Βορράς χωρίς νότο (2η Προδημοσίευση)

Το καφενείο βρισκόταν στον κακόφημο πεζόδρομο της Μενάνδρου. Κάτι ψωραλέες τσιγγάνες, ανατολικές πόρνες με πλουμιστά μεσοφόρια και χρυσά δόντια απολάμβαναν την πρωτοφανή λιακάδα καπνίζοντας και χαζολογώντας,καθώς η πόλη επιδιδόταν στις ύστατες ετοιμασίες για να υποδεχτεί τον καινούργιο χρόνο. Οι εμπορικοί δρόμοι ήταν φίσκα και στους σταθμούς του μετρό άνθρωποι κάθε ηλικίας φορτωμένοι με σακούλες συνωστίζονταν στους συρμούς. Ακόμα και στο «παχύ έντερο» της πόλης, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω από την «καρδιά» του Συντάγματος, υπήρχε μια έκδηλη ευφορία ευθυγραμμισμένη με το πνεύμα των ημερών. Οι πάσης φύσεως και εθνικότητας φτωχοδιάβολοι παζάρευαν και πουλούσαν την κλεμμένη «λεία» τους στα μικρομάγαζα, Άραβες και Ινδοπακιστανοί είχαν στήσει πάγκους με ντόμινο και λίγο πιο κάτω ντόπιοι «παπατζήδες» προσέλκυαν τα περιθωριακά στοιχεία της πόλης που είχαν μαζευτεί γύρω τους σαν τις μύγες. Μόνο τα πρεζάκια έδειχναν κάπως νευρικά και απελπισμένα, προφανώς λόγω της ημέρας και της περίστασης που καθιστούσε την εξασφάλιση της δόσης τους από δύσκολη έως αδύνατη.
Μπήκα μέσα τραβώντας τα βλέμματα των αθίγγανων γυναικών και των λιγοστών, περιθωριακών θαμώνων. Μόνο ο ιδιοκτήτης δεν έδειξε να παραξενεύεται· με είχε δει κι άλλες φορές στο καταγώγιό του και έδειξε να αντιμετωπίζει αυτή τη γραφική ιδιοτροπία μου με ένα είδος συγκατάβασης. Ήταν ένας ανθρωπάκος κοντά στα εξήντα πέντε, με οβάλ γυαλιά μυωπίας, ντυμένος φτωχικά αλλά στην τρίχα. Διηύθυνε το ίδιο καφενείο τα τελευταία σαράντα χρόνια, πολύ πριν την κατακόρυφη υποβάθμιση της γειτονιάς και την έλευση των απανταχού κολασμένων. Είχε καταφέρει παρ’ όλα αυτά να το διατηρήσει αξιοπρεπές,μένοντας μακριά από κακοτοπιές στο μέτρο που αυτό ήταν δυνατό. Με χαιρέτησε με ένα ελαφρύ νεύμα του χεριού και ήρθε να μου πάρει την παραγγελία αλλά τον πληροφόρησα ότι περίμενα παρέα. Λίγα λεπτά αργότερα, το αντικείμενο της αναμονής μου άνοιξε την τζαμένια πόρτα και περπάτησε προς το βάθος αγέρωχα. Φορούσε γαλάζια φόρμα, λευκά σπορτέξ, ένα μαύρο, δερμάτινο, ψιλό τζάκετ και διακριτικό μακιγιάζ. Οι θαμώνες στύλωσαν τα βλέμματα τους δοκιμάζοντας ένα ακόμα ισχυρότερο σοκ από αυτό που είχε προηγηθεί με την έλευσή μου. Το τι ακριβώς ζητούσε ένα τόσο φαινομενικά καθωσπρέπει αντρόγυνο στον βούρκο του συγκεκριμένου δρόμου μάλλον θα μονοπωλούσε τις χαμηλόφωνες κουβέντες τους για τις επόμενες ώρες. Οι εκδιδόμενες, αθίγγανες, δεν έδειξαν πάντως την παραμικρή διάθεση να κρατήσουν τα προσχήματα, κυρίως λόγω του ότι κάθονταν στα τραπεζάκια έξω και η ηχομόνωση της μεγάλης τζαμαρίας τούς παρείχε την πολυτέλεια να κουτσομπολέψουν ελεύθερα, δεν δίστασαν πάντως να χαρίσουν μερικά δηλητηριώδη χαμόγελα στην άρτι αφιχθείσα συνοδό μου αφήνοντας τα χρυσά εμφυτεύματα από τις οδοντοστοιχίες τους να διαφανούν.
«Σου αρέσει να με βασανίζεις, έτσι;» μου είπε με ένα ύφος περισσότερο παιχνιδιάρικο παρά θυμωμένο, βγάζοντας το πακέτο με τα slim light της στο τραπέζι.
«Απλώς νιώθω πιο όμορφα να συχνάζω σε τέτοιου είδους μέρη».
«Όμορφα δεν ξέρω, πάντως άνετα δεν πρέπει να νιώθεις καθόλου». «Είναι θέμα συνήθειας· ο άνθρωπος είναι προσαρμόσιμο ον».
«Όταν μιλάς με την οικονομική ασφάλεια που διαθέτεις όλα μπορεί να φαίνονται απλά, ακόμα και αυτές οι σαχλές θεωρίες σου. Βρίσκεις τα πρεζόνια και τους άστεγους που βρομοκοπάνε εξωτικά. Είσαι σί- γουρος ότι νιώθεις όμορφα εδώ, ή απλά η παρακμή τους κάνει τα δικά σου προβλήματα να φαίνονται ασήμαντα;»
Άναψε το slim light και τράβηξε μια νευρική τζούρα.
«Δεν έχω κάτσει να το σκεφτώ, το σίγουρο είναι ότι έχουν την παραπανίσια δικαιολογία της ανέχειας. Δεν είναι φυσιολογικοί άνθρωποι,τουλάχιστον όχι σαν εκείνους που βλέπεις να κωλοβαράνε λίγο πιο πάνω, στα μπαρ του Συντάγματος και του κέντρου. Αυτοί το μόνο που διαθέτουν για να γεμίσουν το κενό τους είναι ο φθόνος, ο ανταγωνισμός και η ματαιοδοξία».
Ένας μαυροτσούκαλος, ρακένδυτος Ασιάτης ξεπρόβαλε στο πλαίσιο της τζαμαρίας σέρνοντας ένα καροτσάκι στοιβαγμένο με παλιοσίδερα, καλώδια και ανακυκλώσιμες παλιατζούρες.
«Βλέπεις πόση πραότητα έχουν οι κινήσεις του; Δείχνει σαν να μην έχει καμία έγνοια πέρα από εκείνη της επιβίωσης. Δεν τον λυπάμαι πε- ρισσότερο από τους νευρωτικούς κρετίνους που σου περιγράφω. Για την ακρίβεια, μου εμπνέει περισσότερο σεβασμό, έστω και αν τις ζωές μας τις χωρίζει μια άβυσσος και δεν πρόκειται να συναντηθούν κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις. Υποθέτω ότι ο φυσικός μου χώρος εί- ναι τα καθωσπρέπει κοσμικά κωλοχανεία».
«Όσο πιο σύντομα το δεχτείς, τόσο πιο γρήγορα θα σταματήσεις να συχνάζεις σ’ αυτό τον βούρκο και να το παίζεις Τσε Γκεβάρα. Μάλ- λον όμως χρειάζεται να μεγαλώσεις λίγα χρόνια ακόμα. Είσαι ακόμη παιδί» μου είπε γελώντας και μου ανακάτεψε σχεδόν μητρικά το μαλλί. Τραβήχτηκα ενστικτωδώς.
«Κοκκίνισες, βλάκα».
«Παράτα με!» της είπα και όντως φάνηκα σαν παιδί, ερχόμενος στα λόγια της. Μου ’ρθε να της ορμήξω και να τη φιλήσω στο στόμα απο- καθιστώντας τον τραυματισμένο ανδρισμό μου. Δεν καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή ότι αυτή η παιδικότητα με κολάκευε στα μάτια της πολύ περισσότερο από το κάθε σκληρό αντράκι που ξερογλειφόταν στα πόδια της. Άναψα ένα τσιγάρο για να διασκεδάσω την αμηχανία μου και απίθωσα μπροστά στο τραπέζι τον φάκελο.
«Τι είναι αυτό;»
«Άνοιξέ τον και θα δεις».
Τον πήρε διστακτικά και τον άνοιξε γουρλώνοντας τα βαθυγάλανα μάτια της.
«Είσαι με τα καλά σου;»
«Τι συμβαίνει;»
«Τι είναι αυτά τα λεφτά; Πού τα βρήκες;!»
«Έχει σημασία;»
«Δεν πιστεύω να περιμένεις να τα δεχτώ...»
«Είναι γι’ αυτό, ξέρεις, για την αρρώστια σου».
«Γι’ αυτό, τι;»
«Να κάνεις θεραπεία, δεν ξέρω...»
«Πρώτον δεν είναι αρρώστια, είναι σύνδρομο, και δεύτερον είναι αυτοάνοσο, δηλαδή δεν υπάρχει θεραπεία, όλα εξαρτώνται από την αντίδραση του οργανισμού, γκέγκε;»
Είχε ξαναβρεί το χρώμα και την αυτοκυριαρχία της, έβαλε την παλάμη της πάνω στην κλειστή δικιά μου χαϊδεύοντας με τα ακροδάχτυλα τις κλειδώσεις.
«Λήστεψες καμιά τράπεζα;» με ρώτησε με συνωμοτικό ύφος.
«Όχι, τα βρήκα ουρανοκατέβατα, μαζί με τον Αμερικάνο που είδες χτες. Με πλήρωσε για να τον ξεναγήσω στις ερωτικές πιάτσες της Αθήνας».
Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το γέλιο της, για την ακρίβεια εκείνο το απαίσιο, χαρακτηριστικό χλιμίντρισμα που της αφαιρούσε, έστω και στιγμιαία, κάθε ίχνος θηλυκότητας. Ήταν η μόνη χτυπητή παραφωνία πάνω της, αλλά με τον καιρό την είχα συνηθίσει, έστω και αν δυσκο- λεύτηκα περισσότερο από την ανατομική ασυμμετρία στα κάτω άκρα της που για κείνη αποτελούσε το μεγαλύτερό της κουσούρι.
«Ώστε αναβαθμίστηκες σε ξεναγό, και μάλιστα στα κωλάδικα και τα στριπτιζάδικα. Αυτό είναι για πρωτοσέλιδο»
. «Δεν είναι τόσο διασκεδαστικό όσο νομίζεις, άσε που κάτι δεν μου αρέσει πάνω του».
«Εμένα μια χαρά μου φάνηκε». Οπωσδήποτε το ένστικτό της, έχοντας συναντήσει κάθε καρυδιάς καρύδι στον χώρο όπου εργαζόταν, ήταν πιο ανεπτυγμένο από το δικό μου. Αδυνατούσα ωστόσο να αποβάλω τις υποψίες μου, όσο συγκεχυμένες και αν ήταν αυτές. Μήπως είχα αρχίσει να παρανοώ; Στο κάτω κάτω δεν υπήρχε τίποτα το κραυγαλέο στη συμπεριφορά του, δεν μπορούσα όμως να παραβλέψω το βλέμμα του όπως είχε χαραχτεί μέσα μου την πρώτη φορά που το αντίκρισα. Καθώς περπατούσα για να φτάσω στο μετρό στριφογύριζε στον νου μου σαν σκηνή από ταινία τρόμου. Κοντοστάθηκα σε ένα περίπτερο ρίχνοντας ένα βλέφαρο στα πρωτοσέλιδα που κρέμονταν στα μανταλάκια.
Στο σκοτάδι οι έρευνες για το φρικτό έγκλημα στο Κουκάκι. Βρέθηκε ο κορμός, αγνοείται το κεφάλι. Μανιακός και σχιζοφρενής ο δολοφόνος, έγραφε μια σκανδαλοθηρική εφημερίδα που διψούσε θα ’λεγε κανείς για ιστορίες αίματος και φρίκης ώστε ν’ ανεβάσει την κυκλοφορία της. Λίγα λεπτά αργότερα, την ξεφύλλιζα μέσα στον συρμό...

Σχόλια