Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Κεφάλαιο δεύτερο

2
Η Ασπιώτη μας υποδέχεται με ένα κόκκινο εφαρμοστό φόρεμα συνοικιακής βιοτεχνίας, ίσως αγορασμένο από τα κινέζικα μικρομάγαζα που αφθονούν στη γειτονιά της, έχει χοντρούς βραχίονες, βαθύ ντεκολτέ και μπούτια διάστικτα από κιρσούς και κυτταρίτιδα που ασφυκτιούν μέσα στο διάφανο καλσόν της, οπωσδήποτε το ένδυμα δεν την κολακεύει, αλλά αυτό ελάχιστα δείχνει να την απασχολεί. Το πρόσωπο της είναι σπασμένο, το μαλλί της βαμμένο σε μια ξέθωρη κεραμιδί απόχρωση και μόνο τα βαθυγάλανα μάτια της προσδίδουν μια δειλή, ανεπαίσθητη λάμψη στην όλη εμφάνιση.
«Σας ευχαριστούμε που μας δεχτήκατε»
Της λέω ενώ μας κατευθύνει στο καθιστικό, βολευόμαστε σε έναν παραμελημένο καναπέ διακοσμημένο με σεμεδάκι καθώς η ίδια βολεύεται αντικριστά μας, αρνούμαι ευγενικά τον καφέ που μου προσφέρει αρκούμενος σε ένα ποτήρι νερό.
«Μπορείτε να φανταστείτε ποιος μπορεί να κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του συντρόφου σας;»
Μπαίνω κατευθείαν στο ψητό πίνοντας μια γουλιά.
«Τι να σας πω, τα έχω και ‘γω χαμένα»
«Γνωρίζω ότι ήσασταν και οι δύο μέλη της Χρυσής Ρούνας»
«Μάλιστα και δεν βρίσκω τίποτα κακό σε αυτό, έχουμε γεμίσει λαθροεισβολείς που μας παίρνουν τις δουλειές και βιάζουν τα παιδιά μας!» Είναι η πρώτη φορά που η έκφραση της ξυπνάει από τη χαύνωση γεμίζοντας θυμό, το μίσος φαντάζει το ιδανικότερο υποκατάστατο της αποτυχίας, μόνο που το παραμελημένο παρουσιαστικό της υποδηλώνει μια ολόκληρη μελέτη πάνω της, δεν έχω έρθει ωστόσο εδώ για να κρίνω τις ιδέες της. Της το ξεκαθαρίζω για να προχωρήσουμε παρακάτω χωρίς χρονοτριβές.
«Οι πρώτες ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το έγκλημα έγινε για προσωπικές ή ιδεολογικές διαφορές. Γνωρίζετε κάποιο άτομο με το οποίο ο φίλος σας είχε προστριβές τελευταία»
«Τελευταία όχι, όμως…»
«Πείτε μου»
Την παροτρύνω διακρίνοντας το δισταγμό της.
«Πριν από μερικά χρόνια, στο παλαιό Εφετείο, η οργάνωση είχε επιτεθεί σε μετανάστες που στεγάζονταν παράνομα εκεί, ένα υψηλόβαθμο μέλος της, που αργότερα θα γινόταν βουλευτής, είχε τραυματίσει σοβαρά με μαχαίρι κάποιον από αυτούς, στις έρευνες που διεξήχθησαν χρέωσαν το περιστατικό στον Σταύρο, ο συγκεκριμένος διατηρούσε πολύ καλές σχέσεις με τον διευθυντή του τμήματος Ομονοίας, επιπλέον πίεσαν τον Σταύρο να αποδεχτεί τις κατηγορίες με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από το ταμείο της οργάνωσης, δεν του το έδωσαν ποτέ» «Κι όμως συνέχισε να είναι μέλος της»
«Ήταν πάντα πιστός στις ιδέες του, είχε περηφάνια, υπήρχε ένας άτυπος κώδικας στους κόλπους της οργάνωσης που έλεγε ότι πρέπει πάντα να δέχεσαι και να υπακούς τις εντολές των ανωτέρων σου. Αυτό έκανε και δεν το μετάνιωσε».
Η τελευταία επισήμανση μου φαίνεται κάπως οξύμωρη με τον «αμετανόητο» σύντροφο της να βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, αποφεύγω να θίξω το θέμα ωστόσο επιχειρώντας να εστιάσω στα αυστηρώς ουσιώδη.
«Μπορώ να έχω το όνομα του συγκεκριμένου ανθρώπου;»
*
Δεν υπάρχει τίποτα να σε κρατήσει σε αυτό το κωλοχανείο αναλογίζομαι καθώς αφήνουμε πίσω τη Μάνδρα. Λίθοι, πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμένοι, μια ρυμοτομική ασυναρτησία με μπαζωμένα φρεάτια και φαγωμένα πεζοδρόμια . Καθώς πιάνουμε Αττική Οδό δυναμώνω την ένταση του ραδιοφώνου για να πληροφορηθώ τα αποτελέσματα.
«Δεν στο λεγα ότι η Ουντινέζε θα φέρει άσσο!»
Μου λέει κομπάζοντας ο Ηλιάδης πετώντας το τσιγάρο από το παράθυρο. Τον θυμάμαι όταν πρωτοδουλέψαμε μαζί, σε εκείνη την υπόθεση της δολοφονίας του φοιτητή στην Πανεπιστημιούπολη, μετρημένο και λιγομίλητο αλλά πάντα σχολαστικό και σοβαρό. Τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο να μου κάνει και υποδείξεις το ζωντόβολο.
«Πάντα η ίδια ιστορία, κάνουν τις βρομοδουλειές τους και ύστερα βάζουν τα μικρά ψάρια να θυσιαστούν για πάρτη τους, θυμάσαι τον ξυλοδαρμό του Καραλή πριν δεκαπέντε χρόνια έξω απ’ τη Ευέλπιδών, τα ίδια είχαν κάνει και τότε. Το πιο θλιβερό είναι πως μιλάνε για «Τιμή» και με την πρώτη ευκαιρία την κάνουν κουρελόχαρτο»
Νιώθω τα χέρια μου καθώς μιλάω να κρατάνε όλο και πιο σφιχτά το τιμόνι, η συνάντηση με την Ασπίωτη μου έχει κληροδοτήσει έναν ανεξήγητο εκνευρισμό, δυσκολεύομαι να καταπιώ όλο αυτό το αντιαισθητικό πακέτο που το περιτυλίγουν με ανορθόγραφες κορόνες περί φιλοπατρίας. Πάνω στον οίστρο μου ούτε που παίρνω πρέφα τον Ηλιάδη καθώς ανταποκρίνεται στην κλήση του υπηρεσιακού του κινητού.
«Δεν θα το πιστέψεις»
Γυρίζει και μου λέει.
«Τι;»
«Έχουμε και άλλο φόνο!»

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Κεφάλαιο πρώτο

1
«Ρόμα-Φιορεντίνα»
«Διπλό»
«Νάπολη-Κάλιαρι»
«Όβερ»
«Ξάνθη-Πανιώνιος»
«Χ»
Μετά από ένα χρόνο συνύπαρξης, το κολλάς το μικρόβιο θες δεν θες, και εδώ που τα λέμε τι άλλο να συζητήσεις μαζί του; Το πρόβλημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη ή τα πιθανά ενδεχόμενα διάσπασης του μποζόνιου του Χίγκς. Την προηγούμενη εβδομάδα κερδίσαμε εκατό ευρώ, αν όλα πάνε καλά θα τα διπλασιάσουμε, ο άκοπος πλουτισμός άλλωστε δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί το μεγαλύτερο όνειρο του μέσου συμπατριώτη μας… «Έχουμε φόνο, Σταθμό Λαρίσης»
Κλείνει το τηλέφωνο και με ενημερώνει αφήνοντας την εφημερίδα κάτω.
«Γαμώτο, τώρα βρήκε. Ξεκινάμε και στη διαδρομή κάνουμε μια στάση στο πρακτορείο για να συμπληρώσουμε το δελτίο, συμφωνείς;» Με κοιτάει λοξά πιάνοντας το σακάκι του απ΄ τον καλόγερο με ένα βλέμμα που λέει κάτι του τύπου: «Μάλλον έχεις γίνει χειρότερος από μένα», ίσως πρέπει να αρχίσω να ανησυχώ σκέφτομαι, προς το παρόν όμως έχουμε άλλες προτεραιότητες…
*
«Ναζί;» Με ρωτάει ρητορικά ένας γνωστός μου από την σήμανση που έχει κληθεί στο σημείο για συλλογή αποτυπωμάτων.
«Πάντως στα μπράτσα του δεν έχει γραμμένο το μια ωραία πεταλούδα»
«Καλά το έσσεται ήμαρ με δύο σίγμα δεν γράφεται;»
«Τι ψάχνεις να βρεις και συ ρε Ηλιάδη…»
Κατευθύνομαι προς τον Καραντινάκη που στέκεται παράμερα ατμίζοντας την κουμούτσα του. Από τη μέρα που έκοψε το κάπνισμα έχει σχεδόν γίνει προέκταση του χεριού του.
«Τι έχουμε λοιπόν;»
Τον ρωτάω.
«Το επίσημο πόρισμα, όπως ξέρεις, θα χρειαστεί ένα μήνα για να εκδοθεί, αλλά για να μην σε πολυσκοτίζω με επιστημονικές ορολογίες, ο δράστης είναι σίγουρα άριστος γνώστης πολεμικών τεχνών»
«Δηλαδή;»
«Δηλαδή του τσάκισε τον αυχένα με μια λαβή, εξωτερικά δεν φέρει ούτε εκδορές ούτε αμυντικά τραύματα, αν αναλογιστείς και τον σωματότυπο του δεν το λες και παιχνιδάκι, δουλειά επαγγελματική…»
«Καλώς»
Συγκατανεύω πετώντας τη γόπα και επιστρέφω στον Ηλιάδη.
«Δεν έχουμε τίποτα άλλο να δούμε νομίζω, ας αφήσουμε τη σήμανση να συλλέξει τα στοιχεία και τα λέμε αύριο στην υπηρεσία» Μπαίνουμε στο υπηρεσιακό για να επιστρέψουμε στη βάση μας, κοντά στην πλατεία Αττικής κάνουμε μια στάση για να προμηθευτώ δύο αθλητικές εφημερίδες. Από τον καιρό που τις αντικατέστησα με τις πολιτικές η ψυχική μου ισορροπία έχει παρουσιάσει σημαντική ανάκαμψη. Μου φτάνουν, άλλωστε, αυτά που βιώνω στη δουλειά, δεν χρειάζεται να τα διαβάζω και στα ρεπορτάζ…
*
«Κροτόνε-Τορίνο διπλό στο 2.30, πως σου φαίνεται;»
«Τυράκι»
«Δεν έχω εξοικειωθεί ακόμα με τις ορολογίες ρε Ηλιάδη»
«Τυράκι σημαίνει πολύ καλό ώστε να είναι αληθινό, πας σαν το ποντίκι και σε μαγκώνει η φάκα, γιατί δεν παίζεις τον άσσο της Ουντινέζε στην ίδια απόδοση»
Μου εξηγεί.
«Καλώς»
Του απαντάω σημειώνοντας το σημείο στο δελτίο και πετάω το στυλό στο τραπέζι.
«Ας στρωθούμε στη δουλειά τώρα, τι στοιχεία συγκέντρωσες για το θύμα;»
Πίνει μια γουλιά από τον φραπέ του και ανοίγει ένα ταλαιπωρημένο σημειωματάριο.
«Ονομάζεται Σταύρος Δωματάς. Κάτοικος Μάνδρας, ετών τριάντα έξι. Όσο για το βιογραφικό του, από πού ν’ αρχίσει κανείς και που να τελειώσει. Εγκαταλείπει το σχολείο στα δεκατρία και ξεκινάει θελήματα και δουλειές του ποδαριού. Κράχτης στο Μοναστηράκι, τσιλιαδόρος, παρκαδόρος, παραγιός στη λαχαναγορά. Λίγο πριν την ενηλικίωση μπαίνει στα βαθιά, μπραβιλίκια, εκβιασμοί και τέτοια. Μπαρκάρει σε «τσιγαράδικο» και δύο χρόνια αργότερα επαναπατρίζεται επιστρέφοντας στις παλιές του γνώριμες συνήθειες. Στέλεχος οπαδικού συνδέσμου, περιστασιακός χρήστης ηρωίνης και φυσικά μέλος της «Χρυσής Ρούνας». Ανεβαίνει γρήγορα στην ιεραρχία φτάνοντας μέχρι πυρηνάρχης στην τοπική οργάνωση της Μάνδρας. Λουλούδι»
«Δεν περίμενα είχε βγάλει διδακτορικό, μπορεί να πάει το μυαλό σου κάπου;»
«Ξεκαθάρισμα λογαριασμών ίσως;»
«Αλλά τι είδους λογαριασμών, ακόμα είναι μάλλον νωρίς για συμπεράσματα. Βρήκες κάποιον από το στενό περιβάλλον του;»
«Τη σύντροφο του, Κούλα Ασπιώτη, κάτοικο επίσης Μάνδρας. Στο τηλέφωνο φάνηκε συνεργάσιμη, κανόνισα να μας δεχτεί σήμερα το απόγευμα» «Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο, ας ξεκινήσουμε»

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Σημείο Καμπής

Το “Dr Strangelove” θα μπορούσε να ιδωθεί περισσότερο ως ντοκιμαντέρ παρά ως ταινία, ο άνθρωπος που έσωσε τον κόσμο ήταν ένας ειδικευόμενος μηχανικός που θεώρησε τις ενδείξεις πυρηνικής πυραυλικής επίθεσης των Αμερικάνων ως λάθος συναγερμό και δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του αναδεικνύοντας την ελαττωματικότητα των ρωσικών δορυφόρων και πέφτοντας σε δυσμένεια, αντιστοίχως ένα προβληματικό τσιπάκι σε Αμερικάνικο υπολογιστή παραλίγο να προκαλέσει παγκόσμιο όλεθρο. Το ντοκιμαντέρ «Σημείο Καμπής» περιγράφει λεπτομερώς την παράνοια του ψυχρού πολέμου και τελικά πόσο φτηνά τη γλιτώσαμε.
Με φόντο την τωρινή ρωσική εισβολή ξεκινάει μια ιστορική αναδρομή από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και τον ανταγωνισμό που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Διατρέχει τη Σταλινική περίοδο, τον πολιτικό «εξανθρωπισμό» της Σοβιετικής Ένωσης κατά την περίοδο του Χρουστσόφ, τις μεγάλες κρίσεις αλλά τις συνακόλουθες υφέσεις μέχρι την πτώση του Κομουνισμού.
Κυρίως δε αναδεικνύει μια μεγάλη ειρωνεία, το πως ένα υπερόπλο που αναπτύχθηκε για τερματίσει τον καταστροφικό δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη απειλή για την επιβίωση της ανθρωπότητας η οποία για πάνω από μισό αιώνα ισορρόπησε σε τεντωμένο σκοινί. Μνημονεύοντας εκείνη τη ρήση του Αϊνστάιν: «Δεν ξέρω πως θα γίνει ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά ο τέταρτος θα διεξαχθεί σίγουρα με πέτρες και τσεκούρια».
Και αν η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα, η τωρινή κατάσταση με τις ηγεμονικές τάσεις της Ρωσίας και τις αλλαγές στη γεωπολιτική σκακιέρα δεν μας προετοιμάζει για το τέλος της ιστορίας αλλά την επανέναρξη ενός φαύλου κύκλου, που όσο θα υπάρχουν τα πυρηνικά τόσο η ανθρωπότητα θα απειλείται από τον ίδιο της τον (αυτοκαταστροφικό) εαυτό που καμία δύναμη της φύσης ή του σύμπαντός δεν μπορεί να υπερκεράσει…

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Οι μικροί οίκοι γλεντάνε τα εκδοτικά κωλοχανεία!

Στο σάπιο βασίλειο της Δανιμαρκίας συμβαίνει το εξής- ενθαρρυντικό- παράδοξο, ενώ τα πάσης φύσεως τσουτσέκια μαζεύουν «συστάσεις» για να χτυπήσουν την πόρτα κάποιου συστημικού νταβά, τα «εκδοτικά φαινόμενα» με πωλήσεις χωρίς προηγούμενο παράγονται από μικρούς, ανεξάρτητους εκδοτικούς. Το γεγονός αυτό ωστόσο έχει εξήγηση αν εντρυφήσουμε λίγο στο θέμα.
Κατά πρώτον αρκεί να αναλογιστεί κανείς πως οι μεγαλοεκδοτικοί (Από Μεταίχμιο έως Πατάκη) όχι μόνο δεν αγαπούν το βιβλίο αλλά είναι και παντελώς άσχετοι με αυτό. Αν κάποιος Παπαμάρκος τους χτυπήσει την πόρτα με το ντεμπούτο του θα τον πετάξουν έξω με τις κλωτσιές. Κατά δεύτερον οι συγκεκριμένοι εκδοτικοί έχουν «αξιολογητές» μόνο για τα προσχήματα καθότι ο οποιοσδήποτε στοιχειωδώς καταρτισμένος αξιολογητής θα είχε βάλει το Μαλακατερινιό να καθαρίζει τις σκάλες του ισογείου.
Το συμπέρασμα είναι πως τα συστημικά παραμάγαζα λειτουργούν με τη λογική του βραχυπρόθεσμου κέρδους, του δούνε και λαβείν, της μανατζερικής παπάτζας προσπαθώντας να επιβάλλουν στο κοινό την εκάστοτε πατάτα (ενίοτε «βραβευμένη»). Από την άλλη το αναγνωστικό κοινό δεν αποτελείται από τόσο γίδια όσο θέλουν παρά της φιλότιμες προσπάθειες τους να φαντάζονται.
Έτσι ένας αξιόλογος συγγραφέας που θα βρει «καταφύγιο» σε έναν ανεξάρτητο οίκο (που σέβεται φυσικά το βιβλίο) έχει ίδιες αλλά και περισσότερες πιθανότητες να γίνει viral. Προσοχή, δεν σημαίνει πως όλοι οι αξιόλογοι συγγραφείς θα πουλήσουν, ούτε πως θα γίνουν δεκτοί από κάποιον θεωρητικά «σοβαρό» οίκο καθώς και αυτοί έχουν τις αγκυλώσεις τους. Ωστόσο παίζουν οπωσδήποτε με πιο αξιοκρατικά κριτήρια από το κωλοχανείο της αλανιάρας της Μπούρα και πάει λέγοντας.
Και προφανώς ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη, ωστόσο μέσα στο ζόφο και τον λογοτεχνικό Μεσσαίωνα που επιδιώκουν να επιβάλλουν η ανάδειξη του οποιοδήποτε συγγραφέα από τέτοιους οίκους- που μετά θα ανακαλύψουν τα ΑΡΔ με το επιμύθιο «το βιβλίο που απορρίφθηκε από είκοσι εκδοτικούς»- μόνο για καλό γίνεται…

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Η ΓΕΡΟΝΤΙΚΗ ΤΑΞΗ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

Για μένα ήταν μεγάλος έρωτας. Όλα τα είχα με αυτήν την γυναίκα (την πολύ νέα). Τόσα χρόνια (άνυδρα κυριολεκτικά) δεν γνώρισα τις ομορφιές του έρωτα. Χόρτασα την ζωή μαζί της, σε όλες τις αγαπητικές λεπτομέρειες. Ο έρωτας και τα παιχνίδια του, μου προσέφεραν μεγάλη χαρά. Η ίδια, η αγαπημένη μου, συμμετείχε με όλο της το «είναι» σε κάθε ερωτικό αντάμωμα. Πλημμύριζα από χαρά. Απολάμβανα την ευτυχία, όμως υπήρχαν και κάποιες λεπτομέρειες που μου προκαλούσαν στενοχώρια, ένα είδος δυσφορίας. Ψυχωτικά επεισόδια που περιόριζαν το αίσθημα και προκαλούσαν ρωγμές στην επιθυμία.
Εν πρώτοις, αυτά ξεκινούσαν από την διαφορά ηλικίας. Αυτή ήταν 21 χρονών και ήμουν 51. Η ίδια έδειχνε ξεκάθαρα ότι δεν την ένοιαζαν οι χρονολογίες. Χρησιμοποιούσε τόσο καλά το σώμα της, ως μέγιστη απόδειξη. Όμως, σε δεύτερο χρόνο, άρχισα να προσέχω κινήσεις και λεπτομέρειες, καθοριστικές για την πορεία της αγάπης μας. Όσο ήμασταν ζευγάρι (περίπου 9 εννέα μήνες) δεν με είχε γνωρίσει σε κανέναν δικό της άνθρωπο, ούτε στους γονείς της, ούτε στις αδελφές της (είχε δύο μεγαλύτερες), ούτε στις φίλες της. Τις αδελφές της, τις είχε σαν «γκουρού» σε πολλά ζητήματα, (ευτυχώς όχι, για τους εννέα μήνες, που ήμασταν ζευγάρι). Όποτε μιλούσε μαζί τους, στο κινητό, δεν φανέρωνε την παρουσία μου (ποτέ), έλεγε για κάποιον συμφοιτητή της ή για προγραμματισμένες συναντήσεις με φίλους ή για φοιτητοπαρέες, πέριξ του πανεπιστημίου. Η ίδια ήταν φοιτήτρια στην Κρατική Σχολή Δημοσιογραφίας και έγραφε τα πρώτα ρεπορτάζ της, στην εφημερίδα (μικρής κυκλοφορίας) «Έργα και Ημέρες».
Η όλη κατάσταση με έβαζε σε υποψίες και γρήγορα προχώρησα σε κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Της πρότεινα να γνωρίσω τις αδελφές της ή κάποιον από τους –πολλούς- φίλους της. Έκανα αυτήν την υπέρβαση γιατί την αγαπούσα και ήθελα να μάθω για τις επαφές της, τον περίγυρό της, τις συναντήσεις της, όταν έφευγε από μένα και πήγαινε σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Η απάντησή της ήταν η αναμενόμενη. Ήμουν κάπως γέρος για τον περίγυρο και περισσότερο για τις αδελφές της. Όχι μόνο δεν θα ενέκριναν την σχέση μας, αλλά πίστευαν ότι ένας άντρας πάνω από 50 χρονών, οδεύει στην γεροντική ηλικία, δεν έχει να επιδείξει ούτε ζωτικές ικανότητες, ούτε κάποια ερωτική δυναμική. Μαραζώνει τάχιστα, μπορεί μόνο να χρησιμοποιηθεί ως εδεσματική σωτηρία για την πάσχουσα κοινωνία, όπως έχε προτείνει ο Ετιέν Γκανιέ*. Απομένει το μεγάλο πορτοφόλι του, με το οποίο μπορούσε να λύνει προβλήματα, να αγοράζει ερωτικές συντρόφους, να βελτιώνει την σύνταξή του, όμως αυτά ήταν ψεύτικα και μύριζαν θάνατο. Οι αδελφές της, έδειχναν μίσος για τους ηλικιωμένους. Δεν έπρεπε να ζουν, έπρεπε να γίνει υποχρεωτική η ευθανασία για όλους, οι ηλικιωμένοι μόλυναν την γη, επιβάρυναν τους οικείους τους και το κράτος, οικονομικά και χρονικά. Mε θεωρούσαν λοιπόν, έναν ανήμπορο μεσήλικα, που δεν είχε κανένα δικαίωμα στον έρωτα, πόσο μάλλον μ’ ένα κορίτσι, που ήταν φορτωμένο με όλους τους χυμούς της ζωής και της νεότητας. Έμοιαζε όλο αυτό σαν ακούσια θυσία, όπου η σάρκα δίνεται στον πελάτη, έναντι αμοιβής. Αυτός κερδίζει λίγη παράταση, λίγη ευτυχία, ενώ οι ασθένειες καιροφυλακτούν για να τον οδηγήσουν στην συντριβή. Σώματα σε παρακμή, γεμάτα μικρόβια, υπολείμματα καταχρήσεων και δηλητηρίων. Η λύση ήταν η ευθανασία και το κρεματόριο (εγκεκριμένες μέθοδοι). Θυμήθηκα ότι στην αρχαιότητα, σε κάποιο νησί του Αιγαίου εξαφάνιζαν τους γέροντες στα βάραθρα, γιατί επιβάρυναν την οικονομία και την ζωή των νέων. Δεν υπήρχε σωτηρία. Τελικά, έμεινα μόνος με παρέα τις αναμνήσεις του νεκρού έρωτά μου. Μεσήλικας, οδεύοντας στην γεροντική τάξη.
*Ετιέν Γκανιέ (1808 – 1876): Γάλλος εκκεντρικός ποιητής, συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Το 1868, ενώ η Αλγερία μαστιζόταν από λιμό, σε ένα διάσημο άρθρο του, αφού πρώτα είχαν απορριφθεί οι εκκλήσεις των Αλγερινών για αποστολή αλογίσιου κρέατος, πρότεινε δημοσίως αντί για άλογα να σταλούν οι γέροι πάνω από 60 ετών, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου.

Κατέβηκα απροπόνητος για την αρένα των ανθρώπων. (Ντέμης Κωνσταντινίδης)

Tο λάθος
Έβαλε το βιογραφικό
μπροστά απ' τη ζωή.
Κι ακόμα να βρει
το λάθος.
H γυάλα
Γυάλα τούτη η εποχή
κι εμείς τα ψάρια.
Δεν αλλάζει το νερό μας
και βρωμίσαμε.
Το οικόπεδο
Στο φυτρωμένο δίπλα οικόπεδο
το τομάρι του σκύλου --
χρυσόμαλλο δέρας.
Γύρω λουλούδια
κίτρινα και κόκκινα.
Ο πόλεμος
Όσοι διατρανώνουν την ειρήνη
με μιαν αφέλεια παιδική
δεν έχουν θητεύσει στη ζωή
που ο πόλεμος την έχει ερωμένη.
Η γλάστρα
Κάθε πρωί ποτίζει την ξεραμένη γλάστρα
περιμένοντας ν' ανθίσει.
Πιστεύει στο θαύμα ή απλώς την κινεί
η δύναμη της συνήθειας;
Οι ηθοποιοί
Φεύγουν οι ηθοποιοί
μένει μόνη η σκηνή.
Φεύγεις κι εσύ
μένει μόνη η ψυχή.
Το περιστέρι
Παραμέρισε για να περάσει
ένα περιστέρι.
Είναι το δίχως άλλο
ποιητής

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Ο μπίζνεσμαν-συγγραφέας

Είχα ακούσει το νέο χιτάκι της Miley Cyrus πριν ακόμη παιχτεί στα ελληνικά ραδιόφωνα, πριν 1,5 περίπου χρόνο. Οι στίχοι μιλάνε για το πώς μπορεί να αγαπήσει η εν λόγω τύπισσα καλύτερα τον εαυτό της από τον οποιονδήποτε «αγαπητικό» -να το πω ευπρεπώς- και μάλιστα να του φέρει και… λουλούδια. Το κομμάτι ήταν σινγκλ ενός δίσκου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Endless Summer Vacation» («Ατελείωτες Καλοκαιρινές Διακοπές»), που οπωσδήποτε θυμίζει το στίχο από ένα ελληνικό έντεχνο τραγούδι: «λαοί χτυπιώνται/και οι σαύρες λιάζονται». Όμως, ας επιστρέψουμε στο κομμάτι και μάλιστα στη θεματική του. Το εν λόγω κομμάτι θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα ανθέμιο, ένας ύμνος στο… λαβεϊανό σατανισμό, ο οποίος, επειδή αρνούνταν μετά βδελυγμίας την αγάπη (που κηρύττει ως γνωστόν ο χριστιανισμός), πήγαινε στο άλλο άκρο: την απόλυτη λατρεία του εαυτού, τον πιο ακραίο ατομικισμό. Αλλά μην ξεχνάμε ότι και η σημερινή ποπ ψυχιατρική κηρύσσει τα ίδια πράγματα: «αγάπα τον εαυτό σου» είναι το βασικό σύνθημα, όπως και: «ζήσε τη ζωή σου», ακολουθώντας διάφορες επιθυμίες που σου καρφώνονται, ανεξαρτήτως της ποιότητας ή των συνεπειών τους στη συνείδησή σου ή στους άλλους.
Το κομμάτι αυτό λέγεται “Flowers” και τώρα φυσικά το έχουμε φάει, θέλοντας και μη, στη μάπα αμέτρητες φορές, κι εγώ κι εσείς. Ακούγοντάς το τότε, σκεφτόμουν δύο πράγματα: είναι ένα κλασικό ποπ κομμάτι χωρίς ψυχή, με μέτρια προς κακή ερμηνεία (παρ’ όλο το Auto-Tune) και, δεύτερον, θα γίνει viral, λόγω του ανελέητου promotion (και επειδή η Σάιρους είναι σελέμπριτυ εννοείται από τα ανέμελα χρόνια της… Χάνα Μοντάνα). Και πράγματι: αυτή τη στιγμή, το κομμάτι έχει φτάσει ήδη τα 869 εκ. video views στο YouTube. Τι τα λέμε όμως όλα αυτά; Για να φτάσουμε στο ζουμί. Σκεφτείτε ένα λογοτεχνικό τρεντ της εποχής. Για να μην ζορίζεστε, θα σας το πω εγώ: το ψυχολογικό θρίλερ. Πώς προέκυψε αυτό το τρεντ και πώς σκέφτηκαν να γράψουν τέτοιο πράγμα οι εμπνευστές του; Δεν είναι ούτε νουάρ ούτε παλπ ούτε αστυνομικό θρίλερ ούτε γοτθικός τρόμος ούτε επική ή επιστημονική φαντασία ούτε μυστήριο γενικά. Ψυχολογικό θρίλερ γράφει, όπως γνωρίζουμε, ο Σεμπάστιαν Φίτζεκ –για τον οποίο, παρ’ ότι συμπαθής ως άνθρωπος, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη ως συγγραφέα, είτε θετική είτε αρνητική, διότι δεν τον έχω διαβάσει καθόλου. Σε ό,τι αφορά το πρώτο του βιβλίο, τη «Θεραπεία», πέρασε μια οδύσσεια 15 ή 20 απορρίψεων από Γερμανούς εκδότες μέχρι να εκδοθεί από έναν παραδοσιακό εκδότη, τον οίκο Droemer Knaur, το 2006.
Το σκεπτικό ορισμένων τουλάχιστον από αυτούς τους εκδότες ήταν ότι «δεν υπάρχει αγορά για ψυχολογικό θρίλερ στη Γερμανία», δηλαδή ήταν ζήτημα γι’ αυτούς περιορισμένης εκτιμώμενης ζήτησης. Τα γεγονότα διέψευσαν αυτούς τους εκδότες πανηγυρικά, όχι μόνο στην Γερμανία αλλά και στην Ελλάδα. Κι αυτό, γιατί αν πάτε μια βόλτα από τα τσαρτς των ευπώλητων, όπως στην ελληνική λογοτεχνία θα δούμε την κ. Μαντά, έτσι στην ξενόγλωσση θα δούμε τον Σεμπάστιαν Φίτζεκ, «πρώτο και καλύτερο».
Αυτό που συνέβη μετά απ’ αυτή την εκπληκτική εμπορική επιτυχία είναι αυτό που μας λέει ο Τσίνο Μορένο των Deftones στο σαρκαστικό “Rock Superstar” των Cypress Hill:
«Υπάρχουν πολλοί καρχαρίες εκεί έξω… που προσπαθούν να δαγκώσουν κάτι. Αυτό που είναι καυτό. Πολλοί χαμαιλέοντες εκεί έξω… προσπαθούν να αλλάξουν σε κάτι. Κάθε φορά που κάτι νέο έρχεται… όλοι θέλουν μια δαγκωνιά… αλλά δε συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια μέρα». Το φαινόμενο αυτό στην πραγματικότητα το συναντάμε στην κλασική οικονομική θεωρία του καπιταλισμού: σε αυτήν, έχουμε τον entrepreneur, τον καινοτόμο επιχειρηματία. Όταν αυτός ανακαλύψει κάτι καινούργιο να πουλήσει, θα έχει υπερπλεονάζοντα κέρδη. Ωστόσο, με το χρόνο, οι ανταγωνιστές θα προσπαθήσουν να τον μιμηθούν, ώστε να βγάλουν κι αυτοί υπερκέρδη. Το αποτέλεσμα, θεωρητικά, είναι ότι τα πλεονάζοντα κέρδη μετριάζονται. Στην πράξη, συχνά, μένουν λίγοι, κάνουν ολιγοπώλιο με αθέμιτους τρόπους, πετώντας τους ανταγωνιστές εκτός αγοράς και εμποδίζοντας τους νεοεισερχόμενους να μπουν σε αυτήν. Σε όλα αυτά μέσα, υπάρχει κάτι που δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε. Ο συγγραφέας και μάλιστα ο πεζογράφος και ποιητής, βγάζει πάντα στο χαρτί το ψυχικό του αποτύπωμα. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, όταν έγινε απολογητής και κάτοχος θέσης στο προβληματικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας, τελικά, όπως γράφει η Χάννα Άρεντ, δε μπόρεσε να τελειώσει κανένα από τα εν εξελίξει έργα του. Κι αυτό γιατί η έμπνευση, όπως λέει στους «ανθρώπους σε ζοφερούς καιρούς», πάντα θεωρήθηκε θεϊκό δώρο, εντούτοις, το δώρο αυτό, όπως συνεχίζει, δεν είναι εντελώς αμετάκλητο: μπορεί να εγκαταλείψει τον άνθρωπο, όταν αυτός προδώσει την εσωτερική του αλήθεια για σκοπιμότητες.
Έτσι, αν ο σημερινός Έλληνας συγγραφέας πουλάει λίγο ψυχολογικό θρίλερ σε επίπεδο είδους, μαζί με κάτι σαν μεταφεμινιστική αντι-πατριαρχία σε επίπεδο μηνύματος και περιεχομένου, είναι επειδή δε σκέφτεται σαν συγγραφέας αλλά σαν επιχειρηματίας- και, ακριβέστερα, σαν κακός επιχειρηματίας, που επιδιώκει την αρπαχτή, πουλώντας κάτι που δεν πιστεύει. Αλλά αυτό είναι προδοσία της αποστολής του και του ίδιου του του εαυτού.
Το επιμύθιο είναι απλό: αν αγαπάς κάτι και έχεις να προσφέρεις μ’ αυτό, προχώρησέ το, είτε είναι ιπποτικό μυθιστόρημα είτε ψυχολογικό θρίλερ είτε ρομαντική κομεντί. Αν δεν το αγαπάς, αν δεν το πιστεύεις, άστο. Θες να γίνεις μια φούσκα χρηματιστηριακή όπου αρχικά το κοπάδι συρρέει και μετά λούζει, αφού καταλάβει την απάτη, με βρισιές;

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2024

Η Βασούλα δεν πουλάει…

Είναι από αυτά τα άρθρα που μας γεμίζουν μια γλυκιά χαρμολύπη, αναπολώντας τα πεπραγμένα της λογοτεχνικής μούργας, τη φιλοτιμία των ΑΡΔ, τους νεόκοπους συγγραφίτσους που αλλιώς ξεκίνησαν μα η κακιά μοίρα (και ίσως η έλλειψη ταλέντου) τους ξέβρασε στα βράχια της ανυποληψίας και της γελοιοποίησης.
Θα τανε κοντά δεκαπέντε χρόνια που η Βασούλα περιφερόταν στις ίδιες με μας πιάτσες έχοντας βγάλει ένα βιβλίο για τον Νίκο τον Κέιβ, πριμοδοτημένο βέβαια από το κωλοχανείο των εκδόσεων Μεταίχμιο η Βασούλα είχε όλα τα εχέγγυα για μια καλή καριέρα. Είχε τίτλο πιασάρικο το καψερό, είχε μπάρμπα μέσα στα κυκλώματα είχε μια στρατιά από Αρδ από πίσω της. Και ένα βράδυ στεναχωρημένη καθώς τη βλέπαμε τη Βασούλα μια κοινή μας φίλη μας σφύριξε τα κακά μαντάτα. «Είναι στα κάτω της γιατί το βιβλίο έχει πάει άπατο»
Ώιμε καταστροφή, πως ήταν δυνατόν το κοινό να γυρίσει την πλάτη σε τέτοιο κελεπούρι. Γεγονός είναι βέβαια πως για τους συστημικούς εκδοτικούς η έλλειψη ποιότητας είναι επουσιώδης μπροστά στις «συστάσεις». Και για να λέμε την αλήθεια ακόμα και με την αλανιάρα την Μπούρα στο τιμόνι πλέον λίγα έχουν αλλάξει. Καθότι η σκάντζα θα γίνει αλλού.
Κοινώς δε πα να χω τριάντα ατάλαντους και καθυστερημένους, ο ένας (με το κατάλληλο πουσάρισμα) θα με βγάλει ασπροπρόσωπη. Έχουμε δε επανειλημμένα τονίσει πως η λογική του βραχυπρόθεσμου κέρδους λειτουργεί σαν το σύστημα με τις «πυραμίδες» για τα συγκεκριμένα τσαρδιά, κοινώς μέχρι να μου καεί το χαρτί που έχω θα βρω άλλο στο μανίκι. Όμως η ζημιά στο βιβλίο (το οποίο ουδόλως τους ενδιαφέρει) δεν είναι αναστρέψιμη.
Και αν από τη Βασούλα φτάσαμε σε άλλα παρατράγουδα (πουλάνε δεν πουλάνε) στην τελική μόνο τα πρόσωπα αλλάζουν. Γιατί για κείνους το γκανιάν άλογο δεν είναι αυτό που ακονίζει την πένα του αλλά όποιος στροβιλίζεται μέσα στο ανέραστο κενό του. Αυτό που η εκδοτική μούργα εναγωνίως επιζητά…