Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο έβδομο
7
«Νομίζω ότι πρέπει να συναντηθούμε το συντομότερο δυνατόν»
Η φωνή του Ευθυμίου βγάζει έξαψη και αγωνία, δεν χρειάζεται να μου πει κάτι περισσότερο ώστε να αντιληφθώ την σοβαρότητα της κατάστασης, σηκώνω το τζάκετ από τον καλόγερο και ξεκινώ για την τρώγλη του. Με υποδέχεται αλαφιασμένος και χωρίς δεύτερη κουβέντα με κατευθύνει στο γραφείο του.
«Θαρρώ ότι αυτό πρέπει να το δείτε, μου το έστειλε άγνωστος αποστολέας σήμερα το πρωί»
Πατάει το play και στην οθόνη ξετυλίγεται το ερασιτεχνικό βίντεο, πλάνα από μια συναυλία της οργάνωσης σε κάποιο παρακμιακό υπόγειο, τίποτα το αξιοπερίεργο πέρα από ξυρισμένα ούγκανα που χαιρετούν ναζιστικά επιδιδόμενα στο γνωστό «μπυρόξυλο» απέναντι από έναν τραγουδιστη που υμνεί παράφωνα την άρεια φυλή και σκυλεύει τη μνήμη του Βίζενταλ.
«Περιμένετε, έχει και συνέχεια»
Σπεύδει να με πληροφορήσει αντιλαμβανόμενος την απογοήτευση μου. Η κάμερα εγκαταλείπει τη σκηνή ακολουθώντας τρεις ημίγυμνους άντρες καθώς κινούνται προς τα αποχωρητήρια, ο ένας είναι ξεκάθαρα ο Κασιδώκωστας, οι άλλοι δύο διαθέτουν τεράστια σωματοδομή, μεγάλες τριχωτές κοιλιές και τατουάζ του κέλτικου σταυρού στα μπράτσα.
Η πόρτα της τουαλέτας ανοίγει και οι τρεις τους εισέρχονται, σε εμφανή κατάσταση μέθης, μέσα. Το επόμενο πλάνο είναι αυτό που δικαιολογημένα έχει προκαλέσει το σοκ στον Ευθυμίου. Ο Κασσιδώκωστας κατεβάζει το παντελόνι του ενός εκ των δύο και σκύβει στα γόνατα πέρνωντας το μόριο του στο στόμα. Ο τρίτος παρακολουθεί με βλέμμα λαγνείας τη σκηνή με το πουλί στο χέρι. «Κλείσε την κάμερα ρε μαλάκα» ακούγεται ξαφνικά η φωνή του και το βίντεο κόβεται.
«Δεν μου κάνει εντύπωση»
Γυρίζω και λέω στον Ευθυμίου,
«Η ομοφυλοφιλία είναι έκδηλη στις τάξεις αυτών των οργανώσεων, θυμηθείτε τον Έρνστ Ρεμ των ναζιστικών ταγμάτων θανάτου ή πιο πρόσφατα την περίπτωση του Γιόργκ Χάιντερ. Άλλωστε παρά το προφίλ του «γόη» που έβγαζε προς τα έξω ο Κασιδόκωστας υπήρχαν έντονες φήμες σχετικά με την ομοφυλοφιλία του…»
Τον βλέπω να επιβραβεύει την αναφορά μου με ένα αχνό χαμόγελο.
«Σίγουρα, αλλά όπως και να χει η εικόνα είναι ισχυρότερη από κάθε εικασία ή φήμη, η διαρροή αυτού του υλικού θα σημάνει την πλήρη απομυθοποίηση της «Χρυσής Ρούνας» η οποία καθώς φαίνεται είναι διατεθειμένη να φτάσει στα άκρα προκειμένου να την αποτρέψει, όπως αντιλαμβάνεστε οποιοσδήποτε διαθέτει αυτό που έχω στα χέρια μου καθίσταται αυτομάτως στόχος. Πλέον κινδυνεύει και η δική μου ζωή»
Κλείνει το συλλογισμό του παίρνωντας ξανά στο πρόσωπο το ωχρό χρώμα με το οποίο με είχε υποδεχτεί.
«Τι σκέφτεστε να κάνετε;»
Τον ρωτάω προβληματισμένος.
«Αρχικά να τοποθετήσω το βίντεο σε ασφαλή τραπεζική θυρίδα, κατά δεύτερον να σας δώσω ένα αντίτυπο του δια παν ενδεχόμενο»
«Δεν πέρασε ποτέ από το νου σας να το δημοσιεύσετε»
«Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, ούτε θεωρώ πως θα βοηθούσε την έρευνα σας»
«Στο τελευταίο έχετε δίκιο, αν τα θύματα γνώριζαν κάτι για την ύπαρξη του, τότε έχω έναν απροσδόκητο μπούσουλα για να προχωρήσω στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Μπορώ να ξαναδώ το βίντεο από την αρχή»
Το αρχίζει καθώς εστιάζω προσεκτικά στα πρόσωπα του ακροατήριου, ένας στιγμιαίος κόμπος δένεται στο στομάχι καθώς προχωράει.
«Σταματήστε το!»
Παγώνει την εικόνα στο σημειο που το πρόσωπο του Δωματά διακρίνεται αμυδρά.
«Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για το ένα από δύο θύματα, θα χρειαστεί όμως να το δώσω για υψηλότερη ανάλυση στα εργαστήρια, είναι εύκολο να μου φτιάξετε τώρα ένα αντίτυπο»
Το αποθηκεύει σε ένα τσιπάκι και μου το παραδίδει. Καθώς φτάνουμε στην πόρτα για να με ξεπροβοδίσει γυρίζω πάλι προς το μέρος του.
«Πιστεύετε ότι χρειάζεστε κάποιου είδους προστασία. Μπορώ να επιληφθώ του θέματος αν το κρίνετε αναγκαίο»
«Ακολουθήστε με»
Μου λέει και κατευθύνεται ξανά προς το καθιστικό. Ξεκλειδώνει το εβένινο ντουλαπάκι και από μέσα του βγάζει ένα πιστόλι τυλιγμένο σε πανί.
«Τσέχικο ημιαυτόματο VZ.22, λειτουργεί με παλινδρόμηση και δέχεται φυσίγγια των εννιάμιση χιλιοστών με αυτόματη επιβράδυνση στην οπισθοδρόμηση του κλείστρου, έτος κατασκευής 1953, από τα πρώτα που κατασκευάστηκαν στην συγγεκριμένη σειρά. Καλό πιστόλι!»
Με πληροφορεί καθώς το ξετυλίγει χαιδεύοντας με τ’ ακροδάχτυλα την ράχη του. Η πρότερη χλωμάδα έχει υποχωρήσει από το πρόσωπο του και η λάμψη στο βλέμμα έχει επανέλθει. Δεν γνωρίζω αν πρέπει να θορυβηθώ ή να ευφυσηχάσω. Περισότερο με απασχολεί πως θα δουλέψει αυτό το μουσειακό έκθεμα σε περίπτωση που κληθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του…
*
«Λάτσιο-Μπενεβέντο;»
«Όβερ»
«Δίνει μόνο ένα τριάντα, θές να παίξουμε την μπόμπα της Σασουόλο με την Ρόμα;»
«Μπόμπα» σύμφωνα με τη στοιχηματική ορολογία είναι η έκπληξη που δίνει μεγάλη απόδοση, στην περίπτωση μας δεκαπλασιαμό του ποσού πονταρίσματος. Καταλήγουμε να βάλουμε ένα δεκαράκι έκαστος και στρωνόμαστε στη δουλειά.
Η ανάλυση του βίντεο δείχνει καθαρά το πρόσωπο του Δωματά, πλέον η σύνδεση με την δολοφονία του έχει μεγάλη βάση, αυτό που εξακολουθεί ωστόσο να με βασανίζει είναι η περίπτωση του Ζβήγκου.
«Εχουμε κάποιο νέο για το θύμα;»
Ρωτάω τον Ηλιάδη.
«Άνθρωπος μονήρης και ακοινώνητος. Οι γονείς του σκοτώθηκαν σε αυτοκινητικό πριν μερικά χρόνια, ο μόνος που του είχε μείνει στον κόσμο ήταν η μεγάλη του αδερφή. Κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της σήμερα το πρωί, συμφώνησε να περάσει από τα κεντρικά για να δώσει κατάθεση»
*
Η Χαρά Ζβήγκου είναι μια μικροκαμωμένη κοπέλα, χαμηλού προφίλ με σεμνό, ουδέτερο ντύσιμο χαμηλόβαθμου στελέχους επιχείρησης. Δουλεύει στα εκδοτήρια του ΟΣΑ και χρειάστηκε να εξασφαλίσει ειδική άδεια, έπειτα από δική μου παρέμβαση, για να μας επισκεφτεί.
«Το εκτιμώ ιδιαίτερα»
Της λέω προσφέροντας της ένα κυπελάκι καφέ. Συγκατανεύει χωρίς να μιλήσει αχνομειδιώντας και πλέκοντας τα δάχτυλα της εμφανώς από αμηχανία. Έχει λεπτά χαρακτηριστικά, μικρά μπριμπιλωτά μάτια και σπαστά μαύρα μαλιά που πλαισιώνουν το γωνιώδες πρόσωπο της. Αν δεν έκανε τόσες συνειδητές προσπάθειες να καταπνίξει τη θυληκότητα της θα μπορούσες να την πείς και ωραία κοπέλα, τώρα φαντάζει με γλυκό, συνεσταλμένο κοριτσάκι. Ασυναίσθητα ο νους μου πάει στην Βιβή, την πρώην γραμματέα μας και νυν καλόγρια σε κάποιο ξεχασμένο και απ΄ τον ίδιο τον Θεό μοναστήρι της Αργολίδας.
«Έχετε να μου πείτε κάτι για τον αδερφό σας κυρία Ζβήγκου;»
«Ασφαλώς, αλλά δεν θα ακούσετε τα καλύτερα».
«Δηλαδή;»
«Ο Άρης ήταν πάντα ένα απροσάρμοστο παιδί χωρίς φίλους και κοινωνικό κύκλο. Από το σχολείο ακόμα όλοι σχεδόν τον απέφευγαν. Το παρουσιαστικό του άλλωστε δεν βοηθούσε, ήταν κοντός, βλογιοκομμένος και χτικιάρης. Η μόνη παρηγοριά μας ήταν οι επιδόσεις του στα μαθήματα. Τα έπαιρνε τα γράμματα. Έβγαλε με άνεση το πανεπιστήμιο και βρήκε αμέσως δουλειά με καλές απολαβές. Όμως αυτό δεν τον άλλαξε».
«Τι έχετε να μας πείτε για τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις;»
Παίρνει τη σκυτάλη ο Ηλιάδης και την ρωτάει. Την βλέπω να χαμογελάει πικρά χαμηλώνοντας το βλέμμα της.
«Μπορώ να έχω ένα τσιγάρο;»
Γυρίζει το βλέμμα της σε μένα. Τραβάει μια παρατεταμένη ρουφηξιά φυσώντας νωχελικά τον καπνό στο ταβάνι.
«Ο Άρης δεν ήταν ναζί ούτε φασίστας. Γνωρίζω ότι ακούγεται αστείο αλλά είναι αλήθεια. Το μόνο που ήθελε ήταν η αποδοχή. Πήγε σε αυτά τα τομάρια και εκείνα την εξαγόρασαν με την ψήφο και την αφοσίωση του»
«Είχε κάποιους εχθρούς; Συνέβη κάτι αξιοπερίεργο τις τελευταίες μέρες»
Σκύβει και το τοποθετεί το τσιγάρο στην εγκωπή του σταχτοδοχείου δείχνοντας σκεφτική.
«Κάποιος πήρε τηλέφωνο, ρώτησε αν ο Άρης είχε σχέσεις με την «Χρυσή Ρούνα», θόλωσα γιατι με έπιασε απροετοίμαστη, του απάντησα καταφατικά και αμέσως μετά το έκλεισε»
«Πως ακουγόταν η φωνή του, εννοώ ηλικιακά;»
«Σίγουρα άνω των πενήντα, είμαι απόλυτα σίγουρη καθώς την θυμάμαι καθαρά»
Ανεβαίνουμε με τον Ηλιάδη στον πέμπτο και κατευθυνόμαστε προς το γραφείο.
«Σκέφτομαι να έχω μια κουβεντούλα με το καθίκι τον Κασιδώκωστα»
Γυρίζω και του λέω.
«Θα του αναφέρεις και το βίντεο;»
«Αναλόγως πως θα εξελιχθεί, το ζήτημα είναι να μην αντιληφθεί τον κρυφό άσσο μέχρι να είναι πολύ αργά για εκείνον. Πάρε ένα τηλέφωνο τον διοικητή των φυλακών και πες του να μου κανονίσει μια συνάντηση μαζί του».
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο έκτο
Βγαίνω στην Αλεξάνδρας και κοντοστέκομαι στη στάση, δίπλα μου ακριβώς ένα ζευγαράκι αναπαριστά τη φωτογραφία της διαφήμισης του «Λάκη» ανταλάσσοντας παθιασμένα φιλιά, δυσκολεύομαι να συμμεριστώ την ευφορία τους, ίσως γιατί το συναισθηματικό μου καθεστώς βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της ερωτικής τους έξαψης, κάνω να κινήσω για το σπίτι αλλά η σκέψη μιας ακόμα λευκής νύχτας με βιομηχανοποιημένο σούσι και μια Αμερικανιά τρίτης διαλογής στην τηλεόραση κάνει τα βήματα μου ασήκωτα.
«Δεν ήξερα ότι οι μπάτσοι βγάινουν τα βράδια για ποτό»
Ο Στεργίου ανάβει ένα τσιγάρο και με κοιτάζει με τα θολά μάτια του που κρύβουν μέσα τους διάψευση και ματαίωση. Η παρουσία του στην μπάρα έρχεται να επαληθεύσει τις χειρότερες υποψίες μου, το “zero” άλλωστε είναι το μπάρ του, απλά έτρεφα κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι δεν θα συγκαταλεγόταν στις αποψινές επιλογές του.
«Δεν έχω όρεξη Στεργίου, αλήθεια τι έγινε η «μουνίτσα» που ζαχάρωνες προχθές;»
«Επικαλέστηκε κάποιο οικογενειακό πρόβλημα»
«Αυτό στο χωριό μου το λένε χυλόπιτα»
«Ε, ας πιούμε τότε να το γιορτάσουμε!»
