Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Η παρέμβαση (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Μα τούτη η αόρατη παρέμβαση, (θεϊκή ή μαγική δεν ξέρουμε ακόμα τι είδους ήταν), έφερε τα πάνω κάτω σε ολόκληρη την πολιτεία. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: οι κοινωνικές - εκπαιδευτικές δομές, το καθεστώς ασφαλείας, οι οικονομικές συνθήκες και οι εκκλησιαστικές πεποιθήσεις κατέρρευσαν για λίγο καιρό. Μάλιστα η κατάρρευση συμπαρέσυρε και τις ερωτικές σχέσεις, τις γαμήλιες συμβάσεις και τις ισχύουσες ερωτικές συνευρέσεις.
Κάπως έτσι, εξελίχθηκαν τα πράγματα. Κατ’ αρχήν, υπήρξαν σημαντικές διαμαρτυρίες από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα (καίριες και επιτακτικές) προς τα όργανα εξουσίας (κατώτερα και ανώτερα). Για παράδειγμα, ο διευθυντής όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων διαμαρτυρήθηκε εντόνως, γιατί για πρώτη φορά δεν κέρδισε τη μηνιαία χρηματική κλήρωση που γίνονταν για τους εκπαιδευτικούς των σχολικών μονάδων. Την κέρδισε ο αναπληρωτής καθηγητής που ήρθε τελευταίος και σχεδόν σαν αδιόριστος στην πολιτεία. Οι διαμαρτυρίες του κυρίου διευθυντού είχαν αποδέκτες : τον δήμαρχο, το δημοτικό συμβούλιο τον τοπικό βουλευτή και μετά τον περιφερειακό επιθεωρητή εκπαιδεύσεως. Αυτός μάλιστα έδειξε να ανησυχεί πραγματικά. Τέτοιο συμβάν ξεπερνούσε κατά πολύ τα πολιτικά και παιδαγωγικά εσκαμμένα.
Βέβαια, τα περιστατικά πλήθυναν, επικίνδυνα και ολίγον ανησυχαστικά. Πολλές γυναίκες που ήταν κακοπαντρεμένες κατήργησαν, άπαξ και διαπαντός, τους γάμους τους και έφυγαν μακριά, άλλες με τους εραστές τους κι άλλες με όμορφους κι ελεύθερους τύπους.
Μα και οι άντρες που υπέφεραν από την έλλειψη τρυφερότητας των συζύγων ή των ερωμένων τους, αυτοεξορίστηκαν ή αυτό-εξοστρακίστηκαν, για να ζήσουν παρέα με τον σκύλο τους, τη γάτα τους ή με ό,τι έμβιο ον τους πρόσφερε την απολεσθείσα τρυφερότητα.
Στη χορεία των αγανακτισμένων (και διαμαρτυρομένων), μπήκε κι η εκκλησία. Ο επίσκοπος άρχισε τα πύρινα κηρύγματα κατά πάντων (αναμάρτητων και αμαρτωλών), γιατί στο τελευταίο πανηγύρι προς τιμήν του αγίου Βενέδικτου, οι πιστοί δεν έριξαν τους οβολούς τους στο εκκλησιαστικό ταμείο, αλλά γέμισαν τ’ άδεια χέρια των αστέγων της πολιτείας, των ανέργων, των φτωχοδιάβολων που περιφέρονταν από οινοποσία σε οινοποσία κι από χλευασμό σε χλευασμό. Και το χειρότερο, το γράφω αμέσως, οι πιστοί (και οι άπιστοι, λιγότερο αυτοί, είναι η λογοτεχνική αλήθεια) συνεχίζουν να το κάνουν, παρόλες τις πύρινες νουθεσίες και τα κριτήρια κάθαρσης που ο επίσκοπος ανακοινώνει νυχθημερόν.
Μα είναι άξια αναφοράς και τα περιστατικά στα σχολεία. Τα παιδιά δεν έμπαιναν στις αίθουσες για μάθημα, παρά τριγυρνούσαν στα κοντινά δάση και τις αλάνες, χορεύοντας και τραγουδώντας. Τις νύχτες κοιτούσαν τ’ αστέρια με τις ώρες και κυνηγούσαν πυγολαμπίδες. Έγραφαν παραμύθια και ποιήματα για λευκοδράκοντες και καλά φαντάσματα που κατέκλυσαν και κατέλαβαν την πολιτεία.
Η πολιτεία άλλαξε (για λίγο ή για πολύ). Οι αρχές σκέφτηκαν να καλέσουν τον στρατό για να επιβάλει την τάξη ή τουλάχιστον να ανακαλύψει την αιτία που προκάλεσε τη διασάλευση της κοινωνικής γαλήνης. Η χωροφυλακή αδυνατούσε. Μάλιστα οι περισσότεροι χωροφύλακες δεν υπάκουαν στους ανωτέρους τους. Πέταξαν τις στολές τους, κι έγιναν καλόγεροι στο κοντινό μοναστήρι, «Κάστρο των Καθαρών», ήταν η ονομασία του.
Αυτή η εντροπία, όπως είπε και ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης της πολιτείας, φανέρωσε την τρομοκρατική αμφισβήτηση της ευταξίας (ο ίδιος είχε χάσει την έμπνευσή του και τον διακατείχε ο φόβος για το μέλλον της περιουσίας του). Αλλά μόλις ειπώθηκε κάτι τέτοιο, κάποιοι νεαροί έγραψαν στους τοίχους των επίσημων πνευματικών ιδρυμάτων: ότι ο κύριος λογοτέχνης είχε μεγάλες τρίχες και μικρές ιδέες (έκλεψαν το σύνθημα από κάποιον τσεχωφικό διάλογο).

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη του Βαγγέλη Ευαγγελινού στο Καρτέλ

Τον Βαγγέλη Ευαγγελινό τον γνώρισα πριν το "πρόστιμο" όταν σε κάποια ανύποπτη στιγμή μου είχε εκφράσει την εκτίμηση του για το Καρτέλ. Λίγους μήνες μετά του ζήτησα μια συνέντευξη την οποία δέχτηκε να μου παραχωρήσει με ευχαρίστηση. Συζητήσαμε για την ταινία, τον ίδιο αλλά και τις παθογένειες του Ελληνικού σινεμά σε μια κουβέντα που τελικά αποδείχτηκε άκρως ενδιαφέρουσα
-Βαγγέλη καλησπέρα. Πριν από λίγο καιρό πρωταγωνίστησες στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία (Πρόστιμο). Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία και ποια τα συναισθήματα σου σαν πρωτοεμφανιζόμενος;
Ο Μπόγρης, ο σκηνοθέτης της ταινίας, είδε εμένα και την Μαρία Μπαλούτσου, που κάνει την αδερφή μου στο Πρόστιμο, στον αυτοσχεδιασμό που είχαμε δημιουργήσει σε ένα σεμινάριο υποκριτικής του Γιάννη Οικονομίδη. Από τότε υπήρχαν συζητήσεις και σχέδια να πάιξω σε ταινία του. Όταν ξεκίνησε να γράφει μαζί με τον Πάνο Τράγο το σενάριο για το Πρόστιμο η συμμετοχή μου ήρθε σαν φυσική εξέλιξη. Απ' τη μία γουστάρω όλη τη φάση, γιατί η ταινία αξίζει και θεωρώ πολυ σημαντικό όλο αυτό τον ντόρο που δημιούργησε και ότι αποτελώ μέρος της. Απ' την άλλη εξακολουθεί να μου φαίνεται λίγο περίεργο το ότι τόσοι γνωστοί ηθοποιοί, άνθρωποι που ήμουν και είμαι φαν τους, πλαισιώνουν εμένα που πριν την ταινία δεν με ήξερε κανείς.
Γνωρίζουμε τις αντικειμενικές δυσκολίες του να γυριστεί μια ταινία στην Ελλάδα. Από ο,τι κατάλαβα από αυτά που διάβασα τα εμπόδια και στη δική σας περίπτωση ήταν αρκετά ενώ εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η πανδημία. Πως τα εισέπραξες όλα αυτά;
Δεν έχεις κι άλλη επιλογή. Αν θες να κάνεις αυτό που αγαπάς, το κάνεις με όποιο τρόπο γίνεται. Υπήρχε μεγάλη πίεση στα γυρίσματα, αλλά είχαμε crew που δεν μασούσε, εγώ απλά καβαλούσα το κύμα τους. Η πανδημία μας στέρησε τη φυσική παρουσία σε φεστιβάλ που έπαιξε η ταινία κι αναγκαστικά έγιναν διαδυκτιακά. Αυτό μας στοίχισε γιατί ουσιαστικά ο λόγος που κάνεις μια ταινία είναι για να επικοινωνήσεις, να γνωρίσεις κόσμο να ανταλλάξετε απόψεις ο ένας για την ταινία του άλλου κλπ
Τελικά το αποτέλεσμα σας δικαίωσε. Η ταινία βγήκε και έκοψε και εισιτήρια. Την περιμένατε αυτή την επιτυχία;Υπήρχε γενικώς ένα καλό προαίσθημα; Προσωπικά δεν το περίμενα. Υπήρχε μια θετική αίσθηση που βασιζόταν στο ενδιαφέρον του κόσμου, ειδικά στις νεαρές ηλικίες 20 με 35- 40, αλλά τα συνεχόμενα sold out σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για βδομάδες νομίζω δεν τα περίμενε κανείς.
Στην ταινία υποδύεσαι έναν μικροντίλερ που προσπαθεί να βγει από την παρανομία αλλά το παρελθόν του τον κυνηγάει. Θα μπορούσε όλο αυτό σημειολογικά να αποτυπώσει τον άνισο αγώνα μιας «χαμένης γενιάς». Εκείνης δηλαδή που φορτώθηκε μια κρίση χωρίς να της δοθεί καμία προοπτική;
Ναι. Μόνο να δεις το “όνειρο” του ήρωα στην ταινία καταλαβαίνεις... Θεωρεί το να πιάσει δουλειά στο αεροδρόμιο ευκαιρία ζωής. Η εναλλακτική που έχει δηλαδή για να ξεφύγει από τα νταραβέρια, είναι να βάλει μέσο για να πάει κάπου όπου θα παίρνει 700 ευρώ τον μήνα.
Όντας στον χώρο, ποιες θεωρείς τις παθογένειες του Ελληνικού σινεμά και ποια τα πλεονεκτήματα του.
Οι παθογένειες είναι γνωστές από άτομα που είναι στον χώρο πολύ περισσότερο από μένα. Δεν υπάρχει η βοήθεια που θα έπρεπε να υπάρχει σε ένα σύχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Βλέπεις μια ταινία σαν το Πρόστιμο, μια ταινία που “μιλάει” σε τόσο κόσμο, και μάλιστα κόσμο νεαρό. Μια ταινία που προσεγγίζει ένα target group που έχει γυρίσει την πλάτη του στο ελληνικό σινεμά εδώ και δεκαετίες δεν βρήκε βοήθεια από πουθενά. Και το χειρότερο είναι ότι οι διάφοροι φορείς που καταθέτεις το σενάριό σου για χρηματοδότηση πολλές φορές κάνουν χρόνια για να σου απαντήσουν. Πράγμα εξαιρετικά ψυχοφθόρο και αποθαρρυντικό για έναν δημιουργό. Πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τις προηγμένες χώρες δεν υπάρχουν. Τι να πούμε τώρα; Ότι είναι πλεονέκτημα να κάνεις τη δουλειά σου “αντάρτικα” γιατί έτσι μαθαίνεις καλύτερα και γίνεσαι πιο δυνατός; Θα ήταν ψευδορομαντική παπάντζα. Από ανάγκη το κάνεις. Το σινεμα θέλει λεφτά. Υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι δημιουργοί που μπορούν να κάνουν σινεμά σύγχρονο και άμεσο που να φέρει και τα λεφτά του πίσω. Πρέπει να στηριχθούν από την πολιτεία.
Γνωρίζω πως πέρα από την υποκριτική ασχολείσαι και με τη συγγραφή, μετά το «Πρόστιμο» ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;
Αυτή τη στιγμή γράφουμε με τον Νίκο Τσεμπερόπουλο την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ενώ είμαι σε διαδικασία προώθησης ενός crime σεναρίου που έχω γράψει και με έχει βοηθήσει ο Νίκος. Στο γράψιμο με ενδιαφέρει πολύ το genre cinema. Πιστεύω ότι στα επόμενα χρόνια θα γίνονται στην Ελλάδα όλο και περισσότερα crime, thriller κ.ο.κ Τέλη Ιουνίου θα παίξω σε ένα μικρού μήκους νουάρ που έχουμε γράψει το σενάριο μαζί με τον σκηνοθέτη και Ιούλιο φεύγουμε με τον Νίκο για Νίσυρο όπου συμμετέχουμε στο διεθνές workshop σεναρίου MFI.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

Μαλάτεια (Του Στρατηγού Χειμώνα)

