Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

Οι εκδότες ας πάρουν τ’ αρχίδι@ μας…

Είναι γεγονός πως όλο και περισσότερος κόσμος τους παίρνει χαμπάρι. Εδώ μιλάμε για συνειδητοποιημένους και δεινούς αναγνώστες και όχι την αγέλη που προσπαθούν να εκπαιδεύσουν. Το αποδεικνύει άλλωστε και το ότι οι λεγόμενες «εκθέσεις» μαζεύουν περισσότερο κόσμο από τα βιβλιοπωλεία. Τα γίδια αντιμετωπίζουν το βιβλίο σαν κάποιο burger festival στην Τεχνόπολη στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σαν σαρδέλες. Αλλά δεν φταίνε αυτά, γνωρίζουμε όλοι ποιος έχει φέρει το βιβλίο σε αυτό το χάλι.
Και για αυτό είναι πλέον τόσο κακή μπίζνα. Περισσότερο κόσμο θα μαζέψει ο ερασιτεχνικός θίασος της κάτω Μακρινίτσας από τα αντίτυπα που θα πουλήσει ο κάθε πουθενάς. Τα εκδοτικά παραμάγαζα ουδόλως τα ενδιαφέρει. Όποιος μιλάει (όχι ξέρει) Ελληνικά και έχει ένα σκασμό λεφτά η το μανατζαραίο από πίσω είναι ευπρόσδεκτος. Για αυτούς τα λεφτά (που θα δώσει ο συγγραφέας και όχι που θα φέρει ο αναγνώστης) είναι όπως τα σκατά για τις μύγες.
Βάλε τώρα «βιβλιοφιλικές» σελίδες της συμφοράς, instagramable τσολαδιά και όλη την περιρέουσα ατμόσφαιρα και έχεις την πλήρη κατάλυση της ιερότητας του βιβλίου. Μου τα είχε πει ανερυθρίαστα εκδότης θεωρητικά «αξιοπρεπούς» οίκου. «Εμένα όποιος μου δώσει λεφτά θα τον βγάλω, όταν η Πολιτεία (σ.σ όχι το βιβλιοπωλείο) δεν με στηρίζει και οι επιδοτήσεις πάνε σε ημέτερες τσέπες τι θες να κάνω;». Να κλείσεις το μπουρδέλο σου μου ήρθε να το πω αλλά κρατήθηκα.
Μέσα σε όλο αυτό το σηπτικό βόθρο ο Συγγραφέας έχει εξαφανιστεί. Μια ολόκληρη γενιά με ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ταλέντο χάθηκε. Και δεν τρέχει κάστανο. Δε μπα πνιγεί και αυτός, η τέχνη θα σώσει τον κόσμο! Έχουμε τους συγγραφίτσους, τον κάθε καραγκιόζη και το κάθε διαπλεκόμενο τσόλι που παίρνει εργολαβία «κρατικό» και γελάνε και τα τσιμέντα.
Είναι δυνατόν να ασχοληθείς σοβαρά με αυτό το τσίρκο που λειαίνει γωνίες και μασάει τροφή για να στη σερβίρει. Τ’ αρχίδια μας μόνο να πάρουν και πολύ τους είναι…

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2024

Στα χέρια σας (κριτική)

Να ζήσουν η Σώτη, ο Βουλαρίνος και ο αρχιρατσιστής Θεοδωρόπουλος που οραματίζονται μια Ευρώπη ολόλευκη με τους μουσουλμάνους στον πάτο της Μεσογείου. Να ζήσουν να τους θυμόμαστε μόνο που τους έχουμε άσχημα νέα. Χωρίς αυτούς η τέχνη σήμερα θα υπήρχε κατά το ήμισυ, ή ίσως και καθόλου. Καθότι η πολύπολιτισμικότητα είναι το καύσιμο της, όπως αποδεικνύει η πολύ καλή (για τα στάνταρτ της πλατφόρμας) Νορδική σειρά «Στα χέρια σας».
Πατώντας πάνω στο Σκανδιναβικό νουάρ με βραδύκαυστο ρυθμό καταπιάνεται με τις συμμορίες που λυμαίνονται τη Στοκχόλμη στρατολογώντας μικρά παιδιά. Όταν ωστόσο ο δεκατετράχρονος Ντόγκε (λευκός από εύπορη οικογένεια) σκοτώσει τον κολλητό του Μπιλάλ (Νιγηριανό από τα φτωχά προάστια) οι υποψίες θα πέσουν στον υποκινητή, έναν μικροντίλερ που αποτελεί μέρος μιας μεγαλύτερης αλυσίδας στο οικοσύστημα του εγκλήματος και της κοινωνικής συνοχής.
Ατμοσφαιρικό και καίριο, μεστό με προσεγμένες και πειστικές ερμηνείες (οι πιτσιρικάδες είναι αποκάλυψη) το «Στα χέρια σας» πατάει στέρεα στις προθέσεις του θέλοντας να καταδείξει πως οι θύτες αποτελούν εξίσου θύματα σε μια Ευρώπη που παλεύει με την ενσωμάτωση και τις προκαταλήψεις της. Και κυρίως πως τα μικρά ψάρια όσο αναλώσιμα και αν είναι (όπως οι μετανάστες του Αιγαίου) δεν λύνουν το ευρύτερο πρόβλημα που πατάει σε πολύ πιο περίπλοκα θεμέλια…

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Με τον Μάρκο!

Θυμάμαι έναν πολύ γνωστό ηθοποιό που μου είχε κάποτε πει μια ιστορία για τον Σεφερλή όταν και οι δυο τους ήταν συμφοιτητές στην δραματική σχολή προτού γίνουν διάσημοι. «Ήταν ο μόνος που μπορούσε να μας κάνει να πέσουμε κάτω και να κρατάμε την κοιλιά μας από τα γέλια». Η παραπάνω δήλωση ίσως αποτυπώνει καλύτερα από κάθε άλλη το πηγαίο ταλέντο του γνωστού κωμικού.
Το πως το χρησιμοποίησε είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Η σάτιρα του για άλλους είναι κακόγουστη (όπως και για τον υποφαινόμενο) για άλλους ξεκαρδιστική. Γούστα είναι αυτά, αλλά πίσω από τα γούστα υπάρχει το αδιαμφισβήτητο γεγονός: Για δεκαετίες τώρα είναι ο μόνος που μπορεί να γεμίσει ένα θέατρο μόνος του.
Το πιο σημαντικό για τον Σεφερλή είναι πως αναδείχτηκε μόνος του. Σε πείσμα του θλιβερού κανόνα τόσο στο θέατρο όπως (ακόμα περισσότερο) στη λογοτεχνία δεν υπήρξε «πουστράκι». Δεν χρειάστηκε καμία Κέζα, καμία Μπούρα, καμία Φράγκου, κανένα αργυρώνητο και σιχαμένο ΑΡΔ για να τον σπρώξει και να τον πετάξει στο προβατοποιημένο κοινό. Πήρε έναν Καπετάνο (που υπήρξε από τους αγαπημένους μαθητές του Κάρολου Κουν) και κάνανε μαζί παπάδες. Δημιούργησε το κοινό του βήμα-βήμα είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι.
Και οι εμφανείς παραλληλισμοί με το μαύρο χάλι της λογοτεχνίας είναι αναπόφευκτοι. Γιατί ακόμα και στον σηπτικό χώρο της showbiz υπάρχουν κάποιοι που μπορούν να επιβληθούν με το (έστω αμφιλεγόμενο) ταλέντο τους όσο στα καθ’ ημάς (αυστηρά λογοτεχνικά) οι σφουγγαρίστρες δεν παύουν να καθαρίζουν σάλια, «επαίνους», λογοκλοπές και χαλκευμένες διακρίσεις.
Θα μου πεις άλλο το μαύρο χάλι του βιβλίου και άλλο η λαϊκή διαχρονική ψυχαγωγία. Είναι ένας λόγος που προτιμάμε τη δεύτερη καθώς διαθέτει το παραπανίσιο πλεονέκτημα να μη φοράει το φερετζέ της στέγης ιδρύματος Ονάσση και του φεστιβάλ Αθηνών, μεταξύ άλλων…

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2024

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΧΑΡΙΛΑΟΣ ΒΑΛΒΗΣ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

(Ένα κείμενο για τον αναγνωρισμένο Έλληνα ποιητή Χ.Β.)
Ο Χαρίλαος Βάλβης είναι ένας καταξιωμένος ποιητής της μικρή μας χώρας. Είναι και διεθνώς αναγνωρισμένος. Και να οι μεταφράσεις των ποιημάτων του, και να οι εκδόσεις των έργων του. Πλήθος. Μέχρι και στον Νέο Κόσμο εκδόθηκε (μέτρο σύγκρισης ασυναγώνιστο ετούτο το κατόρθωμα). Πολλά είναι τα ποιητικά συμπόσια που πρωτοστατεί. Στην Εσπερία ιδιαίτερα, διαδίδει το πνεύμα των μουσών με ζέση (και εκλεκτό οινόπνευμα). Στο ακροατήριο, οι κυρίες της ποίησης (κυρίως αυτές) μεταβάλλονται σε «μαινάδες εκστασιασμένες» για τον ποιητή. Να όμως, που ένας κύριος είπε -κρυφίως και απαξιωτικά- για τον Χαρίλαο, μια ατάκα του Τσέχωφ: βαμμένα μαλλιά, ψεύτικες ιδέες. Βέβαια, τέτοιες απόψεις δεν αφορούν τον μεγάλο ποιητή, είναι υπεράνω επικρίσεων και κρίσεων. Μόνο αυτός έχει το προνόμιο της κριτικής (της λογοτεχνικής, όχι καμιάς γαστριμαργικής σε τηλεκπομπές).
Είναι αλήθεια ότι στις κρίσεις του, δεν εμφορείται από κάποιον μισάνθρωπο μικροαστισμό. Ένας μεγάλος ποιητής δεν φθονεί, καθοδηγεί, αγαπητοί μου φίλοι κι αναγνώστες. Βέβαια, κάποια ψεγάδια εντοπίζονται στη γλώσσα που εκστομίζει ο Χαρίλαος (δημόσια, ψηφιακά και τακτικά). Οι κατηγορίες του, για τις λογοκλοπές που κάνουν δόκιμοι και αδόκιμοι ποιητές, έγιναν αυτεπίστροφες. Δεν παίζεις με τη γλώσσα κύριε Βάλβη, ούτε κατ’ ελάχιστο. Φταίνε οι προσδοκίες και ο φθόνος που κάνουν τους μεγαλοποιητάς : ολίγον τι λανθασμένους κι ολίγον τι λογοκλόπους. Είναι άλλωστε γνωστό τοις πάσι ότι, αν κρίνεις, θα κριθείς. Δεν υπάρχουνε ιερά ταμπού στη χώρα (και την πολιτισμένη οικουμένη).
Ποιος όμως τολμά να τα βάλει με τον Χαρίλαο (Χ.Β. συντομογραφία); Ένας νέος Έλιοτ γεννήθηκε και ανδρώθηκε στο κέντρο της επικράτειάς μας. Και το βιογραφικό της ανόδου, κλασικά πράγματα για το κοινό των προαστίων και για τα παρεπιδημούντα μειράκια (στους εκδοτικούς οίκους και στα λογοτεχνικά δρώμενα). Αστόπαιδο ήταν ο Χαρίλαος (έτσι ισχυρίζεται και δηλώνει). Κύριο χαρακτηριστικό της μαθητικής του πορείας ήταν ότι δεν πέρασε τον σκόπελο των ελληνικών εξετάσεων. Η Εσπερία γέννησε κι ανάθρεψε το σώμα και το πνεύμα του. Του προσέφερε όλα τα καλά : οικονομικά και πνευματικά. Την κατάλληλη στιγμή κατάφερε και βρήκε (με οικογενειακές θυσίες είναι γεγονός) πλουσιοπάροχο εισόδημα για να σπουδάσει (επιστήμη με σίγουρη αποκατάσταση). Μποέμικη ζωή και πλήθος εμπειριών τον περίμεναν στη μοντέρνα και φιλελεύθερη Ευρώπη. Ταιριάζουν κιόλας στον αστό φοιτητή που προφανώς θα δούλευε και θα σπούδαζε (ο μικροαστισμός αποκρύπτεται μπροστά στη νίκη κατά της φτώχειας). Τα κατάφερε πρώτα επαγγελματικά και μετά λογοτεχνικά. Αποδείξεις πολλές. Μέχρι σήμερα έχει στήσει τα καλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά και έχει εκδώσει πονήματα για πάσαν νόσον και πάσαν μαλθακότηταν.
Πλήθος νεόκοπων και παλαιών ποιητών, ζητούν χώρο στον εκδοτικό οίκο του για προβολή και δημοσίευση (και στα περιοδικά που προΐσταται). Είναι η επιβράβευση. Ζητούν τη γνώμη του, εκλιπαρούν για λίγη προσοχή (από σεβασμό και δέος). Να γράψει δυο τρεις αράδες ευνοϊκής κριτικής και έτσι να περάσουν στον παράδεισο των επωνύμων, (αθάνατοι κατά κάποιον τρόπο). Αλλά βράχος ηθικής, ο Χαρίλαος, δεν χαρίζεται σε κανέναν. Σκληρός για τους ολίγον ωραίους, αντίθετα για τους όμορφους (κι όμορφες), αλλάζει τακτική: κατάταξη στους εκλεκτούς και στους φερέλπιδες. Κάτι σάπιο τρέχει στο βασίλειο της (εγχώριας) ποίησης. Όλα για τις εκκρίσεις δεν γίνονται; Το ‘χει γράψει ο Χαρίλαος στους «λογοκριμένους» στίχους του (δεν κρύβεται τελικά η μεγάλη τέχνη).
Μεγαλουργεί ο νέος Έλιοτ (ω ιερή πατρίδα του Σαιξπήρου, τι φιλοξένησες στο χώμα σου). Αυτό-επικυρώνεται απ’ την όψη και απ’ τη γραφή, απ’ τις (δήθεν) εργασίες (τις ποιητικές διάβολε) και απ’ τις δημόσιες σχέσεις (φέρνουν ποικίλες απόλαβες). Το ποιητικό σύμπαν της έχει κυριευτεί. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ τις κριτικές του Χαρίλαου, το μακρύ χέρι της λογοτεχνικής δικαιοσύνης καιροφυλακτεί. Οι ωραίες και οι ωραίοι φαίνεται ότι τού παραχώρησαν πρωτιές (και δεύτερες συλλογές ενίοτε), για να υπάρξει μια κάποια ανέλιξη και αποδοχή. Κάθε αμοιβή είναι ευπρόσδεκτη για τον ποιητή (δολοφονεί τον μικροαστισμό του, με τα κέρδη κάθε είδους).
Όμως, θα ήταν παράλειψη να μην να αναφερθεί και το παράλληλο σύμπαν: τα ποιητικά εργαστήρια του Χαρίλαου. Η πλατωνική του προσωπικότητα έχει να προσφέρει πολλά στους μαθητές και τις μαθήτριες. Προετοιμάζει ταλέντα πάσης φύσεως και βαρύτητας. Εκτός των οβολών, θέλει να διδάσκει, ως ειδήμων, την ωραιότητα τής ποίησης. Εκείνο όμως, για το οποίο τον συζητούν τακτικώς, αφορά τα λογοτεχνικά βραβεία. Αναγνωρίστηκε επιτέλους από το κράτος κι αύριο μπορεί κι από την Ακαδημία Αθηνών, σίγουρα θα φτάσει «στα υψηλά και στα πλούσια». Γι’ αυτό ο Χαρίλαος αρχίζει τα λογύδρια υπέρ των επιτροπών, κρατικών και ακαδημαϊκών. Από κοντά κι άλλοι ευλογημένοι του ποιητικού σιναφιού. Αν βέβαια τύχει και προταθεί κι άλλος «βαλβικός» εκλεκτός, οι έπαινοι εξακοντίζονται στον ουρανό, και αναγνωρίζεται η μεγάλη ικανότητα των επιτρόπων (και η μεγαλοσύνη των δοθέντων βραβείων).
Με αυτά και με άλλα, ο Χαρίλαος κατάφερε να γίνει μεγαλοαστός. Στα σαλόνια της πρωτευούσης κάνει τον Σεφέρη και στη μικροαστική επαρχία τον λογοτεχνικό «θεούλη». Τον ανακήρυξαν δάσκαλο και διδάσκαλο: οι νηπιαγωγοί, οι παντοπώλες, οι ψητοπώλες και τελευταία οι οπωροπώλες (των βιολογικών προϊόντων). Ακόμα και όταν γράφει για τις ονειρώξεις του, οι θαυμάστριες του (κυρίως αυτές) ομολογούν το μέγεθός του (το ποιητικό εννοείται). Αναγνώριση τού «άγαμου θύτη» (η φράση στον ενικό για λόγους οικονομίας). Λοιπόν Χ.Β., μια συμβουλή : περιόρισε τις βαφές και ασχολήσου με τον ξυρό (όπως λέμε επί ξυρού ακμής). Ένα καλοξυρισμένο προφίλ είναι η σωτηρία σου, στον κόσμο των ακαδημαϊκών και των αγγέλων.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Το τίμημα (Απόστολος Θηβαίος)

Αφήγημα με έναν δικαστή, έναν φωτογράφο
και μερικά χαμίνια
από το πιο σπάνιο υλικό
του κόσμου φτιαγμένα,
όλο θάρρος και αθωότητα
μαζί
Ο δον Τζουζέπε βγήκε στην αγορά. Τι και αν είναι δικαστής, οι φήμες για αυτόν πάνε και έρχονται. Τι λένε πως αγαπάει τα κοριτσόπουλα, πως κλέβει τον διπλανό του αν τάχα και κατέχει κάτι που ο ίδιος αγαπά. Και οι αποφάσεις του πολύ συζητήσιμες είναι και αμφιλεγόμενες και είναι να απορεί κανείς πώς σκαρφίζεται τις ετυμηγορίες σαν θέλει να τελειώσει κατάλληλα μια δουλειά. Μα τι τα θες, σήμερα είναι Κυριακή και άλλωστε την κάθε μια μέρα ο κύριος δικαστής δεν σταματά να απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της θέσης του. Όλοι τον σέβονται απ’ανάγκη και τρέμουν μήπως και κάποτε βρεθούν ενώπιόν του. Τώρα σεργιανίζει αράθυμα στην πλατεία, χαιρετάει τους ντόπιους, απολαμβάνει τους καρπούς των προσπαθειών του να κερδίσει μια καθώς πρέπει θέση μες στο πανηγύρι των ανθρώπων. Όσοι τον πλησιάζουν είναι φτωχοί, σκύβουν και του φιλούν το χέρι και ο δικαστής νιώθει πως πέτυχε κάτι στη ζωή του. Ετούτη την ώρα, συλλογιέται πως πρέπει να αποθανατίσει, μην τάχα και χαθεί η μεγάλη του στιγμή.