«Πάντα βρίσκεις μια περίσταση για να μπεκρουλιάσεις, άντε εβίβα!»
Στην υποδοχή του ξενοδοχείου περιμένω πίσω από έναν μεσήλικα που αγκαζάρει μια πληθωρική αραπίνα, εκείνη φοράει πράσινο κολλητό σορτσάκι και βυσινή μπούστο, ο τουρλωτός πισινός της διαγράφεται μέσα από το μικροσκοπικό ένδυμα το οποίο αφήνει γυμνά τα εβένινα, χοντρά μπούτια της, προς στιγμήν το θέαμα με ερεθίζει όπως και η ιδέα ότι θα περάσει λίγα λεπτά αγοραίου απρόσωπου σεξ με έναν στραβοχυμένο ιθαγενή έναντι του ευτελέστερου αντιτίμου. Αν επιθυμώ βέβαια υπάρχουν αρκετές ομοεθνείς της στο πεζοδρόμιο απ’ έξω πρόθυμες να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορμές μου. Όμως δεν έχω έρθει με αυτόν τον σκοπό. Το ξεκαθαρίζω στο ρεσεψιονίστ μετά τις πρώτες εισαγωγικές κουβέντες.
«Λυπάμαι κύριε, αλλά το ξενοδοχείο είναι μόνο ημιδιαμονής»
Βγάζω την αστυνομική ταυτότητα και την απιθώνω πάνω στον μαρμάρινο πάγκο. Διασκεδάζω προς στιγμήν με το αμήχανο βλέμμα του.
«Είμαστε καθαρή επιχείρηση, δεν παίρνουμε ποσοστά από τις κοπέλες, ούτε γνωρίζουμε αν είναι αδήλωτες»
«Δεν ήρθα να σου κάνω έλεγχο ρε τενεκέ! Το μόνο που θέλω είναι ένα δωμάτιο»
Ανασύρει από τις κυψέλες ένα κλειδί με βαρύ χάλκινο μπρελόκ και μου το προτάσει.
«Δωμάτιο 104, μόνο για έσας»
«Τι ώρα είναι το τσεκ άουτ»
«Μπορείτε να αποχωρήσετε όποτε το θελήσετε»
*
Η μυρωδιά της τσιγαρίλας και της φτηνής λεβάντας μου σπάει τη μύτη, αναμοχλεύεται με βογγητά απελπισμένου σεξ και φτηνής αρσενικής επιβεβαίωσης. Λίγα μέτρα από την αναρτημένη ψευδαίσθηση της καλπάζουσας ευημερίας η κόλαση παραμένει αμετακίνητη. Από το μακρόστενο παράθυρο παρατηρώ τους καχεκτικούς μετανάστες να περιφέρονται άσκοπα φορώντας φθαρμένα ρούχα και παραδοσιακές κελεμπίες. Είναι οι τρόφιμοι μιας ακήρυχτης Σπιναλόγκα που υποσκάπτουν τα πάθη και τις ακυρώσεις των ταλαιπωρημένων ντόπιων, αρχέτυπα τοτέμ γύρω από τα οποία η κάθε «Χρυσή Ρούνα» συσπειρώνει το ποίμνιο της.
«Έτσι μωρό μου χύνω, χύνω! Τελείωνε»
Η μεσοτοιχία θαρρείς ότι είναι φτιαγμένη από στιπόχαρτο. Στρίβω ένα τσιγάρο τοποθετώντας σχολαστικά τα γρομπαλάκια του «μαύρου» πάνω στον καπνό, βυθίζομαι στο μαξιλάρι νιώθοντας το γαριασμένο από την υγρασία ταβάνι να με πλακώνει. Μια βαθιά ρουφηξιά μου δίνει πρόσκαιρη ανακούφιση, η επόμενη με βυθίζει σε έναν γλυκό λήθαργο. Νιώθω να τυλίγομαι από παραισθήσεις. Άραγε το χτύπημα στην πόρτα είναι αληθινό; Και αυτός που σηκώνεται για να ανοίξει είμαι πράγματι εγώ; Γιατί στο κατώφλι αντικρίζω μια καλοσχηματισμένη, σκουρόδερμη καλονή που μοιάζει εκπληκτικά με την μνηστή του Αναγνώστου;
«Με συγχωρείς, αλλά δεν έχω λεφτά να πληρώσω για υπηρεσίες»
«Δεν είμαι πουτάνα»
Μου αποκρίνεται τυλίγοντας τα μακριά χέρια της γύρω από το λαιμό μου, ζυγώνει το πρόσωπο της και παραβιάζει τα χείλια μου με την γλώσσα της. Νιώθω τον ηλεκτρισμό να καταλαμβάνει όλο μου το σώμα. Οσμίζομαι καρυκεύματα και μέντα, βρεγμένο χώμα και κάρδαμο, αρώματα ανατολής και σκουριασμένα ντοκς.
«Μυρίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά θυμίζεις»
Πότε πρωτάκουσα αυτόν τον στίχο; Πότε ταξίδεψα για τελευταία φορά σε αχαρτογράφητα νερά και άγνωστους πόθους;
Διατρέχω τον σμιλεμένο μηρό της με τα ακροδάχτυλα φτάνοντας μέχρι την ακριβοθώρητη σχισμή της. Δύο μεμβράνες ενωμένες σαν κυρτές παλάμες που από πίσω φανερώνουν τον ήλιο σαν χαραμάδες μέσα σε κατασκότεινο κελί.
«Πρέπει να φέρεις το δικό σου φως μέσα στο σκοτάδι, κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για σένα»
Ανασκαλεύω τα λόγια του ποιητή. Όλο το δωμάτιο λούζεται από ένα λευκό φως. Μια ακόμα τζούρα και το στρώμα μετατρέπεται σε ωκεανό. Τελικά το σακουλάκι που κατασχέσαμε από το δεκαπεντάχρονο τσογλανάκι ήταν πρώτης ποιότητας.
«Έτσι μωρό μου χύνω, έλααααα!»
Έρχεται ο βρυχυθμός της αδηλωτης πόρνης να διαπεράσει την μεσοτοιχία και να μου διαλύσει τις ψευδαισθήσεις. Στο πλευρό μου δεν υπάρχει καμιά καλλονή και το δωμάτιο είναι κατασκότεινο.
Νιώθω πιο μόνος από ποτέ…
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο Πέμπτο
5
«Τον κύριο Ευθυμίου θα ήθελα»
«Ο ίδιος»
«Αστυνόμος Βλάχος, πήρα το τηλέφωνο σας από τον Δημήτρη Στεργίου»
«Του Ελεύθερου Βήματος;»
«Ακριβώς»
«Τι θα θέλατε κύριε Βλάχο;»
Πίσω από την επισημότητα της φωνής του μπορώ με ευκολία να διακρίνω το υπόστρωμα της ειρωνίας. Οπωσδήποτε αν δεν του ανέφερα τις συστάσεις του Στεργίου θα μου το είχε ήδη κλείσει στα μούτρα.
