Συνέντευξη Σπύρου Καρυδάκη στο Cartel

Ήταν ένα από τα μεγάλα λογοτεχνικά μου απωθημένα, αν με ρωτούσαν από ποιόν συγγραφέα θα ήθελα να πάρω συνέντευξη αυτός θα ήταν ο Σπύρος Καρυδάκης. Η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε μέσω της υπεύθυνης εκδόσεων του "Στιγμού" Μαρίας Γυπαράκη να έρθουμε σε επαφή. Σε μια διαδικτυακή συνάντηση που τολμώ να πω υπήρξε απολαυστική.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Από την πρώτη σας εμφάνιση στα Ελληνικά Γράμματα, στο βιογραφικό σας αναφέρατε τα επαγγέλματα με τα οποία έχετε ασχοληθεί (αγρότης, εργάτης, ναυτικός, ψήστης, επιμελητής ύλης σε εκδοτικό, ανθοπώλης κ.α), κάτι που πιστεύω πως οι περισσότεροι ομότεχνοι σας θα απέφευγαν επικεντρώνοντας στην βιβλιογραφία τους ή τυχόν «διακρίσεις».Υπήρχε μια —καλώς εννοούμενη— σκοπιμότητα ώστε να συστήσετε τον εαυτό σας με αυτόν τον τρόπο στο αναγνωστικό κοινό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Η κύρια σκοπιμότητα είναι, φυσικά, η αλήθεια: Έτσι έχω ζήσει. Επίσης, έτσι ήθελα να ζήσω. Σπούδασα, όσο σπούδασα, δημοσιογραφία. Αλλά σε αυτό το επάγγελμα, που παρεμπιπτόντως μου δίδαξε πολύ χρήσιμα πράγματα, μπήκα απλά γιατί έπρεπε να κάνω κάτι, και το εγκατέλειψα ήδη από νεαρός στην πιο ευοίωνη επαγγελματικά στιγμή, ενώπιον της φρικτής (για μένα) προοπτικής της «καλής» καριέρας. Η εργασία μεταξύ των ανθρώπων που μοχθούν, κι όχι μεταξύ των αποστειρωμένων γραφείων και των «πρόζεκτ», κυρίως η χειρωνακτική, θεώρησα ότι θα μου έδινε ό,τι επιθυμούσα από μικρός, δηλαδή τη γνώση της πραγματικής ζωής. Ο τρόπος μου είναι ότι όσο περισσότερο βυθίζεται κανείς στην τύρβη του μόχθου, και όσο πιο αγκαλιαστά συμπορευόμενος ζει με τους ανθρώπους όταν βασανίζονται, γλεντούν, γελούν, κλαίνε, τόσο μπορεί κι ο ίδιος αν όχι να δημιουργήσει με την τέχνη, τουλάχιστον να καταλάβει τις βασικές αρχές της.
Και τούτο τελικά λειτούργησε. Έμαθα να κάνω ένα σωρό πράγματα που για με είναι πολύτιμα, και κυρίως γνώρισα από πολύ κοντά πλήθος ξεχωριστούς ανθρώπους, όχι από τύχη, μα επειδή τους αναζήτησα με το φανάρι. Αυτούς που τους ονομάζει η λογία έπαρση «απλούς», και που είμαστε όλοι μας. Ακούγοντας μικρός στη Ζάκυνθο τις ιστορίες γέρων τότε ανθρώπων που είχαν γεννηθεί τον 19ο αιώνα, ανδρών και γυναικών, ιστορίες από πολέμους, καταστροφές, από τις νεανικές ζωές τους, από ταξίδια ή έρωτες, παλληκαριές ή δυσπερίγραπτες ανομίες, κατάλαβα ευτυχώς πολύ νωρίς ότι οι «συνηθισμένοι» άνθρωποι, συχνά έχουν ζήσει ζωές γεμάτες εμπειριές, πάθη, έρωτα αλλά και φρίκη, εντέλει γεμάτες νόημα. Αυτό με παρώθησε να αναζητήσω τέτοιους ανθρώπους στον «λαϊκό» λεγόμενο κόσμο και στον δρόμο, στον τόπο του αληθινά τίμιου μόχθου μα και στο επικίνδυνο περιθώριο. Συνάντησα ανθρώπους που έχουν ζήσει συγκλονιστικές ζωές και ιστορίες. Μερικοί, γέροι ήδη όταν ήμουν νεαρός, κι ακόμα συνομήλικοι ή νεότεροι τώρα, με τίμησαν με τη φιλία τους και την αγάπη τους. Τους ευχαριστώ με το χέρι στην καρδιά.
Το πολύ ωραίο είναι ότι αρκετοί κριτικοί, γράφοντας για τους ήρωές μου από το απροσμέτρητο ύψος των γραφείων τους, αποφάνθηκαν ότι αυτοί ακριβώς, οι ζωντανοί άνθρωποι, είναι «αντιρεαλιστικοί», «είναι αδύνατον να υπάρξουν», «πώς είναι δυνατόν άξεστοι νέοι να σκέφτονται και να μιλούν αντί να γρυλλίζουν», «η υπόθεση του έργου είναι αδύνατον να υπάρξει»! Κι έτσι ένιωσα να δικαιώνομαι για όσα έχω τραβήξει και στη ζωή και στη λογοτεχνία.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Έχοντας παρακολουθήσει την πορεία σας, παρατηρώ ότι σας αρέσει να αλλάζετε διαρκώς νόρμες και να πειραματίζεστε. Μυθιστόρημα, δοκίμιο, ποίηση, διήγημα. Η θεματολογία σας συχνά αγγίζει και εμβαθύνει σε θέματα που θεωρούνται ακόμα ταμπού για ένα μεγάλο κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας, πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να επιβιώσει λογοτεχνικά αρνούμενος να μπει στα καλούπια του εκδοτικού και εμπορικού κατεστημένου;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Η πολυμέρεια οφείλεται στις ήδη από την παιδική και εφηβική ηλικία αναζητήσεις μου. «Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται», «Καθένας που αιτεί θα πάρει, και όποιος ζητά βρίσκει, και σε όποιον χτυπά θα ανοιχτεί η πόρτα», όπως είπε κι ο Χριστός. Γιατί όχι κίνδυνος του συγγραφέα και ενδεχομένως αποτυχία, άλλωστε; Ποτέ δεν κατάλαβα τη μανία των ανθρώπων με την επιτυχία. Άμα τελικά δεν «ανοιγήσεται τω κρούοντι», και σπάσω τα μούτρα μου στην κλειστή πόρτα, ε, και τι έγινε δηλαδή; Για με σημασία έχει η επίπονη προετοιμασία κάθε κειμένου, όχι προχειρότητα, όχι ανεμελιά, όχι γράψιμο στο πόδι! Άλλωστε, ούτε καν με νοιάζει ντε και καλά να εκδοθούν όλα όσα με τόσον κόπο συνθέτω: Τα παρέχω τζάμπα στην ιστοσελίδα μου, www.analphabet.gr, και «ο ζητών ευρίσκει». Για παράδειγμα, τα ψηφιακά άλμπουμ μου για τα ελληνικά βουνά που αναρτώ στην ιστοσελίδα , με φωτογραφίες μου γι’ αυτά, ορειβατικές περιγραφές και έρευνα στις αρχαιοελληνικές πηγές, μου κοστίζουν χρόνο και αφάνταστο κόπο, όχι μόνο μελέτης και γραψίματος, μα και τεχνικής κατασκευής. Τα «θέματα ταμπού» είναι συνήθως τα πιο ενδιαφέροντα στην προσπάθεια του δημιουργού ή του στοχαστή για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης. Είναι και τα πιο δύσκολα στη λογοτεχνική ή αντίστοιχα στην επιστημονική διαπραγμάτευση, φυσικά. Όλα τα σπουδαία έργα από καταβολής του έντεχνου Λόγου, στην πραγματικότητα βρίθουν από θέματα-ταμπού, ας πούμε το «Έπος του Γιλγαμές», η Βίβλος, η «Οδύσσεια», τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι. Το εκδοτικό και εμπορικό κατεστημένο αντιδρά κυρίως, ή και μόνο, στο ερέθισμα του κέρδους, αλλά υποδορείως λειτουργεί επίσης με βάση τα ταμπού και τις ψυχολογικές αυτοακυρώσεις πολλών εκδοτών και κριτικών. Εντέλει, κρίνουν καλό ή κακό ένα μη-ακαδημαϊκό βιβλίο κυρίως με βάση τις ψυχικές τους καθηλώσεις και τις ανάλογες αντιλήψεις τους περί λογοτεχνίας, οι οποίες διαμορφώνονται ως ιδεολογική και πολιτική ορθότητα, κι όλα αυτά τα βαφτίζουν «θέληση του κοινού».
Το πιο υγιές, τελικά, είναι το πραγματικό κοινό: Άμα καταφέρει να φτάσει ευρέως στους αναγνώστες ένα βιβλίο, ένα καλοδομημένο και κυρίως έντιμο έργο τέχνης, «δύσκολο» «αιρετικό» ή και ανατρεπτικό, εκείνοι θα προβληματιστούν επ’ αυτού αρνητικά και θετικά, μπορεί να το σχολιάσουν καυστικά, αλλά τις περισσότερες φορές θα καταλάβουν τις προθέσεις του συγγραφέα καλύτερα παρ’ ότι πολλοί επαγγελματίες της λογοτεχνίας, και θα απολαύσουν το αποτέλεσμα όσο τουλάχιστον κι ο δημιουργός του, ίσως και περισσότερο.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Στη νουβέλα σας «Άσε με να σε δέρνω κάπου-κάπου» περιγράφετε μια σαδομαζοχιστική σχέση ενός ευφυούς νέου με μια κυρία της λεγόμενης καλής κοινωνίας, στο μυθιστόρημα «Therion» μια σχέση εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου ανάμεσα σε έναν άδολο φοιτητή και έναν ηθικά διεφθαρμένο έμπορο ανθρώπινων οργάνων. Εντούτοις και στα δύο βιβλία σας ο φαινομενικά αδύνατος είναι αυτός που έχει —για να το θέσω λαϊκά— τον τελευταίο λόγο. Τελικά μήπως τα όρια μεταξύ θύτη και θύματος είναι περισσότερο δυσδιάκριτα απ’ όσο φαίνονται; Αντιγράφω εδώ ένα απόσπασμα από το βιβλίο σας: «Το μέγιστο Θηρίο, που αναδύεται από το άγριο δάσος της ανθρώπινης ετερότητας, μπορεί να είναι ο θύτης, ο απόλυτος εγκληματίας, μπορεί όμως να είναι και το θύμα του…».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Στη μεγάλη πεζογραφία ως σήμερα, μα επίσης σε λιγότερο σπουδαίους ή και σε άσημους πλην ουσιώδεις λογοτέχνες, η διάκριση αθώου και ένοχου, εξουσιάζοντος και εξουσιαζομένου, θύτη και θύματος, πράττοντος και υφιστάμενου την πράξη, ποτέ δεν είναι μονοδιάστατη, ούτε καν αμφίπλευρη. — Είναι εκατέρωθεν πολυδιάστατη. Έτσι είναι και η πραγματική ζωή. Αυτό αποτελεί βασικό ζήτημα για την κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, και το ερμηνεύουν η λογοτεχνία, η φιλοσοφία και ευρέως η ψυχανάλυση. Μονοδιάστατη και μανιχαιιστική, κι εντέλει άκρως ολοκληρωτική, είναι η μονολιθικότητα περί πάντων που προβάλλουν οι θρησκείες, οι απολυταρχικές ιδεολογίες, οι όσες αποστεγνωμένες και αντιδραστικές θεωρητικές επιστήμες, σήμερα, για παράδειγμα, η μόνη «ηθική» και η μόνη «φιλοσοφία» της δολοφονικής κεφαλαιοκρατίας, η λεγόμενη «πολιτική ορθότητα», είτε η δεξιόστροφη είτε η αριστερόστροφη. — Η τελευταία είναι η πιο επικίνδυνη, γιατί είναι ύπουλη μα και πιο ιδεολογικοποιημένη ακόμα κι από τον ναζισμό.
Το θέμα της εξουσίας ανθρώπου πάνω σε άνθρωπο, που με έχει απασχολήσει πολύ σαν αναζητητή και σαν συγγραφέα, δυστυχώς είναι κεντρικό στο ανθρώπινο είδος, και κυριαρχεί φανερά ή υποδόρεια παντού, στο προσωπικό, κοινωνικό, ταξικό ή κρατικό επίπεδο, στα επαγγέλματα, στην οικογένεια, στον έρωτα πρωτίστως, στις «καλές προθέσεις». Κάποτε μου είχε πει ένας μεγάλος φίλος μου, δυστυχώς μακαρίτης, ο «καταραμένος» συγγραφέας Σταύρος Αντωνίου: «Δεν υπάρχουν άνθρωποι πιο σκληροί από τους ελεήμονες». Η αθωότητα κι η ενοχή καθώς και η εξουσιαστικότητα, σχετίζονται με τις ζωικές καταβολές μας, επίσης με τα εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια της πρωτοανθρώπινης αγέλης, όπου οι σχέσεις ήταν πάντα κάθετες, βίαιες και φονικές. Το όνειρο των θετικών δυνάμεων της ανθρωπότητας είναι πάντα το πολίτευμα και η κοινωνική οργάνωση που θα εξασφάλιζε τη μέγιστη δυνατή ενότητα, συμμετοχικότητα, ομόνοια και πριν απ’ όλα ελευθερία, δηλαδή η άρση ή έστω ελαχιστοποίηση των σχέσεων εξουσίας και ανελευθερίας.
Στη λογοτεχνική μου προσπάθεια, και μάλιστα στο «Therion» που μου πήρε οχτώ χρόνια δημοσιογραφικής έρευνας και γραψίματος για να το τελειώσω, ακόμα και οι πιο φρικτοί ή αθώοι ήρωες είναι όπως όλοι μας, ένα μίγμα καταβολών και προθέσεων, μες από το οποίο πάντα αναδύεται αθέλητά μας το ασυνείδητο με τη μορφή των παθών. Πάθη είναι η εξούσια, το έγκλημα, η βαριά ερωτική επιθυμία, αλλά και η πιο τρυφερή αγάπη, η «αθωότητα», κι όλα τούτα μας γειώνουν από τις μεταφυσικές απόψεις για την ανθρώπινη φύση σε ό,τι πραγματικά είμαστε: Γυμνά θηρία μες στο δάσος. Όλα εντέλει εξαρτώνται από τη θέση που θα επιχειρήσουμε και θα κατορθώσουμε να πάρουμε στο ζήτημα του γνώθι σαυτόν και του αυτοελέγχου της έμφυτης θηριωδίας μας.
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Σχεδόν σε όλα σας τα βιβλία σας επιδίδεστε σε ένα αδυσώπητο παιχνίδι διαλεκτικής που δείχνει να μη σας ενδιαφέρει ο κίνδυνος να χαθείτε δραματουργικά. Πιο έντονο —κατά τη γνώμη μου— μου φάνηκε αυτό στη «Νύχτα των ονομάτων». Σας έχει απασχολήσει ποτέ το γεγονός ότι σε αυτό το παιχνίδι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαθεί το «έρμα»;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: — Και λοιπόν; Ας χαθεί. Η λογοτεχνία που δεν τολμά, αυτή είναι που δεν χάνει ποτέ το έρμα, αλλά και που σπάνια βρίσκει τον στόχο. Βεβαίως, έχετε δίκιο: Στα δύο πρώτα μου βιβλία, το «Ο ένας με μαχαίρι» και η «Νύχτα των ονομάτων», εκ των υστέρων κατάλαβα ότι δεν είχα καταλήξει σε αυτό που αποσκοπούσα, έχουν λάθη και φλυαρίες, και πρέπει να διορθωθούν. Το ζήτημα είναι ότι τα λάθη που βρίσκω από μέρους μου, δεν είναι εκείνα που θεωρεί ότι εντόπισε ένα μέρος της κριτικής, δηλαδή ο ερωτισμός, η «βία», οι δοκιμιακές παρεμβάσεις, το διαλεκτικό παιχνίδι — άσε εκείνο που κοπανιέται συχνά, η «βωμολοχία»! Είναι άλλα πράγματα. Αν είχα τον χρόνο, αυτά τα δύο βιβλία θα τα είχα διορθώσει και θα τα είχα αναρτήσει στην ιστοσελίδα μου, στο analphabet.gr. Αντίθετα, το «Therion», που είναι το βιβλίο μου το οποίο με ενδιαφέρει περισσότερο για ευρύτερα πολιτικούς λόγους να φτάσει στον αναγνώστη, το ξανακοίταξα με προσοχή, διόρθωσα μερικά πράγματα που τα θεωρούσα ως λάθη και το έχω αναρτήσει δωρεάν στην ιστοσελίδα μου. Εκείνο που με απασχολεί στη λογοτεχνία μου, είναι κάθε πρόταση να έχει νόημα, να λέει κάτι, όσο «δύσκολη» στην κατανόηση, ή ιδιόρρυθμα συνταγμένη είναι. Εφόσον μεγάλοι δημιουργοί δεν νοιάζονταν για το έρμα, αλλά για τον Λόγο, την αφήγηση και το νόημα, πόσο μάλλον εμείς οι μικροστοί. Ως ορειβάτης, κι έχοντας από μικρός μέχρι και τώρα στα εξήντα μου μια μανία με την αναρρίχηση σε δέντρα, βράχους, γκρεμούς, χωρίς σκοινιά φυσικά, ξέρω πως ενδέχεται κάποτε να πέσω, να τραυματιστώ ή και να σκοτωθώ κακήν κακώς. Κι έχω πράγματι γκρεμοτσακιστεί κάμποσες φορές και κινδυνεύσει ουκ ολίγες. Και λοιπόν; Η ζωή έτσι κι αλλιώς έχει τέρμα, το γήρας καραδοκεί, η απόλαυση έχει τη σημασία, κι άλλωστε τι έγινε άμα αποτύχουμε; σιγά μην χάσει η λογοτεχνία το πουλέν!
