ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Στη μεγάλη πόλη, την πιο μεγάλη και την πιο πλούσια της δυτικής ηπείρου (ίσως και του κόσμου), όλοι οι κάτοικοί της, φορούσαν ανθρώπινες μάσκες που κάλυπταν όλο το σώμα. Ήταν τεχνολογικά και ψηφιακά εξελιγμένες και δεν μπορούσες να καταλάβεις τη διαφορά με την ανθρώπινη μορφή, με το ανθρώπινο πρόσωπο και το σώμα. Ούτε μπορούσες να αντιληφθείς τα αδιόρατα κάλπικα στοιχεία που είχαν πάνω τους, τούτες οι ωραίες μάσκες. Αλλά και οι μασκοφορούντες (κυριολεκτικά εκατομμύρια) ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένοι και κανένας δεν φανέρωνε το πραγματικό του πρόσωπο, ούτε καν τα παιδιά. Είχαν κι αυτά τη μάσκα τους, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της ηλικιακής τους ομάδας και της φυσικής τους ενηλικίωσης. Όλοι συμμετείχαν στην προσωπική και γενική υποκρισία, στο μεγάλο ψέμα. Οι μάσκες προσέφεραν τάξη και ευρυθμία στην πόλη και στις συναλλαγές κάθε είδους, κυρίως στις οικονομικές και τις κοινωνικές. Προκαλούσαν μεγάλη ευχαρίστηση και φυσικά έδιναν στους «ιδιοκτήτες» τους τη μοναδική ευκαιρία μετοχής στην ανθρώπινη ευτυχία, στον πολιτισμό και την ιστορία. Κι αυτά δεν τα λες και λίγα.
Πέρα όμως από τις πνευματικές και πολιτιστικές διαστάσεις, οι άνθρωποι της μεγάλης πόλης, με τις μάσκες τους μπορούσαν να έχουν δύο εαυτούς. Αποκτούσαν τη δυνατότητα (τη λογάριαζαν για μεγάλη χαρά) να οργανώνουν τη ζωή τους πάνω στα ψέματα. Ζούσαν ευχαριστημένοι. Μια ζωή μέσα στο ψέμα και αυτό ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό της ύπαρξής τους. Περίμεναν όμως υπομονετικά για να κυριαρχήσουν και στην υπόλοιπη ανθρωπότητα, χωρίς μάσκες αυτήν τη φορά. Όταν θα επικρατούσαν ολοκληρωτικά, τότε θα αποκάλυπταν την καταγωγή και το αληθινό τους πρόσωπο. Έρχονταν από πολύ παλιά, από την εποχή των δεινοσαύρων, και ονομάζονταν συνθηματικά οι «Παλαιοί». Προκειμένου να καταλάβουν τον κόσμο, είχαν ως δεύτερο (και μακροπρόθεσμο στόχο) να πλουτίζουν κάθε μέρα και περισσότερο, να συσσωρεύουν χρήμα και κεφάλαια και να τα επενδύουν, στοχευμένα πάντα, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη. Δημιουργούσαν τις κατάλληλες επενδυτικές συνθήκες, όπου δεν υπήρχαν, και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία. Παλαιά κόλπα.
Υπήρχαν όμως και δύο λεπτομέρειες, καθοριστικές θα μπορούσες να τις πεις. Η πρώτη ήταν ότι σε περιπτώσεις θανάτου οι μάσκες αφαιρούνταν και αποκαλυπτόταν το αληθινό πρόσωπο του θανόντος. Αυτή όμως η διαδικασία γινόταν από ειδικά και επιφορτισμένα συνεργεία για να μη αποκαλύπτεται η πραγματική εικόνα των προσώπων και των πραγμάτων. Διαρκούσε μόλις λίγα λεπτά ή κάμποσα δευτερόλεπτα, στην καλύτερη περίπτωση. Αμέσως μετά μεταφέρονταν στα αποτεφρωτήρια, τα οποία υπήρχαν σχεδόν παντού σαν τα περίπτερα ή τις καφετέριες. Ήταν αυστηρά θεσμοθετημένη η αποτέφρωση όλων των θανόντων. Απαγορευόταν δια ροπάλου η ταφή στο χώμα και στα διάφορα μαυσωλεία. Απαγορευόνταν επίσης και οι κηδείες, κατευθείαν ο θανών πήγαινε για αποτέφρωση. Δεν έπρεπε να υπάρχουν τεκμήρια και αποδείξεις για τη φυσιολογία των νεκρών. Οι αρμόδιες αρχές φρόντιζαν γι’ αυτές τις καθοριστικές λεπτομέρειες. Και η δεύτερη λεπτομέρεια αφορούσε τις συνευρέσεις με τα ανθρώπινα όντα. Οι Παλαιοί μπορούσαν να συνευρίσκονται με ανθρώπους, όχι όμως για να αποκτήσουν απογόνους. Κάθε εγκυμοσύνη που εμπλέκονταν άνθρωποι ήταν –κυριολεκτικά- επικίνδυνα ανεπιθύμητη και διακοπτόταν άμεσα. Έπρεπε να κρατηθεί η καθαρότητα των Παλαιών, άθικτη κι αμόλυντη.
Οι ξένοι επισκέπτες κι όλοι όσοι έρχονταν στην πόλη (κι ήταν πολλές χιλιάδες καθημερινά), δεν γνώριζαν τα καλά φυλασσόμενα παλαιά μυστικά. Μόνο ένας μυστήριος τύπος, κάτι σαν ερευνητής -συγγραφέας, ο Γκόρντον Μοργκ*, υποψιαζόταν ότι κάτι συμβαίνει με τους κατοίκους της μεγάλης πόλης, κάτι μυστηριακά εξωπραγματικό και μισανθρώπινο.
Για μεγάλο διάστημα νοίκιαζε ένα μικρό διαμέρισμα στα προάστια και έψαχνε να βρει τι συμβαίνει, πάντα διακριτικά και με το πρόσχημα της καλλιτεχνικής –λογοτεχνικής παρατήρησης. Δήλωνε ότι ήταν συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών και ιστοριών μυστηρίου.
Η ευκαιρία για να μάθει, του δόθηκε όταν έγινε μια αιματηρή ληστεία μπροστά στα μάτια του, στο κέντρο της πόλης. Οι παραβατικές συμπεριφορές ήταν καθημερινές, όπως σε όλες τις πλούσιες μητροπόλεις. Ο ληστής έγινε αντιληπτός από μια αστυνομική περίπολο που περνούσε από εκείνο το σημείο. Ακολούθησε σφοδρή ανταλλαγή πυροβολισμών, ανάμεσα στους αστυνομικούς και τον ληστή. Ο δράστης τραυματίστηκε θανάσιμα. Σχεδόν αμέσως έφτασε ένα ασθενοφόρο για να μεταφέρουν τον νεκρό για τα περαιτέρω. Ο Μοργκ πήρε στο κατόπι τους τραυματιοφορείς και χωρίς να γίνει αντιληπτός στάθηκε δίπλα στο ασθενοφόρο, καταγράφοντας τα τεκταινόμενα. Τότε είδε τον επικεφαλής του υγειονομικού συνεργείου, που έδινε αυστηρές εντολές στους υπόλοιπους παρισταμένους, ν’ αφαιρεί τη μάσκα από τον νεκρό ληστή. Το θέαμα τον έκανε να παγώσει. Αυτό που αποκαλύφθηκε, έστω και στιγμιαία, ήταν τρομακτικό, το αποκαλυπτόμενο πρόσωπο δεν ήταν ανθρώπινο, δεν θύμιζε σε καμιά περίπτωση άνθρωπο. Αυτό που είδε ήταν το κεφάλι ενός ρινόκερου. Οι ρινόκεροι* τελικά είχαν καταλάβει τη μεγάλη πόλη και ετοιμάζονταν να καταλάβουν τον κόσμο. Ο Γκόρντον Μοργκ τότε ανέλαβε την πιο σημαντική αποστολή της ζωής του: να παραμείνει άνθρωπος.
*Συγγραφικό όνομα επηρεασμένο από τα δύο έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε: «Η αφήγηση του Άρθουρ Γκόρντον Πυμ» και «Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ».
*ρινόκεροι: Από το έργο του Ιονέσκο : «Ρινόκερος».

Σχόλια