«Προίσταμαι των ερευνών για τις δύο πρόσφατες δολοφονίες των μελών της «Χρυσής Ρούνας», γνωρίζω ότι έχετε μελετήσει εμβριθώς το θέμα, ίσως μια συνάντηση να διευκόλυνε σημαντικά το έργο μου»
Η οποιαδήποτε προσπάθεια να κρατήσει τα προσχήματα πέφτει στο κενό καθώς υποδέχεται τα τελευταία λόγια μου με ένα παρατεταμένο, σαρδόνιο χαχάνισμα.
«Μα κύριε Βλάχο, νόμιζα ότι τα «παιδιά» ήταν δικά σας! Σίγουρα θα μπορούσατε να αποτανθείτε σε αρκετούς μέσα από το σώμα σας για να πάρετε τις πληροφορίες που χρειάζεστε»
Μου απαντάει αφού συνέρχεται.
«Θα σας απογοητεύσω κύριε Ευθυμίου αλλά προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν, επίσης βρίσκω το ύφος σας απαράδεκτο. Προσπαθώ να κάνω την δουλειά μου απευθυνόμενος σε κάποιον που γνωρίζει το ζήτημα και το μόνο που εισπράτω είναι μια απροκάλυπτη ειρωνία»
«Εντάξει κύριε Βλάχο, μη μου εξάπτεστε θα διαθέσω λίγο από τον πολύτιμο χρόνο μου για εσάς, μπορείτε να να με επισκεφτείτε στο διαμέρισμα μου. Προσφυγικά, τρίτο μπλοκ, όροφος τέταρτος»
Με πληροφορεί έπειτα από μια μικρή παύση και κλείνει το τηλέφωνο χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις.
*
«Σου το’πα. Ο άνθρωπος είναι βλαμμένος! Στα πενήντα έξι του επιμένει να ψηφίζει ΜΛ-ΚΚΕ και να μένει στα προσφυγικά. Τουλάχιστον πριν τον επισκεφτείς φρόντισε να έχεις κάνει όλα σου τα εμβόλια»
Τα λόγια του Στεργίου στριφογυρίζουν στο μυαλό μου καθώς αφήνω τη Γ.Α.Δ.Α για να διανύσω την απόσταση των εκατό μέτρων μέχρι τα προσφυγικά, προσσεγγίζοντας το σχεδόν ετοιμόροπο σύμπλεγμα αδυνατώ να πιστέψω ότι μέσα στις σκωροφαγωμένες κυψέλλες του ζουν άνθρωποι. Ακολουθώ τις οδηγίες του Ευθυμίου και φτάνω στο δεύτερο μπλοκ ανεβαίνοντας τα σκαλιά της τρίτης εισόδου με την αποφορά του κατουρλιού, της υγρασίας και του σάπιου τσιμέντου να μου χτυπάει τη μύτη. Κοντοστέκομαι στο κεφαλόσκαλο του τρίτου ορόφου χτυπώντας την πόρτα καθώς από πίσω της ξεπροβάλει ένας αρχοντικός άντρας ενδεδυμένος μια μπορντώ μεταξωτή ρόμπα με κεντημένα τα αρχικά του στο πέτο της. Δυσκολεύομαι να χωνέψω τον σουρεαλισμό της περίστασης.
«Παρακαλώ περάστε»
Με καλοσωρίζει φορώντας ένα χαμόγελο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα γρυλίσματα και τις ειρωνίες που μου είχε απευθύνει στο τηλέφωνο.
Είσερχομαι από το χολ σε μια κλειστοφοβική αίθουσα τους τοίχους τις οποίας καλύπτουν τρεις μεγάλες ντέξιον βιβλιοθήκες. Το βλέμμα μου πέφτει σε δυο ράφια που φιλοξενουν όλα σχεδόν τα τεύχη του περιοδικου της «Χρυσής Ρούνας». Από την σύσταση της μέχρι το σήμερα. Τα λόγια του Στεργίου δείχνουν να επαληθεύονται μέχρι κεραίας, δεν δείχνει απλά να έχει μελετήσει το θέμα, φαίνεται να έχει καταδυθεί μέχρι τον σκληρό πυρήνα του. Ένας φυσιοδύφης του εγχώριου ναζισμού και του φορέα που τον έχει οικειοποιηθεί με όλες τις τραγικές συνέπειες. Προς τι όμως αυτή η εμμονή αναρωτιέμαι, ενθυμούμενος τα λόγια του Στεργίου, ρίχνωντας μια ματια στο στάδιο της Λεωφόρου απέναντι.
«Καθίστε»
Μου λέει καθώς βολεύομαι σε έναν φθαρμένο καναπέ και εκείνος πιάνει θέση απέναντι μου. Από το χρυσοκέντητο πέτο της ρόμπας βγάζει μια σκαλιστή πίπα και αφού τη γεμίζει με μυρωδάτο χαρμάνι εισπνέει φιλήδονα τον καπνό.
«Λοιπόν, σε τι ακριβώς θα σας μπορούσα να φανώ χρήσιμος κύριε Βλάχο;»
«Πρόκειται για τις δύο πρόσφατες δολοφονίες των μελλών της «Χρυσής Ρούνας», προσπαθώ να διαλευκάνω την υπόθεση αλλά έχω βρεθεί προ αδιεξόδου. Τα θύματα ήταν χαμηλόβαθμα και η μόνη αξιοποιήσημη πληροφορία είναι ότι στην πρώτη περίπτωση o δολοφονηθείς είχε κατά το παρελθόν καλύψει τον Κασιδόκωστα σε μια υπόθεση σοβαρού τραυματισμού μετανάστη αναλαμβάνοντας την ευθύνη»
Χαμογελάει αδρά τοποθετώντας την πίπα στο στόμιο του σταχτοδοχείου.
«Γνωρίζεται ότι ο Κασιδώκωστας έχει σκοτώσει άνθρωπο»
Μένω άναυδος καθώς εξακολουθεί να με κοιτάει ατάραχος.
«Τι λέτε τώρα;»
«Πρόκειται για μια σκοτεινή και περίεργη υπόθεση. Πολύ πρωτού αυτά τα ρεμάλια δρασκελίσουν το περιστύλιο της βουλής είχαν τα λεγόμενα «τάγματα θανάτου». Ομάδες των δέκα με δεκαπέντε ατόμων που σεργιάνιζαν το κέντρο για να ξυλοφωρτώσουν αλλοδαπούς. Ο Κασιδόκωστας ήταν συνήθως επικεφαλής. Κάποια στιγμή έγινε μια συμπλοκή με Κούρδους στα Χαφτεία, ο Κασιδώκωστας πιάστηκε στα χέρια με έναν από αυτούς και πέσαν μαζί πάνω σε έναν παλιό πάγκο. Μια βέργα καρφώθηκε στο κεφάλι του θύματος και μια άλλη στο γόνατο του Κασιδώκωστα. Ήταν περισσότερο ατύχημα παρά δολοφονία για αυτό και οι αρχές έκλεισαν την υπόθεση βιαστικά χωρίς να απαγγελθούν κατηγορίες και προλάβει το περιστατικό να διαρρέυσει στον τύπο. Βλέπετε εκείνη την εποχή ο Κασιδόκωστας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον διοικητή του Α.Τ Ομονοίας…»
Η ιδιαίτερη φιλία στην όποια είχε αναφερθεί και η σύντροφος του Δωματά περιγράφοντας το περιστατικό στο παλιό Εφετείο, η πληροφορία της έρχεται να επιβεβαιωθεί από το στόμα του πλεόν ειδικού.
«Μπάτσοι-ναζί το ίδιο μαγαζί»
Αναφωνώ αυθόρμητα προκαλώντας του μια στιγμίαια αμηχανία που τη διαδέχεται το ηχηρό γέλιο του.
«Νόμιζα ότι ήσασταν ένας από αυτούς»
Απόκρινεται χωρίς να χάσει την εύθυμη διάθεση του.
«Και τώρα;»
«Οφείλω να ομολογήσω ότι έκανα λάθος κύριε Βλάχο, από κοντά μου φαίνεστε ιδιαίτερα συμπαθής. Ελάτε να σας δείξω κάτι» Κινείται προς ένα ετοιμόρωπο, σαρακοφαγωμένο τραπεζάκι και ανοίγει το λαπ τοπ που πάνω του φαντάζει σαν φουτουριστική συσκευή κάποιου μακρινού μέλλοντος. «Κοιτάξτε!» Μου λέει. Ανοίγωντας ένα βίντεο από το αρχείο του. Παρατηρώ τον Κασσιδώκωστα να εισέρχεται στο περιστύλιο της βουλής με έναν περίεργο βηματισμό. «Κουτσαίνει! Κάθε φορά που αλλάζει ο καιρός η σουβλιά από το παλιό του τράυμα επανεμφανίζεται, συνήθως τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτώβρη» Σπεύδει να με διαφωτίσει. Κλείνει τον υπολογιστή προτάσοντας την παλάμη του. «Δυστυχώς δεν μπορω να μείνω άλλο μαζί σας, σε δέκα λεπτά έχω Τζούντο. Ελπίζω να σας βοήθησα πάντως. Για ο,τι άλλο με χρειαστείτε μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου» Του ανταποδίδω την χειραψία κινούμενος προς την έξοδο. Οι πρώτες στάλες βροχής ταλαιπωρούν το γαριασμένο μπετό του αλλόκοτου συμπλέγματος. Νιώθω εκτός τόπου και χρόνου, βυθισμένος στην πλοκή ενός μετα-αποκαλυπτικού , δυστοπικού μυθιστορήματος. Και το χειρότερο, δεν διακρίνω καμία έξοδο από το τούνελ…
Τι ακριβώς επιδιώκει η woke culture;
Η σημερινή εποχή του οικουμενικού Μεσαίωνα που ζούμε (το καταλαβαίνει κανείς από τα βιβλία που διαβάζουν τα γίδια) χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις και διχασμό. Μια γενικότερη σύγχυση δηλαδή που διαχέεται σαν διελκυστίνδα δράσης-αντίδρασης και η οποία τις περισσότερες φορές ενορχηστρώνεται από την «κοινωνία του θεάματος» και επιβάλλεται εκ των άνωθεν.
Έτσι από τη μια έχεις τη Λατινοπούλου, Τον Τζήμερο ή τον Βουλαρίνο και από την άλλη την κάθε υστερική φωνή που άλλοτε θα πετάξει τη μαλαπέρδα του έξω στο πανηγυράκι του gay pride και άλλοτε θα απαιτήσει την ποινικοποίηση κάθε αντρικού βλέμματος προς το αντίθετο φύλλο ως «παρενόχληση». Πολλοί θα αντιτάξουν πως έχει χαθεί το μέτρο, η μπάλα η λογική αλλά όλη αυτή η πόλωση αποτελεί το σύμπτωμα καθώς αν ανατρέξουμε στις αιτίες θα μπούμε σε πολύ πιο πολύπλοκα ζητήματα.
Την απάντηση εδώ μπορεί να την έχει ο Ουελμπέκ που στο εμβληματικό βιβλίο του «Στοιχειώδη Σωματίδια» παραθέτει τη ρήση του Comte: Σε κάθε τροποποίηση του υπάρχοντος δόγματος , οι γενιές που θυσιάζονται κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού μένουν ουσιαστικά ξένες προς αυτόν, και συχνά γίνονται ευθέως εχθρικές…
Σε αυτό το πλαίσιο η woke culture εμφανίζεται περισσότερο να αποτελεί μέρος της σύγχυσης παρά ένα δομημένο κίνημα με απτές και ξεκάθαρες απαιτήσεις. Δεν έχει σχέση με τα πρώτα κινήματα του φεμινισμού ή εκείνα του black power, δεν έχει προσανατολισμό και για αυτό το λόγο είναι τόσο εύκολα χειραγωγούμενη από τις πολυεθνικές και τους γκουρού του μάρκετινγκ.
Στο βασικό ερώτημα του τίτλου η απάντηση επομένως είναι απλή. Δεν υπάρχει καμία επιδίωξη, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απλά για ένα ακόμα «συστατικό» στο μεγάλο μπλέντερ που επιτείνει τη σύγχυση προλειαίνοντας την αυγή μιας νέας πραγματικότητας που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο ευοίωνη θα είναι…
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Σκέψεις για το «magnum opus» του Ρομάν Πολάνσκι
Πριν από τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, πριν τα franchise με τις ατελείωτες
συνέχειες λόγω εμπορικότητας και μόνο, υπήρξαν μεγάλοι δημιουργοί και εξαιρετικές
ταινίες. Το «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η «Ομίχλη» του Τζων Κάρπεντερ, η
«Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» του Τζωρτζ Ρομέρο. Αλλά, και ακόμη πιο πριν, ο
«Ένοικος» του Ρομάν Πολάνσκι. Επίσης, ο «Ένοικος» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ
“before it was cool”, που λέμε.
Ο μεγάλος Ρομάν Πολάνσκι είναι σκηνοθέτης, από κοινού σεναριογράφος αλλά
και πρωταγωνιστής και υποδύεται έναν νεαρό άντρα, γύρω στα 40-45, τον
Τρελκόφσκι. Ο Τρελκόφσκι είναι Πολωνός εμιγκρές, Γάλλος υπήκοος, που
εγκαθίσταται σε ένα διαμέρισμα στο μετά-το-‘68 Παρίσι, επιτυγχάνοντας συμφωνία
με τον ενοικιαστή κύριο Ζι, έναν αυστηρό και αφιλόξενο υπερήλικα τύπο, με έναν
χαρακτηριστικό μικροαστικό ορθολογισμό, που λέει μεν ότι θεωρεί τον Τρελκόφσκι
ένα «σοβαρό νέο άνδρα» και από την άλλη τον επιτιμά κατά διαστήματα και τον
νουθετεί επ’ ευκαιρία να τηρεί τους κανόνες, διότι «είναι δύσκολο να βρει κανείς
πλέον διαμέρισμα».
Το διαμέρισμα που ενοικιάζει ο Τρελκόφσκι όχι μόνο δε διαθέτει δική του
τουαλέτα, όχι μόνο έχει τον προαναφερόμενο αφιλόξενο οικοδεσπότη και μια σχεδόν
ανοιχτά εχθρική θυρωρό, αλλά είχε προηγούμενη ένοικο μια ακόμη νεαρότερη
κοπέλα, τη Σιμόν Σουλ, που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, πέφτοντας από υψηλό
όροφο (ίσως τον 5 ο ), σε ένα δάπεδο τζαμένιο. Ο Τρελκόφσκι θα την επισκεφτεί στο
νοσοκομείο με μια φίλη της, τη Στέλλα, με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιάζουσα
σχέση, πριν η Σιμόν πεθάνει αμέσως μετά την επίσκεψη.
