Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024
ΤΑ ΒΗΜΑΤΑ (ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ)
Ένα νέο έτος ετοιμάζεται να ‘ρθει και διάφοροι επιστήμονες (μελλοντολόγοι) και πολιτικολογούντες προλέγουν μεγάλες ανακατατάξεις. Άλλοι βλέπουν ορατούς (πυρηνικούς) κινδύνους και άλλοι μυστικούς κλιματολογικούς ιούς, με χρώματα επενδυμένους (το μαύρο είναι το κυρίαρχο χρώμα). Αρκετοί είναι αυτοί που διακρίνουν σοβαρές κινήσεις προσωπικοτήτων και πρώην προέδρων (μεγάλων χωρών και οργανισμών) που θα φέρουν την παγκόσμια συμφιλίωση και την κορύφωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, στον αυτοαποκαλούμενο δυτικό μας κόσμο (τουλάχιστον). Έχουν και οι αγορές το μερίδιο τους στην προώθηση της παγκόσμιας ευτυχίας. Κάτι τέτοιο κατοχυρώνεται και από τις οικουμενικές διακηρύξεις, που τυχαίνουν μεγάλης αποδοχής σε όλες τις γωνιές της ανθρωπότητας. Γίνονται και πράγματα, εξατομικευμένα και συλλογικά. Οι ευαίσθητοι άνθρωποι αρχίζουν να τρέχουν πίσω από επαναστατικά εσώρουχα και εξαιτίας της ταχύτητας αυτής, αφήνουν τον θάνατο να αλωνίζει σε άλλα μέρη, μακρινά και μη μετρήσιμα.
Το 2018 δεν δόθηκε το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αλλά το 2024 προτάθηκε για το βραβείο μέχρι κι η Έρση Σωτηροπούλου, στοιχηματικά, αξιολογικά και ιδεολογικά. Υπάρχει λοιπόν, έδαφος για γενική και ειδική καλλιέργεια. Αδιαφορώ για όλα αυτά τα τεκταινόμενα και τις ευκαιρίες ζωής (καλλιτεχνικής και προοδευτικής), όπως θα έλεγε και ο Στιβ Τζομπς. Μου φαίνεται πως βρίσκομαι σ’ ένα βούρκο και δεν κάνω τίποτα άλλο, παρά να τον διασχίζω – επαναληπτικά και ολίγον ασυντόνιστα. Χώνομαι βαθιά μέσα του και μένω εκεί, μέχρι να αισθανθώ τις λάσπες σαν κομμάτι της ψυχής μου. Ό,τι διαδρομή σχεδιάζω, θα ‘χει την αστάθεια ως πρόσημο, το οριστικό τέλος των ψευδαισθήσεων περί δικαιοσύνης και ερωτικής αρμονίας. Εγωιστικές επισημάνσεις, μα εμβολιάζονται απ’ τις βέβηλες εικόνες της πραγματικότητας. Βαριά τα βήματά μου, σαν να φορώ στενά χάλκινα παπούτσια. Και τα τακούνια είναι από σίδερο. Μαζί μου είναι και άλλοι χαλκοφορούντες (μη ανήκοντες στο χάλκειον γένος του Ησίοδου), εκατομμύρια, έξω από γραμμές και ρίμες, μπροστά στο νέο έτος.
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024
Τι ακριβώς επιδιώκει η woke culture;
Η σημερινή εποχή του οικουμενικού Μεσαίωνα που ζούμε (το καταλαβαίνει κανείς από τα βιβλία που διαβάζουν τα γίδια) χαρακτηρίζεται από αντιθέσεις και διχασμό. Μια γενικότερη σύγχυση δηλαδή που διαχέεται σαν διελκυστίνδα δράσης-αντίδρασης και η οποία τις περισσότερες φορές ενορχηστρώνεται από την «κοινωνία του θεάματος» και επιβάλλεται εκ των άνωθεν.
Έτσι από τη μια έχεις τη Λατινοπούλου, Τον Τζήμερο ή τον Βουλαρίνο και από την άλλη την κάθε υστερική φωνή που άλλοτε θα πετάξει τη μαλαπέρδα του έξω στο πανηγυράκι του gay pride και άλλοτε θα απαιτήσει την ποινικοποίηση κάθε αντρικού βλέμματος προς το αντίθετο φύλλο ως «παρενόχληση». Πολλοί θα αντιτάξουν πως έχει χαθεί το μέτρο, η μπάλα η λογική αλλά όλη αυτή η πόλωση αποτελεί το σύμπτωμα καθώς αν ανατρέξουμε στις αιτίες θα μπούμε σε πολύ πιο πολύπλοκα ζητήματα.
Την απάντηση εδώ μπορεί να την έχει ο Ουελμπέκ που στο εμβληματικό βιβλίο του «Στοιχειώδη Σωματίδια» παραθέτει τη ρήση του Comte: Σε κάθε τροποποίηση του υπάρχοντος δόγματος , οι γενιές που θυσιάζονται κατά τη διάρκεια του μετασχηματισμού μένουν ουσιαστικά ξένες προς αυτόν, και συχνά γίνονται ευθέως εχθρικές…
Σε αυτό το πλαίσιο η woke culture εμφανίζεται περισσότερο να αποτελεί μέρος της σύγχυσης παρά ένα δομημένο κίνημα με απτές και ξεκάθαρες απαιτήσεις. Δεν έχει σχέση με τα πρώτα κινήματα του φεμινισμού ή εκείνα του black power, δεν έχει προσανατολισμό και για αυτό το λόγο είναι τόσο εύκολα χειραγωγούμενη από τις πολυεθνικές και τους γκουρού του μάρκετινγκ.
Στο βασικό ερώτημα του τίτλου η απάντηση επομένως είναι απλή. Δεν υπάρχει καμία επιδίωξη, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε απλά για ένα ακόμα «συστατικό» στο μεγάλο μπλέντερ που επιτείνει τη σύγχυση προλειαίνοντας την αυγή μιας νέας πραγματικότητας που κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο ευοίωνη θα είναι…
Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024
Σκέψεις για το «magnum opus» του Ρομάν Πολάνσκι
Πριν από τις σύγχρονες ταινίες τρόμου, πριν τα franchise με τις ατελείωτες
συνέχειες λόγω εμπορικότητας και μόνο, υπήρξαν μεγάλοι δημιουργοί και εξαιρετικές
ταινίες. Το «Ψυχώ» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η «Ομίχλη» του Τζων Κάρπεντερ, η
«Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών» του Τζωρτζ Ρομέρο. Αλλά, και ακόμη πιο πριν, ο
«Ένοικος» του Ρομάν Πολάνσκι. Επίσης, ο «Ένοικος» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ
“before it was cool”, που λέμε.
Ο μεγάλος Ρομάν Πολάνσκι είναι σκηνοθέτης, από κοινού σεναριογράφος αλλά
και πρωταγωνιστής και υποδύεται έναν νεαρό άντρα, γύρω στα 40-45, τον
Τρελκόφσκι. Ο Τρελκόφσκι είναι Πολωνός εμιγκρές, Γάλλος υπήκοος, που
εγκαθίσταται σε ένα διαμέρισμα στο μετά-το-‘68 Παρίσι, επιτυγχάνοντας συμφωνία
με τον ενοικιαστή κύριο Ζι, έναν αυστηρό και αφιλόξενο υπερήλικα τύπο, με έναν
χαρακτηριστικό μικροαστικό ορθολογισμό, που λέει μεν ότι θεωρεί τον Τρελκόφσκι
ένα «σοβαρό νέο άνδρα» και από την άλλη τον επιτιμά κατά διαστήματα και τον
νουθετεί επ’ ευκαιρία να τηρεί τους κανόνες, διότι «είναι δύσκολο να βρει κανείς
πλέον διαμέρισμα».