ΕΡΩΤΗΣΗ: —Ετοιμάζετε αυτό τον καιρό ένα βιβλίο που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις «Στιγμός», θα θέλατε να μας πείτε λίγα λόγια; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: —Είναι το «Καυτό μέλι», ένα βιβλίο με μετάφραση και σχολιασμό του συνόλου σχεδόν της αρχαίας ελληνικής ποίησης που αναφέρεται στον ερωτισμό μεταξύ ανδρών. Πρόκειται για μια συλλογή από 419 ποιήματα ή αποσπάσματα 95 αρχαίων Ελλήνων ποιητών. Μεταφράζονται μεγάλοι ποιητές ή διανοητές, όπως οι Πίνδαρος, Αλκαίος, Πλάτων, Αριστοτέλης, Θεόκριτος, Ίβυκος, Ανακρέων, Θέογνις, Μίμνερμος, Καλλίμαχος, αλλά και πλήθος μείζονες ή ελάσσονες των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Εξετάζονται, σύμφωνα με τις ίδιες τις αρχαίες πηγές, οι σχέσεις μεταξύ των ομηρικών ηρώων, κυρίως η σχέση Αχιλλέα και Πάτροκλου — που όσοι αρχαίοι συγγραφείς ασχολήθηκαν με αυτή, με την εξαίρεση του Ξενοφώντα, απερίφραστα τη θεωρούσαν ερωτική, και ασχολούνταν κυρίως με το ποιος ήταν ο εραστής και ποιος ο ερωμένος.
Το πράγμα ξεκίνησε όταν επιχείρησα να μεταφράσω κάποια επιγράμματα. Τότε άρχισα να καταλαβαίνω ότι έπεφτα συνεχώς σε τοίχο άγνοιας για τα ομοφυλοφιλικά ερωτολογικά ζητήματα της αρχαίας Ελλάδας. Βεβαίως υπήρχε το οριακό έργο του Dover, «Η ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα», και μετέπειτα μερικές καλές ή κακές ξένες μελέτες, αλλ’ από κει και πέρα χάος. Τούτο συμβαίνει επειδή το πλέγμα των θεσμών, των νόμων, των ηθών και των απαγορεύσεων για το θέμα, ήταν στην αρχαιότητα τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι σήμερα, ώστε είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθεί πλήρως. Γι’ αυτό, πλείστοι σύγχρονοι μελετητές ή μεταφραστές, και εκείνοι που αποστειρώνουν την αρχαία Ελλάδα παραβλέποντας ή διαστρεβλώνοντας ό,τι δεν ταιριάζει στην ιδεολογία τους και την ηθική τους, επίσης αρκετοί «gay friendly» που κάνουν τα τελευταία χρόνια το ίδιο από την πλευρά τους, ακριβώς παραμερίζουν το ουσιώδες: Τι λένε οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες.
Για το βιβλίο είχα απευθυνθεί, διαδοχικά, σε όχτω γνωστούς εκδότες, από τους οποίους δύο δέχτηκαν να το εκδώσουν ενθουσιωδώς αλλά τελικά η έκδοση δεν προχώρησε, και έξι αρνήθηκαν καθέτως, διότι, καθώς μου είπαν οι πιο ευγενικοί, φοβούνταν αντιδράσεις. Πείσμωσα, δανείστηκα από φίλους γιατί είμαι συνήθως αδέκαρος, και το 2013 εξέδωσα 150 αντίτυπα, που φυσικά δεν έφτασαν στο κοινό. Ενδιαφέρον έχει ότι οι εκδότες του Στιγμού έτυχε να δουν σε φιλικό σπίτι το βιβλίο και, χωρίς καν να με ξέρουν, αποφάσισαν έτσι απλά να επικοινωνήσουν μαζί μου και να το εκδώσουν. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν στην Ελλάδα άνθρωποι, που έχουν για τα βιβλία και για το τι σημαίνει εκδόσεις, μιαν αντίληψη διαφορετική από την τρέχουσα και δυστυχώς κυρίαρχη.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου