Et aranea scriptor fatum est lenta* (Θηβαίος Απόστολος)

Τινάχτηκε, κυριευμένος από τον φόβο του. Γλίστρησε από το σκρίνιο και τρύπωσε κάτω από την μοκέτα. Εκείνοι που είχαν έρθει σκόπευαν να τα σαρώσουν όλα. Είχαν φέρει μαζί τους μαγικά εργαλεία. Μπορούσαν να ξηλώσουν το πάτωμα και να κομματιάσουν τα βαριά έπιπλα που του ΄καμαν συντροφιά όλα αυτά τα χρόνια. Ο ένας από αυτούς είχε μια βροντερή φωνή και κάθε φορά που μιλούσε όλα χώνονταν βαθύτερα μες στην μοκέτα. Εκείνος, μαζί με ένα κομμάτι κερί και μια σκουριασμένη δεκάρα και τη μαύρη κορδέλα του πένθους από εκείνη την φοβερή μέρα.
Όλα τα θυμάται, σαν να έγιναν μόλις χθες. Για την ακρίβεια ίσως χθες να ήταν που έπρεπε να κρατηθεί ζωντανός ανάμεσα σε όλα εκείνα τα βήματα. Ο στακάτος θόρυβος συνοδευόταν από μερικές θρηνωδίες και από πάνω ένας κατάμαυρος όγκος που πλησίαζε τον νεκρό, με την ύστατη αγάπη του να πλημμυρίζει τον χώρο. Εκείνη την μέρα την πέρασε σχεδόν όλη, καρφωμένος πάνω στην ταπετσαρία, δέκα παλάμες απάνω από τον κήπο που τελειώνει με κάτι φθαρμένα κίτρινα ηλιοτρόπια, σκισμένα εδώ και εκεί. Κάθε τόσο άλλαζε διακριτικά την θέση του, προσεκτικά πάντα για την περίπτωση που κάποιο από τα παιδιά τον ξεχώριζε βάζοντας τα δυνατά του για να κόψει το νήμα της ζωής του. Σίγουρα, θα έβγαζε μια διαπεραστική στριγκλιά και όλος ο θίασος, νέοι, γέροι, δεκάδες κατάμαυροι όγκοι θα επιδίδονταν σε έναν ξέφρενο χορό με κύριο θέμα του, τον θάνατό του. Και μόνο που το συλλογιέται τρέμει και στέκει πάνω από τα ηλιοτρόπια παγωμένος, σε μια θέση που του επιτρέπει να εποπτεύει την αίθουσα και ίσως να προλάβει κάποιον από εκείνους τους μικρούς φονιάδες.
Από εκεί φαινόταν ξεκάθαρα ο νεκρός. Είχε ολόλευκο δέρμα, έμοιαζε με μια μάσκα, σαν αυτές που συναντά κανείς στους προθαλάμους των θεάτρων. Ήταν ολότελα υποβλητικός, σχεδόν χαμογελούσε, έτσι όπως είχε τραβηχτεί μια κοντυλιά ψηλά πάνω απ΄τ΄αχείλη χαρίζοντας του μια κάπως ευνοϊκή συγκατάβαση. Έσφιγγε κάτω από τα χέρια του ένα καθώς πρέπει στομάχι και έμοιαζε να μην μπορεί να αποφασίσει στ΄αλήθεια για κάποιο κρίσιμο θέμα που τον βάραινε με όλο του κόσμου το φορτιο. Στον γιακά του είχαν απαγκιάσει δυο τρεις μύγες, τώρα κανείς δεν θα τις έδιωχνε. Τυχερές στ΄αλήθεια αφού μπορούν να αποφύγουν τον αιμοσταγή αυτό θίασο και είχαν την ευκαιρία να κρατηθούν ζωντανές. Όχι σαν το λόγου του που αρκεί μια στιγμή χαλάρωσης και με τέρψη καρδιάς, ο νεαρός θα λιώσει όλα του τα όνειρα.
Η μέρα πέρασε. Ο νεκρός οδηγείται τώρα στην τελευταία του κατοικία. Όχι πολύ μακριά από εδώ. Κάποιος πέρασε και άπλωσε λευκά σεντόνια πάνω στα έπιπλα. Σκέπασε τους καθρέφτες, φίλησε μια εικόνα, ακούστηκε να δακρύζει, έπειτα η πόρτα που κλείνει πίσω της μια ολόκληρη εποχή. Και έπειτα ησυχία, τι ησυχία θεέ μου σε εκείνο το δωμάτιο. Μονάχα τότε κατηφόρισε τον κήπο της ταπετσαρίας και βρήκε πάλι το αγαπημένο σκρίνιο. Τώρα δεν έχει φόβο και παντού τριγυρνά, μελετώντας, απλώνοντας ιστούς τριγύρω, κυκλώνοντας την ερημιά με την τέχνη του.
Τι άλλαξε σήμερα; Τι να τον περιμένει; Απ΄τα παράθυρα εισβάλλει το φως, ο κήπος γίνηκε κομμάτια. Και ήταν την στιγμή που ο κόσμος του γκρεμιζόταν που συλλογίστηκε την μοίρα του. Δεν είχε άλλον δρόμο για εκείνον και έτσι τρύπωσε στην γωνιά του τοίχου, περνώντας στην άλλη πλευρά εκείνης της ταπετσαρίας. Τους ακούει που διαλύουν τα πάντα και είναι τότε που νοσταλγεί εκείνον τον παλιό νεκρό και την ερημιά που ΄σκαγε σαν πεταλούδα μέσα από το κλειδωμένο του πρόσωπο.
Σε μια άκρη, σε εκείνη την άλλη πλευρά ο νεκρός χαμογελά, έχοντας πάρει την απόφασή του, - θυμάστε; Έχοντας πάρει πια μια κάποια απόσταση από την ζωή και τα πράγματα. Όλα γέρνουν και στο τίποτε ακουμπούν. Μα είναι και αυτό ένα είδος ζωής και ο ίδιος έχει πειστεί πως πρέπει κανείς να κρατηθεί όρθιος, πατώντας με αποφασιστικότητα πάνω στα οκτώ γερά του πόδια.
*«Η μοίρα της αράχνης είναι σκληρή». Έτσι έγραφε με αχνές χαρακιές χαμηλά στον τοίχο. Βρήκαν την επιγραφή σαν αποφάσισαν να πλατύνουν το δωμάτιο γκρεμίζοντας τον τοίχο που το ΄κοβε στα δυο. Κανείς δεν το σκέφτηκε περισσότερο, μονάχα βάλανε το κομμάτι του σοβά με την επιγραφή κάτω από τα σανίδια του πατώματος, έτσι από σεβασμό και φόβο μεταφυσικό, μήπως τάχα παραβλέπανε κάποιο χρησμό ή κάποιον όρκο προσωπικό. Μην τύχει και σταθούν η αφορμή για μια δίκη καφκική, με σκοτεινά επιχειρήματα, δίχως για κανέναν δίκιο και ένα ακροατήριο εξόχως ασφυκτικό.

Σχόλια