Χρόνος : ένα παλιό παραμύθι (Του Χριστόφορου Τριάντη)

Ένα παλιό παραμύθι είναι ο χρόνος , αφημένο στο συρτάρι του φθαρμένου κομοδίνου (δίπλα σου). Κι ο μύθος του (μικρός ή μεγάλος) κάπως καλά αρχινημένος (ισχύει για πολύ κόσμο αυτή η αξιωματική πρόταση). Μα έπειτα (και σύντομα) γίνεται αποκλειστικό δρομολόγιο προς την ισόβια απαξίωση και τη θλίψη.
Παρεμβαίνουν και επεισόδια κωμικοτραγικά (τα περισσότερα άνευ σημασίας) στη σκολιά οδό. Κι όσα από αυτά έχουν μια κάποια δυναμική ή είναι απλώς υποφερτά, εξαϋλώνονται ευθύς, χάνονται από τις κιτρινισμένες σελίδες (εντός και εκτός του παραμυθιού). Υπάρχουν βέβαια και στοιχεία άξια καταγραφής (συνθήκες με τη μνήμη), όπως π.χ. μια γιορτή (ή πολλές), για το πρωτόγνωρο και πρωτοφανέρωτο τού θεάματος. Τα παιδικά μάτια να κοιτούν στροβιλίζουσες φλόγες πάνω σε τραπέζια και άγιες τράπεζες. Απλοί συνειρμοί για ό,τι αξιοσημείωτο πρόκειται ν’ ακολουθήσει, κατά τ’ ανθρώπινα μέτρα. Κυρίως, ως ενθύμηση όλων των πραγμάτων που σχεδιάζονται στο νου για να πραγματοποιηθούν και μεταμορφώνονται, σχετικά νωρίς, σε στρεβλά και ημιτελή κομμάτια ενός αποτυχημένου -χρωματικά και θεματολογικά- πίνακα. Προσδιορισμένα και δύσκολα, αγκομαχούν σε χωράφια και πολίχνες, και μεταβάλλονται σε συμπλέγματα ψυχής και σώματος (έχουν συγκεκριμένο και καθοριστικό ρόλο στον χρόνο).
Επειδή όμως, γρήγορα ξεχνιούνται οι οδικές φωταψίες, χωμένες σε οστεοφυλάκια και μνημεία, χρειάζονται κι άλλες εικόνες και λέξεις, για να συμπληρώνεται η οδός προς το τέλος ή την αρχή (επαναληπτικά). Διότι οι νευρώσεις και οι ακυρώσεις είναι τόσες πολλές που αναγκαστικά αξίζουν να τοιχοκολληθούν (ως κειμήλια) και εκεί να παραμείνουν, μέχρι να κτιστεί ένας άλλος σηματοδότης τοίχος.
Εσύ, σε ρόλο πάσχοντος, μετράς τα δευτερόλεπτα του καθορισμού ή όποιας άλλης ονοματοθεσίας προστίθεται στην προσωπική ιστορία – παραμύθι, (αφιερώσεις στην αλαλία μπροστά στο τίποτα). Είναι άλλωστε επιεικώς χρειαζούμενο να υπάρχει κάτι στον τοίχο της ύπαρξης, οτιδήποτε –μεταφορικά- πτητικό. Κάθε τοίχος έχει να προσφέρει στην εξέλιξη τού παραμυθιού, λίγο πριν ακυρωθούν χρονικά οι πλείστες τόσες μέρες (ίδιες και απαράλλαχτες με τις πρώτες της ενηλικίωσης και στη συνέχεια, της ωριμότητας).
