραφέας, ο Γκόρντον Μοργκ*, υποψιαζόταν ότι κάτι συμβαίνει με τους κατοίκους της μεγάλης πόλης, κάτι μυστηριακά εξωπραγματικό και μισανθρώπινο.
Για μεγάλο διάστημα νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα στα προάστια και έψαχνε να βρει τι συμβαίνει, πάντα διακριτικά και με το πρόσχημα της καλλιτεχνικής –λογοτεχνικής παρατήρησης. Δήλωνε ότι ήταν συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών και ιστοριών μυστηρίου.
Η ευκαιρία για να μάθει, του δόθηκε όταν έγινε μια αιματηρή ληστεία μπροστά στα μάτια του, στο κέντρο της πόλης. Οι παραβατικές συμπεριφορές ήταν καθημερινές, όπως σε όλες τις πλούσιες μητροπόλεις. Ο ληστής έγινε αντιληπτός από μια αστυνομική περίπολο που περνούσε από εκείνο το σημείο. Ακολούθησε σφοδρή ανταλλαγή πυροβολισμών, ανάμεσα στους αστυνομικούς και τον ληστή. Ο δράστης τραυματίστηκε θανάσιμα. Σχεδόν αμέσως έφτασε ένα ασθενοφόρο για να μεταφέρουν τον νεκρό για τα περαιτέρω. Ο Μοργκ πήρε στο κατόπι τους τραυματιοφορείς και χωρίς να γίνει αντιληπτός στάθηκε δίπλα στο ασθενοφόρο, καταγράφοντας τα τεκταινόμενα. Τότε είδε τον επικεφαλής του υγειονομικού συνεργείου, που έδινε αυστηρές εντολές στους υπόλοιπους παρισταμένους, ν’ αφαιρεί τη μάσκα από τον νεκρό ληστή. Το θέαμα τον έκανε να παγώσει. Αυτό που αποκαλύφθηκε, έστω και στιγμιαία, ήταν τρομακτικό, το αποκαλυπτόμενο πρόσωπο δεν ήταν ανθρώπινο, δεν θύμιζε σε καμιά περίπτωση άνθρωπο. Αυτό που είδε ήταν το κεφάλι ενός ρινόκερου. Οι ρινόκεροι* τελικά είχαν καταλάβει τη μεγάλη πόλη και ετοιμάζονταν να καταλάβουν τον κόσμο. Ο Γκόρντον Μοργκ τότε ανέλαβε την πιο σημαντική αποστολή της ζωής του: να παραμείνει άνθρωπος.
*Συγγραφικό όνομα επηρεασμένο από τα δύο έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε: «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ» και «Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ».
*ρινόκεροι: Από το έργο του Ιονέσκο : «Ρινόκερος».

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Χαρακτικά (Του Νικόλα Κακατσάκη)

Ξύπνησα αργά και κατέβηκα την σκάλα με βήματα βαριά. Τα αυτιά μου βούιζαν από την μουσική των ενυπνίων και δεν άκουγα τα τριξίματα και τους πόνους της. Αν ήταν όλα ζωντανά μέσα στο σπίτι, σκάλα, πόρτες, παράθυρα, νεροχύτης και νιπτήρες θα τα σκότωνα για να επιστρέψω στο κρεβάτι χωρίς να ακούσω το παραμικρό από διαμαρτυρίες και κραυγές. Και αιτία θα ήταν αυτό το βουητό στ’ αυτιά.
Το ψηφιακό ρολόι δείχνει 11:35, στο παράθυρο το φως του ήλιου είναι δυνατό.
Μπαίνω στη μικρή τουαλέτα του ισογείου, απλά βρέχω την λεκάνη και τα πλακάκια, και πάλι χωρίς να υπολογίσω τις διαμαρτυρίες τους, βγαίνω και σωριάζομαι στο πλάι του τραπεζιού με την πλάτη της καρέκλας να ακουμπάει στον τοίχο εκεί που το ξύλο έχει αφήσει ένα μακρόστενο σημάδι…. Στο τραπέζι δίπλα μου η συσκευή του ασύρματου τηλεφώνου και η πρωινή εφημερίδα.
Ακούνητος για λίγη ώρα στην καρέκλα, τα μαλλιά πετάνε, μάγουλα πρησμένα και μάτια μισόκλειστα, γεμάτα τσίμπλες… αρχίζω ν’ ακούω, πρώτα τον θόρυβο του ψυγείου που σίγουρα είναι ζωντανό και έπειτα μακρινή κυκλοφορία αυτοκινήτων, μηχανές και το διπλανό γιαπί, το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπά εκκωφαντικά, πονάνε τ’ αυτιά μου, ένα, δύο κουδουνίσματα, το σηκώνω μουδιασμένα και μου μιλάει… “Μήνυμα από την υπηρεσία πρωινής αφύπνισης… σας γνωστοποιούμε ότι έχει τελειώσει ο καφές και τα κουλουράκια!” “θα ζήσετε έναν εφιάλτη…”
Στην κουζίνα μπαίνει ένα λιπόσαρκο αγόρι, ξυπόλητο με ρούχα που έχουν να φορεθούν εδώ από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Μόνο ψαράδικο παντελόνι με μαζεμένα τα μπατζάκια στις γάμπες και κοντό γιλεκάκι ξεκούμπωτο με κεντήματα και μικρές τσέπες. Στο κεφάλι φοράει φέσι φθαρμένο, στραβά με ξέπλεκη φούντα και κρατά ένα στρογγυλό μπακιρένιο δίσκο που γυαλίζει. Τα χρώματα των ρούχων του είναι λες και τυπώθηκαν πάνω σε χαρτί εκτυπωτή inkjet, στο πρόσωπο, στα χέρια, στην κοιλιά και το στήθος γραμμές και σπείρες μαύρες αλλάζουν πάχη μεταξύ τους λες και έχουν γίνει από καλλιγραφική πένα. Πάνω στο δίσκο ένα χάλκινο μπρίκι που αχνίζει. Μου αφήνει το φλιτζανάκι μπροστά μου και αδειάζει από πάνω τον καφέ να κάνει φουσκάλες “Πωωωω!! Μάτια που σας βλέπουν” ακούγεται μια φωνή από το πουθενά. Εμφανίζεται μια κοπέλα μαύρη αλλά μαύρη σαν μελάνη σινική, ολόγυμνη, με πιασμένα κότσο τα μαλλιά που κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα στήθη της ένα μπουκέτο λουλούδια μαύρα. Την διακρίνεις από γραμμές που η μελάνη λείπει και που την σχηματίζουν, παρόμοια με τ’ αγόρι, τα πάχη τους που διακυμαίνονται και οι απολήξεις τους που λεπταίνουν, οι καμπύλες και οι ευθείες την “ντύνουν” με μια αόρατη πανοπλία. Αρχίζουν να χορεύουν και να ερωτοτροπούν πιασμένοι με το ένα χέρι, στο άλλο κρατούν το αγόρι το δίσκο στον αέρα και η κοπέλα τα μαύρα λουλούδια στην πλάτη του καβαλιέρου της. Πίνω μια γερή γουλιά απ’ τον καφέ και αναζητώ αμέσως κάτι να με γλυκάνει, έστω ένα ποτήρι νερό παγωμένο, κάτι. Και ξαφνικά θυμάμαι.
“Σας θυμάμαι!!” ουρλιάζω “Βγήκατε από τα κάδρα!!, Πως;!!” “Πως τολμάτε;!!” Τρέχω στο σαλόνι και ψάχνω με την ματιά στον τοίχο, απ’ τα κάδρα λείπουν οι φιγούρες “Καραγκιόζηδες!!!” “Καραγκιόζηδες!!!” ζαλίζομαι, γυρίζω γύρω απ’ τον εαυτό μου μια στροφή και πέφτω στα μάρμαρα.
Η κοπέλα έχει κολλήσει τα χείλη της στο πεσμένο κορμί του, του φυσάει ζωή και μετά από κάθε πνοή μετρά και σταματά, τον ξαναφιλά, το αγόρι με τα χέρια ενωμένα σε μια γροθιά του πιέζει τότε ρυθμικά το στήθος. Η ώρα περνά…. Έχει μόλις νυχτώσει…
[το διήγημα αναφέρεται σε δυο χαρακτικά του Τάσσου Αλεβίζου]

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2022

Ισλανδία (Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου)

Αγαπημένη μου Νούρια. Κλείνω ένα χρόνο στο Ρέκιαβικ, ακόμα θυμάμαι τη μέρα που εκείνοι οι άθλιοι Γροιλανδοί ψαράδες με αποβίβασαν παράνομα, «Καλώς ήρθες στη Ντίσνευλαντ! Και μη διανοηθείς να επιστρέψεις, το αφεντικό θα σε ψάξει παντού». Μου είπαν. Στην αρχή βρήκα δουλειά στο λιμάνι. Κάθε που επέστρεφα βρωμοκοπούσα βακαλάο και λαρδί. Αλλά πίσω έχει αχλάδα την ουρά. Με τις πρώτες οικονομίες μου άνοιξα εστιατόριο στη Laugavegur, την εμπορική καρδιά της πόλης. Κρατάω τους τουρίστες στο κελάρι και διατηρώ τα όργανα τους σε ηφαιστειακό αλάτι, οι απανωτές εξαφανίσεις έχουν βέβαια θορυβήσει τις αρχές μιας τόσο φιλήσυχης χώρας. Δεν έχω πάντως παράπονο, οι δουλειές πάνε περίφημα, αποφεύγω μόνο τους Έλληνες. Το κρέας τους είναι πλούσιο σε τοξίνες και μπορεί να προκαλέσει δηλητηρίαση...