Εν τω μεταξύ, ο Τρελκόφσκι βλέπει αραιά και πού, κατά διαστήματα, αινιγματικά
πρόσωπα στα απέναντι διαμερίσματα, ενώ στο σπίτι εντοπίζει διάφορα
αμφιλεγόμενα ευρήματα, όπως ένα… δόντι μέσα στον τοίχο. Συν τοις άλλοις, ποικίλα
φερσίματα τον κάνουν να σκεφτεί ότι του φέρονται σα να... είναι ο ίδιος η Σιμόν. Αλλά
με ποιο σκοπό;
Η ταινία αυτή έχει, όπως έχουμε υπονοήσει, ένα σπάνιο χαρακτηριστικό: δεν είναι
απλώς ότι δεν προβάλλει σε γκρο πλαν ακραία βία ή ακραία αιματοχυσία, ώστε να
σοκάρει εκβιαστικά τον θεατή. Δεν έχει ούτε λίγη βία ούτε καν τα συνηθισμένα
ξαφνιάσματα (jump scares), που ωραία είχε εμβάλει ο Κάρπεντερ, ας πούμε, στην
πρώτη «Νύχτα με τις Μάσκες». Ο κόσμος του πρωταγωνιστή, που ζει ως
νεοφερμένος Γάλλος υπήκοος, στο κεντρικό Παρίσι, το οποίο και ζει τη μετά τη
«σεξουαλική επανάσταση» φάση του, είναι ρουτινιάρικος: εφήμερες (ή και πιο
μακροχρόνιες, αλλά πάντως επιφανειακές) φιλικές ή ερωτικές σχέσεις, ποτά, τσιγάρο
Gauloisse (που θα του πουν ότι δεν υπάρχει προς χάρη του Marlboro, που κάπνιζε
η αυτόχειρ), «έγνοιες μικρές και λύπες», που θα’ λεγε κι ο ποιητής, κι αντίστοιχες
χαρές. Ένας κόσμος επιπόλαια δεμένος, στον αφρό. Μια κοινωνία που δεν είναι
κοινωνία.
Αυτός λοιπόν ο κόσμος είναι μεν σε πρώτο επίπεδο ρουτινιάρικος, αλλά στο
βάθος είναι στοιχειωμένος: είναι η σύγχρονη, αλλοτριωμένη, απρόσωπη ζωή της
μεγαλούπολης. Είναι εκεί που χάνεσαι και χάνεις τον εαυτό σου.
Το τέλος της ταινίας είναι πράγματι πολύ αμφιλεγόμενο. Μετά από όόόλα αυτά
–κάπως όπως στη «Δίκη» του Κάφκα- περιμένεις κάτι περισσότερο. Παρ’ ότι όμως
μένεις λίγο "κάγκελο", παρ’ ότι εγώ έμεινα κάγκελο στο τέλος και ενεός, ήταν μετά
από μερικά λεπτά που μου ήρθε η φοβερή "φλασιά", όταν μου αποκαλύφτηκε εντέλει
η μεγάλη εικόνα: μήπως δεν έχει σημασία ποιο είναι –και τι σημαίνει- το τέλος;
Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο τέταρτο
4
«Λαμία-Όφη;»
«Διπλό»
«Δίνει και καλή απόδοση, το σημειώνω. Τι στοιχεία συνέλλεξες για τον Ζβήγκο;»
«Σχεδόν αποκαρδιωτικά. Με την έννοια ότι βρίσκεται στον αντίποδα του Δωματά»
«Δηλαδή;»
Βγάζει το γνωστό μπακαλοτέφτερο και το ανοίγει σε μια σελίδα που έχει προσημειώσει.
«Δηλαδή ο νοικοκυραίος της διπλανής πόρτας, ο γείτονας που πάντα θα ήθελες να έχεις. Δεν φέρει ξυριμένο κεφάλι και τατουάζ με ασυναρτησίες, δεν έχει κάποια ταμπέλα στο κούτελο του που να λέει φασίστας, αντιθέτως. Δούλευε ως υπεύθυνος λογισμικού σε εταιρεία εμπορίας ανταλλακτικών, κυκλοφορούσε με σακκάκι και χαρτοφύλακα, χώριζε τα μαλιά του με μπριγιαντίνη, δεν είχε κοινωνικό κύκλο και η μόνη χτυπητή παραφωνία στο όλο προφίλ του ήταν ότι αποτελούσε μέλος της «Χρυσής Ρούνας», με την έννοια ότι πλήρωνε την ετήσια συνδρομή του στην τοπική. Το ποινικό του μητρώο είναι τόσο λευκό όσο το δικό σου και το δικό μου».
Σκύβω στηρίζοντας τους αγκώνες στην επιφάνεια του τραπεζιού και τρίβω τους κροτάφους. Η λέξη αδιέξοδο διαγράφεται με μεγάλα, κεφαλαία γράμματα στον ορίζοντα. Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας περιθωριακός τραμπούκος με έναν ευυπόληπτο νυκοκοιραίο που να συνδέει τις δολοφονίες τους; Η προφανής απάντηση είναι η συμπάθεια τους στον ναζισμό, από’ κει και πέρα το χάος, μετά την εκλογική της άνοδο η «Χρυσή Ρούνα» διατήρησε τον σκληρό πυρήνα της δεχόμενη ωστόσο στους κόλπους της κάθε καρυδιάς καρύδι, έτσι εν μέρει εξηγείται ότι τα δύο θύματα δεν έχουν την παραμικρή ταξική, κοινωνική και εργασιακή σχέση μεταξύ τους, αυτό έγινε για να διευρύνει την βάση των υποστηρικτών και την δύναμη της χωρίς ωστόσο κανείς τους να μυηθεί στα άδυτα της. Τα λόγια του Αναγνώστου επανέρχονται στο νου μου. Η μοναδική εξήγηση που μπορεί να συνδέει τους δύο αυτούς φόνους, είναι ένα ανομολόγητο μυστικό.
«Μπορείς να μείνεις μέχρι το βράδυ στο γραφείο καλύπτωντας το πόστο μου, νομίζω ότι έχω μια μικρή δουλίτσα να κάνω»
Λέω στον Ηλιάδη πιάνοντας τα κλειδιά του αμαξιού.
*
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία μας συνάντηση ο Στεργίου δεν άλλαξε τις παλιές του συνήθειες, δεν έγινε λιγότερο ερριστικός ούτε μείωσε το αλκοόλ, το μόνο που ίσως μεταβλήθηκε είναι το στάδιο της κιρρωσης, αυτό βέβαια είναι κάτι που μπορεί να γνωρίζει μόνο ο γιατρός και ο ταλαιπωρημένος οργανισμός του. Στο γραφείο του πάντως με υποδέχεται ανυσηχητικά ευδιάθετος διώχνοντας, με κάπως άκομψο τρόπο, μια νεαρότερη συνάδελφο του.
«Τη βλέπεις αυτή, μέχρι το βράδυ θα την έχω γαμήσει. Μουνίτσα!»