“Τζοβάνι”, φωνάζει προς την πλευρά του γέρο φωτογράφου, “ετοίμασε την πλάκα και έφθασα. Σήμερα θα βγάλουμε μερικές εξωτικές πόζες”. Και ο Τζοβάνι που λίγα ακούει μα περισσότερα καταλαβαίνει, γνέφει συγκαταβατικά και μπαίνει μες στο μαγαζάκι του, ένα στούντιο του παλιού καιρού με σκόνες και ιστούς αράχνης στα μικρά καδράκια που έμειναν απούλητα. Η μπογιά τους πέρασε πια και μόνον τίποτε περαστικοί διαλέγουν καμιά φορά ένα ή δυο, περισσότερο σαν μαρτυρίες ενός κόσμου παλιού που χάθηκε στην στροφή του χρόνου, αυτό είναι.
Ο Τζοβάνι στέκει στην είσοδο του μαγαζιού. Ο δον μπαίνει με ύφος αρχοντικό, ο φωτογράφος υποκλίνεται. Δεν χρειάζεται να σκύψει πολύ, η τσακισμένη του μορφή θαρρείς και υποκλίνεται κάθε μέρα σε όλη την πλάση. Ο δον Τζουζέπε κοιτάζει τα χαρτονένια ντεκόρ, τα περιεργάζεται, ζητάει και άλλα δέντρα, ο Τζοβάνι τα φέρνει από την αποθήκη. Ο δικαστής μοιάζει περισσότερο τώρα με τον εκπρόσωπο μιας φυλής απόμακρης και ξεχασμένης ή πάλι με έναν μυθιστορηματικό χαρακτήρα, από εκείνους που άφησαν την πατρίδα τους και γύρεψαν μια κάποια τύχη στην Αμερική. “Τώρα Τζοβάνι, γερόφιλε το πράγμα είναι καθώς πρέπει. Ετοίμασε την πλάκα, δεν πρέπει να κάνουμε λάθος σήμερα. Η πόζα θα ταχυδρομηθεί, έχω δυο αδερφές Τζοβάνι που πεθαίνουν να με δουν. Πάνε τόσα χρόνια που ‘χουμε να ιδωθούμε. Να με φροντίσεις το καλό που σου θέλω”. Και ο Τζοβάνι ξεσκονίζει τον γιακά του δικαστή, περιποιείται τα υποδήματα του, οι λούστροι που κοιτάζουν έξω από την βιτρίνα βλαστημάνε για τη δουλειά που χάθηκε. Ο κύριος δικαστής φροντίζει πάντα τα λουστρίνια του, μπορεί κανείς να δει τον κόσμο να καθρεφτίζεται εκεί επάνω. Μα για σήμερα ο Τζοβάνι, ο γέρο φωτογράφος τους έκλεψε τη δουλειά. Μα τα χαμίνια του δρόμου δεν χαρίζονται σε κανέναν, θα ζητήσουν από τον γέρο το μερίδιό τους. Και αν τους τ’αρνηθεί, ω τα χαμίνια του δρόμου δεν το ‘χουν σε τίποτε να σου κόψουν το λαιμό.
Ο δικαστής ποζάρει με ύφος. Πότε κρύβεται πίσω από τις φυλλωσιές, πότε χαμογελάει πετυχημένα, άλλοτε συλλογίζεται μελαγχολικός, σαν να τα ‘χει βάλει με όλες τις βαριές αρρώστιες του κόσμου. Σε μια άλλη λήψη κοιτάζει το ρολόι του, συμβουλεύεται τους λόγους του Ευαγγελιστή, ο Τζοβάνι δεν προλαβαίνει να συλλαμβάνει τις πόζες του, τους περίφημους αυτοσχεδιασμούς του. Με κάτι τέτοια τερτίπια βγάζει τις αποφάσεις του από την έδρα, αυτός ο κρετίνος δικαστής με την αβέβαιη, - τι αβέβαιη – τη μολυσμένη ηθική του.
Ωστόσο, παραμένει το πρόβλημα με τα χαμίνια. Έχουν μαζευτεί στη βιτρίνα, σπρώχνονται και φτύνουν, λένε μερικές άσχημες κουβέντες, παρατηρούν τη συσκευή του γέρο Τζοβάνι, σκέφτομαι τον σταματημένο χρόνο, τη στιγμή, τίποτε από όλα αυτά δεν χωρεί μες στο αθώο νου τους. Μόνο ένα ζεστό πιάτο σούπα, μόνον αυτό χρειάζονται μες στην παγωνιά που τους χαρακώνει τα γυμνά πόδια. Γιατί τα χαμίνια και οι λούστροι που κάνουν καθρέφτη τα σκαρπίνια του δικαστή μα και άλλων, - τι ειρωνεία, τραγική, τίποτε λιγότερο – δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ υποδήματα στα πόδια τους. Μα τώρα έχουν θυμώσει στ’αλήθεια. Μα όχι με τον γερό Τζοβάνι, όχι με αυτόν που κάνει μόνο τη δουλειά του, μα με τον δικαστή Τζουζέπε που δεν βρίσκει καλές τις πόζες και όλο φωνάζει στον γέρο. Ο τελευταίος στέκει απολογητικά εμπρός του, η ράχη του τον πεθαίνει, υποκλίνεται δίχως να το θέλει. Ο κύριος δικαστής αγορεύει και γκρεμίζει τα χαρτονένια σκηνικά. Τώρα πια δεν υπάρχουν δέντρα τριγύρω και χαρτονένιες φυλλωσιές. Η απόφαση βγήκε και ο Τζουζέπε δεν μοιάζει υποχρεωμένος να πληρώσει το αντίτιμο για τις υπηρεσίες του γέρο φωτογράφου. Μάταια αυτός προσπαθεί να πείσει τον δικαστή πως το δίκιο είναι με το μέρος του, αυτός ο κρετίνος τον χαστουκίζει απανωτά, γκρεμίζει τη μηχανή του και κάνει να βγει. Μα τότε μπουκάρουν μέσα τα χαμίνια, φωνάζουν και κραδαίνουν τα αυτοσχέδια μαχαίρια τους. Μια και δυο κατορθώνουν να ρίξουν χάμω τον δικαστή και να του αφαιρέσουν κάθε φτιασιδωμένη αξιοπρέπεια. Οι σκύλοι απ’όξω αλυχτάνε και οι περαστικοί που γνωρίζουν καλά τι σόι άνθρωπος υπήρξε ο δικαστής στέκουν παράμερα και κοιτάζουν τη σκηνή της αποκαθήλωσης. Ο Τζοβάνι ανασαίνει με δυσκολία, κοιτάζει το ματωμένο πρόσωπο του δικαστή, η κούραση τον έχει καταβάλλει και έτσι τούτο το μάταιο κόσμο αφήνει.
Τώρα ο δικαστής Τζουζέπε Φράι, ο κλέφτης και ο προδότης παραμένει απογυμνωμένος, μονάχα με το λευκό του σώβρακο. Τα χαμίνια τον έχουν περιποιηθεί και με το παραπάνω, ένα απ’αυτά στέκει στην κοιλιά του σκαρφαλωμένο και παριστάνει πως αγορεύει για μια απόφαση. Τα άλλα χειροκροτούν, ο Τζοβάνι γίνεται άγγελος πίσω από την πλάτη όλων και ο δικαστής επιτέλους εισπράττει ότι ακριβώς αξίζει ο εαυτός του. Σήμερα ανασύρουν το όνομά του κάθε φορά που θέλουν να καταδικάσουν κάποιον για κλεψιές ή τίποτε άλλες μπαγαποντιές. Λένε, “σου αξίζει μονάχα του δικαστή το σώβρακο, κανένα πόστο, καμιά θέση με αξιόλογη σημασία”. Ωστόσο το καθεστώς που πάντα θυμάται να τιμά τους ανθρώπους του τους πιο πιστούς, ύψωσε ένα άγαλμά του στην πλατεία, δίχως να τον θυμίζει καθόλου. Μα τα χαμίνια που είναι ξύπνια κατάλαβαν το κόλπο και το ίδιο βράδυ γκρέμισαν τον μπρούτζινο δικαστή από το βάθρο του και τον κύλησαν ως το ποτάμι, όπου και σήμερα σκουριάζει και σκουριάζει. Και σκουριάζει, ο κρετίνος δικαστής.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΠΕΡΠΑΤΗΜΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)

Η τύχη ήταν με το μέρος μου, γιατί αυτήν την φορά το περπάτημα στο δάσος, στα περίχωρα της πόλης, της μεγάλης μας πόλης, ήταν μια ωραία έκπληξη, όσον αφορά το θεάματα και τα πρόσωπα που συνάντησα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι ή έκαναν τον περίπατο τους ή την δρομαία γυμναστική τους ή τέλος πάντων ακολουθούσαν τις υγιεινές τους συνήθειες, όχι όλοι, οι περισσότεροι πάντως. Εξυπακούεται κάτι τέτοιο.
Συνήθως βγαίνω για περπάτημα τις απογευματινές ώρες, όμως στην καρδιά του καλοκαιριού αυτήν την ιουλιανή μέρα, βγήκα το μεσημέρι, καρδιά του μεσημεριού. Κάποιες φορές, όταν ερχόταν η άνοιξη, προτιμούσα τις νύχτες κι έμπαινα στο δάσος. Άλλη γοητεία οι νυχτερινές διαδρομές.
Καθώς προχωρούσα στο μεγάλο αμαξιτό μονοπάτι (υπήρχαν δύο μέσα στην δασική έκταση, ένα μεγάλο κι ένα πιο μικρό και πιο στενό), οι σκιές των δέντρων, δεν εμπόδιζαν την εικόνα των αστραφτερών, των ασημένιων κώνων που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Μα πού βρέθηκα, στους ναούς του Σάγκρι Λα; Αλλά η φαντασία μου δεν έπεσε και τόσο έξω. Μια ομάδα ποδηλατών, με στολές που τόνιζαν τις ραβδώσεις και τις πτυχώσεις του σώματος, με προσπέρασαν με ρυθμό και καλοκαιρινή όρεξη περί γυμναστικής. Ωραία παρέα για λίγο. Έχουν πληθύνει αυτοί οι τύποι, με τις περικεφαλαίες και τις υγιεινές συνήθειες.
Αύξησα εν σκιά τις βηματοδοτικές δυνάμεις μου. Φωνές πολλές και χαρούμενες ακούγονταν από την αντίθετη πάλι μεριά του δρόμου. Τα ακουστικά δρώμενα πλησίαζαν σ' εμένα. Μαζί με τα τερετίσματα των τζιτζικιών, δημιουργούσαν μια σωτηριολογική (ακουστική) κατάσταση, στην μέση του καλοκαιριού, στην μέση του δάσους.