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

Το δράμα Της Οινώνης (Του Απόστολου Θηβαίου)

Στους περί της όχθης
Του ποταμού Κεβρήνα
οικισμούς
Σκαρφάλωσαν από την πλαγιά. Ήσυχα να μην τους δούνε, να μην τους αγροικήσουνε. Πήγαιναν από πέτρα σε πέτρα, σαν τα φίδια, σαν τα φίδια. Πρώτος ο Αντρέας και πίσω ο Λευτέρης και ο Τάσος. Ανέβαιναν ζωσμένοι και ίσαμε την πηγή είχαν κερδίσει τρεις ώρες δρόμο. Το είχαν βάλει σκοπό να τον χαλάσουν. Τους είχε γελάσει, πίστευαν και είχαν με το ασήμι αγοράσει την κρυψώνα του. Η Οινώνη, αυτή ευθύνεται. Την πλησιάσανε, της τάξανε μαλάματα, της χαρίσανε φλουριά, είπε του λόγου της τρεις φορές το ναι. Τους έδειξε πού κρύβεται, τους έβαλε να της υποσχεθούν πως δεν τον πειράξουν. Μα ήταν πλάνητες οι τρεις τους και την γελάσανε. Για αυτό τώρα τρέχει πίσω τους, γυναίκα πράγμα να παίρνει τον δρόμο και να τραβά. Όσοι την είδαν έχουν να λένε. Άμα την ρωτήσανε στην πρώτη βρύση, τους είπε, να τον προλάβω θέλω, να τον προλάβω. Πέφτανε πίσω της οι σταυροί επειδή το είχαν νιώσει εκείνοι που απάντησε πως είναι από αγάπη καμωμένο το βήμα της. Ελάφι γίνηκε να τρέξει να του πει, να του ομολογήσει. Να τους προλάβει, να τα πετάξει τα μαλάματα, να τα σκορπίσει τα φλουριά
. Τρέξε Οινώνη, τρέξε, πριν πέσει η νύχτα θα τον έχουν φθάσει οι φονιάδες. Και όλο πέφτει και προσεύχεται και συνεχίζει με το κορμί της φύλλο, με το κορμί της φύλλο τρεμάμενο. Τρέξε Οινώνη, τρέξε, πριν πέσει η νύχτα θα έχουν θερίσει την ψυχή του και εκείνη φτερουγίζει στο κατόπι τους. Μα οι άλλοι είναι ζαρκάδια. Πατούν στην πέτρα και εκείνη βογγάει, παιδί μου. Τον βρήκανε, πέρα στην ράχη του βουνού, στο γκρεμισμένο χάνι. Θα πάνε από γύρο. Να τον κυκλώσουνε μωρέ, να μην γλιτώσει.
Τρέξε Οινώνη, γίνε πουλί, γίνε καπνός Οινώνη. Και έχει ανοίξει η πουκαμίσα της και η ζώνη της έχει χαθεί, δυο τρεις σειρές ανεμίζουν πίσω της οι δαντέλες.
Πού σου ΄πεσε η τραχηλιά, που ΄χασες το σεγκούνι σου. Και εκείνη δεν αποκρίνεται, μονάχα προχωρεί, φυλά τα μάτια της και προχωρά και είναι ολάκερη κατάστικτη, τρεκλίζοντας πηγαίνει. Να την, έφθασε, δείτε την Οινώνη, άγαλμα καταματωμένο, κορίτσι από τις Καρυές με πάλλευκο λαιμό. Τους βλέπει, κοιτάζει που λάμπουν τα σπαθιά, τους βλέπει που χτυπάνε. Τους βλέπει που κόβουν το πλατάνι και τους μαρτυράει. Ούτε ήμουν, ούτε φάνηκα ψιθυρίζει η Οινώνη μες στην βαθιά συνείδηση της πράξης της.
Χύνεται μες στα χαλάσματα, πάνω του πέφτει να τον γλιτώσει, μονάχος του να μην πεθάνει. Να τον πλύνει τρυφερά, σαν το νερό, να τον σκεπάσει. Να απαρνηθεί την μοίρα της δεν το μπορεί. Τρία σπαθιά και τρεις γκρεμοί. Τώρα περνούν οι εραστές, ωραίοι, στολισμένοι από το χέρι της πρώτης άνοιξης. Καλά κρατεί για την Οινώνη και τον Πάρη, καλά κρατεί το δείπνο το μυστικό κάτω στης Περσεφόνης τους θαλάμους.
Μετά την παράσταση και αφού ο αφηγητής είπε τα στερνά τα λόγια, χαιρέτησαν το κοινό και συζήτησαν με όλους. Όλοι είχαν να λένε για την ερμηνεία της Οινώνης. Μα και ο Πάρης, έλεγαν με στόμφο. Όμως κάτι εντός τους καθιστούσε την Οινώνη πρόσωπο κεντρικό. Θες η πράξη, θες η ομορφιά της, τον είχε επισκιάσει πέρα ως πέρα αυτόν τον Πάρη. Ο τελευταίος δεν νοιαζότανε. Χαμογελούσε και φύλαγε το μερτικό του. Από την άλλη η Οινώνη είχε αντιληφθεί πως την αγαπούσαν υπέρμετρα και κάθε τόσο θύμιζε σε όλα την φριχτή της ηρωίδα. Μέχρι που αναρωτιόμαστε αν ποτέ θα μπορούσε η δική μας Οινώνη, ετούτη εδώ να διορθώσει ένα τέτοιο λάθος. Έπειτα δίχως απάντηση την κοιτούσαμε καθώς περνούσε χορευτικά πάνω στα σανίδια της σκηνής, προβάροντας κάτι ωραία τεχνάσματα που ΄χε ξεσηκώσει από τον κινηματογράφο. Η Οινώνη ήταν όμορφη πολύ, ένα ολάκερο λεξιλόγιο, ένας ευαγγελισμός.

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2022

Η σεμνοτυφία στη "Νέα Ελληνική Λογοτεχνία"

Αν κάποιος "παρακολουθήσει" τίποτα Κατσουλαρέικα, Κρομυδιάρικα ή Μαλακατέδικα "σεμινάρια δημιουργικής γραφής" τα οποία αφθονούν μαζί με τα κορόιδα που πάνε και εγγράφονται θα διαπιστώσει ένα πράγμα, πως η λέξη μνι (με μπόλικα φωνήεντα που λέμε και στο χωριό μου) κάνει τζιζ, γενικώς η βωμολοχία αποτελεί κόκκινο πανί για τους κάθε λογής δημοσίους υπαλλήλους των γραμμάτων που ωσάν άλλες γυμνασιάρχισες επιδιώκουν όχι απλά λιμαρισμένες γωνίες αλλά και μια λουλουδάτη ελαφρότητα την οποία μετά χαράς σιγοντάρει η εκδοτική μούργα στα πλαίσια της "εκμάθησης" του αναγνωστικού κοινού
Κι όμως, μιλάμε για μια χώρα που έβγαλε έναν Μουρσελά και έναν Ταχτσή, που η σύγχρονη λογοτεχνική της παράδοση περιλαμβάνει έναν Γκόρπα και έναν Πετρόπουλο. Αυτός ο πλούτος πλέον όχι μόνο έχει φτάσει στο σημείο να φοβίζει τους ανάξιους γόνους και τους τσανακογλείφτες "κριτικούς" αλλά σαν απεγνωσμένο αντίβαρο πλέον υφιστάμεθα τα τσισάκια της γάτας της Διβάνη και τις ανθισμένες αμυγδαλιές της Φωσκόλου, οι εκδοτικοί χύνουν τόνους χαρτοπολτού πάνω στη γόνιμη κοπριά της βωμολοχίας προκειμένου να καλύψουν μια πολύ πιο δύσωδη μπόχα που αναδύεται από την λογοτεχνική πτωμαϊνη των ανέμπνευστων πουλέν τους.
Φυσικά ένα υβρεολόγιο σαν αυτοσκοπός δεν σημαίνει τίποτα απολύτως, όταν όμως αυτό αποτελεί αλογόκριτη συνθήκη της έμπνευσης τότε επιβάλλεται. Με λίγα λόγια, διαβάστε τα "Μουνάκια" του Βάρναλη ρε τενεκέδες που αν ο άνθρωπος απευθυνόταν σήμερα σε κάποιον εκδοτικό οι διάφορες εμμηνοπαυσικές Μπούρες θα του πετούσαν τη δουλειά του στο κεφάλι.
Αν πάντως υπάρχει κάτι παρήγορο, αυτό είναι πως η underground λογοτεχνία φυλάει και πάλι Θερμοπύλες. Όπως πάντα έκανε και όπως θα συνεχίσει να κάνει, γιατί η "παράδοση" πάντα υπερισχύει όταν αντιμάχεται τα σημεία των καιρών και στο τέλος είναι αυτή που αναδύεται στην επιφάνεια...

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

Ο Βυθός (αστυνομικό αφήγημα υπαρξιακής αστοχίας)- Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου

«Όταν έπεφτα στο κρεβάτι μικρός φανταζόμουν το στρώμα σαν μια σκοτεινή υδάτινη μάζα. Ίσως γι αυτό μεγαλώνοντας έγινα δύτης. Καταδυόμενος στο βυθό μπορούσα να δραπετεύω από την πραγματικότητα, να ξεχνάω τα προβλήματα μου έστω και προσωρινά. Όπως δηλαδή έκανα και παιδί κάθε φορά που πήγαινα για ύπνο.
» Το μεσημέρι της προηγούμενης Κυριακής λάβαμε κλήση για ναυάγιο ανοιχτά της Αίγινας. Το φορτηγό «Ορφέας» είχε δώσει το τελευταίο στίγμα του στις εννέα το πρωί και έκτοτε αγνοούνταν. Οι συντεταγμένες εντοπίστηκαν δύο ώρες αργότερα και δόθηκε η εντολή από το κεντρικό λιμεναρχείο για τη διενέργεια αυτοψίας και τον εντοπισμό τυχόν αγνοουμένων. Στην υποβρύχια αποστολή συμμετείχαν μαζί μου ο Κρέτσας και ο Καρασαλίδης. Εγώ μπήκα στο εσωτερικό της γέφυρας ενώ ο Κρέτσας στο αμπάρι, ο Καρασαλίδης κινήθηκε περιμετρικά για τον εντοπισμό πιθανών ρηγμάτων. Οι πρώτες ενδείξεις επιβεβαίωσαν τις υποψίες για μετατόπιση φορτίου λόγω σφοδρής κακοκαιρίας. Με την ολοκλήρωση της έρευνας παρέδωσα το υλικό της κάμερας στην αρμόδια υπηρεσία, η βιντεοσκόπηση απέδειξε τους ισχυρισμούς μου ότι το πλοίο ήταν άδειο, δεν βρέθηκαν αγνοούμενοι ούτε νεκροί μέσα στη γέφυρα ή σε οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό σημείο του. Το ίδιο βράδυ τηλεφώνησα στον Κρέτσα και του είπα την αλήθεια, ίσως γιατί ήμουν σίγουρος πως θα ήταν ο μόνος που θα με πίστευε. Το πλήρωμα ήταν συγκεντρωμένο στην τραπεζαρία, φορώντας τα γιορτινά του, τα μάτια τους έλειπαν από τις κόγχες και το δέρμα τους είχε αποκτήσει μια πρασινωπή, εξασθενημένη απόχρωση. Παρέμεναν ωστόσο ευδιάθετοι και φιλοτιμήθηκαν να με κεράσουν γλυκό κυδώνι του κουταλιού»
«Εντάξει, ας κάνουμε ένα διάλειμμα τώρα κύριε Κοζανίδη να πάρετε και σεις μια ανάσα, θα σας αφήσουμε λιγάκι μόνο και θα επανέλθουμε σε δέκα λεπτά να συνεχίσετε την κατάθεση, θα θέλατε να σας φέρουμε κάτι από το κυλικείο;»
«Μια σπανακόπιτα και ένα μπουκαλάκι νερό, έχει στεγνώσει το στόμα μου και το στομάχι μου γουργουρίζει»
«Είναι τρελός για δέσιμο τελικά»
Λέω στον Ηλιάδη μόλις κλείνουμε την πόρτα του ανακριτικού γραφείου πίσω μας.
«Δεν θα μου κάνει εντύπωση αν ο εισαγγελέας διατάξει τον εγκλεισμό του μόλις παραλάβει το αντίγραφο της έκθεσης».
«Λοιπόν, ισχυρίζεστε ότι μιλήσατε με τον Κρέτσα λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει;»
Τον ρωτάω επανερχόμενος στην αίθουσα με τον Ηλιάδη. Πίνει μια δειλή γουλιά από το μπουκαλάκι και μας κοιτάει εναλλάξ.
«Μάλιστα. Αφού του εκμυστηρεύτηκα τα πάντα πήγε την επόμενη μέρα μόνος του με ιδιωτικό ταχύπλοο και τον εξοπλισμό του για να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς μου. Το ξαναλέω ότι ο Κρέτσας ήταν γεννημένος με το γονίδιο της αμφιβολίας, υπήρξε επιστήθιος φίλος μου για μια δεκαετία, θέλω να πω ότι τον ήξερα αρκετά καλά. Το ίδιο βράδυ με πήρε κλαίγοντας και μου είπε, σχεδόν παραληρώντας ότι είχα δίκιο, το επόμενο πρωί πληροφορήθηκα το θάνατο του»
«Πως εξηγείτε το γεγονός ότι οι υποβρύχιες κάμερες δεν κατέγραψαν το πλήρωμα;»
Αφήνει το μπουκαλάκι και προσπαθεί να πνίξει το γέλιο του στην παλάμη.
«Τα πνεύματα δεν μπορούν να απαθανατιστούν στο φακό, η μόνη όραση που μπορεί να τα συλλάβει είναι η πίστη»
***
Μπήκα στο σπίτι λίγο μετά τις εννιά, μια περίεργη αίσθηση με τυραννούσε από τη στιγμή που είχα αφήσει το αστυνομικό Μέγαρο. Κοίταξα στο ράφι της βιβλιοθήκης την κορνιζαρισμένη φωτογραφία της, δεν είχα καταλάβει γιατί εξακολουθούσα να τη διατηρώ κοντά έξι μήνες μετά το χωρισμό μας. Στη θέα της δεν αναγνώριζα παρά ένα άψυχο κομμάτι χαρτί, η μορφή της στριφογύρισε στο νου μου σαν βαλσαμωμένη ανάμνηση. Η δυσάρεστη αίσθηση επιδεινώθηκε και άρχισε να γίνεται αφόρητη. Έπεσα στο κρεβάτι ευχόμενος να με πάρει ο ύπνος όσο πιο γρήγορα γινόταν, δραπετεύοντας από τη νυχτερινή μελαγχολία που νέκρωνε κάθε ικμάδα του σώματος και του νου μου. Ένιωσα το στρώμα να γίνεται ρευστό, να με ρουφάει μέσα του αβοήθητο, προσπάθησα να απλώσω τα χέρια μου για να γραπωθώ από κάπου, αλλά δεν έβρισκα τίποτα, καμία χείρα βοηθείας μέσα στη ληθαργική μοναξιά μου. Αφέθηκα απλά να βυθίζομαι, και όσο καταδυόμουν στην πηχτή άβυσσο τόσο πιο ελεύθερος ένιωθα.

Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Old fashion (Του Απόστολου Θηβαίου)

>Ιστορίες από το βιβλίο Του αντικρίσματος Της ζωής
Τους λογαριάζουν για πρόσφυγες. Τους βλέπουν που περνούν μέσα από την αρχαία την αγορά και δεν μιλούν. Πουλάνε πασατέμπο και ασημένια καθρεφτάκια και τσιγάρα. Πουλάνε και εφημερίδες τις Κυριακές μα τούτο το κέρδος τους δεν είναι σταθερό. Και δεν μιλούν. Γιατί τους πέφτει βαριά η ζωή και είναι τα βάσανά τους αξεπέραστα. Δεν μιλούν ακόμη επειδή κάποτε στον καιρό τους φτιάξανε μια αγάπη με το τίποτε. Πόσο γρήγορα την χάσανε, κανείς δεν θα το πει, κανείς από όσους δεν δοκίμασαν το πικρό τους ποτήρι.
Τέτοια ήταν και η ζωή του μπάρμπα Πέτρου. Σκόρπια γυαλιά που πια δεν κολλάνε. Είχε λάβει μέρος στον μεγάλο πόλεμο του καιρού του. Και ταξίδεψε και μέχρι την Κορέα, γύρισε και έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά. Στην αρχή άνοιξε το μαγειρείο μα τα χρόνια ήταν δύσκολα και τα νοίκια ακριβά. Το΄χασε και έμεινε στον άσσο. Μα δεν το΄βαλε κάτω, τράβηξε κατά τα γήπεδα και με το καροτσάκι του πουλούσε ξηρούς καρπούς και αναψυκτικό. Με τον καιρό το βελτίωσε το καρότσι του και έβαλε και υποδοχή για τον πάγο. Τότε ο μπάρμπα Πέτρος γίνηκε ανάρπαστος. Πάντα ξεπουλούσε προτού ξεκινήσει ο αγώνας και αν το έκανε κέφι έβγαζε και εκείνος το εισιτήριο και πανηγύριζε με τα σχολιαρόπαιδα την ντρίπλα και το γκολ. Και έκανε συχνά κέφι καθώς θυμόταν πως στα νιάτα του το΄θελε πολύ να γίνει ποδοσφαιριστής και πως αν δεν ήταν εκεί το δυστύχημα, κάτι θα ΄χει κατορθώσει.
Μα εκείνο το βράδυ το καμιόνι γλίστρησε, πίσω η καρότσα κουνήθηκε νευρικά και όλοι οι μάγκες βρεθήκανε στον δρόμο. Τους μισούς τους πιάσανε οι Γερμανοί πέρα στα Χαυτεία και τους εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες σε μια κάθετη της οδού Αιόλου. Ο μπάρμπα Πέτρος με χτυπημένο το πόδι του σύρθηκε μες στο σκοτάδι και σώθηκε. Μα τα όνειρά του σκόρπισαν και έγιναν σκληρές οι Κυριακές. Έτσι τούτη η ενασχόληση με τα γήπεδα κάπως του κάνει καλό και του θυμίζει τα ωραία χρόνια. Αυτά που πέρασαν, τις γενιές που εξαφανίζονται με κύκλους κατάμαυρους κάτω από τα μάτια. Με την χιονισμένη του προσωπίδα και τα βαριά τα ματόφυλλα περνά και χάνεται τραβώντας το ίδιο μονοπάτι.
Μια μέρα σαν αυτή θα τον βρει απέναντί του. Έτσι λέει. Θα ΄ναι με λουστρίνι και καλά παπούτσια. Θα΄ναι με πορφύρα στο πέτο σαν την φιγούρα που ξεσηκώνει μια σεβιλιάνικη ομορφιά. Θα του γελά με εκείνο τον τρόπο που φανερώνει πως πάει, χάθηκε και τούτη η παρτίδα. Θα παίζει το κομπολόι του χάντρα την χάντρα, πίσω του θα ανάβει εκείνη η κινέζικη ρεκλάμα με την μακρόσυρτη επωνυμία ενεχυροδανειστήριον Π. και ένας μικρός θα πουλά σαν πάντα βεντάλιες από φτερά που τόσο αρέσουν στις κυρίες και καρτ ποστάλ που σήμερα είναι της μόδας . Το κόστος τους ποικίλει ανάλογα την παλαιότητα, φαντάσου.
Ο μπάρμπα Πέτρος που θα νιώσει πως τον ξέρει από παλιά, θα βγάλει το καπέλο του. Θα γυρέψει στην μέσα τσέπη του γιλέκου του το παλιό ρολόι που χτυπά σαν ξεχαρβαλωμένη αγάπη. Θα βρει και την δραχμούλα την μικρή με την σκληρή την μοίρα. Θα την αφήσει στο μεταλλικό τραπεζάκι και έπειτα θα προχωρήσει . Να που ήρθε ο καιρός να γίνει και ο μπάρμπα Πέτρος σαν εκείνους τους πλάνητες που χαράζουν μες στην ζωή τον δικό τους τον δρόμο. Όποιος τον γυρέψει θα μάθει τι απέγινε και ίσια θα τραβήξει για το σπίτι του. Δόντι χαλασμένο μες στην ωραία πολιτεία που αλλάζει και εκμοντερνίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως. Θα βρει το καντηλάκι το παλιό, ένα ποτήρι του κρασιού και ένα φυτίλι, τίποτε περισσότερο. Θα το βρει γκρίζο και σκοτεινό στην κόχη του τοίχου , πλάι στο χνάρι από τ΄αγγιγμα του γέρου. Έτσι του πρέπει εκείνου που η ιστορία του στάθηκε μια παραβολή γεμάτη ομορφιές και εγκαρτέρηση.
Μα όλα αυτά κάποια μέρα. Γιατί ακόμη ο μπάρμπα Πέτρος δεν τον αντάμωσε. Και όλο ρωτάει στο καφενείο μήπως και τον ζήτησε κανείς. Ποιον περιμένεις μπάρμπα Πέτρο, τον ρωτούν και εκείνος πιάνει κάτι μισόλογα εκνευρισμένος. Κανέναν, είπα μήπως, δηλαδή δεν κάνει να ρωτήσουμε, λέει με τρόπο και γυρεύει να απομείνει μόνος , έτσι για να μυρίσει λίγο το όνειρο που ζει πια μονάχα μες στους δυο του ύπνους.
Το όνομά της είναι Λένα και αρκεί μια συλλαβή για να βρει το άγριο, το μυστικό της φέρσιμο. Χορεύει στα μαγαζιά του λιμανιού. Αν τάχα μπορούσε κανείς να την παρομοιάσει με μια εποχή θα την έλεγε κινέζικο καλοκαίρι. Κατά τον οριζόντιο διαμελισμό της θα βρεις την πλατιά ψυχή της. Πάνω της στο μεταξύ μπορεί κανείς να αναγνωρίσει χαράδρες και γκρεμούς και ωραίες πεδιάδες με λογιών γεννήματα. Το όνομά της είναι Λένα και κατοικεί κάπου στην οδό Μαγνησίας. Ένας κόσμος τόσο κοντινός και τόσο μακρινός σε σχέση με εκείνον που άφησε μια φορά και έναν καιρό. Εδώ την ζωή σου την αντικρίζεις μέσα από το σκούρο γυαλί του μπουκαλιού. Τον χρόνο τον μετράς με την άφιξη και την αναχώρηση του πλοίου της καραντίνας που παίρνει αρρώστους κάθε απόγευμα, περί τις επτά. Αργά που τους φορτώνει, κανείς δεν βιάζεται σαν είναι να πεθάνει. Η Λένα έχει την κατατομή μιας αληθινής θεάς και ίσως να μην σώζεται εκείνη η μαρτυρία που την θέλει στην αγκαλιά του Ευρώτα, μισή από έρωτα και μισή καθήκον. Μα δεν μπορεί, θα ΄ναι αλήθεια, τόσο όμορφη που είναι. Η Λένα βγαίνει στην σκηνή, όλα γίνονται σαββατιάτικα και γιορτινά πολύ. Ντύνεται με ανδρικό κοστούμι και όλες της οι ιστορίες έχουν να κάνουν με του δρόμου τις υποθέσεις. Το καλό και το ωραίο και το τρυφερό έχουν φωλιάσει μες στην καρδιά της. Αφού τελειώσει το νούμερό της βγαίνει με ένα φουστάνι από θαμπό μαύρο, πολυκαιρισμένο και λέει μερικά ρεφραίν του συρμού με την ωραία της φωνή. Τότε είναι που στο μαγαζί εισβάλλουν οι μνηστήρες, χαλώντας τον κόσμο. Ακουμπάνε στα πόδια της πιοτά και της τάζουν μια ζωή βασιλική. Μα πάντα εκείνη που τον συλλογίζεται όλα τα αρνείται. Λέει πως αν δεν είναι έρωτας τίποτε δεν αξίζει και περνά στις αθανασίες. Λήθη και χαλασμένο μακιγιάζ και η ζωή της Λένας που τροχοδρομεί δίχως σταματημό. Καμιά φορά την παίρνει και εκείνη το παράπονο. Τον θυμάται, τον Πέτρο, τον δικό της Πέτρο που στο έβγα του Γενάρη της είπε. «Φεύγω Λένα. Πάνω σε έναν τόπο μακρινό, πολύ μακρινό. Φαντάσου Λένα, εκεί τα παιδιά φτιάχνουν μάσκες από ζάχαρη και άμα χορτάσουνε τα αστεία τις κατασπαράζουν έξω από τα σκαλιά των παλιών Ιησουιτών. Θα σου γράψω Λένα μόλις φτάσω μα σου λέω είναι άλλο πράγμα εκείνη η ζωή. Είναι, πάει να πει, μια αληθινή περιπέτεια με το σκίρτημα, τον κίνδυνο, τις ζωγραφιές της. Θα φύγω, να με συγχωρείς, έχω έναν εαυτό για να κερδίσω.»
Τους λογαριάζουν για πρόσφυγες. Δεν σκέπτονται πως μες στις τσέπες του παλτού τους κρατούν ακόμη τα πειστήρια εκείνου του καιρού. Ας είναι. Θυμίζουν σπίτια αγρίσκιωτα όπως εκείνα των ανεπανάληπτων νεκρών, την μόνη απόδειξη του χρόνου που αιωνίως καταμετρείται. Δεν λογαριάζουν πως κάποτε αυτοί οι άνθρωποι αγάπησαν βαθιά ένα κορίτσι με το όνομα Λένα. Δεν υποψιάζονται πως το τέλος στα φιλμ το γράφει πάντα η ακούσια ανάγκη. Δεν υπολογίζουν πως για αυτούς τους ιδιότυπους πρόσφυγες την μοίρα τους την υπογράφει πάντα η βροχή, πως όλη τους η ύπαρξη στέκει κάπου εκεί έξω, νεύμα αμετάδοτο και ιστορία προσωπική.
Όπως αυτή του μπάρμπα Πέτρου και της Λένας που είχε φωνή ομορφότερη από του αηδονιού. Την ζήλεψε ο βασιλιάς χρόνος και όλα της τα πήρε. Τώρα οι δυο τους, από μια απόσταση θεμελιωμένη και αξεπέραστη, περνούν και χάνονται φεγγάρια που κυλούν στις λεωφόρους, ρεύματα ηλεκτρικά επάνω στις γραμμές των σιδηροδρόμων, τις μονότονες.