Χαρακτικά (Του Νικόλα Κακατσάκη)

Ξύπνησα αργά και κατέβηκα την σκάλα με βήματα βαριά. Τα αυτιά μου βούιζαν από την μουσική των ενυπνίων και δεν άκουγα τα τριξίματα και τους πόνους της. Αν ήταν όλα ζωντανά μέσα στο σπίτι, σκάλα, πόρτες, παράθυρα, νεροχύτης και νιπτήρες θα τα σκότωνα για να επιστρέψω στο κρεβάτι χωρίς να ακούσω το παραμικρό από διαμαρτυρίες και κραυγές. Και αιτία θα ήταν αυτό το βουητό στ’ αυτιά.
Το ψηφιακό ρολόι δείχνει 11:35, στο παράθυρο το φως του ήλιου είναι δυνατό.
Μπαίνω στη μικρή τουαλέτα του ισογείου, απλά βρέχω την λεκάνη και τα πλακάκια, και πάλι χωρίς να υπολογίσω τις διαμαρτυρίες τους, βγαίνω και σωριάζομαι στο πλάι του τραπεζιού με την πλάτη της καρέκλας να ακουμπάει στον τοίχο εκεί που το ξύλο έχει αφήσει ένα μακρόστενο σημάδι…. Στο τραπέζι δίπλα μου η συσκευή του ασύρματου τηλεφώνου και η πρωινή εφημερίδα.
Ακούνητος για λίγη ώρα στην καρέκλα, τα μαλλιά πετάνε, μάγουλα πρησμένα και μάτια μισόκλειστα, γεμάτα τσίμπλες… αρχίζω ν’ ακούω, πρώτα τον θόρυβο του ψυγείου που σίγουρα είναι ζωντανό και έπειτα μακρινή κυκλοφορία αυτοκινήτων, μηχανές και το διπλανό γιαπί, το τηλέφωνο αρχίζει να χτυπά εκκωφαντικά, πονάνε τ’ αυτιά μου, ένα, δύο κουδουνίσματα, το σηκώνω μουδιασμένα και μου μιλάει… “Μήνυμα από την υπηρεσία πρωινής αφύπνισης… σας γνωστοποιούμε ότι έχει τελειώσει ο καφές και τα κουλουράκια!” “θα ζήσετε έναν εφιάλτη…”
Στην κουζίνα μπαίνει ένα λιπόσαρκο αγόρι, ξυπόλητο με ρούχα που έχουν να φορεθούν εδώ από τις αρχές του περασμένου αιώνα. Μόνο ψαράδικο παντελόνι με μαζεμένα τα μπατζάκια στις γάμπες και κοντό γιλεκάκι ξεκούμπωτο με κεντήματα και μικρές τσέπες. Στο κεφάλι φοράει φέσι φθαρμένο, στραβά με ξέπλεκη φούντα και κρατά ένα στρογγυλό μπακιρένιο δίσκο που γυαλίζει. Τα χρώματα των ρούχων του είναι λες και τυπώθηκαν πάνω σε χαρτί εκτυπωτή inkjet, στο πρόσωπο, στα χέρια, στην κοιλιά και το στήθος γραμμές και σπείρες μαύρες αλλάζουν πάχη μεταξύ τους λες και έχουν γίνει από καλλιγραφική πένα. Πάνω στο δίσκο ένα χάλκινο μπρίκι που αχνίζει. Μου αφήνει το φλιτζανάκι μπροστά μου και αδειάζει από πάνω τον καφέ να κάνει φουσκάλες “Πωωωω!! Μάτια που σας βλέπουν” ακούγεται μια φωνή από το πουθενά. Εμφανίζεται μια κοπέλα μαύρη αλλά μαύρη σαν μελάνη σινική, ολόγυμνη, με πιασμένα κότσο τα μαλλιά που κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα στήθη της ένα μπουκέτο λουλούδια μαύρα. Την διακρίνεις από γραμμές που η μελάνη λείπει και που την σχηματίζουν, παρόμοια με τ’ αγόρι, τα πάχη τους που διακυμαίνονται και οι απολήξεις τους που λεπταίνουν, οι καμπύλες και οι ευθείες την “ντύνουν” με μια αόρατη πανοπλία. Αρχίζουν να χορεύουν και να ερωτοτροπούν πιασμένοι με το ένα χέρι, στο άλλο κρατούν το αγόρι το δίσκο στον αέρα και η κοπέλα τα μαύρα λουλούδια στην πλάτη του καβαλιέρου της. Πίνω μια γερή γουλιά απ’ τον καφέ και αναζητώ αμέσως κάτι να με γλυκάνει, έστω ένα ποτήρι νερό παγωμένο, κάτι. Και ξαφνικά θυμάμαι.
“Σας θυμάμαι!!” ουρλιάζω “Βγήκατε από τα κάδρα!!, Πως;!!” “Πως τολμάτε;!!” Τρέχω στο σαλόνι και ψάχνω με την ματιά στον τοίχο, απ’ τα κάδρα λείπουν οι φιγούρες “Καραγκιόζηδες!!!” “Καραγκιόζηδες!!!” ζαλίζομαι, γυρίζω γύρω απ’ τον εαυτό μου μια στροφή και πέφτω στα μάρμαρα.
Η κοπέλα έχει κολλήσει τα χείλη της στο πεσμένο κορμί του, του φυσάει ζωή και μετά από κάθε πνοή μετρά και σταματά, τον ξαναφιλά, το αγόρι με τα χέρια ενωμένα σε μια γροθιά του πιέζει τότε ρυθμικά το στήθος. Η ώρα περνά…. Έχει μόλις νυχτώσει…
[το διήγημα αναφέρεται σε δυο χαρακτικά του Τάσσου Αλεβίζου]

Σχόλια