Αιμάτινη σπονδή (Του Ιωάννη Μπαχά)

Μπήκε στην κεντρική αίθουσα του Μητροπολιτικού Αστυνομικού Μεγάρου και ένας εκκωφαντικός θόρυβος από χειροκροτήματα και ζητωκραυγές τον υποδέχθηκε. Η νεαρή συνάδελφος κρεμάστηκε στον λαιμό του και του έσκασε ένα ζουμερό φιλί. Η υπόθεση του “Φονιά των σκουπιδιάρηδων” που ξεφτίλισε το Σώμα εδώ και δύο χρόνια, είχε επιτέλους διαλευκανθεί. Ο ήρωας ντετέκτιβ την είχε κλείσει όπως το φερμουάρ του νεκρόσακκου που τύλιξε τον δράστη. Είχε αναγκαστεί να τον πυροβολήσει όταν αυτός σήκωσε το μαχαίρι του και όρμησε πάνω του στο πίσω μέρος του απορριμματοφόρου. Δεν είχε προλάβει όμως να σώσει και τους δύο υπαλλήλους του Δήμου που αλέθονταν ήδη στον κάδο του οχήματος.
Στο γραφείο του που σύντομα θα το άλλαζε με κάποιο καλύτερο, έπεσε ευχαριστημένος στην πολυθρόνα. Είχε έρθει η ώρα να συλλάβει τον δράστη και η ώρα για την προαγωγή. Και μετά το όριο ήταν τα ...αστέρια. Ξεκλείδωσε το συρτάρι για να κεράσει στον εαυτό του ένα ποτήρι ουϊσκι. Το ακονισμένο μαχαίρι κάτω από το μπουκάλι, του έκοψε το δάχτυλο. Με αίμα, σκέφτηκε, βγάζω το ψωμί μου. Γέλασε. Την άξιζε τη σπονδή ο καλός του φίλος. Είχε αρκετούς τέτοιους. Μια λαμπρή σταδιοδρομία ξεκινούσε.

Σχόλια