Το διαμέρισμα που ενοικιάζει ο Τρελκόφσκι όχι μόνο δε διαθέτει δική του
τουαλέτα, όχι μόνο έχει τον προαναφερόμενο αφιλόξενο οικοδεσπότη και μια σχεδόν
ανοιχτά εχθρική θυρωρό, αλλά είχε προηγούμενη ένοικο μια ακόμη νεαρότερη
κοπέλα, τη Σιμόν Σουλ, που έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, πέφτοντας από υψηλό
όροφο (ίσως τον 5 ο ), σε ένα δάπεδο τζαμένιο. Ο Τρελκόφσκι θα την επισκεφτεί στο
νοσοκομείο με μια φίλη της, τη Στέλλα, με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιάζουσα
σχέση, πριν η Σιμόν πεθάνει αμέσως μετά την επίσκεψη.
Εν τω μεταξύ, ο Τρελκόφσκι βλέπει αραιά και πού, κατά διαστήματα, αινιγματικά
πρόσωπα στα απέναντι διαμερίσματα, ενώ στο σπίτι εντοπίζει διάφορα
αμφιλεγόμενα ευρήματα, όπως ένα… δόντι μέσα στον τοίχο. Συν τοις άλλοις, ποικίλα
φερσίματα τον κάνουν να σκεφτεί ότι του φέρονται σα να... είναι ο ίδιος η Σιμόν. Αλλά
με ποιο σκοπό;
Η ταινία αυτή έχει, όπως έχουμε υπονοήσει, ένα σπάνιο χαρακτηριστικό: δεν είναι
απλώς ότι δεν προβάλλει σε γκρο πλαν ακραία βία ή ακραία αιματοχυσία, ώστε να
σοκάρει εκβιαστικά τον θεατή. Δεν έχει ούτε λίγη βία ούτε καν τα συνηθισμένα
ξαφνιάσματα (jump scares), που ωραία είχε εμβάλει ο Κάρπεντερ, ας πούμε, στην
πρώτη «Νύχτα με τις Μάσκες». Ο κόσμος του πρωταγωνιστή, που ζει ως
νεοφερμένος Γάλλος υπήκοος, στο κεντρικό Παρίσι, το οποίο και ζει τη μετά τη
«σεξουαλική επανάσταση» φάση του, είναι ρουτινιάρικος: εφήμερες (ή και πιο
μακροχρόνιες, αλλά πάντως επιφανειακές) φιλικές ή ερωτικές σχέσεις, ποτά, τσιγάρο
Gauloisse (που θα του πουν ότι δεν υπάρχει προς χάρη του Marlboro, που κάπνιζε
η αυτόχειρ), «έγνοιες μικρές και λύπες», που θα’ λεγε κι ο ποιητής, κι αντίστοιχες
χαρές. Ένας κόσμος επιπόλαια δεμένος, στον αφρό. Μια κοινωνία που δεν είναι
κοινωνία.
Αυτός λοιπόν ο κόσμος είναι μεν σε πρώτο επίπεδο ρουτινιάρικος, αλλά στο
βάθος είναι στοιχειωμένος: είναι η σύγχρονη, αλλοτριωμένη, απρόσωπη ζωή της
μεγαλούπολης. Είναι εκεί που χάνεσαι και χάνεις τον εαυτό σου.
Το τέλος της ταινίας είναι πράγματι πολύ αμφιλεγόμενο. Μετά από όόόλα αυτά
–κάπως όπως στη «Δίκη» του Κάφκα- περιμένεις κάτι περισσότερο. Παρ’ ότι όμως
μένεις λίγο "κάγκελο", παρ’ ότι εγώ έμεινα κάγκελο στο τέλος και ενεός, ήταν μετά
από μερικά λεπτά που μου ήρθε η φοβερή "φλασιά", όταν μου αποκαλύφτηκε εντέλει
η μεγάλη εικόνα: μήπως δεν έχει σημασία ποιο είναι –και τι σημαίνει- το τέλος;
Εγγραφή σε:
Σχόλια (Atom)


