Η ξαναρχή (Αλέξανδρος Αδαμόπουλος)

Τίποτ’ απ’ όλα όσα έγραφα εδώ, σ’ αυτό το γραφείο, δεν έγινε: Με τη Μαρία δεν ξανασμίξαμε ποτέ απ’ τις 13 τού Σεπτέμβρη -κοντά ένα χρόνο τώρα- κι όλα τα γράμματα που έγραφα απανωτά τόσους μήνες για τη Δάφνη, δεν τής τα έστειλα καν. Αν και βλεπόμασταν κάθε μέρα σχεδόν -και δυο φορές καμιά φορά- μέχρι να κλείσει τη ‘Σκιά’ και να φύγει από τη γειτονιά τον περασμένο μήνα, δεν αποφάσισε να έρθει σπίτι μου: Όχι εκείνο το απόγεμα που είπε· ναι έρχομαι σε λίγο, μα ποτέ. Και δεν έκανε ούτε μισό βήμα για πιο ουσιαστικό διάλογο ανάμεσά μας, αν κι έδειχνε συνέχεια ότι το θέλει πώς και τι: Περίμενε πρώτα εμένα. Κι εγώ, επειδή δεν κρυβόμουν άλλο πίσω απ’ το δάχτυλό μου και είχα καταλάβει πως έκανα πάντα ό,τι ήθελα σκηνοθετώντας μόνος τη ζωή μου, είχα αρχίσει να με φοβάμαι και δεν έκανα τίποτα πια με το σώμα μου. Βουβός, ασώματος έγινα· πνεύμα μόνο, αερικό. Την κοιτούσα μέσα στα μάτια, και με τα μάτια τής έλεγα «Πες μου· πες ό,τι θες.» Και δεν έλεγε τίποτε. Μείναμ’ έτσι όλο το χρόνο· μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, μ’ αυτή την ψόφια οικειότητα κάτω απ’ το χαλί, που λαλούσε με σιωπές και κάνα βλέμμα πού και πού, χωρίς να πει ποτέ κανείς τίποτε πάρα πάνω.
Χθες βράδυ ωστόσο, αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι μου πριν κοιμηθώ, τού μίλαγα σα να ήταν η Δάφνη. Θα μπορούσε. Και ήταν σα να ’μαστε μαζί. Φυσικά θα μπορούσε. Δεν ήταν δα πρώτη φορά· συχνά το κάνω. Ήμασταν λέει, στο εξοχικό της, σκοτάδι νύχτα, ξαπλωμένοι δυο μας. Και είχε κουρνιάσει, γυρνώντας μου την πλάτη, κολλημένη πάνω μου -γιατί είχα σώμα τώρα και δεν ήμουν αερικό- και την αγκάλιαζα όπως το μαξιλάρι. Και ήθελε, αφού ήμασταν ντυμένοι ακόμα· τώρα το δίχως άλλο, ν’ ακούσει την ιστορία που τής είχα υποσχεθεί. Γιατί φαινόταν φυσικό, έτσι πρώτη φορά στο ίδιο κρεβάτι· (δεν έχει σημασία πώς· στ’ όνειρο όλα γίνονται) γυρνώντας μου την πλάτη, κοιτώντας τον τοίχο, κουρνιασμένη πάνω στην κοιλιά και στο στέρνο μου, πριν κοιμηθεί, πριν γυρίσει, πριν μ’ αγγίξει, πριν πει κάτι άλλο· ντε και καλά ν’ αρχίσω να τής λέω, τώρα, την ιστορία που τής έταξα πριν· άντε, και πολύ το είχα αργήσει…
*
Αργά το μεσημέρι ήρθε και με πήρε απ’ το σπίτι μου, με το αυτοκίνητό της, για να έρθουμε εδώ στις Καμάρες· κάπου δυο ώρες ταξίδι, γεμάτες. Ούτε λίγο ούτε πολύ: Αρκετό πάντως για να πεις ό,τι δεν είπες ποτέ. Αξίζει το ρίσκο καμιά φορά· ακόμα κι αν κάθεσαι δίπλα της, μισή ανάσα τόπο κι είναι το μόνο εύκολο να σκεπάσεις με την παλάμη σου το γυμνό γόνατό της.
Κάνα μισάωρο πριν φτάσουμε, έχοντας μόλις καβαλήσει την κορυφή τού βουνού, πριν αρχίσει η τελική κατηφόρα προς τη θάλασσα, κάποια στιγμή -σα να ήξερε πού ακριβώς- έκοψε ταχύτητα, έβγαλε ήσυχα το αυτοκίνητο έξω απ’ τον δρόμο και το σταμάτησε λοξά σ’ ένα πυκνό ανηφορικό σύδεντρο, για να κάνουμε πιπί· καθένας κρυμμένος πίσω απ’ τα σκοίνα του. Και, καθισμένη ακόμα χάμω, μού φώναξε γελώντας, γιατί πάω στου διαόλου τη μάνα και χώνομαι στα βάτα· να με δαγκώσει κάνα φίδι τώρα που σκάει ο τζίτζικας και να τρέχουμε για ορούς μεσημεριάτικα, μέσα στο λάλαρο.
-Γιατί τ’ αγοράκια δεν δείχνουν το πουλί τους στα κορίτσια.
-Σιγά το πράμα! Αφού είπες πως κοιμάσαι πάντα γυμνός…
Ό,τι καλύτερο εκείνη τη στιγμή μια τέτοια κουβέντα· τη γύρευα συνέχεια μέρες, μήνες τώρα. Την προκαλούσα· παρακαλούσα να ’ρθει. Και τώρα· να ’την τώρα, με βαράει κατακούτελα: Έγειρε πάνω μου ο ουρανός. Ο ορίζοντας δεν ήτανε πια ίσιος και τα ξερά χορτάρια στις πατούσες μου, έτοιμα ήσαν να με φαν. Άρχισε να γυρνάει μια δίνη γύρω μου· να με ρουφήξει ολότελα στο διψασμένο χώμα. Δεν είχε πια επιστροφή: Από εδώ και ύστερα ή το χάνεις μια κι έξω το νήμα και γλιστράς στο ψέμα για πάντα, ή -μακάριος- κάνεις μισό βήμα και βλέπουμε.
-Καμιά αντίρρηση’ είπα κάνοντας ανεμπόδιστα μεταβολή μπροστά της έτσι όπως ήμουν· φυσικά, ίσα που να μην κρύβομαι προτού να κουμπωθώ. ‘Αν σ’ ενδιαφέρω όμως, πρέπει να σού πω την ιστορία του πριν.
Σκαρφάλωσε απ’ τη μέση το βλέμμα της πάνω μου κι έπιασε το δικό μου.
-Αν μ’ ενδιαφέρεις; Ναι· μ’ ενδιαφέρεις. Την ιστορία Του, όμως; Ποιανού την ιστορία;
-Τού πουλιού μου.
Γλίστρησ’ ελάχιστα το βλέμμα πάλι κάτω, μα το ανέβασε αμέσως ξανά, γελώντας.
-Τού πουλιού σου! Ναι αμέ· και βέβαια μ’ ενδιαφέρει. Αλλά γιατί την ιστορία Του·
και όχι τη δική σου ιστορία;
-Γιατί, αν θέλεις να μιλάμε αληθινά· -αν καταφέρω να λέω αλήθειες από εδώ και πέρα, και μπορείς κι εσύ ν’ ακούς- αυτός είν’ ο απλούστερος· ο μόνος τρόπος, για να μην ξεφύγω και ν’ αρχίσω ν’ αραδιάζω ψέματα πάλι με τη σέσουλα.
-Μπα! Δεν το ’χα σκεφτεί ποτέ μου αυτό.
-Ούτ’ εγώ. Τώρα μού ήρθε· που έκανα πιπί μες στα σκοίνα, και ήθελα πολύ κάτι να μού πεις.
-Τι να σού πω;
-Ξέρω ’γω; Κάτι· ό,τι να ’ναι.
-Ωραία· για λέγε την ιστορία Του λοιπόν!
-Δεν γίνετ’ έτσι. Θέλω ώρες, μέρες για να στην πω· όρεξη να ’χεις. Οδήγα τώρα να φτάσουμε, και τα λέμε το βράδυ.
*
Και το βράδυ, έπεσε στο κρεβάτι δίπλα μου, κούρνιασε με την πλάτη μες στην αγκαλιά μου, έγινε μαξιλάρι, που τ’ ονόμασα Δάφνη και το αγκάλιασα σα να ’ταν η πλάτη της. Ανάσαινα ήσυχα πίσω απ’ το σβέρκο της.
-Δεν πρόκειται να κάνω τίποτ’ άλλο τώρα. Εσύ μ’ έφερες εδώ. Μ’ αρέσει έτσι που σ’ αγκαλιάζω, είναι φυσικό. Αν όμως σ’ ενοχλεί, πες μου να γυρίσω απ’ την άλλη μεριά.’
-Δεν μ’ ενοχλεί, μ’ αρέσει. Έχεις ωραία δάχτυλα· για πες...’ είπε και κούμπωσε πιο σφιχτά το κατωκόρμι της επάνω στην κοιλιά μου.
Κι εγώ, χθες βράδυ, μόνος στο κρεβάτι· αγκαλιά με το μαξιλάρι μου που το έλεγα Δάφνη, γερμένος στην πλάτη της, ανάσαινα πάνω στο σβέρκο της κι άρχισα να τής λέω, για εκείνη την τρομαχτική στιγμή.
-Ποια στιγμή;
-Αυτή που ζούμε τώρα.
Και μού δάγκωσε ελάχιστα, σα νιογέννητο γατί, ένα δάχτυλο. Και μού είχε κοπεί η ανάσα, κι όμως ανάσαινα.
-Ποιά στιγμή;
-Αυτή… εκείνη… Τότε…
-Ποια; Πότε;
-Δεν είναι μία μόνη της· είναι δυο μαζί, τρεις, εκατό, χίλιες, άπειρες· όλες μαζί. Όλ’ η ζωή μαζί. Όλα ένα· αξεδιάλυτα ένα: Αρχή και τέλος και ξαναρχή. Ρέμα, σταθμός και ποταμός. Και ρει και δεν ρει, κι όχι, και ναι, και πάλι αρχή και πάλι τέλος. Στο τέλος· πάντα τέλος: Για καινούργια αρχή· ξαναρχή με χαρά και με λύπη, μ’ ανάσα και νέκρα και θέλω, δεν θέλω. Ξαναρχή και θέλω· πάντα θέλω, πάντα...
-Δεν καταλαβαίνω...
-Πού να καταλάβεις· αφού δεν σού είπα την ιστορία του. Ούτε τη δικιά μου ιστορία σού είπα.’
-Ε πες…
  Κι έλεγα χωρίς να λέω, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας το αδράχτι· με κλωστές, με ξέφτια ρέστα και κουρέλια, με σιωπές, με παύσεις, με πληγές και ράμματα, μ’ ερείπια, με χαλάσματα, μα ούτ’ ένα ψέμα· τίποτε φτιαχτό. Λέγοντας αλήθειες μόνο - στο φάντασμά της· στο μαξιλάρι, πού αλλού;- όσο να θολώσω ολότελα, βαρύς απ’ τη νύστα, να γυρίσω ανάσκελα και να με πάρει ο ύπνος, αγκαλιά με το μαξιλάρι· μόνος με το φάντασμά μου, σα νεκρός Φαραώ.
©Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ‘Ο Αδάμ και το μήλο’, οδός Πανός

Σχόλια