Τα βιβλία δεν είναι όπλα.
Δεν μπορείς να αγγίξεις, μία υποτιθέμενη σκανδάλη κρυμμένη στο εξώφυλλο τους, να στρέψεις το σελιδοδείκτη προς τον εχθρό σου, και να του αφαιρέσεις τη ζωή, με μία μόνο λογοτεχνική βολή.
Δεν μπορείς να γεμίσεις τη φαρέτρα σου με βιβλία πρόθυμα να τεντώσουν το τόξο σου.
Ούτε να τα ακονίσεις, να τα γυαλίσεις και να τα περάσεις στο θηκάρι που είναι κρεμασμένο στη ζώνη σου. Τα βιβλία όταν συγκρούονται μεταξύ τους, δεν ακούγονται κλαγγές μετάλλων.
Δεν πετάγονται σπίθες.
Όταν τα βιβλία συγκρούονται εκτοξεύεται ονειρική αστρόσκονη προς όλες τις κατευθύνσεις. Μακάριοι όσοι την εισπνέουν. Δεν μπορείς να κλέψεις μία τράπεζα, υπό την απειλή βιβλίων.
Ούτε να καταλάβεις μια πόλη!
Ποτέ δεν ακούστηκε η ιαχή στρατιωτών που φώναζαν: “Ανοίξτε τα τείχη! Κρατάμε βιβλία!”, μπροστά από τις οχυρώσεις των αμυνομένων. Κανένας προϋπολογισμός, κανενός σύγχρονου κράτους δεν προέβλεψε ποτέ τις δαπάνες για την αγορά υπερσύγχρονων βιβλίων μαζικής καταστροφής. Κανένα όργανο της τάξης δεν εφοδιάστηκε με βιβλία για να προστατέψει την κοινωνική ειρήνη στους δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Διέκοψε προς στιγμήν το γράψιμο, για να χαϊδέψει τον Ομέρ που αναπαυόταν μπροστά στα πόδια του. Το μαλακό του τρίχωμα σχεδόν αγκάλιασε το χέρι που το άγγιζε. Το άγγιγμα αυτό πάντοτε λειτουργούσε καταπραϋντικά. Κι ο σκύλος ήταν ήρεμος. Περίεργα ήρεμος για λυκόσκυλο. Περίεργα ήρεμος για τις στιγμές.
Τα βιβλία δεν μπορούν να αμυνθούν.
Δεν έχουν ούτε τα μέσα, ούτε τη σωματική δύναμη. Χωρίς σωματική δύναμη, δε μπορείς να αμυνθείς ενάντια σε ένα εξαγριωμένο πλήθος. Δε μπορείς να φτιάξεις έναν ουλαμό από βιβλία, να τον εξοπλίσεις με όπλα ή με άλλα βιβλία, και να αποκρούσει τις επιθέσεις. Τα βιβλία δεν ξέρουν αμυντικές πολεμικές τέχνες. Ούτε γνωρίζουν πως να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα, πως να σκάβουν χαρακώματα ή να στήνουν οδοφράγματα. Δεν είναι ασφαλή ακόμα και αν μαζευτούν πολλά μαζί σε έναν χώρο.
Σήκωσε το κεφάλι από το τετράδιο και κοίταξε την επαλήθευση της τελευταίας του πρότασης. Ο εξαγριωμένος κόσμος χτυπούσε με δύναμη τα ρολά του βιβλιοπωλείου για να τα ξεχαρβαλώσει. Μόνο τα ρολά τους χώριζαν από το αντικείμενο του καταστροφικού τους πόθου.
Όταν θα τα κατέστρεφαν, θα έμενε μόνο το τζάμι της βιτρίνας, το οποίο με την πρώτη πέτρα θα κατέρρεε. Κι από πέτρες άλλο τίποτα. Δεν είχε ακούσει καμία διαμαρτυρία από το εσωτερικό του βιβλιοπωλείου. Αν είχε ανθρώπους μέσα σίγουρα αυτοί θα ούρλιαζαν. Ο Ομέρ παρέμενε ήρεμος. Μέχρι και η ουρά του ήταν ακίνητη. Έσκυψε το κεφάλι και συνέχισε το γράψιμο.
Τα βιβλία δε διαμαρτύρονται. Υπομένουν μαρτυρικά το βίαιο πέταγμα τους από τα ράφια, το βίαιο ξέσκισμα τους, ακόμα και το τελετουργικό τους κάψιμο, ανάμεσα στις ιαχές του όχλου. Στωικά αποδέχονται τη μοίρα τους. Δε θα βρεις βιβλίο να προσλαμβάνει δικηγόρο για να το υπερασπιστεί. Δεν υπάρχει καν δικαστήριο για να το καταδικάσει. Ακόμη κι ο χειρότερος εγκληματίας έχει το δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Τα βιβλία όχι. Καμία τηλεοπτική εκπομπή δε φιλοξένησε ποτέ κανένα βιβλίο για να πει δημοσίως τον πόνο του. Κανένας “μαχητικός” δημοσιογράφος δεν έκανε ρεπορτάζ σε κανένα υπόγειο, καμιάς μεγαλούπολης, όπου στοιβαγμένα βιβλία ζούσαν υπό αντίξοες συνθήκες δίχως ρεύμα ή καθαρό νερό. Τα βιβλία δε μπορούν να φτιάξουν συλλόγους για να υπερασπίζονται όλα μαζί τα συμφέροντα τους. Δεν υπάρχει “Διεθνής Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Βιβλίου”. Καμία χώρα ποτέ δεν έκανε πολεμική επέμβαση σε άλλη χώρα γιατί στα εδάφη της καταπατούνταν συστηματικά τα δικαιώματα των βιβλίων. Κανένα βιβλίο, ποτέ δεν πήρε το μεγάφωνο να διακόψει την ομιλία πρωθυπουργού χώρας, για να του ασκήσει κριτική. Τα βιβλία ποτέ δεν κατέβηκαν σε πορεία στο κέντρο των πόλεων και ποτέ δεν συγκρούστηκαν με καμία αστυνομία.
Η αστυνομία πάντως έλαμπε δια της απουσίας της, στον κεντρικό δρόμο της Μαλάτειας, πράγμα πολύ περίεργο αφού τις τελευταίες ημέρες όπου και να πήγαινε...τσουπ! Πεταγόταν κι ένας ένστολος μπροστά του. Αυτό δεν ήταν προνόμιο μόνο της δικής του πόλης. Συνέβαινε τις τελευταίες μέρες, λίγο πολύ στις περισσότερες πόλεις της Τουρκίας. Οι κρότοι που άκουγε καθώς έγραφε τις τελευταίες σειρές, μάλλον δεν έφταναν στα αυτιά των υπερασπιστών της τάξης. Ούτε οι βρισιές, οι απειλές και οι φωνές του πλήθους. Λες και δεν καταλάβαιναν τούρκικα. Αλλά και τούρκικα να μην καταλάβαιναν, δε χρειάζεται να είσαι και πολύ μεγάλο μυαλό για να αντιληφθείς ότι ένα πλήθος σαν κι αυτό, έχει απειλητικές διαθέσεις. Προφανώς η αστυνομία ήταν πολύ απασχολημένη στο να καταδιώκει όλους όσους συμμετείχαν στο αποτυχημένο πραξικόπημα. Δεν έπρεπε να ξεφύγει κανείς. Και ειδικά οι ένστολοι.
Η Τουρκία περνούσε κρίση. Δεν ήταν όμως η πρώτη και λογικά δεν ήταν ούτε η τελευταία. Και μάλιστα δεν ήταν ούτε καν η χειρότερη. Όποιος γνώριζε στοιχειωδώς την ιστορία της χώρας του, θα ήξερε με βεβαιότητα ότι η Τουρκία σχεδόν πάντα μέσα σε μια κρίση ήταν. Και αυτός ήταν και ο λόγος που ο Ορχάν, καθισμένος στο παγκάκι του, παρέα με το λυκόσκυλο του τον Ομέρ, αντιμετώπιζαν πολύ ψύχραιμα την όλη κατάσταση. Η πατρίδα του είχε βιώσει και χειρότερα και είχε καταφέρει να σταθεί στα πόδια της, μέχρι να ξαναπέσει. Κι αυτά τα σκαμπανεβάσματα ήταν λίγο πολύ η Ιστορία της. Τα ρολά εν τω μεταξύ είχαν καταρρεύσει. Η τζαμαρία όπως πολύ σωστά είχε προβλέψει , δεν είχε αντέξει ούτε ένα λεπτό. Οι πρώτοι είχαν ήδη μπουκάρει στο βιβλιοπωλείο, που θεωρούσαν ότι άνηκε σε υποστηρικτές του ιεροκήρυκα Γκιουλέν, ενώ οι υπόλοιποι ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν απ' έξω, λες και είχε μπει γκολ. Ο Ορχάν κάρφωσε το βλέμμα προς τον κόσμο. Μερικούς τους αναγνώριζε. Δεν είναι και τόσο μεγάλη πόλη η Μαλάτεια. Ήξερε ότι ήταν Ερντογανικοί αλλά δεν τους είχε φανταστεί ποτέ να καταστρέφουν βιβλιοπωλεία με τόσο μίσος.
Έξαφνα του ήρθε στο μυαλό συνειρμικά αυτό που είχε γίνει τον Απρίλιο του 2007 στην πόλη τους. Ήταν 17 χρονών όταν ένα παρόμοιο ασκέρι είχε μαζευτεί έξω από τον εκδοτικό οίκο “Zirve”, ο οποίος για κακή του τύχη τύπωνε χριστιανικά βιβλία. Τότε το ασκέρι είχε καταφέρει να μπουκάρει μέσα την ίδια στιγμή που η αστυνομία ήταν και πάλι πολύ απασχολημένη. Τότε ο όχλος είχε σκοτώσει και 3 χριστιανούς. Δεν είχε μάθει ποτέ αν είχε μπει κανείς φυλακή γι' αυτό. Κάποιος από το πλήθος γύρισε προς το μέρος του. Λογικά τον αναγνώρισε. Του χαμογέλασε και του ύψωσε τον αντίχειρα σε ένδειξη νίκης. Ο Ομέρ που τόση ώρα συμπεριφερόταν σαν να μη συνέβαινε τίποτα γύρω του, σήκωσε το κεφάλι τινάζοντας τα αυτιά προς τα πάνω. Ο Ορχάν σχημάτισε κάτι σαν χαμόγελο χωρίς όμως να ανταποδώσει και την ένδειξη νίκης. Γύρισε προς το μέρος του Ομέρ και του χάιδεψε το κεφάλι. Εκείνος έλαβε το μήνυμα του αφεντικού του και ξανακόλλησε τη μουσούδα του κάπου ανάμεσα στα δύο καθισμένα μπροστινά του πόδια και στο έδαφος. Έτσι όπως κοίταζε το λυκόσκυλο του είχε έρθει στο μυαλό η μέρα που τον είχε βρει, κουτάβι ακόμα, μέσα στον κάδο. Είχε αποφασίσει αμέσως να τον σώσει. Το μεγάλο του πρόβλημα όμως δεν ήταν το κουτάβι αλλά το όνομα του. Για κάποιο πολύ περίεργο λόγο θεωρούσε πολύ αταίριαστα για σκύλους τα τουρκικά ονόματα. Ήθελε να του δώσει ένα δυτικό όνομα του τύπου: Τζακ, Ρεξ, Αζόρ κτλ. Ήταν αδιανόητο όμως για έναν άνθρωπο σαν κι αυτόν, να φωνάζει το σκύλο του στους δρόμους της πόλης, με δυτικό όνομα. Προβληματίστηκε για ένα τριήμερο και εν τέλει βρήκε τη μέση οδό που ήταν σίγουρος ότι υπήρχε. Ομέρ. Κλασικό μουσουλμανικό όνομα. Παράφραση του αραβικού Ομάρ. Στον Ορχάν όμως θύμιζε πάρα πολύ τον αρχαίο Έλληνα ποιητή Όμηρο που λάτρευε να διαβάζει, κι ο οποίος είχε γεννηθεί στα τουρκικά παράλια. Έτσι όλοι θα άκουγαν μουσουλμανικό όνομα κι ο Ορχάν θα εννοούσε το δυτικό. Είχε κάνει μία μικρή παραχώρηση, αλλά σίγουρα έτσι γλίτωνε τον εξευτελισμό. Ήταν ούτως η άλλως σχεδόν βλασφημία ένας άνθρωπος της θέσης του, να κυκλοφορεί με έναν σκύλο στους δρόμους. Από το παγκάκι που καθόταν, στο πάρκο ακριβώς απέναντι από το βιβλιοπωλείο μπορούσε ήδη να διακρίνει κάποια βιβλία να πετιούνται στον αέρα και κάποια άλλα να σκίζονται. Τα πιο άτυχα όμως ήταν αυτά που είχαν αρχίσει ήδη να μετατρέπονται σε στάχτες. Χαμήλωσε το κεφάλι στο τετράδιο του, κι όπως ένας ζωγράφος απεικονίζει με χρώματα και σχέδια το τοπίο που βλέπει, άρχισε να καταγράφει με λέξεις την πραγματικότητα.
Τα βιβλία καίγονται. Ότι είναι χάρτινο, καίγεται. Ένα σπίρτο αρκεί, για να τα στείλει στον παράδεισο των βιβλίων όπου όλα είναι πιο ειρηνικά. Τι αξία έχει ένα σπίρτο ή το υγραέριο που χρειάζεται για να πετάξει φλόγα ένας αναπτήρας για λίγα δευτερόλεπτα. Λίγα δευτερόλεπτα αρκούν. Αρκούν για να γίνει στάχτη ο κόπος ολόκληρων ετών. Για να γίνει στάχτη ένας ολόκληρος κόσμος. Κι είναι εύκολο. Ο καθένας μπορεί να το κάνει. Μπορεί να το κάνει ο δυνατός και ο αδύναμος. Ο ψηλότερος άνθρωπος αλλά και ένας νάνος. Ένας άντρας ή μία γυναίκα. Ακόμα κι ένα μικρό παιδί. Άλλωστε όπως προείπαμε τα βιβλία ούτε όπλα είναι για να σε τραυματίσουν, ούτε μπορούν να αμυνθούν για να σε κάνουν να διπλοσκεφτείς αν θα τους επιτεθείς ή όχι, ούτε διαμαρτύρονται αν εν τέλει αποφασίσεις ότι πρέπει να τα βλάψεις. Επίσης τα βιβλία καίγονται ολοσχερώς. Δεν είναι όπως τα σπίτια που καίγονται οι κουρτίνες, τα χαλιά και τα έπιπλα, αλλά η οικοδομή μπορεί να βαφτεί και να ξανακατοικηθεί από την αρχή. Είναι αδύνατον να ξαναφτιάξεις ένα βιβλίο από τις στάχτες του, όπως είναι αδύνατο να μπορέσεις να διαβάσεις αυτά που έγραφε πριν καεί. Μόνο μαύρες στάχτες απομένουν. Τίποτα άλλο.
Αναστέναξε. Ίσως ήταν η πρώτη φορά που αναστέναζε από την ώρα που άρχισε να μαζεύεται το πλήθος. Μέσα σε πέντε μετρημένα λεπτά, λες και είχαν δώσει ραντεβού, είχαν μαζευτεί από το πουθενά γύρω στα πεντακόσια άτομα, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του Ερντογάν και του Αλλάχ. Τουρκικές σημαίες παντού. Στη θέα της σημαίας, στιγμιαία ένιωσε την ημισέληνο να ασφυκτιά στενά περικυκλωμένη από το κόκκινο φόντο. Το κόκκινο, αντί να την αγκαλιάσει, την έπνιγε. Φανταζόταν το άφθονο κόκκινο της σημαίας, να στάζει πάνω στην ημισέληνο σαν αίμα και να απειλεί να την καλύψει ολοκληρωτικά. Η σημαία θα έχανε το βασικό της χαρακτηριστικό αδυνατώντας να αντισταθεί στο τόσο αίμα.
Εκείνος ήταν από ώρα στο παγκάκι του πάρκου. Το συνήθιζε τα καλοκαίρια να κάθεται παρέα με τον Ομέρ, και να απολαμβάνουν τη δροσιά των δέντρων. Εκείνος διάβαζε θρησκευτικά βιβλία ή τούρκικη και παγκόσμια λογοτεχνία, και το λυκόσκυλο του αναπαυόταν στα πόδια του. Πότε πότε, όπως σήμερα, άνοιγε και το πρόχειρο τετράδιο που είχε μαζί του, και με το μολύβι του αποτύπωνε τις σκέψεις του.
Κάθε τόσο τον διέκοπτε κάποιος συμπολίτης του για να τον χαιρετήσει με μία ελαφριά υπόκλιση, πράγμα που τον ενοχλούσε λιγάκι, όχι επειδή τον έβγαζε από το διάβασμα του, αλλά επειδή έβρισκε ανάρμοστο να υποκλίνονται, έστω και ελαφρώς, μπροστά σε έναν 26χρονο, άνθρωποι πολύ μεγαλύτερης ηλικίας, μέχρι και υπερήλικα γεροντάκια. Οποιονδήποτε άλλο συνομήλικο του, αν δεν τον γνώριζαν, θα τον αγνοούσαν. Αλλά ακόμα και να το γνώριζαν, πολύ δύσκολα θα του υποκλίνονταν πενηντάρηδες οικογενειάρχες, ή εβδομηντάρηδες απόμαχοι της ζωής. Από τις σκέψεις του τον έβγαλαν οι πολύ δυνατές, ακόμα και για τα δεδομένα του συγκεκριμένου πλήθους, φωνές που ερχόταν από το βιβλιοπωλείο. Τίναξε το σβέρκο του μπροστά και κέντραρε το βλέμμα για να δει τι είχε αλλάξει.