Το ελαύνον πλήθος ήταν στρατηγικά καταμερισμένο. Η εμπροσθοφυλακή έφτασε ήδη εμπρός μου, δύο διμοιρίες ολόκληρες, μετά από έναν πρόχειρο απολογισμό που έκανα. Ήταν ντυμένοι με ιταλικά -ακριβά- κουστούμια, λινά με απαλά χρώματα και κρατούσαν πλακάτ με το σύνθημα «Το καλύτερο καλοκαίρι του λαού». Ξέχασα να αναφέρω ότι φορούσαν μαύρα γυαλιά και επιδείκνυαν τα ψεύτικα δόντια τους τριγύρω. Κανονικοί καμποτίνοι. Αλλά η έκπληξη στον ήσυχο δρόμο του δάσους, συνεχίστηκε. Να, ξεπρόβαλε μετά τους εμπροσθοφύλακες, με καλοκαιρινή αμφίεση ο ίδιος, ο πρωθυπουργός της χώρας ή μιας ένωσης χωρών. Ήταν ακριβώς, μπροστά μου, χαβανέζικο πουκάμισο, στενή και πονηρή βερμούδα, περουκίνι για την κάλυψη του τριχωτού της κεφαλής, αμάνικο μπλουζάκι των Ρώσων αλεξιπτωτιστών και αμερικάνικες παντόφλες «Νike». Κρατούσε ψηλά την μεγάλη επιγραφή και ταυτόχρονα φώναζε, σχεδόν κραύγαζε τις λέξεις της επιγραφής :«Πάμε μπροστά, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά». Ξεχωριστή η ομιλία ενός τέτοιου προσώπου. Ο πρωθυπουργός συμπλήρωνε κοιτάζοντάς με "Για όλη την κυβέρνηση μου, αυτό είναι το σύνθημα". Ιδιαίτερα επιτυχημένη η κυβερνητική παράσταση, ομολογουμένως. Ο πρωθυπουργός, τον οποίο αναγνώρισα αμέσως, πρωταγωνιστούσε σε κάποιες ταινίες και επίκαιρα για τον τουρισμό, τις πράσινες τηγανητές ντομάτες, τα οικολογικά εσώρουχα και τις φυσαρμόνικες από ξύλο βελανιδιάς. Κανονική και μεγάλη ηθοποιία. Είναι σπουδαία τύχη να συναντάς στον περίπατο, τους ανώτερους άρχοντες του τόπου.
Προφανώς η πρωθυπουργική εμφάνιση θα ανήκε στις εκδηλώσεις του καλοκαιριού, ενταγμένη στα προγράμματα «Μπάνια του λαού (ή λουτρά για τους γνώστες των λέξεων)», «Σώστε το δάσος και τα σκυλάκια». Το δάσος ήταν ο ιδανικός χώρος για τέτοιες παρεμβάσεις. Πόσα βάρη σηκώνει ο πρωθυπουργός, σκέφτηκα. Άτλας γήινος και μυώδης, πολύ γυμνασμένος δηλαδή.
Προσπέρασα γρήγορα την κυβερνητική οπισθοφυλακή που ακολουθούσε, ασμένως και εποχούμενη. Ετούτοι οι φύλακες είχαν τεθωρακισμένα οχήματα με ελεύθερους σκοπευτές στις οροφές και πολυβόλα στ’ ανοιχτά παράθυρα. Η τρομοκρατία είναι απειλή για τα δημοκρατικά ήθη και προτιμά τα δενδρώδη μέρη για τις παράνομες δραστηριότητές της. Τα συνθήματα του πρωθυπουργού ακούγονταν πολύ μακριά πια. Επιτάχυνα το βήμα μου και άλλαξα κάπως δρομολόγιο. Μπήκα σ’ έναν παράδρομο, παράλληλα με το άνυδρο ρέμα που διέσχιζε το δάσος. Από εκείνο το σημείο αντίκριζα τους ουρανοξύστες της πόλης να υψώνονται σαν γυάλινα τείχη στον ουρανό. Πλησίαζα στο πολεοδομικό συγκρότημα.
Στα δέντρα κι από τις δύο μεριές του παράδρομου, κρέμονταν πλαστικές σακούλες και παλιόχαρτα (σαν εικονοστάσια), κατεστραμμένα κινητά, ξεφούσκωτα παιδικά σωσίβια, καρότσια των σούπερ μάρκετ, είδη προικός, πεταμένα από εδώ και από εκεί. Στ' ανοίγματα του δάσους, απλωμένα, πλήθος αντίσκηνα (οι κατοικίες των αστέγων). Δίπλα τους, έβρισκες ό,τι ήθελες : κούτες με ακριβά κρασιά, παλιά βιβλία (στοίβες ολόκληρες), μπαταρίες αυτοκινήτων, πίνακες και πινάκια, φυσιγγιοθήκες, βαρέλια με στάχτες, πορσελάνινα βάζα. Οσμή από δημόσια ουρητήρια κάλυπτε την περιοχή (παλιά). Η άλλη όψη της αστική ζωής, πλησίον της πρωθυπουργικής κουστωδίας.
Στην κατασκήνωση δεν φαινόταν άνθρωπος. Τις απογευματινές ώρες θα αρχίσει η προσέλευση των αστέγων, η επιστροφή να το πω καλύτερα. Το πολεοδομικό συγκρότημα συγκινεί τους άστεγους, ιδιαίτερα οι ξένοι επισκέπτες του. Φεύγουν από τα αντίσκηνά τους, πολύ πρωί, και πιάνουν θέσεις στο κέντρο. Τους αρέσει να παρακολουθούν τους τουρίστες έξω από εμπορικά μαγαζιά και εστιατόρια. Αλλάζουν παραστάσεις (κατά το κοινώς λεγόμενο) και ελεεινές φιλοφρονήσεις (ελεεινός από το έλεος) με τους επισκέπτες. Το βαφτίζω όλο αυτό : τέρψη μέσω της ζωής των άλλων, των ευτυχισμένων, των εχόντων εστίες, κλιματιστικά και ισχυρά βαλάντια.
Πλησίαζα τις πρώτες πολυκατοικίες, κόντευα να βγω από το δάσος (το μοναδικό της πολιτείας). Και τα θεάματα ευτυχώς ή δυστυχώς δεν είχαν τέλος. Είναι της εποχής οι παρελάσεις, κατά κάποιον τρόπο ιδιότυπες ή ιδιότροπες ή και τα δύο μαζί. Πολλές σκέψεις γεννιούνταν στο περπάτημα. Είχε δίκιο ο Νίτσε που έλεγε ότι οι σπουδαιότερες ιδέες έρχονταν όταν περπατούσες. Χαρούμενα ζευγάρια κατέβαιναν από έναν δρόμο στα εφαπτόμενα τους δάσους προάστια. Η κατεύθυνσή τους ήταν η δεύτερη έξοδος του άλσους, προς την οποία κινούμουν επίσης και αρκετά επιβραδυντικά. Σε λίγα λεπτά συναντήθηκα μαζί τους. Κάπως παράξενα ήταν αυτά τα ζευγάρια και παρόλη την θερμοκρασία, καταμεσήμερο και κατακαλόκαιρο, έδειχναν τρομακτικώς χαρούμενα. Δεκάδες γέροι (και παραπάνω από δεκάδες), ζευγαρωμένοι με νεαρές όμορφες και δροσερές γυναίκες, εν είδει συντρόφων και νοσηλευτριών, με πολύ ελαφρύ ντύσιμο (ημίγυμνες) και αέρινες κινήσεις. Οι γέροι, φορούσαν κοντά παντελονάκια, αθλητικές κάλτσες και κινέζικα πέδιλα στα πόδια. Πολλές γυναίκες έσπρωχναν αμαξίδια με τους υπερήλικες, τα προσάρμοζαν χρονικά στις κινήσεις των περιπατητών. Τα αντιηλιακά και τα χάχανα έδιναν κι έπαιρναν, οι ψεύτικες βλεφαρίδες των συλφίδων λειτουργούσαν σαν ομπρέλες θαλάσσης. Ο ήλιος κάνει ζημιά, όπως έλεγαν συνεχώς τα μεγάφωνα από τους ουρανοξύστες. Οι νεαρές γυναίκες δεν μου έδωσαν καμία σημασία (έκανα για προσοχή κάποιες ινδικές γκριμάτσες), το ίδιο και οι κάθιδροι και ζωγραφισμένοι με αντηλιακές κρέμες γέροι.
Μονολόγησα «Η αγάπη στους υπερήλικες δείχνει την πρόοδο του πολιτισμού και σηματοδοτεί το μακρύ και ζεστό καλοκαίρι μας.

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ένας παλιός σοφός για το πώς είναι η καλή λογοτεχνία

Αγαπητοί αναγνώστες, έχετε διαβάσει Ευάγγελο Παπανούτσο; Μπορώ βάσιμα να υποθέσω ότι το ελλαδικό σχολείο με τη χρησιμοθηρική του φιλοσοφία και λογική τον έχει συλήσει για τα καλά για την ενήλικη ζωή των περισσότερων από σας. Προσωπική ανάμνηση από το σχολείο να τον διδασκόμαστε ή έστω αναφέρουμε σε μαθήματα «Έκφρασης-Έκθεσης», μαζί με το Μαρωνίτη και τον (παλιό μαρξιστή και μετά κάτι σαν –δεν ξέρω- νεο-διαφωτιστή) Μάριο Πλωρίτη, σε σχολείο και φροντιστήριο. Αυτό ήταν: ένα όνομα κάποιου παλιού που θα μας βοηθούσε βασικά να πιάσουμε βαθμό στην έκθεση. Δύσκολα μάλλον θα περνούσε από το μυαλό μας ότι αυτά που γράφει μπορούν να μας βοηθήσουν να μάθουμε κρίσιμα πράγματα για τον κόσμο γύρω μας και τον εαυτό μας. Διότι τότε είχαμε εθιστεί κάπως ανεπίγνωστα –και για κάποιους ανεπίστροφα- στη ρητορική ερήμην της αλήθειας ή αλλιώς στη σοφιστεία.
Κι όμως, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης σε μια από τις πιο λαοφιλείς κυβερνήσεις του 20 ου αιώνα (1964), διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης από τα 26-27 του (και μάλιστα με ένα διδακτορικό για το «θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα» που, όταν το διαβάζεις, δεν καταλαβαίνεις ας πούμε δύστροπους ακαδημαϊσμούς και τα τέτοια, αλλά κάποιον που έχει πολύ μεράκι για το θέμα του και που σε βάζει σε μια ενεργό συμμετοχή στην ανάγνωσή του) είναι από τους ανθρώπους που τα γραπτά του έχουν μια φοβερή διαχρονικότητα. Μπορείς κάλλιστα δηλαδή να πεις ότι τα διαβάζεις και σήμερα, με το ίδιο σχεδόν ενδιαφέρον.
Εν προκειμένω, μια και μιλάμε για θέματα λογοτεχνικά, αναφερόμαστε στα γραπτά του που αφορούνε την πεζογραφία, την ποίηση κ.λπ. Ένα από αυτά είναι η «Αισθητική», ένα γραπτό του τεράστιας αξίας με το οποίο η αναμέτρησή μου (μιλάω εδώ για την «Οριστική έκδοση») έχει φτάσει προς το παρόν κοντά στην 100 η σελίδα. Όμως, ο Παπανούτσος έγραφε και άρθρα για τον Τύπο, όπως είπαμε. Εκεί εξέθετε τις προσεγγίσεις του –θα έλεγα σε κάτι σαν δοκίμια- σε θέματα τρομακτικού εύρους, με μεγάλη σοφία. Το εντυπωσιακό με τον Παπανούτσο δεν είναι απλώς ότι είναι διαβασμένος, ότι έχει διαβάσει πάρα πολλά βιβλία- άλλωστε είχε κριτικάρει έντονα τον ορθολογισμό και τον τεχνοκρατισμό. Είναι ότι είχε κριτήριο: κριτήρια καλοακονισμένα που υπερέβαιναν κατά πάρα πολύ τις γραμματικές γνώσεις του.
Μεταξύ λοιπόν των δοκιμίων του, ήταν και τα όσα έγραψε για τη λογοτεχνία και συγκεκριμένα στο κείμενό του με τίτλο «Ηδυσμένος λόγος» το μακρινό 1948. Από εκεί θα σας μεταφέρω κάποια αποσπάσματα που «λένε». 1. «Το κάθε τι, ακόμα και το πιο απλό, πρέπει τάχα να ειπωθεί αλλιώτικα, να εξωραϊστεί, να παρομοιωθεί, να γίνει ενδιαφέρον με μια πρωτότυπη έκφραση». 2. «Ακούνε από τους κριτικούς που ζητάνε από κάθε λογοτέχνημα, ακόμα και από τα έργα της Ζωγραφικής, της Μουσικής, της Αρχιτεκτονικής, ‘ποίηση’, προπάντων ‘ποίηση’. Και νομίζουν ότι με αυτά τα μέσα γίνεται πραγματικά ποίηση. (…) Η προσοχή τους στρέφεται αποκλειστικά όχι στο τι θα πουν αλλά στο πώς θα το πουν». 3. «Πώς όμως το έντεχνο πεζογράφημα, αφού θα απαρνηθεί τα ειδικά ηδύσματα του ποιήματος, θα εξακολουθήσει να έχει τη μόνη ποιότητα που αποτελεί το τεκμήριο της γνήσιας αισθητικής αξίας, αυτήν που στις τέχνες του λόγου, αλλά και σ’ όλες τις άλλες τέχνες, τη λέμε μ’ ένα συλλογικό όνομα: ποίηση;» 4. «Οι αμύητοι και οι αρχάριοι νομίζουν ότι αυτή η ποιότητα εδράζει στο επιφανειακό λεκτικό φόρεμα, στις λέξεις, σε κάποιες ιδιορρυθμίες της φραστικής πλοκής… Ενώ η ποιητική ουσία βρίσκεται κάπου βαθυτερα και είναι πολλές φορές άσχετη με αυτά τα πολυποίκιλα ηδύσματα του λόγου. Είναι ένας λεπτός αρχοντικός, εορταστικός τόνος του αισθήματος και της σκέψης που μορφώνει τη γλώσσα, της διοχετεύει τον παλμό και την ευγένειά του. Όταν αυτός ο τόνος λείπει, όταν αυτή η μυστική δύναμη δεν υπάρχει, τίποτα δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία της. Απεναντίας, μάλιστα, η εξωτερική επιφάνεια που προσφέρεται με την αξίωση ότι την απεικονίζει γίνεται μια ανυπόφορη φενάκη –κούφια ωραιολογία χωρίς εσωτερικό, ουσιαστικό κάλλος. Επομένως κάτι που δεν συγκινεί, αλλά προκαλεί ακόμη και τη δυσφορία».
Οι αποτιμήσεις του Παπανούτσου για την τότε έντεχνη πεζογραφία θυμίζουν αυτό που είχε πει και ο Μίλτος Σαχτούρης για τους (νεότερους) ποιητές της εποχής του: ότι οι περισσότεροι φλυαρούν. Και, για να μη φλυαρεί κανείς, χρειάζεται κάθε λέξη να είναι ψυχωμένη, να έχει μέσα της την πνοή του δημιουργού. Το χειρότερο ίσως είναι να μην έχει τίποτα από τα δύο: ούτε ψυχή ούτε μυαλό. Θυμάμαι τη δυσάρεστη έκπληξη που δοκίμασα όταν πήρα να διαβάσω τις πρώτες σελίδες από το μυθιστόρημα του κ. Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει». Σκεφτόμουν ότι η γραφή είναι άτεχνη και η πνοή… ανύπαρκτη! Αν και η συνέχειά του (που δε διάβασα) είναι έτσι, τότε πώς να εξηγήσουμε το γεγονός ότι το εν λόγω πόνημα τιμήθηκε και με… κρατικό βραβείο Λογοτεχνίας το ’20; Βέβαια, σήμερα, πιο πολύ τράβαμε τα μαλλιά μας όχι με τον κούφια-νεκρά περίτεχνο λόγο, αλλά με τον άτεχνο σε βαθμό αηδίας λόγο που είναι παράλληλα ΚΑΙ κούφιος εσωτερικά. Αυτό στην πεζογραφία. Ωστόσο, οι σκέψεις του Παπανούτσου φαίνονται να ταιριάζουν πολύ και στη σύγχρονη ποίηση, σε μεγάλο μέρος της, και γενικώς σε όσους δεν τους καθοδηγεί η έμπνευση και το πάθος στη χρήση μη-τετριμμένων εκφραστικών μέσων, αλλά η ξερή ορθολογική προμελέτη. Στην καλύτερη περίπτωση, όμως, με αυτόν τον τρόπο, δε φτιάχνεις λογοτεχνία αλλά συνταγές μαγειρικής ή οδηγίες για στήσιμο ντουλάπας από το ΙΚΕΑ. Έτσι, ο μεγάλος παιδαγωγός δεν είναι ένας παλιός, σεβάσμιος ίσως, παππούς που λέει τα δικά του (και τα κουφά του), αλλά ένας άνθρωπος που θα άξιζε να συμβουλευόμαστε, όσοι λέμε πως καταγινόμαστε στο άθλημα της συγγραφής και όσοι διαβάζουμε, για να ακονίσουμε τα κριτήριά μας.
Έτσι, συνολικά, στο άρθρο του αυτό μας δίνονται πραγματικά βαρυσήμαντες κατευθυντήριες γραμμές μιας γνήσια «έντεχνης» πεζογραφίας. Εάν, όπως γράφουν κάποιοι μεγάλοι στα κριτικά τους κείμενα (Γ. Χατζίνης, Μ. Αναγνωστάκης), οι σελίδες δεν «πάλλονται» από ειλικρινή συγκίνηση, δεν έχουν να αποτυπώσουν κάποια εσωτερική πνοή, τότε όποιο στόλισμα και αν χρησιμοποιήσει κανείς, αποβαίνει μάταιο. Το αντίθετο ωστόσο είναι εφικτό. Κάποιος μεγάλος ομότεχνός του –μου διαφεύγει τώρα τ’ όνομα- είχε πει για τον Ντοστογιέφσκι: «πώς είναι δυνατόν να γράφει τόσο άσχημα και να σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο βαθιά»; Αυτό το τελευταίο είναι -πάνω απ’ όλα- το ζητούμενο!