Old fashion (Του Απόστολου Θηβαίου)

>Ιστορίες από το βιβλίο Του αντικρίσματος Της ζωής
Τους λογαριάζουν για πρόσφυγες. Τους βλέπουν που περνούν μέσα από την αρχαία την αγορά και δεν μιλούν. Πουλάνε πασατέμπο και ασημένια καθρεφτάκια και τσιγάρα. Πουλάνε και εφημερίδες τις Κυριακές μα τούτο το κέρδος τους δεν είναι σταθερό. Και δεν μιλούν. Γιατί τους πέφτει βαριά η ζωή και είναι τα βάσανά τους αξεπέραστα. Δεν μιλούν ακόμη επειδή κάποτε στον καιρό τους φτιάξανε μια αγάπη με το τίποτε. Πόσο γρήγορα την χάσανε, κανείς δεν θα το πει, κανείς από όσους δεν δοκίμασαν το πικρό τους ποτήρι.
Τέτοια ήταν και η ζωή του μπάρμπα Πέτρου. Σκόρπια γυαλιά που πια δεν κολλάνε. Είχε λάβει μέρος στον μεγάλο πόλεμο του καιρού του. Και ταξίδεψε και μέχρι την Κορέα, γύρισε και έπεσε με τα μούτρα στην δουλειά. Στην αρχή άνοιξε το μαγειρείο μα τα χρόνια ήταν δύσκολα και τα νοίκια ακριβά. Το΄χασε και έμεινε στον άσσο. Μα δεν το΄βαλε κάτω, τράβηξε κατά τα γήπεδα και με το καροτσάκι του πουλούσε ξηρούς καρπούς και αναψυκτικό. Με τον καιρό το βελτίωσε το καρότσι του και έβαλε και υποδοχή για τον πάγο. Τότε ο μπάρμπα Πέτρος γίνηκε ανάρπαστος. Πάντα ξεπουλούσε προτού ξεκινήσει ο αγώνας και αν το έκανε κέφι έβγαζε και εκείνος το εισιτήριο και πανηγύριζε με τα σχολιαρόπαιδα την ντρίπλα και το γκολ. Και έκανε συχνά κέφι καθώς θυμόταν πως στα νιάτα του το΄θελε πολύ να γίνει ποδοσφαιριστής και πως αν δεν ήταν εκεί το δυστύχημα, κάτι θα ΄χει κατορθώσει.
Μα εκείνο το βράδυ το καμιόνι γλίστρησε, πίσω η καρότσα κουνήθηκε νευρικά και όλοι οι μάγκες βρεθήκανε στον δρόμο. Τους μισούς τους πιάσανε οι Γερμανοί πέρα στα Χαυτεία και τους εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες σε μια κάθετη της οδού Αιόλου. Ο μπάρμπα Πέτρος με χτυπημένο το πόδι του σύρθηκε μες στο σκοτάδι και σώθηκε. Μα τα όνειρά του σκόρπισαν και έγιναν σκληρές οι Κυριακές. Έτσι τούτη η ενασχόληση με τα γήπεδα κάπως του κάνει καλό και του θυμίζει τα ωραία χρόνια. Αυτά που πέρασαν, τις γενιές που εξαφανίζονται με κύκλους κατάμαυρους κάτω από τα μάτια. Με την χιονισμένη του προσωπίδα και τα βαριά τα ματόφυλλα περνά και χάνεται τραβώντας το ίδιο μονοπάτι.
Μια μέρα σαν αυτή θα τον βρει απέναντί του. Έτσι λέει. Θα ΄ναι με λουστρίνι και καλά παπούτσια. Θα΄ναι με πορφύρα στο πέτο σαν την φιγούρα που ξεσηκώνει μια σεβιλιάνικη ομορφιά. Θα του γελά με εκείνο τον τρόπο που φανερώνει πως πάει, χάθηκε και τούτη η παρτίδα. Θα παίζει το κομπολόι του χάντρα την χάντρα, πίσω του θα ανάβει εκείνη η κινέζικη ρεκλάμα με την μακρόσυρτη επωνυμία ενεχυροδανειστήριον Π. και ένας μικρός θα πουλά σαν πάντα βεντάλιες από φτερά που τόσο αρέσουν στις κυρίες και καρτ ποστάλ που σήμερα είναι της μόδας . Το κόστος τους ποικίλει ανάλογα την παλαιότητα, φαντάσου.
Ο μπάρμπα Πέτρος που θα νιώσει πως τον ξέρει από παλιά, θα βγάλει το καπέλο του. Θα γυρέψει στην μέσα τσέπη του γιλέκου του το παλιό ρολόι που χτυπά σαν ξεχαρβαλωμένη αγάπη. Θα βρει και την δραχμούλα την μικρή με την σκληρή την μοίρα. Θα την αφήσει στο μεταλλικό τραπεζάκι και έπειτα θα προχωρήσει . Να που ήρθε ο καιρός να γίνει και ο μπάρμπα Πέτρος σαν εκείνους τους πλάνητες που χαράζουν μες στην ζωή τον δικό τους τον δρόμο. Όποιος τον γυρέψει θα μάθει τι απέγινε και ίσια θα τραβήξει για το σπίτι του. Δόντι χαλασμένο μες στην ωραία πολιτεία που αλλάζει και εκμοντερνίζεται διαρκώς και αδιαλείπτως. Θα βρει το καντηλάκι το παλιό, ένα ποτήρι του κρασιού και ένα φυτίλι, τίποτε περισσότερο. Θα το βρει γκρίζο και σκοτεινό στην κόχη του τοίχου , πλάι στο χνάρι από τ΄αγγιγμα του γέρου. Έτσι του πρέπει εκείνου που η ιστορία του στάθηκε μια παραβολή γεμάτη ομορφιές και εγκαρτέρηση.
Μα όλα αυτά κάποια μέρα. Γιατί ακόμη ο μπάρμπα Πέτρος δεν τον αντάμωσε. Και όλο ρωτάει στο καφενείο μήπως και τον ζήτησε κανείς. Ποιον περιμένεις μπάρμπα Πέτρο, τον ρωτούν και εκείνος πιάνει κάτι μισόλογα εκνευρισμένος. Κανέναν, είπα μήπως, δηλαδή δεν κάνει να ρωτήσουμε, λέει με τρόπο και γυρεύει να απομείνει μόνος , έτσι για να μυρίσει λίγο το όνειρο που ζει πια μονάχα μες στους δυο του ύπνους.
Το όνομά της είναι Λένα και αρκεί μια συλλαβή για να βρει το άγριο, το μυστικό της φέρσιμο. Χορεύει στα μαγαζιά του λιμανιού. Αν τάχα μπορούσε κανείς να την παρομοιάσει με μια εποχή θα την έλεγε κινέζικο καλοκαίρι. Κατά τον οριζόντιο διαμελισμό της θα βρεις την πλατιά ψυχή της. Πάνω της στο μεταξύ μπορεί κανείς να αναγνωρίσει χαράδρες και γκρεμούς και ωραίες πεδιάδες με λογιών γεννήματα. Το όνομά της είναι Λένα και κατοικεί κάπου στην οδό Μαγνησίας. Ένας κόσμος τόσο κοντινός και τόσο μακρινός σε σχέση με εκείνον που άφησε μια φορά και έναν καιρό. Εδώ την ζωή σου την αντικρίζεις μέσα από το σκούρο γυαλί του μπουκαλιού. Τον χρόνο τον μετράς με την άφιξη και την αναχώρηση του πλοίου της καραντίνας που παίρνει αρρώστους κάθε απόγευμα, περί τις επτά. Αργά που τους φορτώνει, κανείς δεν βιάζεται σαν είναι να πεθάνει. Η Λένα έχει την κατατομή μιας αληθινής θεάς και ίσως να μην σώζεται εκείνη η μαρτυρία που την θέλει στην αγκαλιά του Ευρώτα, μισή από έρωτα και μισή καθήκον. Μα δεν μπορεί, θα ΄ναι αλήθεια, τόσο όμορφη που είναι. Η Λένα βγαίνει στην σκηνή, όλα γίνονται σαββατιάτικα και γιορτινά πολύ. Ντύνεται με ανδρικό κοστούμι και όλες της οι ιστορίες έχουν να κάνουν με του δρόμου τις υποθέσεις. Το καλό και το ωραίο και το τρυφερό έχουν φωλιάσει μες στην καρδιά της. Αφού τελειώσει το νούμερό της βγαίνει με ένα φουστάνι από θαμπό μαύρο, πολυκαιρισμένο και λέει μερικά ρεφραίν του συρμού με την ωραία της φωνή. Τότε είναι που στο μαγαζί εισβάλλουν οι μνηστήρες, χαλώντας τον κόσμο. Ακουμπάνε στα πόδια της πιοτά και της τάζουν μια ζωή βασιλική. Μα πάντα εκείνη που τον συλλογίζεται όλα τα αρνείται. Λέει πως αν δεν είναι έρωτας τίποτε δεν αξίζει και περνά στις αθανασίες. Λήθη και χαλασμένο μακιγιάζ και η ζωή της Λένας που τροχοδρομεί δίχως σταματημό. Καμιά φορά την παίρνει και εκείνη το παράπονο. Τον θυμάται, τον Πέτρο, τον δικό της Πέτρο που στο έβγα του Γενάρη της είπε. «Φεύγω Λένα. Πάνω σε έναν τόπο μακρινό, πολύ μακρινό. Φαντάσου Λένα, εκεί τα παιδιά φτιάχνουν μάσκες από ζάχαρη και άμα χορτάσουνε τα αστεία τις κατασπαράζουν έξω από τα σκαλιά των παλιών Ιησουιτών. Θα σου γράψω Λένα μόλις φτάσω μα σου λέω είναι άλλο πράγμα εκείνη η ζωή. Είναι, πάει να πει, μια αληθινή περιπέτεια με το σκίρτημα, τον κίνδυνο, τις ζωγραφιές της. Θα φύγω, να με συγχωρείς, έχω έναν εαυτό για να κερδίσω.»
Τους λογαριάζουν για πρόσφυγες. Δεν σκέπτονται πως μες στις τσέπες του παλτού τους κρατούν ακόμη τα πειστήρια εκείνου του καιρού. Ας είναι. Θυμίζουν σπίτια αγρίσκιωτα όπως εκείνα των ανεπανάληπτων νεκρών, την μόνη απόδειξη του χρόνου που αιωνίως καταμετρείται. Δεν λογαριάζουν πως κάποτε αυτοί οι άνθρωποι αγάπησαν βαθιά ένα κορίτσι με το όνομα Λένα. Δεν υποψιάζονται πως το τέλος στα φιλμ το γράφει πάντα η ακούσια ανάγκη. Δεν υπολογίζουν πως για αυτούς τους ιδιότυπους πρόσφυγες την μοίρα τους την υπογράφει πάντα η βροχή, πως όλη τους η ύπαρξη στέκει κάπου εκεί έξω, νεύμα αμετάδοτο και ιστορία προσωπική.
Όπως αυτή του μπάρμπα Πέτρου και της Λένας που είχε φωνή ομορφότερη από του αηδονιού. Την ζήλεψε ο βασιλιάς χρόνος και όλα της τα πήρε. Τώρα οι δυο τους, από μια απόσταση θεμελιωμένη και αξεπέραστη, περνούν και χάνονται φεγγάρια που κυλούν στις λεωφόρους, ρεύματα ηλεκτρικά επάνω στις γραμμές των σιδηροδρόμων, τις μονότονες.

Σχόλια