Crime fiction αλά ελληνικά: Όλοι οι "καλοί" χωράνε; (Δημήτρης Πλιάκας)

Η μυθοπλασία του εγκλήματος (crime fiction), είναι το λογοτεχνικό είδος με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε παγκόσμιο επίπεδο.
Εξειδικευμένοι εκδοτικοί οίκοι, συγγραφείς με φιλοδοξία να "καθιερωθούν" στο αστυνομικό, κριτικοί, που φωτίζουν (;) το μονοπάτι στον αναγνώστη μέσα στο (ατελείωτο) "δάσος" βιβλίων, συν την επιδραστικότητα των social media. Αυτά είναι τα "συστατικά" της σύγχρονης λογοτεχνίας.
Η οποία όμως στο εξωτερικό, παρόλες τις παραλείψεις, λειτουργεί κάτω από καθορισμένα πλαίσια και κανόνες, δίνοντας την δυνατότητα να βγαίνουν (ακόμη) πολύ καλά βιβλία, μέσα στην γενικότερη μετριότητα.
Η παράδοση μεγάλων συγγραφέων και το εύρος των κοινωνιών που γράφονταν τα έργα (μαζικό μεν αλλά και έμπειρο σε τέτοια αναγνώσματα κοινό), διατηρούν τις προδιαγραφές για παραγωγή υψηλής (στάθμης) λογοτεχνίας.
Στην Ελλάδα;
Η παράδοση του είδους στην χώρα είναι ισχνή για διάφορους λόγους, με κυριότερους την απουσία μεγαλουπόλεων (προνομιακός "καμβάς" του συγγραφέα αστυνομικών), τις πολιτικές συνθήκες, αλλά και τους μετρημένους στα δάχτυλα συγγραφείς που ασχολήθηκαν συστηματικά.
Η απουσία γερής ρίζας, οδηγεί στην σημερινή κατάσταση:
Α) Στην παρουσία μιας ομάδας συγγραφέων, με σχετικά αναγνωρισμένο έργο, που διαθέτουν (κάποια) γνώση της αστυνομικής λογοτεχνίας, εκδίδουν συλλογικούς τόμους, γράφουν άρθρα και διοργανώνουν ημερίδες. Παρόλες τις δράσεις τους, η στασιμότητα και η απουσία εξέλιξης, δυσκολεύει το θετικό αποτέλεσμα.
Β) Στους νέους συγγραφείς, οι οποίοι ασχέτως ικανοτήτων, λογοτεχνικής παιδείας και γνώσης του είδους (με την... ενθάρρυνση εκδοτικών οίκων), εισέρχονται κατά εκατοντάδες στην μυθοπλασία του εγκλήματος, με την πεποίθηση ότι ένας ή μια από αυτούς θα είναι ο επόμενος/η Τζο Νέσμπο...
Ένας τρόπος για να βελτιωθούν τα πράγματα, είναι όσοι/ες θέλουν να γράψουν βιβλίο, να αντιμετωπίσουν το είδος όπως κάθε τι άλλο που είχε μια αρχή πριν από εκείνους*. Δηλαδή, να κάνουν τον κόπο να διαβάσουν παλιότερα (όχι μόνο) έργα, για να κατανοήσουν το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούν.
Επίσης, η γενικότερη ανάγνωση μεγάλων έργων, θα συμβάλει στην ανάπτυξη κριτηρίων αλλά και στην μείωση του φαινομένου των αναφομοίωτων επιδράσεων σε ελληνικά κείμενα (πχ. Δρομέας ο Μουρακάμι, δρομέας και ο ήρωας του, ας κάνω και εγώ το ίδιο στον ήρωα του βιβλίου μου, χωρίς το ανάλογο ταλέντο).
Η στοχευμένη κριτική, με προϋπόθεση την γνώση εκείνου που την κάνει, θα ήταν προς την σωστή κατεύθυνση, παρόλο που εκεί παρατηρούνται ελλείψεις.
Για τον ελληνικό χώρο, τρεις καλές προτάσεις είναι:
1) "Από το Πουθενά", του Γιώργου Μαρτινίδη.
Στα κλασικά πρότυπα (ιδιωτικός ερευνητής, μοιραία γυναίκα), με σφιχτοδεμένη πλοκή, καλό ρυθμό στην αφήγηση του ήρωα και πειστικούς χαρακτήρες, ιδανικά συνδυασμένα με την ζωή και τους ανθρώπους της Θεσσαλονίκης.
2) "Ο τελευταίος Μάης", του Αχιλλέα Σωτηρέλλου.
Η ανάδειξη της διαλυμένης, σύγχρονης κοινωνίας. Η Αθήνα χωρίς διέξοδο, με το (οργανωμένο ποινικό ή τρομοκρατία) έγκλημα στις παρυφές της, να απειλεί να την "καταπιεί" ολόκληρη. Όχι ακριβώς αστυνομικό, αλλά με πολύ καλή κοινωνική περιγραφή.
3) "Αίμα στις Στάχτες", του Χρήστου Γιαννάκενα.
Πιο κάτω από τα άλλα δύο, καθώς έχει ελαττώματα. Υπάρχουν όμως καλές σκηνές δράσεις, δόσεις splatter και (σχετικά) καλή αφήγηση.
Συνεπώς, η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι: Πρέπει να είναι καλοί, για να χωράνε.....

Σχόλια