Αλλά στους προσωπικούς λογαριασμούς απαγορεύεται να εμφιλοχωρούν ονειρικά τερτίπια, δηλαδή εικόνες όπως : πουλιά να πετούν και να σε παρασύρουν σε μακρινά ταξίδια. Όμως κάπου εκεί (σχεδόν νομοτελειακά), παύει η απόπειρα να πετάξεις και να φύγεις. Ξανά εισέρχονται επί των βημάτων (και των στοχασμών), πλήθος βροχερών ημερών και νυχτών, συναλλαγές μυστικές με τις μεσημεριανές ώρες, ζωγραφισμένες με αίμα. Ένα άλλο αίμα, προϋπόθεση αναγέννησης πατρικών ή άλλων προπατορικών δηλώσεων, «συνδεδεμένο» με μια ακτινοβολούσα σελήνη ή μ’ ένα κομμάτι της (αφημένο στην αυλή του πατρικού). Είναι απαραίτητη και η ποιητική χροιά της χρονικής εκτίμησης , αλλιώς χάνεται οριστικά ο σκοπός της ζωής. Ναι, υφίσταται ένας σκοπός (άδηλος) σε κάθε μικρή ή μεγάλη εκδήλωση, προνόμιο αξιοπρεπούς παύσης ελπίδων και επιθυμιών, άνευ συζητήσεων και ικεσιών. Ιδιαίτερα, αν εκεί, στο κέντρο της σκοποθεσίας, δεν μοιράζονται πια χιλιοειπωμένες υποσχέσεις, έτοιμες να μπερδεύουν όλη τη στοχαστική συναλλαγή με τον εχθρό εαυτό μας, και να την ξαναφέρνουν πίσω στην αρχή (θεατρικά και κωμικοτραγικά).
Με λίγα λόγια, στο συρτάρι υπάρχει ένα παλιό παραμύθι, όπου εσύ, ως κεντρικός ήρωας, κάθεσαι δίπλα σ’ ένα κιτς φωτιστικό, για να διαβάσεις τη δική σου ιστορία, δίχως αυτήν τη φόρα, καμία μα καμία γοητεία. Όλα, μα όλα, εξαντλούνται από την πραγματικότητα, τις κινήσεις της. Μικρά επεισόδια υπάρχουν: ένα σκούντημα στο πονεμένο πόδι ή ένα χάδι στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο. Κυρίως για να γίνει αποδεκτή η επισήμανση : το τέλος του μύθου ή αυτού που επρόκειτο να γίνει κάτι σαν μύθος. Ενίοτε δικαιώνεσαι στο παιχνίδι (σπάνια), από λανθασμένο υπολογισμό που κάνουν οι άλλοι. Η μετριότητά τους αποτελεί και τη ήττα τους, δεν την αντιλαμβάνονται όμως, τη θεωρούν ως σημαίνουσα παρουσία στον οργανωμένο κόσμο. Και η ψυχολογική ερμηνεία : υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων της σάρκας (φάγωμεν, πίωμεν, αύριον γάρ αποθνήσκομεν) και του νου (του κοινού νου). Μα πάντα κυριαρχεί η νεότητα, δίχως φκιασίδια και με τη βοήθεια της τύχης (λόγια μεγάλων εραστών αυτά). Αλλά και πάλι, κάπως ενάντια στους κανόνες του αιώνιου, εξαντλείται σχετικά εύκολα σε παιχνιδάκια και διάφορες ανώμαλες καταβασίες, πασαλειμμένες με χρώματα και σκοτωμένες πυγολαμπίδες. Για τους τυχερούς της δεύτερης ευκαιρίας, δίνεται η δυνατότητα ν’ ακολουθήσουν τις αυλακιές με τα αρχαία οστά και ερείπια. Απλά, τέτοιες διαδρομές δεν ενδιαφέρουν κανέναν, ούτε καν όλους όσοι ισχυρίζονται ότι αγαπούν το φως. Γίνονται κι αυτοί ένα λησμονημένο κομμάτι σκόνης στον δρόμο (μακρύς ο δρόμος ή ο προορισμός, κατά τον Κάφκα).
Κι ως επίρρωση, έρχονται ένας σωρός φθηνοποσίες και διάφοροι άλλοι σχηματισμοί, από ψέματα, ληγμένες ηδονές και μικροενθουσιασμούς (λόγω νεότητας και ταξικής παραδοχής). Συμπληρώνουν τους επιθανάτιους ρόγχους και το συντακτικό. Συνονθύλευμα εμπειριών, βαφτισμένων ως κρίσιμα μέτρα για κανονική ζωή και ευτυχία, πρωτίστως εκείνη που σε οδηγεί ολοταχώς, στην ανυπαρξία
Άτυπα, δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς, στο εσωτερικό του χρόνου ενυπάρχουν όλες οι ανθρώπινες εκδηλώσεις, αλλά πάραυτα και σχεδόν συνειρμικά, η ροή τους αποδυναμώνεται και χάνεται. Μπροστά στην ευθεία γραμμή (στην αόρατη α-νόητη γραμμή ) βρίσκονται κάθε μέρα νέα επεισόδια εκατομμυρίων προσώπων μέσα στις ίδιες πάντα συντεταγμένες. Εικόνες και λέξεις, υβρεολόγια, ευχολόγια, διαψεύσεις και επικυρώσεις, ντυμένες με αρώματα και μυρωδιές, και τα σάβανα της τελικής παρακμής και πτώσης, άτεχνα κι αζωγράφιστα.
Υπερτονίζονται – χαροποιώντας – τους συμμετέχοντες, ένα σωρό τελετές και επιτυχίες (οι αποτυχίες αποσιωπώνται λόγω εγωισμού και προσωπολατρίας). Κυρίως, όσες αφορούν επιτυχημένα επαγγέλματα, παιδιά, εγγόνια, ωραίους και αποτυχημένους γάμους και συνευρέσεις (λειψές κι ολοκληρωμένες), αγορές και πωλήσεις πραγμάτων και ψυχών (ηδονική κατάσταση η δύναμη πάνω στον άλλον). Ό,τι τέλος πάντων πουλάς και αγοράζεις ακριβά, αξίζει να ενταχθεί στις καλένδες, μήπως και δώσει νόημα στη διαδικασία της αναπνοής. Κι όλο αυτό το χρονικό μακελειό είναι βέβαιο ότι δεν αφορά φτωχούς και απόκληρους. Εδώ δεν χρειάζεται καμιά ψηλάφηση και συγκατάβαση προς τις προδιαγραφές του χρόνου, αρκεί να έχουν λίγα χρήματα για να πίνουν, να μεθούν και να βρίζουν τα απογεύματα της Κυριακής : μοίρες και θεούς της μπάλας.
Οι άλλοι, οι κυνηγοί εμπειριών και τελετών, ταξιδιών και άλλων δανεικών ιστορικών μοντέλων, είναι οι αρνητές του χρόνου. Ετούτοι πασχίζουν περισσότερο με τα δευτερόλεπτα και τις προκρούστειες λογικές, σαν πλησιάζουν τα γηρατειά, οι διαψεύσεις και οι ασθένειες. Τότε μόνο αντιλαμβάνονται ότι δεν μπορούν να αλλάξουν κατοικίες και ταπετσαρίες, και να πάρουν καινούργιες, ούτε να αλλάξουν εραστές κι ερωμένες, ούτε να τρέξουν στις ορκωμοσίες και στους γάμους τέκνων και παράτεκνων (υπάρχει ένας κορεσμός και μια επανάληψη), σώζοντας έτσι το γελοίο , και τις όποιες προτάσεις σχηματίζονται με κατηγορούμενα (αποτελέσματα του συντακτικού).«Είμαστε χαρούμενοι ή υπήρξαμε για κάποιες ώρες ευτυχισμένοι, είμαστε τακτοποιημένοι (σύνταξη και εφάπαξ), είμαστε ζωντανοί κι οι άλλοι πεθαίνουν, είναι τα παιδιά μας γερά, είναι οι καταθέσεις μας εύρωστες». Φτωχό τέλος για παραμύθι, αλλά τέλος.

Σχόλια