«Δεν με ενδιαφέρουν οι κατακτήσεις σου Στεργίου, το μόνο για το οποίο λυπάμαι είναι τα κακόμοιρα τα κοριτσάκια που χρησιμοποιείς για να τονώσεις τον ευνουχισμένο ανδρισμό σου»
«Δεν στο είχα για ψυχαναλυτή. Πάντως μπορείς να βγάλεις πολλά περισσότερα χρήματα από το χαρτζιλίκι που παίρνεις τώρα, μπορώ να σου βρώ και πελατεία αν χρειαστείς»
«Στα μέρη που συχνάζεις δεν θα μου έκανε καθόλου εντύπωση, για πες μου, γνωρίζεις κάποιον δημοσιογράφο που έχει μελετήσει διεξοδικά το θέμα Χρυσή Ρούνα».
«Ο Ευθυμίου. Φαντάζομαι και εσύ τον ξέρεις, δεν έχει απλά ασχοληθεί με τη Χρυσή Ρούνα, για την ακρίβεια του έχει γίνει εμμονή»
«Μπορείς να μεσολαβήσεις για να έχω μια κουβέντα μαζί του»
Ρίχνει την πλάτη του στη ράχη της δερμάτινης καρέκλας πλέκοντας με προβληματισμό τα δάχτυλα των χεριών του.
«Αυτό είναι εύκολο»
Αποφαίνεται στο τέλος.
« Το δύσκολο, ωστόσο, θα είναι να σε δεχτεί. Αμετανόητος αναρχοαριστερός με όλα τα συμπλέγματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του είδους του, ξέρεις όλοι αυτοί δεν πολυσυμπαθούν τις Αρχές»
«Κάνε εσύ μια προσπάθεια και όταν έχεις κάτι νεότερο ενημέρωσε με, στο σημείο που έχουν φτάσει τα πράγματα δεν έχω άλλη επιλογή»
«Έχει να κάνει με τους τελευταίους φόνους έτσι;»
«Δεν είναι και δύσκολο να το φανταστείς»
«Πιστεύεις ότι θα υπάρξει και συνέχεια;»
Είναι η σειρά μου να εκδηλώσω τον προβληματισμό μου. Σκύβω προς το μέρος του στηρίζοντας τους καρπούς στα γόνατα. Η ερώτηση του στροβιλίζεται όλες αυτές τις μέρες στο πίσω μέρος του μυαλού μου, είναι η πρώτη φορά ωστόσο που καλώ τον εαυτό μου να δώσει μια απάντηση, και μάλιστα ενώπιον του πιο ακατάλληλου ακροατή.
«Δύο φόνοι σε δύο μέρες δεν αποτελούν σίγουρα ρουτίνα στο δελτίο συμβάντων. Δυστυχώς τα χρονικά περιθώρια δεν είναι με το μέρος μας. Ιδιαίτερα αν ο δράστης είναι αποφασισμένος να συνεχίσει με την ίδια συχνότητα»
Του απαντάω στρέφοντας το βλέμμα μου προς το παράθυρο καθώς νιώθω την απογοήτευση να χτυπάει σαν υψηλή τάση κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Τον κοιτάω για να σφυγμομετρήσω τις αντιδράσεις του. Δεν δείχνει περισσότερο αισιόδοξος…
*
«Η Ελπίδα έφτασε», γράφει η αφίσα μέσα στο πλαίσιο της στάσης του λεωφορείου επί της Αλεξάνδρας, από πάνω ένα καλοντυμένο νεαρό ζευγάρι αγκαλιάζεται παθιασμένα με φόντο τον Ιερό Βράχο. Είναι η τελευταία διαφημιστική καμπάνια του «Φορέα Αλλαγής», του κεντρώου δηλαδή συνασπισμού με επικεφαλής τον Θεοφύλακτο Νικολαίδη- κατά κόσμον «Λάκη»- που κατάφερε να κλείσει τις τελικές διαπραγματεύσεις δρομολογώντας την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια. Τα χαρμόσυνα νέα γιορτάστηκαν με πανυγηρισμούς στο Σύνταγμα και ρήψη βεγγαλικών. Όσο για την δημοτικότητα του «Λάκη», άγγιξε σχεδόν το ενενήντα τοις εκατό τους επόμενους μήνες, ιδιαίτερα όταν έγινε αντιληπτό πως ήταν αποφασιμένος να τα βάλει με το παλαιό πολιτικό σύστημα όχι με λόγια, αλλά με πράξεις.
Επί πρωθυπουργίας του πάνω από τριάντα καταχραστές δημοσίου χρήματος πέρασαν το κατώφλι του Κορυδαλλού, ανάμεσα τους εκδότες, πολιτικοί και ένας πρόεδρος ποδοσφαιρικής ομάδας. Έχοντας καταφέρει να να πείσει τους ξένους εταίρους να ξεχάσουν την τριτοκοσμική μπανανία που γνώριζαν προχώρησε σε βαθιές τομές με βασικό σλόγκαν: Διαφάνεια-Αξιοπρέπεια-Ανάπτυξη. Το περιοδικό Time τον ανακύρηξε πρόσωπο της χρονιάς, οι δείκτες της οικονομίας έκαναν και τον πιο δύσπιστο να τρίβει τα μάτια του.
Η ελπιδα,είναι πάλι εδώ…
Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο τρίτο
3
«Ηλίας Κασιδόκωστας, η αλλιώς «ο γόης», πιστό πουλέν του «Αρχηγού» και μακρινός συγγενής του, έφτασε στον κολοφώνα της δόξας του όταν γρονθοκόπησε «στον αέρα» πρωινής εκπομπής γνωστή βουλευτή του ΚΚΕ. Ποινή φυλάκισης οχτώ έτη. Ηλίας Παναγιώτου, ή αλλιώς «το τούβλο», αμόρφωτος και τραμπούκος, αποτελεί ένα από τα παλιότερα μέλη της οργάνωσης, είχε λάβει μέρος στα επεισόδια της Ευέλπιδών αλλά την έβγαλε καθαρή αφού η οργάνωση άδειασε τον τότε υπαρχηγό της «Προκρούστη» δίνοντας τον στεγνά στις αρχές, ποινή φυλάκισης δέκα έτη. Νίκος Σχοινάς, η αλλιώς «Ο Χίμλερ», ο θεωρητικός υπαρχηγός τους, υμνητής του Χίτλερ. Πρέπει να κοιμάται με το «Ο Αγών μου» στο προσκεφάλι του, το πιο ανατριχιαστικό είναι ότι έχει και παιδιά, ποινή φυλάκισης έξι μήνες με τριετή αναστολή. Και φτάνουμε στον Αρχηγό, Νίκος Σκουρολιάκος, ο επονομαζόμενος και «Χοντρός».
»Κάνει την εμφάνιση του τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, εμπλέκεται σε προπηλακισμούς, ξυλοδαρμούς και βομβιστικές ενέργειες. Περιέργως μετά τη σύλληψη του δεν θα εξαγοράσει την πλούσια δράση του με μια πολυετή κάθειρξη αλλά με ρουφιανιλίκια στην κρατική ασφάλεια, αφήνεται ελεύθερος ώστε να καρφώνει το κάθε εν δυνάμει εξτρεμιστικό στοιχείο αλλά και να κάνει τις βρομοδουλειές που ένα ευνομούμενο κράτος οφείλει να αποφεύγει. Στα πλαίσια αυτά ιδρύει τη «Χρυσή Ρούνα», το γνωστό περιθωριακό έκτρωμα που κινείται στις παρυφές της νομιμότητας.
» Τα πρώτα άγρια χρόνια της μεταπολίτευσης, αποτελεί το ιδανικό αντίβαρο στις δράσεις των αριστεριστών, με την έλευση της ανάπτυξης ατονεί μέχρι που φτάνουμε στην μεγάλη κρίση, ο κόσμος θολωμένος από απόγνωση και ορφανός από το σοσιαλισμό που τόσα χρόνια τον κανάκευε και τον τάιζε βρίσκει παρηγοριά στα στιβαρά αγκυλωτά μπράτσα της, τα ποσοστά της έφτασαν μέχρι και το δέκα τοις εκατό πριν η δολοφονία του Μίσσα αρχίσει την αντίστροφη μέτρηση που θα οδηγήσει στην, ομολογουμένως ετεροχρονισμένη, πτώση της πέντε χρόνια αργότερα. Όλα αυτά φυσικά τα γνωρίζετε, όφειλα όμως να προβώ σε μια μικρή ανακεφαλαίωση υπό το πρίσμα των νέων εξελίξεων. Κύριε Βλάχο, ο Διοικητής σας με πληροφόρησε ότι σας έχει αναθέσει την υπόθεση, ακούω τα πρώτα συμπεράσματα σας…»
Ο Κωνσταντίνος Αναγνώστου δεν προσεγγίζει στο ελάχιστο το στερεότυπο του μονολιθικού κυπατζή, με σπουδές στην Αγγλία και διδακτορικό στη Βοστόνη αποτελεί ό,τι λαμπρότερο έχει να επιδείξει η νέα φουρνιά της εθνικής μας υπηρεσίας πληροφοριών, ποιος είπε ότι τα καλύτερα μυαλά καίγονται στην Ελλάδα; Ρίχνω μια τηλεσκοπική ματιά στο πάνελ και καθαρίζω το λαιμό μου για να μιλήσω με τη μέγιστη δυνατή επισημότητα.
«Στις 27 Μαρτίου, δύο μέρες νωρίτερα δηλαδή, δολοφονείται το περιφερειακό μέλος της Χρυσής Ρούνας Σταύρος Δωματάς, άνθρωπος περιθωριακός με βαρύ ποινικό μητρώο, μόλις χτες έχουμε και δεύτερη δολοφονία, το θύμα ονομάζεται Άρης Ζβήγκος και διατηρεί επίσης διασυνδέσεις με την οργάνωση ενώ το προφίλ του εξετάζεται ήδη από την υπηρεσία. Αυτό που πιστεύω είναι ότι οι δύο φόνοι έχουν άμεση σχέση με τη νεοναζιστική συμμορία. Δεν είμαι σίγουρος αν σε αυτές εμπλέκονται τα έγκλειστα ηγετικά στελέχη της, με προβληματίζει ωστόσο ένα περιστατικό που συγκράτησα από τη μαρτυρία της συντρόφου του πρώτου»
«Τι ακριβώς κύριε Βλάχο;»
«Ο Δωματάς είχε καλύψει τον Κασιδώκοστα σε μια υπόθεση σοβαρού τραυματισμού μετανάστη στο παλαιό Εφετείο αναλαμβάνοντας την ευθύνη. Αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι, μπορεί και τίποτα, προς το παρόν είναι πολύ νωρίς για να εξαχθούν συμπεράσματα»
«Έχει καλώς. Κύριοι, νομίζω ότι δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, μπορείτε να επιστρέψετε στα καθήκοντα σας. Εσάς κύριε Βλάχο , θα ήθελα να σας δω κατ΄ιδίαν στο γραφείο μου»
Κατεβαίνουμε στο δεύτερο όροφο του κτηρίου της Κατεχάκη και κατευθυνόμαστε προς το τέλος του διαδρόμου, το γραφείο του Αναγνώστου είναι λιτά διακοσμημένο και λειτουργικό, βολεύεται στην εργονομική καρέκλα του και μου νεύει να κάτσω στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα αντίκρυ του, μας χωρίζει ένα γραφείο με γυάλινη επιφάνεια πάνω στην οποία είναι στερεωμένη η οθόνη του υπολογιστή του και η κορνιζαρισμένη φωτογραφία μιας μαύρης καλλονής η οποία υποθέτω πως είναι η σύντροφος του, έχει κάθε λόγο να σιχαίνεται τα αποβράσματα της «Χρυσής Ρούνας», κάτι που φροντίζει να μου ξεκαθαρίσει από τις πρώτες του κουβέντες.
«Γνωρίζετε τι είπε κάποτε ο σπουδαίος Μπέρτολτ Μπρέχτ αναφερόμενος στην ήττα του Ναζισμού; Ακόμα και αν το μπάσταρδο ψόφησε, η σκύλα έχει ακόμα κάβλες. Και δυστυχώς η σκύλα βρίσκεται παντού, στα σώματα ασφαλείας, τον στρατό, την ίδια την κοινωνία. Μπορεί τα μέλη της Χρυσής Ρούνας να έχουν επιστρέψει στο περιθώριο ή πίσω από τα κάγκελα της φυλακής, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν ψάχνουν την κατάλληλη ευκαιρία για να ανακαταλάβουν το προσκήνιο, η διαίσθηση μου είναι ότι για να το κάνουν οφείλουν να κρατήσουν θαμμένο ένα μυστικό που ίσως τα θύματα να γνώριζαν»
«Μπορεί να πάει ο νους σας κάπου;»
«Προς το παρόν όχι, έστω και αν ζήτησα από τους προκατόχους μου να μου διαβιβάσουν τους φακέλους σχετικά με το ζήτημα, δεν κατάφερα να βρω άκρη, υποθέτω πως πρόκειται για κάτι που γνωρίζει μόνο ο σκληρός πυρήνας τους»
«Αν όμως το γνωρίζει μόνο ο σκληρός πυρήνας, πως δικαιολογείτε το γεγονός ότι τα δύο θύματα ήταν περιφερειακά και χαμηλόβαθμα μέλη»
«Ακριβώς για αυτό που μόλις είπατε, γιατί δεν ανήκαν στο κλειστό κλαμπ της ιεραρχίας. Πιθανώς, κάτω από συνθήκες που δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, το μυστικό να διέρρευσε κι έτσι κάποιοι αποφάσισαν να φιμώσουν το στόμα εκείνων που το έμαθαν»
Κοιτάω από το παράθυρο την Αθήνα να απλώνεται ακανόνιστα κατεβαίνοντας από τα Τουρκοβούνια, η ίδια ασχήμια με συντροφεύει κάθε φορά που στρέφω το βλέμμα μου έξω, στριφογυρίζω το τσιγάρο στα δάχτυλα μου χωρίς να το ανάψω. Σηκώνομαι και ευχαριστώ τον Αναγνώστου για την εποικοδομητική μας κουβέντα, είμαι ωστόσο βέβαιος ότι δεν θα είναι η τελευταία μας.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)