Την άξιζε την θέση (Α μέρος) (Του Δημήτρη Πλιάκα)

Κοίταξε από το παράθυρο του καθιστικού, τον όμορφο, περιποιημένο κήπο. Κατευθυνόμενος στο σαλόνι στάθηκε στο μικρό τραπεζάκι, ξαναγεμίζοντας ουίσκι το ποτήρι του.
Ότι είχαν φύγει οι συνεργάτες του και αυτός θα κοιτούσε πάλι τα σημαντικότερα σημεία της αυριανής ομιλίας του. - Αύριο! Αύριο, έρχεται η μεγάλη στιγμή μου!
Αύριο, θα ήταν η "δικαίωση" του. Όχι, πώς είχε αδικηθεί από την πορεία της ζωής του. Ίσα ίσα οι προσπάθειες και η προσφορά του στην παράταξη, είχαν αναγνωριστεί από τον μεγάλο αρχηγό, του οποίου η καρέκλα, στο κλειστό γήπεδο που θα διεξαγόταν το συνέδριο, θα έμενε κενή.
Ένιωθε ευγνωμοσύνη και σεβασμό για τον μεγάλο απόντα, σκεπτόμενος παράλληλα πως: - "Δεν υπάρχει κανείς ικανότερος για να συνεχίσει την πολιτική και το έργο του".
Ξανακοίταξε τις σημειώσεις του, προσπαθώντας να συγκεντρωθεί. Δεν ήταν από τους εκείνους που νοσταλγούν, ούτε από αυτούς που κάνουν απολογισμούς. Όμως απόψε, του έρχονταν κάθε λίγο στον νου, αναμνήσεις.
Ήταν δεκαεννιά, όταν άφησε την πόλη του για σπουδές στην Γερμανία. Μπορεί η πατρική επιχείρηση να ήταν "στρωμένη", αλλά δεν του ταίριαζε. Ούτε η ζωή στα περίχωρα της Φρανκφούρτης ήταν εύκολη. Χρειάζονταν να πλένει πιάτα και να σερβίρει. Του άρεσε περισσότερο όμως από την ζωή στην Ελλάδα.
Ένας άγνωστος φοιτητής, μέσα στις αναρίθμητες μάζες Γερμανών τραπεζιτών, Γάλλων εμπόρων, Αμερικανών τουριστών, Ελλήνων εργατών, Ιταλών τεχνιτών, Τούρκων μαγείρων. Διασχίζοντας τους δρόμους της μεγαλούπολης, με τις ευκαιρίες, να σε περιμένουν στο επόμενη διασταύρωση. Βέβαια, η δική του ευκαιρία άργησε κάπως.
Έγειρε προς τα πίσω στην πολυθρόνα, προσπαθώντας να "ξεπιαστεί".
Θυμήθηκε το πρώτο του διαμέρισμα με την Γερμανίδα σύζυγό του, που γνώρισε καλεσμένος, σε μια τοπική γιορτή, ενός προαστίου της Κολωνίας. Η δουλειά στην τεχνική εταιρεία, ήταν καλή. Μπορεί να μην του έδινε μεγάλες δυνατότητες εξέλιξης, αλλά του άφηνε χρόνο για την οικογένεια του. Του άρεσε κάθε Σάββατο απόγευμα να καθαρίζει το μικρό αυτοκίνητο που είχε αγοράσει, με την γυναίκα του να ετοιμάζει σάντουιτς και την μικρή κόρη του να τριγυρνάει γύρω από το αμάξι.
Είχε σχεδόν αποδεχτεί την πορεία της ζωής του στην Γερμανία. Εξάλλου, η επιστροφή στη Ελλάδα φάνταζε μακρινή.
Το στρατιωτικό καθεστώς, του "έφραζε" τον δρόμο.
Εξαιτίας της Χούντας άρχισε να ξανασυναντά τους Έλληνες της περιοχής του, με τους οποίους είχε ξεκόψει, αφού δεν άντεχε την μουρμούρα και την νοσταλγία των περισσότερων.
Σε μια από τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις, γνώρισε τον άνθρωπο που του άλλαξε την ζωή.
Σηκώθηκε από την πολυθρόνα για να βάλει ένα ακόμη ποτήρι ουίσκι, ένα τελευταίο απολογούμενος στο εαυτό του, φέρνοντας εκείνη την εικόνα στο μυαλό του:
Ψηλός, ευθυτενής, φορώντας λευκό πουκάμισο και μαύρο δερμάτινο και παντελόνι, όρθιος πάνω από το μικρόφωνο να μιλάει με λογική αλλά και πάθος για το δράμα της πατρίδας.
Εντυπωσιάστηκε. Μετά το τέλος της εκδήλωσης, πλησίασε προς το μέρος του ομιλητή. Δίνοντας μερικές σμπρωξιές, έφτασε δίπλα του. Εκείνος, σταματώντας την κουβέντα του με άλλους δύο τρεις δίπλα του, γύρισε προς σε εκείνον: κοιτάζοντας τον με ευγένεια και σιγουριά, του έδωσε το χέρι του. Η χειραψία τον "μαγνήτισε". Η αύρα του ανθρώπου απέναντι του, τον είχε εντυπωσιάσει.
Δεν χρειάζονταν παραπάνω χρόνο για να το αντιληφθεί.
Είχε γίνει ένας από τους δικούς του. Μόνο που έπρεπε να είναι ο καλύτερος.

Σχόλια