Μια ομάδα είχε περικυκλώσει έναν μεσήλικα με γκρίζα μαλλιά και τον τραβολογούσε με τη βία έξω από το βιβλιοπωλείο. Στο αναψοκοκκινισμένο του πρόσωπο, αναγνώρισε τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης. Στη διαδρομή προς τα έξω δεν ήταν λίγοι εκείνοι από το πλήθος που του έριχναν στα πεταχτά κλωτσιές και καρπαζιές. Δεν είχε καταλάβει αν αυτοί που τον τραβολογούσαν, το έκαναν για να τον απομακρύνουν από την ιδιοκτησία του, ή αν ήταν αστυνομικοί με πολιτικά και τον τραβούσαν για να τον συλλάβουν ή πολύ απλά για να τον σώσουν από όλους αυτούς που είχαν μπει μέσα στο μαγαζί του για να το καταστρέψουν.
Ο Ορχάν, βλέποντας τα ρολά του βιβλιοπωλείου κατεβασμένα είχε πιστέψει λανθασμένα ότι κανένας δε βρισκόταν μέσα στο μαγαζί, αλλά η πραγματικότητα τον είχε διαψεύσει. Τον ήξερε τον ιδιοκτήτη και του ήταν συμπαθής. Πολλές φορές είχε περάσει μπροστά από το βιβλιοπωλείο στη διαδρομή για το παγκάκι του, και άλλες τόσες ήταν οι φορές που είχαν χαιρετηθεί. Βέβαια δε θυμόταν το όνομα του, και τώρα που το καλοσκεφτόταν, ποτέ δεν είχε κάνει την ελαφριά υπόκλιση που έκαναν οι υπόλοιποι. Ίσως και γι' αυτό υποσυνείδητα να τον συμπαθούσε. Ο ιδιοκτήτης προφανώς είτε δεν είχε προλάβει να φύγει, είτε είχε αρνηθεί να παρατήσει τα βιβλία του στο έλεος του πλήθους. Αν συνέβαινε αυτό το τελευταίο, τότε ήταν ένας μικρός ήρωας.
Τώρα ένιωθε να οργίζεται με αυτά που έβλεπε. Η οργή ήρθε κάπως καθυστερημένα βέβαια. Ενδεχομένως αργότερα να ένιωθε και τύψεις που δεν είχε παρέμβει τόση ώρα για να συνετίσει το πλήθος. Αν και κάτι μέσα του, του έλεγε ότι αν ένας άνθρωπος σαν κι αυτόν αποφάσιζε να παρέμβει σε κάτι τέτοιο, τότε θα έμπαινε στη μέση μόνο και μόνο για να κάνει τα πράγματα χειρότερα. Ο ιδιοκτήτης αφού μάζεψε αρκετό ξύλο, τελικά απομακρύνθηκε με τη βία από το κατάστημα. Τελικά ο στόχος ήταν τα βιβλία και μόνο τα βιβλία. Τελικά ο στόχος ήταν στο μυαλό. Με το χέρι του να τρέμει από την οργή επέστρεψε στο τετράδιο του. Κι όμως. Τα βιβλία έχουν κερδίσει τη μάχη της αθανασίας. Ανάμεσα στις χιλιάδες λέξεις τους, και τα εκατομμύρια νοήματα που αυτές περικλείουν, έχουν βρει το ελιξήριο της ζωής. Μπορείς να τα σκίσεις, να τα κάψεις, να τα ατιμάσεις, αλλά την ίδια στιγμή που χρειάζονται εκατοντάδες οπαδοί σου, για να καταστρέψεις ολοσχερώς ένα βιβλιοπωλείο, χρειάζεται απλά ένας αναγνώστης για να διαδώσει τις ιδέες του και να διαιωνίσει τα νοήματα του, και να το ξαναχτίσει από το μηδέν. Η προαιώνια μάχη ανάμεσα στην ποσότητα και την ποιότητα, παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες της ποσότητας,στην περίπτωση των βιβλίων, έχει ξεκάθαρο νικητή.
Τα βιβλία, τέλος, έχουν μόνο ένα ανθρώπινο πάθος. Τα βιβλία ΕΚΔΙΚΟΥΝΤΑΙ! Αργά η γρήγορα θα σε κοιτάζουν να καταστρέφεσαι και αυτάρεσκα θα ανοίγουν τις σελίδες τους, μπροστά στα μισόκλειστα μάτια σου, για να σου αποδείξουν ετεροχρονισμένα, ότι αν τα είχες διαβάσει αντί να τα καταστρέψεις, τώρα δε θα καταστρεφόσουν. Τα βιβλία, πανέξυπνα,σε αφήνουν να πιστέψεις ότι νικάς, και στο τέλος εξαπολύουν την καταστροφική τους επίθεση. Την οποία θα μπορούσες να αποκρούσεις μόνο αν τα είχες διαβάσει...
Με ένα μαγικό τρόπο η οργή του στραγγίστηκε από μέσα του, σαν πορτοκάλι που το στύβεις μέχρι να μείνει μόνο η φλούδα. Διοχετεύτηκε στις σελίδες του τετραδίου, και μετουσιώθηκε σε οργισμένες λέξεις και φράσεις που αν μπορούσε με κάποιο επίσης μαγικό τρόπο να τους δώσει σάρκα και οστά, τότε θα έπεφταν πάνω στον όχλο και θα τον τσάκιζαν. Είχε διαβάσει πολλά βιβλία στη ζωή του, και είχε μπει πολλές φορές στη διαδικασία να κάτσει να αναλογιστεί τα συναισθήματα που βίωνε ο συγγραφέας όταν έγραφε, αλλά δε θυμόταν να είχε διακρίνει ποτέ, κρυμμένο πίσω από τα λόγια, ένα συναίσθημα σαν κι αυτό που είχε βιώσει.
Κάποιοι άνθρωποι μπροστά του, μιλούσαν την ίδια γλώσσα μαζί του, μεγάλωσαν και έκαναν όνειρα στα ίδια μέρη, πίστευαν στον ίδιο Θεό και προσευχόταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Κι όμως ήταν τόσο διαφορετικοί. Τόσο επίπονα διαφορετικοί. Κι αυτή τους τη διαφορά αργά η γρήγορα θα την πλήρωναν και μάλιστα πολύ ακριβά. Τόσο ακριβά που αν έβλεπαν με κάποιο τρόπο τη μελλοντική εκδίκηση που τους επιφύλασσαν τα βιβλία, τώρα θα τα είχανε μαζέψει και με θρησκευτική ευλάβεια θα τα εναπόθεταν εκεί ακριβώς που τα είχανε βρει, αφήνοντας τα ήσυχα, στην αινιγματική σιωπή τους. Μια σιωπή που αν τη διαταράξεις να είσαι βέβαιος πως πλέον θα σε κυνηγάει η κατάρα της. Κι από αυτήν την κατάρα δε γλύτωσε ποτέ, κανείς. Εκείνος το ήξερε. Ήξερε την τιμωρία αυτού που ατίμασε το πνεύμα. Αυτού που ατίμασε τα απροστάτευτα κομμάτια χαρτιού. Ήταν από αυτούς που προτίμησαν να τα διαβάσουν, αντί να τα καταστρέψουν και τα βιβλία με ευγνωμοσύνη του είχαν εκμυστηρευτεί την αλήθεια. Κι ήταν η ωμή αυτή αλήθεια που τον έκανε τώρα να συμπονεί τους ανθρώπους που πριν από λίγο τον είχαν εξοργίσει.
Η πλάνη τους ήταν τεράστια. Κάποιος έπρεπε να τους προειδοποιήσει. Κάποιος έπρεπε να τους σταματήσει. Κατέστρεφαν με μίσος τα βιβλία χωρίς να ξέρουν ότι καταστρέφονται οι ίδιοι. Υπέγραφαν την καταδίκη τους. Τα παθήματα των βιβλίων αργότερα θα λειτουργούσαν σαν αντανακλαστικός διαδραστικός καθρέφτης πάνω τους. Ήταν ταραγμένος. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει.
Είχανε φτιάξει μεγάλους σωρούς από σκισμένα βιβλία και από στάχτες. Σελίδες πεταγόταν στον αέρα. Εξώφυλλα τσαλαπατημένα. Βιβλιοδεσίες κατεστραμμένες. Μια άμορφη μάζα πνεύματος κι έμπνευσης, μια μάζα από κρυμμένα μυστικά αιώνων, αλλού χάρτινη και αλλού τέφρινη. Εικόνες προφητικές για την κατάληξη του πλήθους. Βγαλμένες από ένα πολύ βέβαιο μέλλον. Η καταδίκη τους μπροστά στα μάτια τους. Και δεν την έβλεπαν. Ήταν τυφλοί από το μίσος. Πως γίνονται έτσι οι άνθρωποι; Ποιος τους μετατρέπει σε ατόφιο κρέας δίχως νοημοσύνη από τη μία στιγμή στην άλλη; Τα συναισθήματα του, τελείως ακυβέρνητα πια, άλλαξαν και πάλι ρότα και μετατράπηκαν σε τρόμο. Ο Ομέρ σαν από ένστικτο σηκώθηκε στα τέσσερα του πόδια και τον κοίταζε απευθείας στα μάτια. Είχε αντιληφθεί την αγωνία του αφεντικού του. Ο Ορχάν ένιωσε το βλέμμα του σκύλου του σχεδόν υβριστικό πάνω του. Ο Ομέρ μπορεί να μην τον κατηγόρησε για την προηγούμενη αναλγησία του, αλλά τώρα τον επέκρινε με τον πιο βουβό αλλά συνάμα τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Έπρεπε να σώσει τους συμπολίτες του από τη μοίρα που τους επιφύλασσαν οι ύβρεις τους. Έπρεπε να σταματήσει την ανεξέλεγκτη πορεία του κόκκινου προτού καλύψει, μια για πάντα την ημισέληνο και το αστέρι. Αν η ημισέληνος χανόταν τώρα, σε λίγα χρόνια κανείς δε θα θυμόταν τι υπήρχε εκεί παλιότερα.
Σαν να συνειδητοποιούσε έξαφνα ότι τόση ώρα καθόταν πάνω σε αιχμηρά καρφιά, πετάχτηκε από το παγκάκι έντρομος, τόσο απότομα που παραλίγο να του φύγει το πάλλευκο τουρμπάνι, από το κεφάλι. Άρπαξε το λουρί του Ομέρ και άρχισε να τρέχει. Κάποιοι από το πλήθος γύρισαν παραξενεμένοι και κοίταξαν τον νεαρό μουεζίνη του Yeni Cami, του μεγαλύτερου τζαμιού της πόλης να τρέχει έντρομος προς άγνωστη κατεύθυνση. Έτρεξε προς το μοναδικό μέρος που μπορούσε να τον βοηθήσει. Το μοναδικό μέρος που πάντοτε τον βοηθούσε. Το μοναδικό μέρος που το ένιωθε σαν τη ζεστή μήτρα μέσα στην οποία ο Αλλάχ του εμφύσησε τη ζωή. Το μεγάλο τζαμί της πόλης του, από τον μιναρέ του οποίου κάθε μέρα καλούσε τους πιστούς για προσευχή. Ήταν ο νεότερος που το είχε καταφέρει ποτέ αυτό. Και αυτή του η “τύχη” τελικά δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μία αποστολή.
Έτρεξε με όλη του τη δύναμη. Με όλο του το σθένος. Όπως δεν είχε ξανατρέξει στη ζωή του. Ο Ομέρ δίπλα του έτρεχε κι αυτός σαν να γνώριζε εκ των προτέρων προς τα που πηγαίνουν. Το υβριστικό του βλέμμα πριν λίγο τον είχε κάνει να ξυπνήσει από το λήθαργο του. Ο Αλλάχ του είχε μιλήσει. Ήξερε ότι το να απευθυνθεί από τον ιερό μιναρέ του Τζαμιού, στους πιστούς για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από το κάλεσμα σε προσευχή, ήταν μία θανάσιμη αμαρτία και κάτι που δε θα του το συγχωρούσαν ποτέ. Δε θα ανέβαινε ποτέ βαθμό ιεροσύνης. Δε θα γινόταν ποτέ χότζας. Ότι όνειρα είχε κάνει για το μέλλον, θα ανατρέπονταν. Αλλά δεν τον ένοιαζε. Η αποστολή του έπρεπε να τελειώσει εδώ και τώρα. Να τελειώσει όπως είχε αποφασίσει ο Αλλάχ να τελειώσει.
Θα ατιμαζόταν κι αυτός, όπως είχαν ατιμαστεί και τα βιβλία! Θα είχε τη μοίρα τους, αλλά ήταν η ευθύνη που του έδινε φτερά στα πόδια του. Το ήξερε! Το είχε διαβάσει... Ήταν σίγουρος. Έφτασε στον προαύλιο χώρο του τζαμιού και άφησε βιαστικά τον Ομέρ δίπλα ακριβώς από το μεγάλο συντριβάνι της αυλής. Ο σκύλος είχε φέρει την αποστολή του εις πέρας. Κάθισε στο έδαφος και τον κοίταζε όπως χανόταν μέσα στο κτίριο. Ο Ορχάν ανέβαινε τρία τρία τα σκαλιά που οδηγούσαν στην κορυφή του μιναρέ, όπου τον περίμενε το μικρόφωνο. Με τα μεγάλα ηχεία που συνδεόταν σ' αυτό, η φωνή του θα ακουγόταν σε όλη σχεδόν την πόλη. Η φωνή του θα γινόταν ένα μεγάλο βρόχινο σύννεφο που θα πλανιόταν πάνω από την πλάνη των συμπολιτών του. κι όταν θα έπεφτε η βροχή πάνω τους σαν ευλογία, εκείνοι θα συνέρχονταν από την καταστροφική τους μανία. Ξέπνοος έφτασε στο υψηλότερο τμήμα του μιναρέ με τον σφυγμό του να συγκεντρώνεται στα πλάγια του μετώπου του. Ένιωσε την καρδιά του να παλεύει να ξεφύγει από μέσα του. Στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα για να βρει τη χαμένη του ανάσα. Σήκωσε τα χέρια του ικετευτικά προς τον ουρανό και έγειρε τον κορμό του προς τα πίσω ώστε να Τον κοιτάζει κατάματα. Αρχαίες άγνωστες φωνές, άρχισαν να σιγοψιθυρίζουν ακατάληπτες λέξεις μέσα στο κεφάλι του.
“Αλλάααααααααααααχχχ!”
Φώναξε με τη βαθιά αισθαντική φωνή όλων των μουεζίνηδων. Τραγούδησε από τη κορυφή του μιναρέ, με εκείνη τη χροιά που διαρρηγνύει τους αιώνες δημιουργώντας την τρύπα στον θρησκευτικό χωροχρόνο. Με το μακροσκελές εκείνο άλφα που ξυπνάει στον κάθε Μουσουλμάνο όλα τα αρχέγονα ένστικτα της πίστης του.
Φώναξαν μαζί του όλα του τα κύτταρα και όλα του τα μέλη. Όλη η ζωντάνια της νιότης του και όλο του το πάθος συγκεντρώνονταν τώρα στη φωνή του και απειλούσαν να τρίξουν συθέμελα τούτη την καταραμένη πόλη.
Τα περιστέρα σε πολλές πλατείες πέταξαν τρομαγμένα. Κεφάλια γύρισαν από όλες τις γωνιές της πόλης προς τον μιναρέ του μεγαλύτερου τζαμιού. Άνθρωποι σταμάτησαν τις συζητήσεις τους, και τις δουλειές τους. Ακόμα και το πλήθος έξω από το βιβλιοπωλείο σταμάτησε το καταστροφικό του έργο. Η ζωή τους ήταν μία ταινία και ένα αόρατο χέρι πάτησε το πλήκτρο της παύσης.
“Αλλάαααααααααααχχχχ!”.
Επανέλαβε, και γύρω του ήταν βέβαιος ότι έβλεπε τα ολογράμματα όλων των Μουεζίνηδων της Ιστορίας, να ψάλλουν εν χορώ. Κάπου εκεί κοντά ο Μωάμεθ θα νεκρανασταινόταν μόνο για σήμερα.
“Σώσε μας!”
Στις 17 Ιουλίου του 2016, λίγες μέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Ερντογάν, ένα εξαγριωμένο πλήθος οπαδών του, εισέβαλλε σε βιβλιοπωλείο της Μαλάτειας που βρίσκεται στην Νοτιοανατολική Τουρκία και το κατέστρεψε ολοσχερώς, καθώς ο θεωρήθηκε πως ο βιβλιοπώλης, ήταν οπαδός του Γκιουλέν. Το άνωθι διήγημα αποτυπώνει τις σκέψεις του συγγραφέα , την ώρα που έβλεπε τις εικόνες καταστροφής του βιβλιοπωλείου, καθώς και ο κρυφός του πόθος για το πώς θα ήθελε να εξελιχτούν τα πράγματα.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Stand up tragedy (Παρουσίαση)

Ελλάδα 2020. Η ακροδεξιά κυβέρνηση του Θεοφύλακτου Νικολαΐδη -κατά κόσμον Λάκη- νομίζει πως θα έχει ένα εύκολο έργο αναλαμβάνοντας την εξουσία. Μια παγκόσμια πανδημία ωστόσο φέρνει τα πάνω κάτω αποκαλύπτοντας όλες τις θεσμικές παθογένειες μιας χώρας που η μοίρα της είναι συνδεδεμένη με τον σισύφειο αγώνα της να μπει στις ράγες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και του εκδημοκρατισμού. Τι θα κάνει ο υπουργός Ανάπτυξης -και νοσταλγός της επταετίας- Περσέας Ανανιάδης όταν το όνομά του εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο υπερτιμολογήσεων χειρουργικών μασκών και πόσο κατάλληλος είναι για τη θέση του υπουργού Υγείας ένας πρώην μπασκετμπολίστας που σε επίσημο αγώνα κατέγραψε το θλιβερό ρεκόρ των δώδεκα συνεχόμενων χαμένων ελεύθερων βολών. Όλα αυτά τα ερωτήματα προσπαθούν να απαντηθούν μέσα από τη σκοπιά ενός ανεξάρτητου δημοσιογράφου που ενάντια σε όλα τα προγνωστικά παλεύει να διατηρήσει την ακεραιότητά του και να βγει αλώβητος από την κρίση, σε μια κωμωδία καταστάσεων όπου συχνά τα όρια μεταξύ ιλαρού και τραγικού καθίστανται δυσδιάκριτα.

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Διπλωματική ασυλία (Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου)

Το γράμμα του ήταν σύντομο και μεστό
"Άσε τους μαλάκες τους καλλιτέχνες που κάνεις παρέα και έλα Βρυξέλλες, θα περάσουμε πρίμα"
Λεφτά δεν είχα ούτε για κωλόχαρτο, ευτυχώς είχα τους καλλιτέχνες μου, δανείστηκα από έναν κόπανο σκηνοθέτη που είχε λάβει μια παχυλή κρατική επιδότηση για τη νέα σπλάτερ παπαριά του και έφυγα τσιφ για το αεροδρόμιο. Ο υπέρμετρος ενθουσιασμός μου με οδήγησε στην αίθουσα αναχωρήσεων δύο ώρες πριν την προγραμματισμένη πτήση, αν συνυπολόγιζε κανείς ότι πετούσα με Ολυμπιακή είχα πέντε ώρες γεμάτες να κωλοβαρέσω. Αδικημένος από τη φύση δεν ήμουν, το αντίθετο μάλλον, έπιασα με την άκρη του ματιού μου μια νόστιμη ξανθιά, της έπιασα και κουβέντα, έπιασα και λίγο μπουτάκι και η ώρα πέρασε φίνα. Φεύγοντας μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει φίλο και στο facebook. Πολύ χάρηκα.
Με τον Π. είχα δώσει ραντεβού στο Gare du Midi, πρόκειται για τον μεγαλύτερο τερματικό σταθμό της πόλης των Βρυξελλών, γεμάτο πρεζάκια, απόκληρους και μεθύστακες. Βγαίνοντας είδα έναν τύπο να ρίχνει μπουνιές στον εαυτό του, δεν τον παρεξήγησα, και γω στη θέση του το ίδιο θα έκανα, λίγα μέτρα πιο κει με περίμενε ο Π. Αγκαλιαστήκαμε με φιληθήκαμε σταυρωτά.
"Τι γίνετε ρε μαλάκα συγγραφέα, όλα καλά;"
με καλωσόρισε. "Δε βαριέσαι..."
του αποκρίθηκα.
Ο Π. εργαζόταν στην πρεσβεία, κάτι με θέματα πολιτισμού γενικά και αόριστα, μου είχε προτείνει να κάνω και παρουσίαση του βιβλίου μου αλλά τον καιρό εκείνο βαριόμουν να κάνω ένα βήμα από τον καναπέ μέχρι το περίπτερο, πόσω μάλλον μέχρι της Βρυξέλλες, άσε που οι παρουσιάσεις μου προκαλούσαν πάντα αηδία, εσύ στο βήμα και ένα μάτσο ηλίθιοι από κάτω να περιμένουν να ακούσουν τη βαρυσήμαντη παπαριά σου. Ούτε γι' αστείο... Μπήκαμε σπίτι του και τραβήξαμε δύο γραμμούλες κοκό, δεν ήταν άσχημα για πρωινό, και αν ξέχασα να το αναφέρω ας το πάρει τώρα το ποτάμι, Ο Π. εκτός από διπλωμάτης ήταν και βαποράκι, πως τα συνδύαζε; Διπλωματική ασυλία το έλεγε. Η αστραφτερή Alfa Romeo του, εκτός από πινακίδες διπλωματικού σώματος, έφερε στο πορτμπαγκάζ της και άσπρη, κοκό, χάπια, κουμπιά και ό,τι τραβάει η όρεξη σου. Ένα κινητό φαρμακείο για να σε διακτινίσει από τη γη στο φεγγάρι και ακόμα παραπέρα. Όρεξη να χε κανείς και όλα τ' άλλα τα βρίσκαμε, αλλά εμείς δεν είχαμε και πολύ πρωινιάτικα. Με την τσίμπλα στο μάτι σνιφάραμε τα απολύτως απαραίτητα, τα υπόλοιπα το βράδυ.
.Και το βράδυ δεν θ' αργούσε
"Πέφτει η νύχτα στο Παλεεεεερμο!"
"Κλείστα μάτια σου ρε μαλάκα"
"Δεν καταλαβαίνω"
"Τι δεν καταλαβαίνεις;"
"Γιατί πρέπει να είναι το Παλέρμο και όχι, ας πούμε, η Νάπολι"
"Γιατί έτσι λέγετε το παιχνίδι"
" Ναι, αλλά σημασία δεν έχει το όνομα αλλά οι κανόνες, έτσι κι αλλιώς όποιος κερδίζει σνιφάρει κοκό οπότε τι Παλέρμο, τι Νάπολι τι Ουγκάντα"
Η Linda μου χαμογέλασε, γι' αυτό εξάλλου έλεγα όλες αυτές τις μαλακίες, για να γαμήσω το παιχνίδι και να κάνω το κομμάτι μου. Η Linda ήταν από τη Νορβηγία, περίπου δηλαδή, γιατί μόλις έκλεισε τα τρία τους επισκέφτηκε ένα κονκλάβιο βουδιστών μοναχών και την επέλεξαν ως τη μετενσάρκωση της θεάς Σάρα Μάρα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, τώρα πως βρέθηκαν οι μοναχοί στη Νορβηγία μη με ρωτήσετε, όλο τον κόσμο θα είχαν γυρίσει για να βρουν τη μετενσάρκωση αυτής της γαμιόλας. Το θέμα ήταν ότι την πήραν από τους γονείς της και την έκλεισαν σε ένα μοναστήρι στα βάθη του Νεπάλ για να περνάνε οι μαλάκες οι τουρίστες και να τη βγάζουν φωτογραφίες. Κάποια στιγμή φλίπαρε το πιτσιρίκι, μάζεψε τα μπογαλάκια της και την έκανε. Τώρα κάνει βίζιτες στις Βρυξέλλες, από μοναχή και αγάμητη χίλιες φορές καλύτερα εδώ που τα λέμε.
"Ε γάμησε μας μαλάκα!"
Τελικά τα είχα καταφέρει. Δεν ήταν και δύσκολο. Ο Π. είναι ευέξαπτο παιδί, γι αυτό και έχει πλακωθεί στις γιόγκες τελευταία, όχι ότι τον έχει βοηθήσει και καθόλου, αλλά τέλος πάντων. Κοίταξα τη Linda με τον αέρα του αρσενικού που έχει πετύχει το σκοπό του, για κάτι τέτοιες φτηνές στιγμές ζω άλλωστε και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω. Η Linda πάλι με κοίταξε με ένα ύφος που μαρτυρούσε πως τα μουνόχειλα της είχαν μουσκέψει μέχρι τις σάλπιγγες.Ο Π. εν τω μεταξύ, ήταν έξω φρενών.
" Πάντα το ίδιο κάνεις μαλάκα, πάντα να τα σκατώνεις θέλεις, και τότε στην εκδρομή στην Αράχοβα, και στο σχολείο όταν διάλεγες ομάδα και στην κατασκήνωση..."
Και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Που θυμόταν τόσες λεπτομέρειες από το παρελθόν μας ένας Θεός ήξερε.Εγώ μόνο τη φάση στην κατασκήνωση θυμόμουν, που είχα δέσει τρία βαρελότα στην ουρά μιας ψωρόγατας και την είχα φουντάρει στο κρεβάτι του ενώ εκείνος κοιμόταν. Πάντως δεν είχε λόγο να μου το κρατάει μανιάτικο, η γάτα που έμεινε κολοβή τι να λεγε δηλαδή;
Μ' αυτά και μ'αυτά είχε πάει μεσάνυχτα και μεις καθόμασταν και ασχολιόμασταν με εφηβικές αηδίες. Λες και το κατάλαβε ο μούργος και γύρισε στη Linda και τη φίλη της τη Yona δίνοντας το έναυσμα:
" Ετοιμαστείτε πουτάνες! Φεύγουμε για Soixante!"
Τι είναι το Soixante;Δύσκολο για κάποιον που έχει ζήσει την εμπειρία του να το περιγράψει. Κατ αρχάς είναι μια περιθωριακή ντίσκο στην γκέι συνοικία των Βρυξελλών, γνωστής στο ευρύ κοινό ως fontainas. Εκεί λοιπόν που συχνάζει και περιφέρεται σύσσωμο το αδερφομάνι δεσπόζει μια μαύρη μεταλλική πρόσοψη με μια νέον επιγραφή από πάνω που σχηματίζει τον αριθμό 60. Στα σπλάχνα του χορεύει και συνωστίζεται η σάρα η μάρα και το κακό συναπάντημα, εδώ όλο και καμιά "ψιλή" παίζει πάντα, εδώ κανονίζονται παρτούζες, εδώ έχουν κλείσει σπίτια και διαλυθεί οικογένειες. Ο πιθηκοειδής πορτιέρης στη είσοδο μας καλωσόρισε με ένα χαμόγελο γνήσιας ειρωνείας, ήθελε και συστάσεις το μαλακισμένο. Ευτυχώς ο
Π. τις είχε. "Ξέρω τη χοντρή κυρία" του είπε και εκείνος παραμέρισε αυτοστιγμεί- πάντα μου την έσπαγαν όσοι πουλούσαν μούρη εκεί που τους έπαιρνε και στρώναν χαλί εκεί που στριμώχνονταν. Ποιος να ξερε τι ζόρια είχε τραβήξει παιδί, ίσως να τον έδερνε ο μπαμπας του, ίσως να τον βίαζε ο δάσκαλος του πιάνου, ίσως πάλι απλά να γεννήθηκε ηλίθιος. Προς το παρόν, ήμουν αρκετά απασχολημένος μπαλαμουτιάζοντας τη μικρή και αθώα Linda για να το εξακριβώσω.
Όταν μπήκαμε ο Π. χαριεντιζόταν ήδη με τη χοντρή κυρία. Η χοντρή κυρία δεν ήταν ακριβώς κυρία, ήταν κύριος. Ούτε χοντρός ήταν, ήταν θεόχοντρος. Διατηρούσε ένα ρουχάδικο στο κέντρο με την επωνυμία Big Jim, δηλαδή το ρουχάδικο ήταν η βιτρίνα, και πίσω όπλα, λευκή σάρκα, ανθρώπινα μοσχεύματα και ό,τι βάλει ο νους σου. Πάντως έτσι ήθελε να τον φωνάζουμε, Big Jim, και στην κάμπριο μερσεντές του οι πινακίδες έγραφαν Jim 007, τέτοια ψωνάρα. Ο Π. με φώναξε και έκανε τις συστάσεις, ο Big Jim με υποδέχτηκε με μια εγκάρδια χειραψία, φαντάστηκα ότι το ίδιο χέρι είχε σακατέψει ουκ ολίγους, αλλά τι σημασία είχε, κάτι τέτοιοι τύποι έπρεπε να αντιμετωπίζονται με τη δέουσα συγκατάβαση.
Εν τω μεταξύ, ένα χέρι είχε γλιστρήσει στον πισινό μου και τον θώπευε απαλά, νόμιζα ότι άνηκε στη Linda, όμως εκείνη βρισκόταν απέναντι μου στο πλευρό του Big Jim με τον κώλο της επίσης κατειλημμένο- γύρισα και είδα έναν ημίγυμνο πίθηκο με μάσκα που από τη μύτη κρεμόταν ένα τεράστιο πέος. " Είσαι σε σπίντ;" τον ρώτησα. "Οχι, είμαι στις παρυφές της κόκας" μου απάντησε. "Θέλεις να ρίξεις μία;"
Δεν ήθελα, ήθελα μια παγωμένη μπίρα και τη Linda, η οποία είχε ευτυχώς αποδεσμευτεί από το μαμούθ της παραχωρώντας τη θέση της στη Yona. Πέρασε το χέρι της στον αγκώνα μου και με τράβηξε προς τα ενδότερα. Την ακολούθησα πειθήνια...
Και αν δεν μου έλεγε όλα αυτά τα κουφά για τις κατσαρίδες θα μπορούσα να την είχα ερωτευτεί για τόσο δα. Γιατί ήταν πανέμορφη η άτιμη, με μακριά κατάξανθα μαλλιά, μάτια τιρκουάζ που σε ταξίδευαν σε διάφανα κοραλλένια νερά και ένα ζεύγος πορσελάνινων χειλιών που σε καλούσε να χαθείς μέσα του. Αλλά αυτή την ιστορία με τις κατσαρίδες που θα ταν λέει οι μοναδικοί ζώντες οργανισμοί που θα επιβίωναν όταν όλοι οι υπόλοιποι θα εξαλείφονταν τι την ήθελε; Ήταν τυραννισμένη ψυχή η κακομοίρα, τόσα χρόνια βουδισμού, τόσες φωτογραφίες από ηλίθιους τουρίστες που έψαχναν το κάρμα τους στις εσχατιές του πλανήτη, τόσες πίπες σε στραβοχυμένους κοιλαράδες.
Την έσφιξα στην αγκαλιά μου γευόμενος τα μαγικά της χείλη που τόσο είχα ποθήσει. Κι ύστερα έμεινα αποχαυνωμένος να κοιτάω όλο αυτό το πλήθος των κρετίνων να χτυπιέται υπό τους ήχους ενός άρρυθμου ντάπα ντούπα. Και τότε κατάλαβα, κατάλαβα πόσο κοντά ήταν το τέλος και ένιωσα ένα ρίγος να με κυριεύει.
Ζούσαμε τις τελευταίες μέρες του ανθρώπινου πολιτισμού, η εποχή των παγετώνων διαφαινόταν στον ορίζοντα πιο απειλητική από ποτέ άλλοτε, και ό,τι θα αφήναμε ως είδος στη διαθήκη μας θα ήταν το σάουντρακ ενός κακόγουστου πρωτογονισμού. Θα ήταν αναίτια και ιδρωμένα κορμιά, θα ήταν ατάλαντοι σκηνοθέτες, θα ήταν οι πινακίδες του Big Jim που υποδήλωναν την αντιαισθητική μεγαλομανία όσων έπιασαν την καλή, θα ήταν τα αντιψυχωτικά που καταπίναμε σαν καραμέλες για να γεμίσουμε το απύθμενο κενό μας, θα ήταν εφηβικά οράματα που ανταλλάχθηκαν με αστραφτερές Άλφα Ρομέο και αθωότητες που τσακίστηκαν.
Κατάλαβα ότι η ομορφιά της Linda ήταν πολύ ενοχλητική για να υπάρξει σε έναν κόσμο που θα επιβίωναν μόνο οι κατσαρίδες. Γι αυτό έπρεπε να συνθλιβεί με τον τρόπο που συνθλιβόταν κάθε μέρα, να γίνει το φτηνό εμπόρευμα μιας βιτρίνας που καθρέφτιζε την ασχήμια μας. "Καμιά φορά τα παίρνω και τα βάζω στον κόλπο μου"Έσκυψε και μου ψιθύρισε."Ποια;"."Τα κατσαριδάκια, και νιώθω τα ποδαράκια τους να με γαργαλάνε. Και είναι ωραία η αίσθηση, αλλά δεν είσαι γυναίκα να το καταλάβεις! Ποτέ δεν θα το καταλάβεις!"
Προτού προλάβω να ξεράσω τ αντερά μου ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει προς το μέρος του κι υστερα φωνές και ουρλιαχτά. Από πίσω μας ο Big Jim με δύο ασπόνδυλα μας ωθούσαν κλοτσηδόν προς την έξοδο κι εμείς κουτρουβαλούσαμε τα σκαλιά σαν ακανόνιστες χιονοστιβάδες. Έπιασα για ένα δευτερόλεπτο με το μάτι τη Linda να με κοιτάει με τρόμο και έκπληξη, και αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που συγκράτησα από κείνη πριν προσγειωθώ στο δρόμο. "Τι έγινε ρε μαλάκα;" τον ρώτησα μαζεύοντας τα μούτρα μου από την άσφαλτο."Τίποτα δεν έγινε απλώς ο μεγάλος τσαντίστηκε"."Για ποιο λόγο;"."Δεν υπάρχει λόγος ρε αγόρι μου, όταν τον πιάνουν τα διαόλια του τον πιάνουν, τραβάει ζόρια και αυτός"."Και τον δικαιολογείς"."Δεν δικαιολογώ τίποτα φίλε, δεν δικαιολογώ τίποτα.."
Περπατήσαμε αμίλητοι προς το αυτοκινητο σαν δυο κακομοιριασμένοι φαντομάδες που διατάραζαν με τις φιγούρες τους τη νύχτα. Ο Π.κοντοστάθηκε κάτω από έναν φανοστάτη και άναψε τσιγάρο, έκανε μερικά βήματα ακόμη και ξεκλείδωσε την πόρτα της Άλφα του.
"Ξέρεις ποιο θα είναι το μοναδικό είδος στον πλανήτη που θα επιβιώσει όταν τα άλλα εκλείψουν;"."Στ αρχίδια μου, λες και θα ζω μέχρι τότε για να το μάθω"με αποπήρε πετώντας το τσιγάρο σε ένα βουλωμένο φρεάτιο, έκλεισε μετά την πόρτα, έβαλε το κλειδί στη μίζα και ξεκινήσαμε...

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη Σπύρου Καρυδάκη στο Cartel

Ήταν ένα από τα μεγάλα λογοτεχνικά μου απωθημένα, αν με ρωτούσαν από ποιόν συγγραφέα θα ήθελα να πάρω συνέντευξη αυτός θα ήταν ο Σπύρος Καρυδάκης. Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε μέσω της υπεύθυνης εκδόσεων του "Στιγμού" Μαρίας Γυπαράκη να έρθουμε σε επαφή. Σε μια διαδικτυακή συνάντηση που τολμώ να πω υπήρξε απολαυστική.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Από την πρώτη σας εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα, στο βιογραφικό σας αναφέρατε τα επαγγέλματα με τα οποία έχετε ασχοληθεί (αγρότης, εργάτης, ναυτικός, ψήστης, επιμελητής ύλης σε εκδοτικό, ανθοπώλης κ.α), κάτι που πιστεύω πως οι περισσότεροι ομότεχνοι σας θα απέφευγαν επικεντρώνοντας στην βιβλιογραφία τους ή τυχόν «διακρίσεις».Υπήρχε μια —καλώς εννοούμενη— σκοπιμότητα ώστε να συστήσετε τον εαυτό σας με αυτόν τον τρόπο στο αναγνωστικό κοινό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Η κύρια σκοπιμότητα είναι, φυσικά, η αλήθεια: Έτσι έχω ζήσει. Επίσης, έτσι ήθελα να ζήσω. Σπούδασα, όσο σπούδασα, δημοσιογραφία. Αλλά σε αυτό το επάγγελμα, που παρεμπιπτόντως μου δίδαξε πολύ χρήσιμα πράγματα, μπήκα απλά γιατί έπρεπε να κάνω κάτι, και το εγκατέλειψα ήδη από νεαρός στην πιο ευοίωνη επαγγελματικά στιγμή, ενώπιον της φρικτής (για μένα) προοπτικής της «καλής» καριέρας. Η εργασία μεταξύ των ανθρώπων που μοχθούν, κι όχι μεταξύ των αποστειρωμένων γραφείων και των «πρόζεκτ», κυρίως η χειρωνακτική, θεώρησα ότι θα μου έδινε ό,τι επιθυμούσα από μικρός, δηλαδή τη γνώση της πραγματικής ζωής. Ο τρόπος μου είναι ότι όσο περισσότερο βυθίζεται κανείς στην τύρβη του μόχθου, και όσο πιο αγκαλιαστά συμπορευόμενος ζει με τους ανθρώπους όταν βασανίζονται, γλεντούν, γελούν, κλαίνε, τόσο μπορεί κι ο ίδιος αν όχι να δημιουργήσει με την τέχνη, τουλάχιστον να καταλάβει τις βασικές αρχές της.
Και τούτο τελικά λειτούργησε. Έμαθα να κάνω ένα σωρό πράγματα που για με είναι πολύτιμα, και κυρίως γνώρισα από πολύ κοντά πλήθος ξεχωριστούς ανθρώπους, όχι από τύχη, μα επειδή τους αναζήτησα με το φανάρι. Αυτούς που τους ονομάζει η λογία έπαρση «απλούς», και που είμαστε όλοι μας. Ακούγοντας μικρός στη Ζάκυνθο τις ιστορίες γέρων τότε ανθρώπων που είχαν γεννηθεί τον 19ο αιώνα, ανδρών και γυναικών, ιστορίες από πολέμους, καταστροφές, από τις νεανικές ζωές τους, από ταξίδια ή έρωτες, παλληκαριές ή δυσπερίγραπτες ανομίες, κατάλαβα ευτυχώς πολύ νωρίς ότι οι «συνηθισμένοι» άνθρωποι, συχνά έχουν ζήσει ζωές γεμάτες εμπειριές, πάθη, έρωτα αλλά και φρίκη, εντέλει γεμάτες νόημα. Αυτό με παρώθησε να αναζητήσω τέτοιους ανθρώπους στον «λαϊκό» λεγόμενο κόσμο και στον δρόμο, στον τόπο του αληθινά τίμιου μόχθου μα και στο επικίνδυνο περιθώριο. Συνάντησα ανθρώπους που έχουν ζήσει συγκλονιστικές ζωές και ιστορίες. Μερικοί, γέροι ήδη όταν ήμουν νεαρός, κι ακόμα συνομήλικοι ή νεότεροι τώρα, με τίμησαν με τη φιλία τους και την αγάπη τους. Τους ευχαριστώ με το χέρι στην καρδιά.
Το πολύ ωραίο είναι ότι αρκετοί κριτικοί, γράφοντας για τους ήρωές μου από το απροσμέτρητο ύψος των γραφείων τους, αποφάνθηκαν ότι αυτοί ακριβώς, οι ζωντανοί άνθρωποι, είναι «αντιρεαλιστικοί», «είναι αδύνατον να υπάρξουν», «πώς είναι δυνατόν άξεστοι νέοι να σκέφτονται και να μιλούν αντί να γρυλλίζουν», «η υπόθεση του έργου είναι αδύνατον να υπάρξει»! Κι έτσι ένιωσα να δικαιώνομαι για όσα έχω τραβήξει και στη ζωή και στη λογοτεχνία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία σας, παρατηρώ ότι σας αρέσει να αλλάζετε διαρκώς νόρμες και να πειραματίζεστε. Μυθιστόρημα, δοκίμιο, ποίηση, διήγημα. Η θεματολογία σας συχνά αγγίζει και εμβαθύνει σε θέματα που θεωρούνται ακόμα ταμπού για ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας, πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να επιβιώσει λογοτεχνικά αρνούμενος να μπει στα καλούπια του εκδοτικού και εμπορικού κατεστημένου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Η πολυμέρεια οφείλεται στις ήδη από την παιδική και εφηβική ηλικία αναζητήσεις μου. «Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται», «Καθένας που αιτεί θα πάρει, και όποιος ζητά βρίσκει, και σε όποιον χτυπά θα ανοιχτεί η πόρτα», όπως είπε κι ο Χριστός. Γιατί όχι κίνδυνος του συγγραφέα και ενδεχομένως αποτυχία, άλλωστε; Ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία των ανθρώπων με την επιτυχία. Άμα τελικά δεν «ανοιγήσεται τω κρούοντι», και σπάσω τα μούτρα μου στην κλειστή πόρτα, ε, και τι έγινε δηλαδή; Για με σημασία έχει η επίπονη προετοιμασία κάθε κειμένου, όχι προχειρότητα, όχι ανεμελιά, όχι γράψιμο στο πόδι! Άλλωστε, ούτε καν με νοιάζει ντε και καλά να εκδοθούν όλα όσα με τόσον κόπο συνθέτω: Τα παρέχω τζάμπα στην ιστοσελίδα μου, www.analphabet.gr, και «ο ζητών ευρίσκει». Για παράδειγμα, τα ψηφιακά άλμπουμ μου για τα ελληνικά βουνά που αναρτώ στην ιστοσελίδα , με φωτογραφίες μου γι’ αυτά, ορειβατικές περιγραφές και έρευνα στις αρχαιοελληνικές πηγές, μου κοστίζουν χρόνο και αφάνταστο κόπο, όχι μόνο μελέτης και γραψίματος, μα και τεχνικής κατασκευής. Τα «θέματα ταμπού» είναι συνήθως τα πιο ενδιαφέροντα στην προσπάθεια του δημιουργού ή του στοχαστή για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Είναι και τα πιο δύσκολα στη λογοτεχνική ή αντίστοιχα στην επιστημονική διαπραγμάτευση, φυσικά. Όλα τα σπουδαία έργα από καταβολής του έντεχνου Λόγου, στην πραγματικότητα βρίθουν από θέματα-ταμπού, ας πούμε το «Έπος του Γιλγαμές», η Βίβλος, η «Οδύσσεια», τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι. Το εκδοτικό και εμπορικό κατεστημένο αντιδρά κυρίως, ή και μόνο, στο ερέθισμα του κέρδους, αλλά υποδορείως λειτουργεί επίσης με βάση τα ταμπού και τις ψυχολογικές αυτοακυρώσεις πολλών εκδοτών και κριτικών. Εντέλει, κρίνουν καλό ή κακό ένα μη-ακαδημαϊκό βιβλίο κυρίως με βάση τις ψυχικές τους καθηλώσεις και τις ανάλογες αντιλήψεις τους περί λογοτεχνίας, οι οποίες διαμορφώνονται ως ιδεολογική και πολιτική ορθότητα, κι όλα αυτά τα βαφτίζουν «θέληση του κοινού».
Το πιο υγιές, τελικά, είναι το πραγματικό κοινό: Άμα καταφέρει να φτάσει ευρέως στους αναγνώστες ένα βιβλίο, ένα καλοδομημένο και κυρίως έντιμο έργο τέχνης, «δύσκολο» «αιρετικό» ή και ανατρεπτικό, εκείνοι θα προβληματιστούν επ’ αυτού αρνητικά και θετικά, μπορεί να το σχολιάσουν καυστικά, αλλά τις περισσότερες φορές θα καταλάβουν τις προθέσεις του συγγραφέα καλύτερα παρ’ ότι πολλοί επαγγελματίες της λογοτεχνίας, και θα απολαύσουν το αποτέλεσμα όσο τουλάχιστον κι ο δημιουργός του, ίσως και περισσότερο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Στη νουβέλα σας «Άσε με να σε δέρνω κάπου-κάπου» περιγράφετε μια σαδομαζοχιστική σχέση ενός ευφυούς νέου με μια κυρία της λεγόμενης καλής κοινωνίας, στο μυθιστόρημα «Therion» μια σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου ανάμεσα σε έναν άδολο φοιτητή και έναν ηθικά διεφθαρμένο έμπορο ανθρώπινων οργάνων. Εντούτοις και στα δύο βιβλία σας ο φαινομενικά αδύνατος είναι αυτός που έχει —για να το θέσω λαϊκά— τον τελευταίο λόγο. Τελικά μήπως τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος είναι περισσότερο δυσδιάκριτα απ’ όσο φαίνονται; Αντιγράφω εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας: «Το μέγιστο Θηρίο, που αναδύεται από το άγριο δάσος της ανθρώπινης ετερότητας, μπορεί να είναι ο θύτης, ο απόλυτος εγκληματίας, μπορεί όμως να είναι και το θύμα του…».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Στη μεγάλη πεζογραφία ως σήμερα, μα επίσης σε λιγότερο σπουδαίους ή και σε άσημους πλην ουσιώδεις λογοτέχνες, η διάκριση αθώου και ένοχου, εξουσιάζοντος και εξουσιαζομένου, θύτη και θύματος, πράττοντος και υφιστάμενου την πράξη, ποτέ δεν είναι μονοδιάστατη, ούτε καν αμφίπλευρη. — Είναι εκατέρωθεν πολυδιάστατη. Έτσι είναι και η πραγματική ζωή. Αυτό αποτελεί βασικό ζήτημα για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, και το ερμηνεύουν η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και ευρέως η ψυχανάλυση. Μονοδιάστατη και μανιχαιιστική, κι εντέλει άκρως ολοκληρωτική, είναι η μονολιθικότητα περί πάντων που προβάλλουν οι θρησκείες, οι απολυταρχικές ιδεολογίες, οι όσες αποστεγνωμένες και αντιδραστικές θεωρητικές επιστήμες, σήμερα, για παράδειγμα, η μόνη «ηθική» και η μόνη «φιλοσοφία» της δολοφονικής κεφαλαιοκρατίας, η λεγόμενη «πολιτική ορθότητα», είτε η δεξιόστροφη είτε η αριστερόστροφη. — Η τελευταία είναι η πιο επικίνδυνη, γιατί είναι ύπουλη μα και πιο ιδεολογικοποιημένη ακόμα κι από τον ναζισμό.
Το θέμα της εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, που με έχει απασχολήσει πολύ σαν αναζητητή και σαν συγγραφέα, δυστυχώς είναι κεντρικό στο ανθρώπινο είδος, και κυριαρχεί φανερά ή υποδόρεια παντού, στο προσωπικό, κοινωνικό, ταξικό ή κρατικό επίπεδο, στα επαγγέλματα, στην οικογένεια, στον έρωτα πρωτίστως, στις «καλές προθέσεις». Κάποτε μου είχε πει ένας μεγάλος φίλος μου, δυστυχώς μακαρίτης, ο «καταραμένος» συγγραφέας Σταύρος Αντωνίου: «Δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο σκληροί από τους ελεήμονες». Η αθωότητα κι η ενοχή καθώς και η εξουσιαστικότητα, σχετίζονται με τις ζωικές καταβολές μας, επίσης με τα εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια της πρωτοανθρώπινης αγέλης, όπου οι σχέσεις ήταν πάντα κάθετες, βίαιες και φονικές. Το όνειρο των θετικών δυνάμεων της ανθρωπότητας είναι πάντα το πολίτευμα και η κοινωνική οργάνωση που θα εξασφάλιζε τη μέγιστη δυνατή ενότητα, συμμετοχικότητα, ομόνοια και πριν απ’ όλα ελευθερία, δηλαδή η άρση ή έστω ελαχιστοποίηση των σχέσεων εξουσίας και ανελευθερίας.
Στη λογοτεχνική μου προσπάθεια, και μάλιστα στο «Therion» που μου πήρε οχτώ χρόνια δημοσιογραφικής έρευνας και γραψίματος για να το τελειώσω, ακόμα και οι πιο φρικτοί ή αθώοι ήρωες είναι όπως όλοι μας, ένα μίγμα καταβολών και προθέσεων, μες από το οποίο πάντα αναδύεται αθέλητά μας το ασυνείδητο με τη μορφή των παθών. Πάθη είναι η εξούσια, το έγκλημα, η βαριά ερωτική επιθυμία, αλλά και η πιο τρυφερή αγάπη, η «αθωότητα», κι όλα τούτα μας γειώνουν από τις μεταφυσικές απόψεις για την ανθρώπινη φύση σε ό,τι πραγματικά είμαστε: Γυμνά θηρία μες στο δάσος. Όλα εντέλει εξαρτώνται από τη θέση που θα επιχειρήσουμε και θα κατορθώσουμε να πάρουμε στο ζήτημα του γνώθι σαυτόν και του αυτοελέγχου της έμφυτης θηριωδίας μας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Σχεδόν σε όλα σας τα βιβλία σας επιδίδεστε σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι διαλεκτικής που δείχνει να μη σας ενδιαφέρει ο κίνδυνος να χαθείτε δραματουργικά. Πιο έντονο —κατά τη γνώμη μου— μου φάνηκε αυτό στη «Νύχτα των ονομάτων». Σας έχει απασχολήσει ποτέ το γεγονός ότι σε αυτό το παιχνίδι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαθεί το «έρμα»;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: — Και λοιπόν; Ας χαθεί. Η λογοτεχνία που δεν τολμά, αυτή είναι που δεν χάνει ποτέ το έρμα, αλλά και που σπάνια βρίσκει τον στόχο. Βεβαίως, έχετε δίκιο: Στα δύο πρώτα μου βιβλία, το «Ο ένας με μαχαίρι» και η «Νύχτα των ονομάτων», εκ των υστέρων κατάλαβα ότι δεν είχα καταλήξει σε αυτό που αποσκοπούσα, έχουν λάθη και φλυαρίες, και πρέπει να διορθωθούν. Το ζήτημα είναι ότι τα λάθη που βρίσκω από μέρους μου, δεν είναι εκείνα που θεωρεί ότι εντόπισε ένα μέρος της κριτικής, δηλαδή ο ερωτισμός, η «βία», οι δοκιμιακές παρεμβάσεις, το διαλεκτικό παιχνίδι — άσε εκείνο που κοπανιέται συχνά, η «βωμολοχία»! Είναι άλλα πράγματα. Αν είχα τον χρόνο, αυτά τα δύο βιβλία θα τα είχα διορθώσει και θα τα είχα αναρτήσει στην ιστοσελίδα μου, στο analphabet.gr. Αντίθετα, το «Therion», που είναι το βιβλίο μου το οποίο με ενδιαφέρει περισσότερο για ευρύτερα πολιτικούς λόγους να φτάσει στον αναγνώστη, το ξανακοίταξα με προσοχή, διόρθωσα μερικά πράγματα που τα θεωρούσα ως λάθη και το έχω αναρτήσει δωρεάν στην ιστοσελίδα μου. Εκείνο που με απασχολεί στη λογοτεχνία μου, είναι κάθε πρόταση να έχει νόημα, να λέει κάτι, όσο «δύσκολη» στην κατανόηση, ή ιδιόρρυθμα συνταγμένη είναι. Εφόσον μεγάλοι δημιουργοί δεν νοιάζονταν για το έρμα, αλλά για τον Λόγο, την αφήγηση και το νόημα, πόσο μάλλον εμείς οι μικροστοί. Ως ορειβάτης, κι έχοντας από μικρός μέχρι και τώρα στα εξήντα μου μια μανία με την αναρρίχηση σε δέντρα, βράχους, γκρεμούς, χωρίς σκοινιά φυσικά, ξέρω πως ενδέχεται κάποτε να πέσω, να τραυματιστώ ή και να σκοτωθώ κακήν κακώς. Κι έχω πράγματι γκρεμοτσακιστεί κάμποσες φορές και κινδυνεύσει ουκ ολίγες. Και λοιπόν; Η ζωή έτσι κι αλλιώς έχει τέρμα, το γήρας καραδοκεί, η απόλαυση έχει τη σημασία, κι άλλωστε τι έγινε άμα αποτύχουμε; σιγά μην χάσει η λογοτεχνία το πουλέν!
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Ετοιμάζετε αυτό τον καιρό ένα βιβλίο που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις «Στιγμός», θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Είναι το «Καυτό μέλι», ένα βιβλίο με μετάφραση και σχολιασμό του συνόλου σχεδόν της αρχαίας ελληνικής ποίησης που αναφέρεται στον ερωτισμό μεταξύ ανδρών. Πρόκειται για μια συλλογή από 419 ποιήματα ή αποσπάσματα 95 αρχαίων Ελλήνων ποιητών. Μεταφράζονται μεγάλοι ποιητές ή διανοητές, όπως οι Πίνδαρος, Αλκαίος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Θεόκριτος, Ίβυκος, Ανακρέων, Θέογνις, Μίμνερμος, Καλλίμαχος, αλλά και πλήθος μείζονες ή ελάσσονες των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Εξετάζονται, σύμφωνα με τις ίδιες τις αρχαίες πηγές, οι σχέσεις μεταξύ των ομηρικών ηρώων, κυρίως η σχέση Αχιλλέα και Πάτροκλου — που όσοι αρχαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με αυτή, με την εξαίρεση του Ξενοφώντα, απερίφραστα τη θεωρούσαν ερωτική, και ασχολούνταν κυρίως με το ποιος ήταν ο εραστής και ποιος ο ερωμένος.
Το πράγμα ξεκίνησε όταν επιχείρησα να μεταφράσω κάποια επιγράμματα. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι έπεφτα συνεχώς σε τοίχο άγνοιας για τα ομοφυλοφιλικά ερωτολογικά ζητήματα της αρχαίας Ελλάδας. Βεβαίως υπήρχε το οριακό έργο του Dover, «Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα», και μετέπειτα μερικές καλές ή κακές ξένες μελέτες, αλλ’ από κει και πέρα χάος. Τούτο συμβαίνει επειδή το πλέγμα των θεσμών, των νόμων, των ηθών και των απαγορεύσεων για το θέμα, ήταν στην αρχαιότητα τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα, ώστε είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί πλήρως. Γι’ αυτό, πλείστοι σύγχρονοι μελετητές ή μεταφραστές, και εκείνοι που αποστειρώνουν την αρχαία Ελλάδα παραβλέποντας ή διαστρεβλώνοντας ό,τι δεν ταιριάζει στην ιδεολογία τους και την ηθική τους, επίσης αρκετοί «gay friendly» που κάνουν τα τελευταία χρόνια το ίδιο από την πλευρά τους, ακριβώς παραμερίζουν το ουσιώδες: Τι λένε οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες.
Για το βιβλίο είχα απευθυνθεί, διαδοχικά, σε όχτω γνωστούς εκδότες, από τους οποίους δύο δέχτηκαν να το εκδώσουν ενθουσιωδώς αλλά τελικά η έκδοση δεν προχώρησε, και έξι αρνήθηκαν καθέτως, διότι, καθώς μου είπαν οι πιο ευγενικοί, φοβούνταν αντιδράσεις. Πείσμωσα, δανείστηκα από φίλους γιατί είμαι συνήθως αδέκαρος, και το 2013 εξέδωσα 150 αντίτυπα, που φυσικά δεν έφτασαν στο κοινό. Ενδιαφέρον έχει ότι οι εκδότες του Στιγμού έτυχε να δουν σε φιλικό σπίτι το βιβλίο και, χωρίς καν να με ξέρουν, αποφάσισαν έτσι απλά να επικοινωνήσουν μαζί μου και να το εκδώσουν. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν στην Ελλάδα άνθρωποι, που έχουν για τα βιβλία και για το τι σημαίνει εκδόσεις, μιαν αντίληψη διαφορετική από την τρέχουσα και δυστυχώς κυρίαρχη.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Αιωνίως ευγνώμων

Έπρεπε να διαλέξω. Ο ογκολόγος με σύστησε με τον καρκίνο που είχε νοικιάσει διαμέρισμα στο πάγκρεας μου και του έκανε ανακαίνιση. Βεβαίως, εγώ τον είχα καλέσει κολλώντας ενοικιαστήρια σε εκατοντάδες φιάλες αλκοόλ από την εφηβεία μου ακόμη. Όμως ως δαιμόνιος νοικοκύρης του σώματος μου, αποφάσισα να του κάνω έξωση. Οι χρόνιες μελέτες μου στο Μεταφυσκό και τις Απόκρυφες Τέχνες, με έφεραν σε επαφή με την δυσώδη φυλή των απέθαντων αιμοποτών που κυκλοφορούσε στις αντικοινωνικές σέκτες της υψηλής Αθηναϊκής κοινωνίας. Προσελήφθηκα ως σεφ στη Λέσχη Αθηνών στην Πανεπιστημίου. Ετοίμαζα τα λουκούλεια γεύματα που όμως κανένα μέλος δεν άγγιζε ποτέ αλλά προσφέρονταν πάνω στους κατάφορτους μπουφέδες σε εκείνους τους υπέροχους νέους και στα θεσπέσια κορίτσια που “σερβίρονταν” με τη σειρά τους στα μέλη για να γευτούν τους χυμούς τους. Ζήτησα, μάλλον απαίτησα με θράσος αλλά και ειλικρίνεια να υπηρετήσω ισοβίως ως σεφ της Λέσχης. Ένας αιωνίως μεσήλικας υπουργός της Κυβέρνησης μου “υπέγραψε” τη σύμβαση βυθίζοντας τα δόντια του στο λαιμό μου. Την επόμενη μέρα δεν συμμετείχε στο υπουργικό συμβούλιο από το απίστευτο χανγκόβερ που του χάρισε το αλκοολούχο αίμα μου. Σίγουρα θα μετάνοιωσε για τη μεγαλοψυχία του. Του είμαι αιωνίως ευγνώμων.

Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

Οι φουκαράδες της λογοτεχνίας

"Και αναρωτιέμαι αν η ζωή είναι φθηνή, δίπλα σε τύπους που διαβάζουνε Καθήμερινη"
Στίχοιμα
Μουδιάσμένη μπήκε η χρονιά για τη λογοτεχνική μούργα σύντροφοι, σε αμηχανία μπαγιατεμένοι συγγραφείς αλλά και τα κατα συνθήκη γιουσουφάκια τους χρειάζονταν οπωσδήποτε ένα "ένθετο" για να υπενθυμίσουν την παρουσία των "γραμμάτων" στην Βαλκανική Εξαρχία. Τα προέορτια προκάλεσαν θυμηδία, γεμάτοι οι τοίχοι του φατσοβιβλίου από νέοπες ή νεόκοπους συγγραφείς που ωσάν προαναγγελία Νόμπελ διακύρητταν την παρουσια τους στο αφιέρωμα της "Καθημερινής". Ένα σωρό πουθενάδες της λογοτεχνίας στριμώχνονταν για τα 15 λεπτά δημοσιότητας εν μέσω κοινωνικής αποστασιωποίησης, ο όρος "πουθενάδες" δεν είναι τυχαίος, αναφέρεται σε πάσης φύσεως φυντανάκια που θα ξεχαστούν σύντομα και θα αντικατασταθούν από νέες φουρνιές πρόθυμες να γλείψουν τους ίδιους κώλους. Κορόιδα περιωπής που δώσαν τον πολτό τους τσάμπα στην εφημερίδα χωρίς να απαιτήσουν ούτε φράγκο πνευματικών δικαιωμάτων μόνο και μόνο για την ικανοποίηση της κουτσουρεμένης ματαιοδοξίας τους. Το αποτέλεσμα ασφαλώς δεν εξέπληξε κανέναν.
Ένας λογoτεχνικός χυλός επιμελημένος από τον; το;...Αθώ Δημουλά (δεν γνωρίζω τη σχέση του με την αχαϊρευτη συνεπώνυμη μακαρίτσσα ποιήτρια, πλην την ψυχανεμίζομαι) ο οποίος κάθε τέλος χρόνου φροντίζει να τα σταχυολογεί "βιβλία της χρονιάς" ($$$) σε ανασκοπήσεις που ζέχνουν πορδίλα και πιαρίλα. Ασφαλώς θα μπορούσαμε να προτείνουμε αρκετούς αξιόλογους συγγραφείς (γιατί έχουμε και τέτοιους) που θα γέμιζαν ποιότητα και δημιουργικό προβληματισμό ακόμα και ένα τέτοιο ένθετο αλλά η αξιοπρέπεια και η περιφρόνηση τους απέναντι σε αυτή τη συνομωσία των μετρίων θα τους απέπτρεπε ακόμα και να περάσουν απ' εξω. Συγγραφείς που η σεμνότητα τους δεν απογυρεύει επαίνους, αγιογραφίες, προβολές και κυρίως γλειψίματα
Κι αντί στην τελική κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά με τις παθογένειες των γραμμάτων (κάποιες από τις οποίες έχουμε θίξει με μακροσκελή editorial) επιμένει να βαυκαλίζεται διαιωνίζοντας τον ίδιο Μεσαίωνα, μόνο που αλλίμονο, θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι να σκαρώνουν στιχάρες, αριστουργήματα και καταθέσεις ψυχής σε δωμάτια, πάρκα και πλατείες όσο ο μικροαστικός χυλός θα κοσμεί αντίστοιχα ιλουστρασιόν έντυπα...

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

Αιμάτινη σπονδή (Του Ιωάννη Μπαχά)

Μπήκε στην κεντρική αίθουσα του Μητροπολιτικού Αστυνομικού Μεγάρου και ένας εκκωφαντικός θόρυβος από χειροκροτήματα και ζητωκραυγές τον υποδέχθηκε. Η νεαρή συνάδελφος κρεμάστηκε στον λαιμό του και του έσκασε ένα ζουμερό φιλί. Η υπόθεση του “Φονιά των σκουπιδιάρηδων” που ξεφτίλισε το Σώμα εδώ και δύο χρόνια, είχε επιτέλους διαλευκανθεί. Ο ήρωας ντετέκτιβ την είχε κλείσει όπως το φερμουάρ του νεκρόσακκου που τύλιξε τον δράστη. Είχε αναγκαστεί να τον πυροβολήσει όταν αυτός σήκωσε το μαχαίρι του και όρμησε πάνω του στο πίσω μέρος του απορριμματοφόρου. Δεν είχε προλάβει όμως να σώσει και τους δύο υπαλλήλους του Δήμου που αλέθονταν ήδη στον κάδο του οχήματος.
Στο γραφείο του που σύντομα θα το άλλαζε με κάποιο καλύτερο, έπεσε ευχαριστημένος στην πολυθρόνα. Είχε έρθει η ώρα να συλλάβει τον δράστη και η ώρα για την προαγωγή. Και μετά το όριο ήταν τα ...αστέρια. Ξεκλείδωσε το συρτάρι για να κεράσει στον εαυτό του ένα ποτήρι ουϊσκι. Το ακονισμένο μαχαίρι κάτω από το μπουκάλι, του έκοψε το δάχτυλο. Με αίμα, σκέφτηκε, βγάζω το ψωμί μου. Γέλασε. Την άξιζε τη σπονδή ο καλός του φίλος. Είχε αρκετούς τέτοιους. Μια λαμπρή σταδιοδρομία ξεκινούσε.

Τα παιδιά της συντέλειας (Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου)

Ο Δασκαλόπουλος σήκωσε προσεκτικά τα γυαλιά του τρίβοντας με τους κλειστούς δείκτες τα μάτια και ύστερα τα άφησε να στηριχθούν πάνω στη βάση της βλογιοκομμένης μύτης του. Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου σα βέλος αποκαλύπτοντας τις έγνοιες που τον τυρανούσαν και την ανησυχία που κυμάτιζε μέσα του.
«Μέχρι τώρα νόμιζα ότι ήταν μόνο φήμες, αστικός μύθος ή απλά αποκύημα της φαντασίας κάποιου αλήτη δημοσιογράφου, από τους αμέτρητους που κυκλοφορούν στο σινάφι, για να αυξήσει την αναγνωσιμότητα της κωλοφυλλάδας του. Όμως, δυστυχώς, τίποτα από όλα αυτά δεν ισχύει. Δεν χρειάζεται φυσικά να σου πω σε τι αναφέρομαι, υποθέτω ότι το γνωρίζεις και εσύ ο ίδιος»
«Στα παιδιά που κοιμούνται και δεν ξυπνάνε ποτέ;»
Κούνησε το κεφάλι του με ένα ειδός συγκατάβασης καθώς οι άκρες των χειλιών του σχημάτιζαν μιαν έκφραση αρρωστημένου σαρκασμού.
«Πως είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Πως είναι δυνατόν να είναι αληθινό; Ώρες ώρες βέβαια αδυνατώ να αντισταθώ στο συμβολισμό. Τα παιδιά αυτής της χώρας είναι πρακτικά καταδικασμένα να μην ξυπνήσουν ποτέ, προκείται ίσως για την πιο χαμένη γενιά από καταβολής του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ξέρεις πως τα ονομάζω; Τα παιδιά της συντέλειας. Όμως, εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με σχήματα και αλληγορίες, αλλά με μια πραγματικότητα που ξεπερνάει και την πιο νοσηρή φαντασία. Σήμερα έλαβα την πρώτη επίσημη καταγγελία, ένα παιδί από το Αραχναίο- ούτε ξέρω που πέφτει- κοιμήθηκε πριν από δώδεκα μέρες και έκτοτε παρα τις προσπάθειες των γονιών του δεν ξυπνάει ούτε με κανόνι που λέει ο λόγος»
«Το ξέρω το Αραχναίο, βρίσκεται κοντά στο Άργος, ο παππούς μου καταγόταν από εκεί, αλλά δεν έχω παει ποτέ»
«Ευκαιρία να το κάνεις τώρα λοιπόν, και να ερευνήσεις την υπόθεση επι τόπου»
Είπε με το γνώριμο ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις και παζάρια, όπως και να χε, η προοπτική να επιστρέψω στις ρίζες μου αναλαμβάνοντας παράλληλα την πιο αλλόκοτη υπόθεση που μου είχε ποτέ ανατεθεί κάθε άλλο παρά με αποθάρρυνε.
***
Στη σάλα ενός πετρόχτιστου, παλιού αρχοντικού που στεγάζεται το Δημαρχείο με υποδέχεται ο Θεόφιλλος Μιρμύλας, ανώτατος άρχοντας της τοπικής κοινότητας και πρώην οφθαλμίατρος.
«Σας ευχαριστώ θερμά που ήρθατε, όπως καταλαβαίνεται προσπαθούμε να κρατήσουμε μακριά από τη δημοσιότητα την υπόθεση τόσο για τη φήμη του όμορφου χωριού μας αλλά και προς αποφυγήν κακοπροαίρετων υπερβολών»
«Σας καταλαβαίνω, αλλά πείτε μου για την υπόθεση του αγοριού;»
«Δεν πρόκειται για ένα περιστατικό αλλά για τουλαχιστον τρία μέχρι στιγμής, το τελευταίο σημειώθηκε πριν από πέντε μέρες όταν προσπάθησα να ξυπνήσω το γιο μου για να πάει στο σχολείο του»
Μένω προς στιγμήν άναυδος, τον βλέπω να αντιμετωπίζει την έκπληξη μου με την ίδια παροιμιώδη ψυχραιμία.
«Καταλαβαίνετε ότι δεν έχω την πολυτέλεια να τρελλαθώ, είμαι δήμαρχος σε αυτόν τον τόπο, οφείλω να δώσω πρώτος το παράδειγμα στους συγχωριανούς μου για να ξεπεράσουμε όλοι μαζί αυτή την συμφορά. Προς το παρόν κάνουμε μόνο εικασίες και ελπίζουμε στην αφύπνιση των παιδιών μας. Προσωπικά δεν έχω κάτι άλλο να σας πω, νομίζω ότι ο επόμενος άνθρωπος που θα πρέπει να μιλήσετε είναι ο γιατρός μας. Τον έχω ενημερώσει για την άφιξη σας και σας περιμένει στο αγροτικό του ιατρείο»
***
«Σας αρέσει ο Μάλαμας;»
Ο Ιατρός Πολύκαρπος Πριόβολος κάθεται στο γραφείο του αναμοχλεύοντας με το καλαμάκι του μια μισοτελειωμένη πορτοκαλάδα. Έχει αλογοουρά, μάυρα εκφραστικά μάτια και ελαφρώς γαμψή μύτη. Τον φαντάζομαι, για έναν ανεξήγητο λόγο, σε κάποιο ελεύθερο κάμπιγκ της Ικαρίας συντροφιά με μια γοητευτική κοπέλα ανάλογου στυλ που η νεολαία, χωρίς να γνωρίζω την ετυμολογία και την προέλευση της λέξης, αποκαλεί γκρούβαλους. Δεν καταλαβαίνω γιατί προβαίνω σε τέτοιους συλλογισμούς ούτε τι δουλειά έχει ο Μάλαμας με την υπόθεση μας.
«Δεν έχω ακούσει πολλά τραγούδια του, μου φαίνεται συμπαθής πάντως»
Βάζει ένα κομμάτι του στον υπολογιστή και σιγοτραγουδάει τους στίχους του.
«Μάτια που τα άφησα μακριά δεν θα σας ξαναδώ/ ότι μαζί σας έζησα κανείς δεν θα πιστέψει/ κάποιου τρελού το ανάθεμα μας έφερε ως εδώ/ κανένας μας δεν πέθανε μα όλοι έχουν σαλέψει»
Δεν γνωρίζω σε ποιους αναφέρεται, πάντως ο ίδιος δεν φαίνεται να στέκει και στα πολύ καλά του.
«Έστειλα την αναφορά μου σε δύο καθηγητές μου, από τους πιο διακεκριμένους στην Πανεπιστημιακή κοινότητα, πρόκειται για έναν νευρολόγο και έναν ψυχίατρο. Περιμένω με αγωνία τα συμπεράσματα τους, προς το παρόν η υπόθεση είναι πρωτοφανής»
Μου λέει ανάβοντας τσιγάρο.
«Η δική σας άποψη ποια είναι;»
«Στις μικρές, κλειστές κοινότητες έχουν καταγραφεί πολλά περιστατικά αιμομιξίας, η διαταραχή των γονιδίων μπορεί να προκαλέσει ασθένειες άγνωστες και πρωτόγνωρες, ένα τέτοιο περιστατικό είχε για παράδειγμα σημειωθεί στην Βραζιλία, όπου οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού είχαν μια πολύ σπάνια και σοβαρή δερματοπάθεια που προκαλούσε ή έκθεση στην ακτινοβολία. Στην δικιά μας υπόθεση ωστόσο τολμώ να κάνω μια διάγνωση που ίσως θα ενοχλήσει αρκετούς»
«Δηλαδή»
«Τα παιδιά αυτά απλά δεν θέλουν να ξυπνήσουν»
«Αστειεύεστε;»
«Καθόλου»
Σοβαρεύει απότομα σβήνοντας το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο.
«Πρόκειται για μια χαμένη γενιά, μια γενιά που κληρονόμησε όλες τις παθογένειες του σύγχρονου ελληνικού κράτους και καλείται τώρα να κάνει restart από τα συντρίμμια, κάποια από τα παιδιά αυτά, ίσως γνωρίζοντας την προδιαγεγραμμένη μοίρα τους, επιλέγουν το λήθαργο, μια κατατονική κατάσταση που τους θωρακίζει απέναντι σε αυτή την αρρωστημένη πραγματικότητα»
«Υπάρχει επιστημονική εξήγηση όμως;»
«Πρακτικά όχι, όμως μην ξεχνάτε ότι και για άλλες νόσους η ιατρική κοινότητα έκανε χρόνια να βρει μια τεκμηριωμένη απάντηση, ακόμα ο καρκίνος ή η κατάθλιψη δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς»
«Πότε θα ξυπνήσουν πιστεύετε»
Χαμογελά με νόημα
«Αυτό, το γνωρίζουν μόνο τα ίδια…»
***
Το Αραχναίο εκτείνεται σε μια κατηφορική πλαγιά και αποτελεί, σύμφωνα με τον τοπικό τουριστικό οδηγό, ένα από τα πιο γραφικά χωριά της Αργολίδας. Από το παράθυρο του ξενώνα μου παρατηρώ πανοραμικά το καταπράσινο τοπίο με τα ελαιόδεντρα να απλώνεται πίσω από τις στέγες των σπιτιών. Ωστόσο οι έγνοιες μου απαγορεύουν να απολάυσω τη φύση, στο νου μου στριφογυρίζουν τα λόγια του Πριόβολου, μια παραλλαγή της εισαγωγής που μου έκανε ο Δασκαλόπουλος μερικές μέρες νωρίτερα. Τα παιδιά αυτής της χώρας είναι πρακτικά καταδικασμένα να μην ξυπνήσουν ποτέ. Ανοίγω την τηλεόραση πέφτοντας στο γνωστό τηλεριάλιτη των ημερών όπου οι διαγωνιζόμενοι περνάνε ένα σωρό εξευτελιστικές δοκιμασίες με έπαθλο ένα πιάτο ρύζι και την επιβίωση τους. Ένα ολόκληρο έθνος που πέφτει τους παρακολουθεί αποχαυνωμένο. Το τηλέφωνο μου με καλεί το επόμενο πρωί την ώρα που ετοιμάζω τον καφέ στο καμινέτο.
«Έχουμε κι άλλα κρούσματα» Με πληροφορεί τρεμάμενη η φωνή του Δασκαλόπουλου.
«Πόσα, δηλαδή;»
«Εκατοντάδες, από την Αλεξανδρούπολη μέχρι το Ηράκλειο και από την Χίο μέχρι την Κέρκυρα. Παιδιά κοιμούνται και αρνούνται να ξυπνήσουν, έτσι απλά, τόσο απλά…»

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2022

ΟΛΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Ιερή γλώσσα, πόσες και πόσες μεγάλες μορφές (γέροι μπουρζουάδες, μικροαστοί μειρακιοφόροι, μεγάλοι και μικροί έκδοτες, πωγωνάτοι, ευώνυμοι και συλφίδες) σε εγκολπώνονται καθημερινά, κομπορρημονώντας ασύστολα για τις γλωσσικές – λογοτεχνικές τους ικανότητες (σε πληκτρολόγια, εμπορικά κέντρα, σαλόνια, παρουσιάσεις και σελίδες).
Οι ευφάνταστες λεξιλογίες, ατάκτως και τακτικώς ερριμμένες, αλλάζουν -προσωρινά και παρενδυσιακά – το νόημα των ιδεών, των ίδιων των λέξεων. Κάτι τέτοια ολογραφήματα τέρπουν τους «θεράποντες» της γραφής και τους κόλακες (της αντιγραφής και της κοινοτοπίας). Εμφιλοχωρούν στους κάθετους και οριζόντιους κανόνες των συναναστροφών και των συνευρέσεων. Είναι απαραίτητα εκεί μέσα, παλαιόθεν.
Οι «αθάνατες» λέξεις, και οι γραφές είναι ικανές να ταρακουνήσουν το λογοτεχνικό σύμπαν των αστικών και των μικροαστικών ονείρων (μέχρι ενός ορίου εννοείται, επειδή ενσκήπτουν πανδημίες και ο φόβος της μη προσωπικής αθανασίας). Φιλοδοξούν να μείνουν στην αιωνιότητα, μεγεθύνοντας τις μικροανοησίες και τις κομφορμιστικές ελευθεροστομίες. Παιχνίδια με ασθμαίνοντα σκοπό, λεκτικές παρουσίες στην έρημο χώρα. Και έπεται και συνέχεια (λεκτική και ποικίλη) για να προχωράει η τρυφή και η τύρβη (κατά τα σχέδια και τις κενολόγες αργολογίες). Σχηματισμοί, μεγαλαυχίες και εξυπνακισμοί, γελοιότητες σε πρώτο πλάνο, μαζί με τη δυστυχία της πλέμπας και την ηδονή της μπουρζουαζίας, συμπληρώνουν το πνευματο-αναπαυτικό και εκδοτικό γίγνεσθαι. Εύρυθμο ανακάτεμα προς βρώσιν και πόσιν (και κονόμα).
Βέβαια, είναι κι ο μεγαλοαστικός συγγραφικός πόλος που χρησιμοποιεί τις ελευθεροστομίες και τις χυδαιότητες, παρουσιάζοντάς τες ως τέχνη βιωματική. Διασώζονται από όλον τον γραφολογικό κυκεώνα οι κόλακες, είναι παντού και επαινούν τα πάντα (με αμοιβή και βολή). Είναι και κάποιοι από αυτούς που κάνουν τους κριτικούς, μιας κι οι άλλοι ρόλοι είναι πιασμένοι (ευσχήμως και πανηγυρικώς). Και οι συνδαιτυμόνες (και οι κόλακες – κριτικοί είναι παντού) πανηγυρίζουν που ακούνε και βλέπουν τις εκκρίσεις να περιφέρονται προς πάσα τη γη και φθογγολογική περιοχή (υψηλοτάτη η τέχνη γιατρέ μου). Όλη ετούτη η γλώσσα όμως, ετούτα τα νεωτερικά ολογραφήματα γεννούν μικρές – μεγάλες πνευματικές και στοχαστικές απελπισίες (όμοιες με αυτοκτονίες, ανησυχαστικά κοινότοπες).

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Το μεγάλο πλιάτσικο του "λογοτεχνικού" περιοδικού "Χαρτης"

Ας ήμαστε ελικρινείς, ο λογοτεχνικός υπόνομος μας έχει χαρίσει αλλήστου μνήμης στιγμές σουρεαλισμού και γέλιου, όταν ωστόσο περιλαμβάνουν ξένα κόλυβα τα πράγματα δεν είναι τόσο αστεία. Γνωρίστε τον Γιώργο Χουλιαρά (κεντρική φώτο), συνιδρυτή του ανυπόληπτου "λογοτεχνικού" περιοδικού "Χάρτης" όπως πληροφορούμαστε από τη σελίδα τους. Όπως δε πληροφορούμαστε επίσης ο Γιώργης διετέλεσε και πρόεδρος της εταιρείας συγγραφεών (κρατήστε το αυτό για μετά). Πάμε τώρα στο ζουμί. Το περιοδικό "Χάρτης" απέσπασε επιδότηση ύψους 30.000 ευρώ. Υπάρχει τίποτα κακό σε αυτό; Θα σας λέγαμε αν υπάρχει που δύο χρόνια τώρα συντηρούσαμε το Καρτέλ άφραγκοι με τους λογαριασμούς να τρέχουν αλλά επειδή γουστάρουμε να μιλάμε με στοιχεία σας παραθέτουμε τους παρακάτων πίνακες. Φώτο 1, η σύσταση της επιτροπής γνωμοδότησης των επιδοτήσεων για το χώρο των γραμμάτων, όπως βλέπετε περιέχει όχι ένα (1) ολογράφως αλλά δύο μέλη της εταιρείας συγγραφεών.
Πάμε τώρα και παρακάτω,στη φωτογραφία νούμερο δυο μπορείτε να διακρίνετε που μοίρασαν τα δύο αυτά μέλη της εταιρείας συγγραφεών τα λεφτά του Έλληνα φορολογούμενου, μα φυσικα...στην εταιρεία συγγραφεών (23.000)
Σύμφωνοι, θα μου πείτε είναι λίιιιγο παράνομο και αδιαφανές μέλη μιας επιτροπής επιδοτήσεων που έχουν τοποθετηθεί από τη Γιατρομανωλακαινα του γνωστού ΥΠ.ΠΟ να δίνουν λεφτά στον εαυτό τους αλλά στην Ελλάδα ζείτε βρε κουτά! Και ο "Χάρτης" που κολλάει, ο "Χάρτης" που λέτε πήρε επιπλέον 30.000, αν μάλιστα το ξεχάσατε ο ιδρυτής του, ο Γιώργης ο Χουλιάρας, είναι πρόεδρος της...εταιρείας συγγραφεών.
Να σας πάω και πιο κάτω, λίγες βδομάδες μετά το σκάνδαλο μεγατόνων που φυσικά έθαψαν "δεξιά" και "αριστερά" ΑΡΔ (Αλήτες Ρουφιάνοι Δημοσιογράφοι) γνωστός εκδότης μου στέλνει εν εξάλλω τον παρακάτω σύνδεσμο
https://www.culture.gov.gr/el/Information/SitePages/view.aspx?nID=3830
με την υποσημείωση "καλά, τόσα έφαγε, θέλει κι άλλα;;; Έκπληξη στο νούμερο 59". Τι έστι νούμερο 59; "Συντήρηση, αναβάθμιση και εξέλιξη του ηλεκτρονικού περιοδικού λόγου και τέχνης «Χάρτης» Hartismag.gr" ποσό 15.000 ευρώ! (και μεις συνεχίζαμε να δίνουμε πενηνταράκια στον πάροχο για την διατήρηση του σάιτ μας και να πληρώνουμε τις ΔΕΚΟ!).
Το συμπέρασμα: Αδιαφανείς επιδότησεις συνολικού ύψους 45.000 ευρώ δόθηκαν στη συγκεκριμένη ανυπόληπτη κωλοφυλλάδα (συγγνώμη...λογοτεχνικό περιοδικό) για να "αναβαθμίσει" το σάιτ της και να διαλλαλεί πως δεν ζητάει συνδρομές. Μεταξύ μας, εμείς με αυτά τα λεφτά όχι Χάρτη αλλά Marie Claire ανοίγαμε.

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Ο πόλεμος ήταν ολοκληρωτικός και γινόταν με όλα τα μέσα. Ο εχθρός ήταν πολύ ισχυρός και ιδιαίτερα επικίνδυνος. Μπροστά σε αυτήν την πολεμική κατάσταση η κυβέρνηση αναγκάστηκε να λάβει μέτρα, για να διαφυλάξει την ακεραιότητα της χώρας. Ένα από αυτά ήταν να ελευθερώσει τους φυλακισμένους (και ήταν πολλοί οι έγκλειστοι στα σωφρονιστικά ιδρύματα), για να στρατευτούν, όπως οι άλλοι πολίτες και να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή. Θα πήγαιναν σε μάχιμες θέσεις σε όλα τα σημεία του μετώπου. Όλοι ήταν απαραίτητοι προκειμένου να αποκρουστεί ο εισβολέας. Ήταν ηθικό καθήκον και υποχρέωση απέναντι στην πατρίδα. Στις φυλακές της χώρας υπήρχαν ισοβίτες, βαρυποινίτες, πολιτικοί κρατούμενοι, καταχραστές δημοσίου χρήματος κι άλλοι με μικρότερες ποινές.
Όταν τέλειωσε ο πόλεμος κι ο εχθρός αποκρούστηκε αποτελεσματικά και τελικά νικήθηκε, η κυβέρνηση (όπως κάνει κάθε εξουσία ανεξαρτήτως της ιδεολογίας της) αρνήθηκε κατηγορηματικά να απελευθερώσει τους περισσότερους στρατιώτες - κρατούμενους, ούτε και μείωσε ελάχιστα τις ποινές των βαρυποινιτών και ισοβιτών. Ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων διαμαρτυρήθηκε έντονα, επαινώντας το θάρρος των φυλακισμένων (αρκετοί είχαν σκοτωθεί, πολεμώντας με ηρωισμό). Πραγματικά πολέμησαν γενναία, γιατί αγωνίζονταν για δύο ελευθερίες : τη δίκη τους και της πατρίδας. Αλλά όπου γεννιούνται ελπίδες με τις υποσχέσεις των πολιτικών και αφορούν τις «ειδικές κατηγορίες» πολιτών (όπως τιτλοφορούνται από τους επίσημους φορείς και υπηρεσίες), αυτές γρήγορα ακυρώνονται, καταργούνται κατευθείαν. Οι διαφορετικοί άνθρωποι δεν είναι ίσοι με τους άλλους τους τίμιους και νομοταγείς, ούτε έχουν δικαίωμα στα μικρά και μεγάλα οφέλη που παραχωρεί η εξουσία. Και κυρίως δεν τους αφορούν τα συνθήματα όπως : δικαιοσύνη και ελευθερία.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Πότε θα κάνει ξαστεριά σύντροφοι (Του Αχιλλέα Σωτηρέλλου)

Καλά πήγε και αυτό, μια χρονιά που ξεκίνησε άσχημα έκλεισε με "συναυλία" του Ρουβά και φέσι διακόσσια χιλιάρικα (όπως ακριβώς μας αξίζει δηλαδή). Την ίδια στιγμή καλλιτέχνες, τεχνικοί, άνθρωποι που πονάνε την τέχνη τους θα μείνουν ξανά στο δρόμο, βλέπετε δεν αποφοίτησαν από το ΙΕΚ Ψινάκη και διαθέτουν χρόνια αναφυλαξία στα κάθε λογής πουστριλίκια...
Τραγική η κατάσταση και στο χώρο του βιβλίου αλλά μας διασκέδασαν αφάνταστα οι τελευταίες ανασκοπήσεις ($$$) των κάθε λογής τσανακογλείφτων, αφιερώματα σε ελληνίδες συγγραφείς, αφιερώματα σε νέους συγγραφείς, τα καλύτερα της νέας σοδειάς...έπιασε νέφτι ο κώλος και η πένα της κάθε Μανδηλαρά, της κάθε (γ)lifo και της κάθε Κατσουλάραινας να ξεχρεώσει τις παλιές γλυφοκωλάδες. Ακόμα πιο ανάλαφρη η κατάσταση στις "βιβλιοφιλικές" σελίδες που ανάμεσα σε συνταγές αγιορίτικης φασολάδας πουλάνε και τον πολτό για πρόβατα δίπλα σε χριστουγεννιάτικα έλατα και ευχούληδες, οκ τουλάχιστον αυτοί έχουν και το ακαταλόγιστο
Στη χώρα που ζούμε δεν έχουμε καμία αυταπάτη για το μέλλον του βιβλίου, μια Πολιτεία που έκανε εθνική ποιήτρια την αχαϊρευτη τη Δημουλά και αγνόησε τον Γκόρπα έχει τα σόου που της αξίζουν, τους βλαχοδήμαρχους και τους Ρουβάδες που οφείλουν να πλαισιώσουν την Αισθητική της.Καλή χρονιά είπαμε...