Turnaround (Θηβαίος Απόστολος)

[...στην κερκίδα η μεταπολίτευση απελευθερώνει τα ένστικτά μας...]
Και η Ελλάς που παίρνει την στροφή, την ώρα που κάπου στην Πατησίων ανοίγει ένα παράρτημα της θεραπευτικής κοινότητας. Παιχνίδια με τις λέξεις, θα πείτε, σκόνη στα μάτια. Στην κερκίδα η μεταπολίτευση απελευθερώνει τα ένστικτά μας και ύστερα μας σκοτώνει με ενέσεις. Τα νιάτα κεντάνε το όνομά τους κάτω από τα φώτα του δρόμου που ποτέ δεν ντραπήκανε.
Κατά βάθος, την γνωρίζω από τα μιλιγκράμ που της κλέβουν την μιλιά. Τέλος πάντων, Να’την που έρχεται, φθάνει, τραγουδισμένη, ωραία και διαφωτισμένη παίρνει την στροφή και τα χιλιόμετρα της ξέφρενα. Χειροκροτήστε την που φεύγει ολομόναχη για την δύση, δίχως τίποτε δικό μας. Εμείς είμαστε οι αποσκευές που χαθήκανε και σήμερα γυρίζουν βαριεστημένα πάνω σε ατέλειωτους ιμάντες.
Η πιο πιστή εφαρμογή του μαρτυρικού εκείνου μύθου φίλε Αλμπέρτ κρυβόταν στα αεροδρόμια του κόσμου, πού να το ´ξερες όταν έτρεχες με άγρια μίλια, νέος, πιο νέος από ποτέ;
Και τώρα η τελική ευθεία. Μα η Ελλάς χάνει τα ζύγια της στο πιο εύκολο κομμάτι, τα λάστιχά της γλιστρούν και χάνουν την πρόσφυσή τους. Δεν υπάρχει τρόπος να σωθεί η νίκη και η Ελλάς ανοίγει το γκάζι, φτιάχνει προσόψεις και φτιασιδώνεται βιαστικά, σαν να φθάσανε οι ξαφνικοί καλεσμένοι που κατά βάθος για πάντα περίμενε.
Αγαπημένοι της θείοι την θωπεύουν, Σοφοκλέους και Ευρυπίδου, πλάι στα καφασωτά και τα κατάκλειστα μαγαζιά, τίποτε άλλο, έξω από μοντέρνο δράμα.
Μια άλλη Ελλάδα όμως λέει το όνομά της και δηλώνει από τα ανοιχτά της παράθυρα, «εντάξει». Είναι είκοσι χρόνων και το τραγούδι της δονεί τις γειτονιές που τα βιβλία είπαν λαϊκές. Ο Γιώργος, η Έλενα, ο Ανδρέας, η Μαρία, περιμένουν την σειρά τους για να πάρουν την στροφή και έπειτα να γκρεμίσουν όλες τις Πατησίων του κόσμου.
Θα θυμούνται για πάντα τον Ντάνι που δεν τα κατάφερε. Αυτή είναι η ιστορία του. «Τέτοια ώρα οι δρόμοι είναι άδειοι. Δεν υπάρχει κανείς και όλα τα φανάρια μένουν πράσινα ως το τέλος της λεωφόρου. Είναι κάτι φώτα που περιμένουν χαμηλωμένα μα έξω από αυτό δεν υπάρχει τίποτε. Και η μοτοσικλέτα του επιταχύνει και όλα περνούν γρήγορα, τόσο γρήγορα, σαν χρόνια. Και ο Ντάνι που τρέχει, τρέχει, τρέχει και δεν βλέπει πως όλα αλλάζουν. Τα μαλλιά του μες στο χιόνι και το χαμόγελό του παγωμένο στα είκοσι του χρόνια. Η μηχανή του έχει παλιώσει μα του Ντάνι δεν του καίγεται καρφί και τρέχει, τρέχει, τρέχει. Τώρα είναι η ώρα Ντάνι, αν στρίψεις το τιμόνι σου θα πάρεις τον δρόμο για τα άστρα Ντάνι. Σε λίγο ο κόσμος θα έχει ξεχάσει για πάντα τον Ντάνι και κανείς δεν θα υποψιάζεται πως τις νύχτες χαλάει τον κόσμο, έρωτας και ψυχή ο Ντάνι του δρόμου.
Τα χρόνια περάσανε. Θυμάσαι τον Ντάνι; Κοιτάζω την μηχανή του αφημένη σε μια γωνιά του δρόμου. Την τρώει η σκουριά και τα πλαστικά της έχουν ξεθωριάσει. Βάζω στοίχημα πως αν ο Ντάνι ήταν εδώ, θα την έκανε να δείχνει όμορφη. Στα χέρια του θα γουργούριζε σαν πιστός γάτος και θα του’κανε όλα τα κέφια. Μα ο Ντάνι δεν είναι εδώ και η μοτοσικλέτα του ίδια με πένθος ύστερα από χρόνια. Αλήθεια, θυμάσαι τον Ντάνι; Ήταν από εκείνους που δεν πήραν την Στροφή. Φυσικά εσύ δεν έμαθες τίποτε, παιδιά σαν τον Ντάνι δεν τα αγαπάει κανείς στο φινάλε. Μονάχα τα λυπούνται μα δεν τα αγαπούν. Γι’αυτό μην με ρωτάς για τον Ντάνι, θα έπρεπε να ξέρεις πως υπάρχουν παιδιά εκεί έξω, νεκρά πορτραίτα. Σκαρφαλώνουν σαν σκουριά επάνω στην ζωή μας και πεισματικά μας καρφώνουν στην πολύβουη διάβαση. Είναι οι φίλοι του Ντάνι που ποτέ δεν πήρε την στροφή».

Σχόλια