Το δράμα Της Οινώνης (Του Απόστολου Θηβαίου)

Στους περί της όχθης
Του ποταμού Κεβρήνα
οικισμούς
Σκαρφάλωσαν από την πλαγιά. Ήσυχα να μην τους δούνε, να μην τους αγροικήσουνε. Πήγαιναν από πέτρα σε πέτρα, σαν τα φίδια, σαν τα φίδια. Πρώτος ο Αντρέας και πίσω ο Λευτέρης και ο Τάσος. Ανέβαιναν ζωσμένοι και ίσαμε την πηγή είχαν κερδίσει τρεις ώρες δρόμο. Το είχαν βάλει σκοπό να τον χαλάσουν. Τους είχε γελάσει, πίστευαν και είχαν με το ασήμι αγοράσει την κρυψώνα του. Η Οινώνη, αυτή ευθύνεται. Την πλησιάσανε, της τάξανε μαλάματα, της χαρίσανε φλουριά, είπε του λόγου της τρεις φορές το ναι. Τους έδειξε πού κρύβεται, τους έβαλε να της υποσχεθούν πως δεν τον πειράξουν. Μα ήταν πλάνητες οι τρεις τους και την γελάσανε. Για αυτό τώρα τρέχει πίσω τους, γυναίκα πράγμα να παίρνει τον δρόμο και να τραβά. Όσοι την είδαν έχουν να λένε. Άμα την ρωτήσανε στην πρώτη βρύση, τους είπε, να τον προλάβω θέλω, να τον προλάβω. Πέφτανε πίσω της οι σταυροί επειδή το είχαν νιώσει εκείνοι που απάντησε πως είναι από αγάπη καμωμένο το βήμα της. Ελάφι γίνηκε να τρέξει να του πει, να του ομολογήσει. Να τους προλάβει, να τα πετάξει τα μαλάματα, να τα σκορπίσει τα φλουριά
. Τρέξε Οινώνη, τρέξε, πριν πέσει η νύχτα θα τον έχουν φθάσει οι φονιάδες. Και όλο πέφτει και προσεύχεται και συνεχίζει με το κορμί της φύλλο, με το κορμί της φύλλο τρεμάμενο. Τρέξε Οινώνη, τρέξε, πριν πέσει η νύχτα θα έχουν θερίσει την ψυχή του και εκείνη φτερουγίζει στο κατόπι τους. Μα οι άλλοι είναι ζαρκάδια. Πατούν στην πέτρα και εκείνη βογγάει, παιδί μου. Τον βρήκανε, πέρα στην ράχη του βουνού, στο γκρεμισμένο χάνι. Θα πάνε από γύρο. Να τον κυκλώσουνε μωρέ, να μην γλιτώσει.
Τρέξε Οινώνη, γίνε πουλί, γίνε καπνός Οινώνη. Και έχει ανοίξει η πουκαμίσα της και η ζώνη της έχει χαθεί, δυο τρεις σειρές ανεμίζουν πίσω της οι δαντέλες.
Πού σου ΄πεσε η τραχηλιά, που ΄χασες το σεγκούνι σου. Και εκείνη δεν αποκρίνεται, μονάχα προχωρεί, φυλά τα μάτια της και προχωρά και είναι ολάκερη κατάστικτη, τρεκλίζοντας πηγαίνει. Να την, έφθασε, δείτε την Οινώνη, άγαλμα καταματωμένο, κορίτσι από τις Καρυές με πάλλευκο λαιμό. Τους βλέπει, κοιτάζει που λάμπουν τα σπαθιά, τους βλέπει που χτυπάνε. Τους βλέπει που κόβουν το πλατάνι και τους μαρτυράει. Ούτε ήμουν, ούτε φάνηκα ψιθυρίζει η Οινώνη μες στην βαθιά συνείδηση της πράξης της.
Χύνεται μες στα χαλάσματα, πάνω του πέφτει να τον γλιτώσει, μονάχος του να μην πεθάνει. Να τον πλύνει τρυφερά, σαν το νερό, να τον σκεπάσει. Να απαρνηθεί την μοίρα της δεν το μπορεί. Τρία σπαθιά και τρεις γκρεμοί. Τώρα περνούν οι εραστές, ωραίοι, στολισμένοι από το χέρι της πρώτης άνοιξης. Καλά κρατεί για την Οινώνη και τον Πάρη, καλά κρατεί το δείπνο το μυστικό κάτω στης Περσεφόνης τους θαλάμους.
Μετά την παράσταση και αφού ο αφηγητής είπε τα στερνά τα λόγια, χαιρέτησαν το κοινό και συζήτησαν με όλους. Όλοι είχαν να λένε για την ερμηνεία της Οινώνης. Μα και ο Πάρης, έλεγαν με στόμφο. Όμως κάτι εντός τους καθιστούσε την Οινώνη πρόσωπο κεντρικό. Θες η πράξη, θες η ομορφιά της, τον είχε επισκιάσει πέρα ως πέρα αυτόν τον Πάρη. Ο τελευταίος δεν νοιαζότανε. Χαμογελούσε και φύλαγε το μερτικό του. Από την άλλη η Οινώνη είχε αντιληφθεί πως την αγαπούσαν υπέρμετρα και κάθε τόσο θύμιζε σε όλα την φριχτή της ηρωίδα. Μέχρι που αναρωτιόμαστε αν ποτέ θα μπορούσε η δική μας Οινώνη, ετούτη εδώ να διορθώσει ένα τέτοιο λάθος. Έπειτα δίχως απάντηση την κοιτούσαμε καθώς περνούσε χορευτικά πάνω στα σανίδια της σκηνής, προβάροντας κάτι ωραία τεχνάσματα που ΄χε ξεσηκώσει από τον κινηματογράφο. Η Οινώνη ήταν όμορφη πολύ, ένα ολάκερο λεξιλόγιο, ένας ευαγγελισμός.

Σχόλια