Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Σκέψεις για το «magnum opus» του Ρομάν Πολάνσκι
Πριν από τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, πριν τα franchise με τις ατελείωτες
συνέχειες λόγω εμπορικότητας και μόνο, υπήρξαν μεγάλοι δημιουργοί και εξαιρετικές
ταινίες. Το «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η «Ομίχλη» του Τζων Κάρπεντερ, η
«Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» του Τζωρτζ Ρομέρο. Αλλά, και ακόμη πιο πριν, ο
«Ένοικος» του Ρομάν Πολάνσκι. Επίσης, ο «Ένοικος» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ
“before it was cool”, που λέμε.
Ο μεγάλος Ρομάν Πολάνσκι είναι σκηνοθέτης, από κοινού σεναριογράφος αλλά
και πρωταγωνιστής και υποδύεται έναν νεαρό άντρα, γύρω στα 40-45, τον
Τρελκόφσκι. Ο Τρελκόφσκι είναι Πολωνός εμιγκρές, Γάλλος υπήκοος, που
εγκαθίσταται σε ένα διαμέρισμα στο μετά-το-‘68 Παρίσι, επιτυγχάνοντας συμφωνία
με τον ενοικιαστή κύριο Ζι, έναν αυστηρό και αφιλόξενο υπερήλικα τύπο, με έναν
χαρακτηριστικό μικροαστικό ορθολογισμό, που λέει μεν ότι θεωρεί τον Τρελκόφσκι
ένα «σοβαρό νέο άνδρα» και από την άλλη τον επιτιμά κατά διαστήματα και τον
νουθετεί επ’ ευκαιρία να τηρεί τους κανόνες, διότι «είναι δύσκολο να βρει κανείς
πλέον διαμέρισμα».
Το διαμέρισμα που ενοικιάζει ο Τρελκόφσκι όχι μόνο δε διαθέτει δική του
τουαλέτα, όχι μόνο έχει τον προαναφερόμενο αφιλόξενο οικοδεσπότη και μια σχεδόν
ανοιχτά εχθρική θυρωρό, αλλά είχε προηγούμενη ένοικο μια ακόμη νεαρότερη
κοπέλα, τη Σιμόν Σουλ, που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, πέφτοντας από υψηλό
όροφο (ίσως τον 5 ο ), σε ένα δάπεδο τζαμένιο. Ο Τρελκόφσκι θα την επισκεφτεί στο
νοσοκομείο με μια φίλη της, τη Στέλλα, με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιάζουσα
σχέση, πριν η Σιμόν πεθάνει αμέσως μετά την επίσκεψη.
Εν τω μεταξύ, ο Τρελκόφσκι βλέπει αραιά και πού, κατά διαστήματα, αινιγματικά
πρόσωπα στα απέναντι διαμερίσματα, ενώ στο σπίτι εντοπίζει διάφορα
αμφιλεγόμενα ευρήματα, όπως ένα… δόντι μέσα στον τοίχο. Συν τοις άλλοις, ποικίλα
φερσίματα τον κάνουν να σκεφτεί ότι του φέρονται σα να... είναι ο ίδιος η Σιμόν. Αλλά
με ποιο σκοπό;
Η ταινία αυτή έχει, όπως έχουμε υπονοήσει, ένα σπάνιο χαρακτηριστικό: δεν είναι
απλώς ότι δεν προβάλλει σε γκρο πλαν ακραία βία ή ακραία αιματοχυσία, ώστε να
σοκάρει εκβιαστικά τον θεατή. Δεν έχει ούτε λίγη βία ούτε καν τα συνηθισμένα
ξαφνιάσματα (jump scares), που ωραία είχε εμβάλει ο Κάρπεντερ, ας πούμε, στην
πρώτη «Νύχτα με τις Μάσκες». Ο κόσμος του πρωταγωνιστή, που ζει ως
νεοφερμένος Γάλλος υπήκοος, στο κεντρικό Παρίσι, το οποίο και ζει τη μετά τη
«σεξουαλική επανάσταση» φάση του, είναι ρουτινιάρικος: εφήμερες (ή και πιο
μακροχρόνιες, αλλά πάντως επιφανειακές) φιλικές ή ερωτικές σχέσεις, ποτά, τσιγάρο
Gauloisse (που θα του πουν ότι δεν υπάρχει προς χάρη του Marlboro, που κάπνιζε
η αυτόχειρ), «έγνοιες μικρές και λύπες», που θα’ λεγε κι ο ποιητής, κι αντίστοιχες
χαρές. Ένας κόσμος επιπόλαια δεμένος, στον αφρό. Μια κοινωνία που δεν είναι
κοινωνία.
Αυτός λοιπόν ο κόσμος είναι μεν σε πρώτο επίπεδο ρουτινιάρικος, αλλά στο
βάθος είναι στοιχειωμένος: είναι η σύγχρονη, αλλοτριωμένη, απρόσωπη ζωή της
μεγαλούπολης. Είναι εκεί που χάνεσαι και χάνεις τον εαυτό σου.
Το τέλος της ταινίας είναι πράγματι πολύ αμφιλεγόμενο. Μετά από όόόλα αυτά
–κάπως όπως στη «Δίκη» του Κάφκα- περιμένεις κάτι περισσότερο. Παρ’ ότι όμως
μένεις λίγο "κάγκελο", παρ’ ότι εγώ έμεινα κάγκελο στο τέλος και ενεός, ήταν μετά
από μερικά λεπτά που μου ήρθε η φοβερή "φλασιά", όταν μου αποκαλύφτηκε εντέλει
η μεγάλη εικόνα: μήπως δεν έχει σημασία ποιο είναι –και τι σημαίνει- το τέλος;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου