Μια Μικρή Ιστορία (Του Απόστολου Θηβαίου)

Από το βιβλίο Του πολέμου
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις.
Και προχωρεί μόνος μίλια. Χνάρια στο χιόνι και ξαστεριά. Όλα βαδίζουν μαζί του. Αν το θέλει ο θεός θα τα καταφέρει. Είδε κιόλας τα φώτα της τελευταίας, συνοριακής γραμμής.
Κράτα γερά, ένα βήμα ακόμη. Βρεγμένα γόνατα. Όπως όταν ήταν παιδί, σκέφτηκε και καθώς ένας όλμος έπεφτε και έπεφτε και έπεφτε, είπε από μέσα του μια ευχή. Και ο όλμος γίνηκε χίλια κομμάτια πάνω από κάποια γειτονιά. Προχώρησε σκουπίζοντας τα δάκρυά του. Και άλλοι πολλοί κλαίγανε μαζί του, γέροι, παιδιά, μανάδες, είχαν καθίσει στην άκρη του δρόμου και παίζανε σε κάτι φανταστικές κιθάρες τραγούδια πονεμένα.
Οι χορδές του κρέμονται σαν αντένες, οι χορδές τους κρέμονται σαν αντένες.
Αύριο θα έχει ένα καινούριο όνομα, μια καινούρια ζωή. Όλα τα παλιά θα απομείνουν πίσω να καίγονται. Με φτυαριές τα συνεργεία του αύριο θα σαρώσουν τον χαλασμένο κόσμο. Και οι πολιτείες θα πάρουν μπρος, σαν καλοφτιαγμένες ατμομηχανές, προορισμένες να πάρουν πάντα εμπρός. Ένα βήμα, την φορά, όλο και βαθύτερο, όλο και δυσκολότερο. Η Σφίγγα στην άκρη του δρόμου με στολή παραλλαγής, μοιάζοντας με όλα μας τα πρόσωπα μαζί θέτει το ερώτημα. Και εμείς περήφανοι σκοτώνουμε το τέρας που είμαστε εμείς. Δικό μας το ερώτημα, δική μας η απάντηση.
Ήχους παράφωνους ξυπνάει, ήχους παράφωνους ξυπνάει.
Κάποιος του μιλά. Ίσως να είναι ο καλός άγγελος που λένε πως ο καθένας μας έχει στο πλάι του. Για τις ώρες τις δύσκολες, τις ώρες που διδάσκεσαι την μεγάλη ήττα, την σκληρή απόφαση, το αντίο και την γλαυκή μοναξιά. Δεν αποκρίνεται μόνο προχωρεί προς την τελευταία, συνοριακή γραμμή, απαντώντας στα καλέσματα του καιρού. Στα νεύρα του χτυπά η ζωή και ο ουρανός με τα θαύματά του. Μια μέρα θα πάψουμε να κλαίμε και θα πάρουμε τον δρόμο σαν πάντα. Δίπλα του περνούν καμιόνια με σκοτωμένους. Ατέλειωτες σειρές, εδώ και χρόνια τα κονβόι περνούν συντονισμένα από τους κεντρικούς δρόμους της ζωής. Σε στάση προσοχής αποχαιρετούμε τους άγνωστους νεκρούς που θρέφουν το μεγάλο χωνευτήρι της συλλογικής ψυχής. Απόψε η ποίηση γιορτάζει. Μα είναι παράταιρο από τα μάτια του να κυλάνε βρύσες, είναι παράταιρο που εκείνη η συνοριακή γραμμή όλο μετατίθεται στο κενό και εκείνος προχωρεί. Ένας καλός Χριστός που κατεβαίνει τους δρόμους της Αθήνας με κατάμαυρα, γυμνά κλαδιά και αλουμινένια φεγγάρια.
Μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες
Γονατίζει. Ότι κάνει κάποιος θα πρέπει να είναι έρωτας. Ως και ο θάνατος. Αφήνει την τελευταία του πνοή μερικά μίλια μακριά από την συνοριακή γραμμή. Τα φώτα φάνηκαν καλύτερα πια και ίσως από κάπου να φτάνουν οι φωνές. Όλα είναι ένα όνειρο.
Και μας διώχνουνε τα πράγματα.

Σχόλια