Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

Η ΓΕΡΟΝΤΙΚΗ ΤΑΞΗ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

Για μένα ήταν μεγάλος έρωτας. Όλα τα είχα με αυτήν την γυναίκα (την πολύ νέα). Τόσα χρόνια (άνυδρα κυριολεκτικά) δεν γνώρισα τις ομορφιές του έρωτα. Χόρτασα την ζωή μαζί της, σε όλες τις αγαπητικές λεπτομέρειες. Ο έρωτας και τα παιχνίδια του, μου προσέφεραν μεγάλη χαρά. Η ίδια, η αγαπημένη μου, συμμετείχε με όλο της το «είναι» σε κάθε ερωτικό αντάμωμα. Πλημμύριζα από χαρά. Απολάμβανα την ευτυχία, όμως υπήρχαν και κάποιες λεπτομέρειες που μου προκαλούσαν στενοχώρια, ένα είδος δυσφορίας. Ψυχωτικά επεισόδια που περιόριζαν το αίσθημα και προκαλούσαν ρωγμές στην επιθυμία.
Εν πρώτοις, αυτά ξεκινούσαν από την διαφορά ηλικίας. Αυτή ήταν 21 χρονών και ήμουν 51. Η ίδια έδειχνε ξεκάθαρα ότι δεν την ένοιαζαν οι χρονολογίες. Χρησιμοποιούσε τόσο καλά το σώμα της, ως μέγιστη απόδειξη. Όμως, σε δεύτερο χρόνο, άρχισα να προσέχω κινήσεις και λεπτομέρειες, καθοριστικές για την πορεία της αγάπης μας. Όσο ήμασταν ζευγάρι (περίπου 9 εννέα μήνες) δεν με είχε γνωρίσει σε κανέναν δικό της άνθρωπο, ούτε στους γονείς της, ούτε στις αδελφές της (είχε δύο μεγαλύτερες), ούτε στις φίλες της. Τις αδελφές της, τις είχε σαν «γκουρού» σε πολλά ζητήματα, (ευτυχώς όχι, για τους εννέα μήνες, που ήμασταν ζευγάρι). Όποτε μιλούσε μαζί τους, στο κινητό, δεν φανέρωνε την παρουσία μου (ποτέ), έλεγε για κάποιον συμφοιτητή της ή για προγραμματισμένες συναντήσεις με φίλους ή για φοιτητοπαρέες, πέριξ του πανεπιστημίου. Η ίδια ήταν φοιτήτρια στην Κρατική Σχολή Δημοσιογραφίας και έγραφε τα πρώτα ρεπορτάζ της, στην εφημερίδα (μικρής κυκλοφορίας) «Έργα και Ημέρες».
Η όλη κατάσταση με έβαζε σε υποψίες και γρήγορα προχώρησα σε κάποιες διορθωτικές κινήσεις. Της πρότεινα να γνωρίσω τις αδελφές της ή κάποιον από τους –πολλούς- φίλους της. Έκανα αυτήν την υπέρβαση γιατί την αγαπούσα και ήθελα να μάθω για τις επαφές της, τον περίγυρό της, τις συναντήσεις της, όταν έφευγε από μένα και πήγαινε σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Η απάντησή της ήταν η αναμενόμενη. Ήμουν κάπως γέρος για τον περίγυρο και περισσότερο για τις αδελφές της. Όχι μόνο δεν θα ενέκριναν την σχέση μας, αλλά πίστευαν ότι ένας άντρας πάνω από 50 χρονών, οδεύει στην γεροντική ηλικία, δεν έχει να επιδείξει ούτε ζωτικές ικανότητες, ούτε κάποια ερωτική δυναμική. Μαραζώνει τάχιστα, μπορεί μόνο να χρησιμοποιηθεί ως εδεσματική σωτηρία για την πάσχουσα κοινωνία, όπως έχε προτείνει ο Ετιέν Γκανιέ*. Απομένει το μεγάλο πορτοφόλι του, με το οποίο μπορούσε να λύνει προβλήματα, να αγοράζει ερωτικές συντρόφους, να βελτιώνει την σύνταξή του, όμως αυτά ήταν ψεύτικα και μύριζαν θάνατο. Οι αδελφές της, έδειχναν μίσος για τους ηλικιωμένους. Δεν έπρεπε να ζουν, έπρεπε να γίνει υποχρεωτική η ευθανασία για όλους, οι ηλικιωμένοι μόλυναν την γη, επιβάρυναν τους οικείους τους και το κράτος, οικονομικά και χρονικά. Mε θεωρούσαν λοιπόν, έναν ανήμπορο μεσήλικα, που δεν είχε κανένα δικαίωμα στον έρωτα, πόσο μάλλον μ’ ένα κορίτσι, που ήταν φορτωμένο με όλους τους χυμούς της ζωής και της νεότητας. Έμοιαζε όλο αυτό σαν ακούσια θυσία, όπου η σάρκα δίνεται στον πελάτη, έναντι αμοιβής. Αυτός κερδίζει λίγη παράταση, λίγη ευτυχία, ενώ οι ασθένειες καιροφυλακτούν για να τον οδηγήσουν στην συντριβή. Σώματα σε παρακμή, γεμάτα μικρόβια, υπολείμματα καταχρήσεων και δηλητηρίων. Η λύση ήταν η ευθανασία και το κρεματόριο (εγκεκριμένες μέθοδοι). Θυμήθηκα ότι στην αρχαιότητα, σε κάποιο νησί του Αιγαίου εξαφάνιζαν τους γέροντες στα βάραθρα, γιατί επιβάρυναν την οικονομία και την ζωή των νέων. Δεν υπήρχε σωτηρία. Τελικά, έμεινα μόνος με παρέα τις αναμνήσεις του νεκρού έρωτά μου. Μεσήλικας, οδεύοντας στην γεροντική τάξη.
*Ετιέν Γκανιέ (1808 – 1876): Γάλλος εκκεντρικός ποιητής, συγγραφέας και δοκιμιογράφος. Το 1868, ενώ η Αλγερία μαστιζόταν από λιμό, σε ένα διάσημο άρθρο του, αφού πρώτα είχαν απορριφθεί οι εκκλήσεις των Αλγερινών για αποστολή αλογίσιου κρέατος, πρότεινε δημοσίως αντί για άλογα να σταλούν οι γέροι πάνω από 60 ετών, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου