Η παρέμβαση (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Μα τούτη η αόρατη παρέμβαση, (θεϊκή ή μαγική δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους ήταν), έφερε τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την πολιτεία. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: οι κοινωνικές - εκπαιδευτικές δομές, το καθεστώς ασφαλείας, οι οικονομικές συνθήκες και οι εκκλησιαστικές πεποιθήσεις κατέρρευσαν για λίγο καιρό. Μάλιστα η κατάρρευση συμπαρέσυρε και τις ερωτικές σχέσεις, τις γαμήλιες συμβάσεις και τις ισχύουσες ερωτικές συνευρέσεις.
Κάπως έτσι, εξελίχθηκαν τα πράγματα. Κατ’ αρχήν, υπήρξαν σημαντικές διαμαρτυρίες από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα (καίριες και επιτακτικές) προς τα όργανα εξουσίας (κατώτερα και ανώτερα). Για παράδειγμα, ο διευθυντής όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων διαμαρτυρήθηκε εντόνως, γιατί για πρώτη φορά δεν κέρδισε τη μηνιαία χρηματική κλήρωση που γίνονταν για τους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων. Την κέρδισε ο αναπληρωτής καθηγητής που ήρθε τελευταίος και σχεδόν σαν αδιόριστος στην πολιτεία. Οι διαμαρτυρίες του κυρίου διευθυντού είχαν αποδέκτες : τον δήμαρχο, το δημοτικό συμβούλιο τον τοπικό βουλευτή και μετά τον περιφερειακό επιθεωρητή εκπαιδεύσεως. Αυτός μάλιστα έδειξε να ανησυχεί πραγματικά. Τέτοιο συμβάν ξεπερνούσε κατά πολύ τα πολιτικά και παιδαγωγικά εσκαμμένα.
Βέβαια, τα περιστατικά πλήθυναν, επικίνδυνα και ολίγον ανησυχαστικά. Πολλές γυναίκες που ήταν κακοπαντρεμένες κατήργησαν, άπαξ και διαπαντός, τους γάμους τους και έφυγαν μακριά, άλλες με τους εραστές τους κι άλλες με όμορφους κι ελεύθερους τύπους.
Μα και οι άντρες που υπέφεραν από την έλλειψη τρυφερότητας των συζύγων ή των ερωμένων τους, αυτοεξορίστηκαν ή αυτό-εξοστρακίστηκαν, για να ζήσουν παρέα με τον σκύλο τους, τη γάτα τους ή με ό,τι έμβιο ον τους πρόσφερε την απολεσθείσα τρυφερότητα.
Στη χορεία των αγανακτισμένων (και διαμαρτυρομένων), μπήκε κι η εκκλησία. Ο επίσκοπος άρχισε τα πύρινα κηρύγματα κατά πάντων (αναμάρτητων και αμαρτωλών), γιατί στο τελευταίο πανηγύρι προς τιμήν του αγίου Βενέδικτου, οι πιστοί δεν έριξαν τους οβολούς τους στο εκκλησιαστικό ταμείο, αλλά γέμισαν τ’ άδεια χέρια των αστέγων της πολιτείας, των ανέργων, των φτωχοδιάβολων που περιφέρονταν από οινοποσία σε οινοποσία κι από χλευασμό σε χλευασμό. Και το χειρότερο, το γράφω αμέσως, οι πιστοί (και οι άπιστοι, λιγότερο αυτοί, είναι η λογοτεχνική αλήθεια) συνεχίζουν να το κάνουν, παρόλες τις πύρινες νουθεσίες και τα κριτήρια κάθαρσης που ο επίσκοπος ανακοινώνει νυχθημερόν.
Μα είναι άξια αναφοράς και τα περιστατικά στα σχολεία. Τα παιδιά δεν έμπαιναν στις αίθουσες για μάθημα, παρά τριγυρνούσαν στα κοντινά δάση και τις αλάνες, χορεύοντας και τραγουδώντας. Τις νύχτες κοιτούσαν τ’ αστέρια με τις ώρες και κυνηγούσαν πυγολαμπίδες. Έγραφαν παραμύθια και ποιήματα για λευκοδράκοντες και καλά φαντάσματα που κατέκλυσαν και κατέλαβαν την πολιτεία.
Η πολιτεία άλλαξε (για λίγο ή για πολύ). Οι αρχές σκέφτηκαν να καλέσουν τον στρατό για να επιβάλει την τάξη ή τουλάχιστον να ανακαλύψει την αιτία που προκάλεσε τη διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης. Η χωροφυλακή αδυνατούσε. Μάλιστα οι περισσότεροι χωροφύλακες δεν υπάκουαν στους ανωτέρους τους. Πέταξαν τις στολές τους, κι έγιναν καλόγεροι στο κοντινό μοναστήρι, «Κάστρο των Καθαρών», ήταν η ονομασία του.
Αυτή η εντροπία, όπως είπε και ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης της πολιτείας, φανέρωσε την τρομοκρατική αμφισβήτηση της ευταξίας (ο ίδιος είχε χάσει την έμπνευσή του και τον διακατείχε ο φόβος για το μέλλον της περιουσίας του). Αλλά μόλις ειπώθηκε κάτι τέτοιο, κάποιοι νεαροί έγραψαν στους τοίχους των επίσημων πνευματικών ιδρυμάτων: ότι ο κύριος λογοτέχνης είχε μεγάλες τρίχες και μικρές ιδέες (έκλεψαν το σύνθημα από κάποιον τσεχωφικό διάλογο).

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου