H τρύπα μέσα στο μηδέν (Γιώργος-Νεκτάριος Παναγιωτίδης)

“Life is more Than just the games you’re playing” TFK, “Last words”
1.
Όταν ο Βασίλης Λινός βρέθηκε στο συνοικιακό μπαράκι «Troller» εκείνο το βράδυ της Κυριακής, 30 Οκτώβρη του 2022, δεν το σκέφτηκε πάνω από μερικά λεπτά. Όπως τα περισσότερα πράγματα.
Είχε κλείσει τα 30 πριν 11 μέρες. Εκείνη η περιοχή ήταν η παλιά του γειτονιά. Γιατί να μην πήγαινε μόνος του να πιει ένα ποτό; Ίσως έβλεπε κάποιο παλιό γνώριμο. Ίσως η «τύχη» να τον ευνοούσε με άλλους τρόπους…
Καθώς άφηνε το αμάξι και πήγαινε να πιάσει τραπέζι, του ήρθαν στο νου στιγμές, λεπτομέρειες από την παραμονή του σε αυτή τη γειτονιά στη βορειοανατολική Αθήνα. Στην πραγματικότητα, ήταν μια μη-γειτονιά. Όπως είχε πει κάποτε ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, από τη συμπεριφορά του περαστικού στο δρόμο, μπορώ να πληροφορηθώ καλύτερα από την κάθε εφημερίδα ποιοι είμαστε, πού πάμε. Εδώ λοιπόν κανείς δε χαιρετούσε σχεδόν κανένα στο δρόμο ή καθήμενους σε καφετέριες ή σε παγκάκια. Αν άφηνες πεζό να περάσει στη διάβαση, αυθωρεί και παραχρήμα σε προγκούσαν και σε βρίζαν οι συνοδηγοί από πίσω. Επίσης, όλοι σχεδόν οι άνω των 50 μοιάζαν μόνιμα στραβομουριασμένοι, μουτρωμένοι. Μια φορά, ένα κοριτσάκι από φτωχή οικογένεια είχε αφεθεί να πεθάνει μέσα στη γειτονιά, επειδή κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για το ότι ήταν πεσμένο εκεί μια ολόκληρη μέρα. Κάποιος το είχε μετακινήσει –περισσότερο από σιχασιά- με το παπούτσι του και έτσι διαπιστώθηκε ο θάνατος. Στη γειτονιά υπήρχε και ένα μεγάλο φυλλοβόλο δέντρο. Ο Βασίλης είχε δει τότε το φαινόμενο, κάπου εκεί τον Απρίλιο-Μάιο του 2008, οι περαστικοί να χαμογελάνε –έστω κι αν το χαμόγελο αυτό ήταν εντελώς άψυχο ή γκροτέσκο- καθώς έβλεπαν το δέντρο αυτό: μόνοι τους και στραμμένοι προς το δέντρο. Πριν κλείσει, εκεί δίπλα λειτουργούσε ένα περίπτερο και ο Βασίλης παρατηρούσε από κει το γεγονός. Ήταν τότε που του μίλησε πρώτη φορά ένας τύπος μυστήριος. Ένας τύπος με μακρύτερα μαλλιά και μούσια, μελαχρινός, ξερακιανός, αρκετά μελαμψός, που έκανε για μέση ηλικία, κάπου στα 60-65. Του είπε τότε με τόνο που δεν ξέχασε: «φίλε, όλους εδώ πέρα μας έχει φάει η χοντροπετσιά. Χαζογελάνε με το δέντρο, επειδή δεν ξυπνάνε: δεν αλλάζουν μυαλά». Αυτή η φράση τότε του είχε κάνει τρομερή εντύπωση. Ο τύπος αυτός, που τον λέγανε Διονύση, φημολογούνταν ότι έμενε κάπου στη γειτονιά: κάποιοι λέγαν σε ένα παράπηγμα, άλλοι σ’ ένα εγκαταλειμμένο. Εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν κατά βούληση και όλοι είχαν τις φήμες τους για αυτόν.
Αυτά τότε. Τώρα, όλα αυτά είχαν χάσει το ενδιαφέρον τους για το Βασίλη. Ήταν καλά στην υγεία του, ζούσε καλά. Αυτά του έφταναν. Όλα τα άλλα δεν είχαν καμιά αξία παρά να κάνει καμιά πλάκα και να ξεφεύγει απ’ τη ρουτίνα. Και τέτοιοι τύποι, περίεργοι, αλαφροΐσκιωτοι, παρίες, ήταν για γέλια… ή για λύπηση.
2.
Όλα αυτά πέρασαν σαν σε κινηματογραφικό τρέιλερ πίσω από τα μάτια του, πριν ακριβώς φτάσει στο Troller, που ήταν ένα απ’ τα κλασικά μπαράκια που παίζουν τα βράδια δυνατά μουσική beat, ποπ, R‘n’B με συνοδεία φωτορυθμικών: παλιότερα Lady Gaga και “Bad romance”, τώρα Miley Cyrus, Cardi B. Χαμογέλασε όταν θυμήθηκε ότι διάβασε στο Ίντερνετ ότι το πρόσφατο χιτ της τελευταίας προωθούσε τη «γυναικεία ενδυνάμωση». Ήταν τραπεζοϋπάλληλος, με μεταπτυχιακό από οικονομική σχολή. Ήξερε πώς λειτουργούσαν όλα αυτά: έτσι είναι, γιατί έτσι πάει.
Ήταν ήδη 00.15, όταν ζήτησε ένα δεύτερο ποτό. Η βραδιά είχε κυλήσει πιο βαρετά από ό,τι περίμενε. Καθόταν σε ένα τραπέζι μακριά από το μπαρ, όταν πρόσεξε μια γνώριμη φυσιογνωμία στην άλλη μεριά. Ήταν μια κοπέλα που ήξερε από τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών που πήγαιναν μαζί τότε, πριν 15 χρόνια, η Πετρούλα. Ήταν μόνη της. Πήγε ο ίδιος και της έπιασε κουβέντα.
-Γεια σου, Βασίλη, τι κάνεις; Πώς από δω;
-Ε, είπα να γυρίσω λίγο στα παλιά κι εγώ.
-Ε, να κι εγώ είπα να πιω ένα ποτό στη μόνιμη γειτονιά. Περιμένω και μια φίλη, που έχει γενέθλια σήμερα.
Γέλασαν. Ο Βασίλης θυμήθηκε ότι παλιότερα η Πετρούλα του είχε κάνει εμφανή προσέγγιση- «μπάσιμο», όπως το έλεγε με αλαζονική υπερβολή κατόπιν στα φιλαράκια του, κλείνοντας με νόημα το μάτι και γελώντας. Όμως, τώρα εκείνη είχε –όπως κι αυτός- αλλάξει. Μίλησαν για μερικά λεπτά. Είδε μια λάμψη στο βλέμμα της. Του φάνηκε παρόμοια με τότε.
Χαμογελούσαν κάπως αμήχανα. Η Πετρούλα ήταν μόνη, όπως κι ο ίδιος. Εκείνος σούφρωσε τα χείλη και της απηύθηνε ένα νεύμα και μια αυτάρεσκη γκριμάτσα στο πρόσωπο.
-Τι λες, πάμε;
Το πρόσωπο της κοπέλας ξαφνικά πάγωσε. Στη συνέχεια, συσπάστηκε σε μια έκφραση πηγαίας αγανάκτησης.
-Βασίλη, τι κάθεσαι και μου λες; Σου είπα ότι περίμενα μια φίλη. Δεν ήρθα να σου μιλήσω για… ο,τιδήποτε άλλο. Για τι είδος με νομίζεις; Εκείνος δεν πείστηκε. Συνέχισε με το ίδιο ακριβώς ύφος στο πρόσωπό του.
-Έλα, αφού ξέρουμε κι οι δύο τι γίνεται, είπε και της έκλεισε το μάτι. Θα περάσουμε καλά μαζί, κατέληξε και θυμήθηκε την κοροϊδία που έριχναν στη «χοντρούλα» τότε, πίσω από την πλάτη της. Ευτυχώς είχε χάσει κιλά.
-Το ξέρεις ότι φέρεσαι σαν… σαν τρικόπανος; Ειλικρινά, δε μας αδειάζεις τη γωνιά από δω πέρα; κατέληξε και γύρισε από την άλλη. Εκείνος το ένιωσε αυτοστιγμεί, αλλά το απώθησε στο βάθος, μαζί με τ’ άλλα: δεν υποκρινόταν. Είχε δίκιο. Ήταν αυθεντική αγανάκτηση. Όμως, δε θα καθόταν αυτός να το υποστεί αυτό. Πήρε το παλτό του και βγήκε έξω. Εκεί τον φύσηξε ένας ψυχρός αέρας που τον αφύπνιζε σωματικά απ’ άκρο σ’ άκρο. Από το στόμα του έβγαιναν βρισιές και έκανε κινήσεις που δεν έλεγχε. Για μερικές στιγμές, έπιασε το κεφάλι του. Η χαζή ιστορία αυτή με το αποτυχημένο γύπινγκ τελικά τον είχε πειράξει περισσότερο από ό,τι ήθελε να παραδεχτεί.
Δεν πήγε στο αμάξι. Αποφάσισε, κάπου στο βάθος του υποσυνειδήτου, να πάει προς εκείνο το δέντρο που υπήρχε στην παλιά του γειτονιά και τώρα ήταν δυο δρόμους πιο κάτω. Θα έβλεπε αν υπήρχε ακόμα.
3.
Είχε βγει από το μπαρ, που ήταν σε ένα παράδρομο, σχεδόν παραπατώντας. Στράφηκε αριστερά, περπάτησε ευθεία κάπου πάνω στο κράσπεδο, και βγήκε σε ένα μεγαλύτερο δρόμο. Τώρα κοίταξε αριστερά, προς το σηματοδότη. Η διαφορά ήταν εντυπωσιακή: ήταν εντελώς, εντελώς ερημικά. Το φανάρι έσβυνε και άναβε μόνο του, δίχως να ρυθμίζει την κυκλοφορία.
Έστριψε στο δρόμο προς τα δεξιά του σηματοδότη, όπου θυμόταν πως ήταν το δέντρο. Κοίταξε πέρα στον ορίζοντα: φαιό, γκρίζο της πόλης και σκούρο, μαύρο της νύχτας. Η διαστροφή του μικροκλίματος της πόλης έφευγε όταν ο ήλιος «πνιγόταν στο αίμα του»: μετά τη δύση, η πόλη διαπνεόταν από ψυχρές αύρες, που θύμιζαν τους παλιούς Οκτώβρηδες, αυτούς που μοιάζαν περασμένοι για πάντα.
Κοίταξε στην πινακίδα του δρόμου, που ανέγραφε Μανδηλαρά, και στη συνέχεια στο πεζοδρόμιο. Δεν υπήρχε πουθενά τίποτα. Το παλιό δέντρο ήταν άφαντο. Παντού ο χώρος ήταν τσιμενταρισμένος, με αυτές τις ομοιόμορφα, καρτεσιανά τοποθετημένες πλάκες πεζοδρομίου. Αν υπήρχαν έργα οδοποιΐας, είχαν γίνει χρόνια πριν. Δεν υπήρχαν ίχνη τους πουθενά.
Πίεσε, χτύπησε την παλάμη στο κεφάλι του και σφάλισε τα μάτια με δύναμη. Πίεσε τα μάτια με τα δάχτυλά του προς τα μέσα. Τι θά’ κανε τώρα; Κοίταξε το δρόμο από άκρου σ’ άκρο, ανάστατος, σχεδόν ζαλισμένος. Σα να τον είχε τσιμπήσει ένα επώδυνο κεντρί. Ένα κεντρί που του είχε φέρει ένα πόνο που απλωνόταν αόριστα σε όλο το σώμα. Και που δε θα ησύχαζε εάν δεν… εάν δεν άκουγε κάτι. Κάτι άλλο από τα συνηθισμένα. Κάτι εντελώς άλλο. Προσπάθησε να προσανατολιστεί: πέρα στα δεξιά, ένα κτίριο, και ένας κυκλικός κόμβος. Πίσω αριστερά του, το μπαράκι. Μπροστά… …πέρα μπροστά υπήρχε ένας δρόμος, όπου τώρα μόλις έβλεπε, αναρριγώντας, να διαγράφεται μια φιγούρα. Η ανθρώπινη αυτή φιγούρα φαινόταν να έχει μαλλιά μέσου μήκους, να στέκεται και να κοιτάζει προς το μέρος του. Λες να ήταν ο τύπος που ζούσε τότε στη γειτονιά, ο Διονύσης; Αλλά πώς..; Είχαν περάσει 15 χρόνια από τότε…
Όσο τα σκεφτόταν αυτά, η φιγούρα έστρεψε προς τα δεξιά και εξαφανίστηκε από το πεδίο όρασής του.
4.
Ήταν κάτι εκτός χαρακτήρα για αυτόν. Χωρίς καν να το σκεφτεί, διέσχισε τον άδειο δρόμο και μπήκε στο δρομάκι όπου τον είδε. Τι ζητούσε εκεί; Τι περίμενε να βρει;
Βρέθηκε στο μέρος όπου πριν φαινόταν να στέκεται, όταν θυμήθηκε ότι σε αυτή την περιοχή της γειτονιάς του –μια περιοχή κακόφημη και αχαρτογράφητη- λέγαν κάποιοι πως μένει εκείνος.
Είχε στα αριστερά του μια πολυκατοικία και στα δεξιά του μια τσιμενταρισμένη αριστερή πλευρά μιας μονοκατοικίας, που όμως απέκρυβε τα πάντα πέρα απ’ αυτή. Την πέρασε μ’ ένα διασκελισμό, έστρεψε προς τα δεξιά. Το πιο εύλογο ήταν να έχει πάει εκείνος προς τα εκεί. Δύο φανοστάτες με έντονο φως φώτιζαν την αρχή αυτού του νέου δρομίσκου. Πιο πέρα μπροστά, δε διέκρινες τίποτα καθαρά. Έκανε ακόμη 10 βήματα.
Εκεί, αφού διέσχισε την περιοχή αυτή με ταχύ βηματισμό, ο δρόμος συνεχιζόταν προς τ’ αριστερά με φανούς παρόμοιας –εκτυφλωτικής- έντασης. Στα δεξιά, ο δρόμος ήταν φραγμένος από μονοκατοικίες που ήταν παραταγμένες σειριακά.
Αισθάνθηκε χαμένος. Έβαλε το πρόσωπό στα χέρια του και πίεσε με νευρική ένταση στο πρόσωπο και τα ζυγωματικά του, όταν άκουσε κάτι σαν μια κίνηση σε χόρτα ή σε ένα θάμνο.
Στράφηκε μπροστά, όταν διέκρινε κάτι. Μπροστά του, μέσα σε κάτι σαν πολύ πηχτή αχνοφεγγιά που την καθιστούσε δυσδιάκριτη, ήταν μια… σιδερένια πόρτα. Μια πύλη. Έβαλε τις παλάμες του εκατέρωθεν των ματιών του, όταν τελικά το διέκρινε: ήταν ένα πολύ, πολύ παράξενο –και φυσικά άγνωστο στον ίδιο- κοιμητήριο…
5.
Πέρασε τη δίφυλλη πύλη σιωπηρά, άηχα, σα να υπνοβατούσε. Κοίταξε τριγύρω και πάνω. Ένα θέαμα πρωτόφαντο, ανεπανάληπτο: το πράσινο των ψηλών δέντρων είχε διαχυθεί στο μαύρο της νύχτας. Πράσινο και μαύρο, όπως η μούχλα, αλλά και τα ήσυχα, βαθιά δάση. Καμία τεχνητή πηγή φωτός δε φώτιζε εδώ. Μόνο το φεγγαρόφωτο έβαφε απαλά και κρυπτικά τον περίγυρο.
Γιατί είχε βρεθεί εκεί; Τι ζητούσε να βρει;
Ο σοφός της γειτονιάς πρέπει να ήταν πλέον περίπου 80. Αν ζούσε…
Τις σκέψεις διέκοψε ένα θρόισμα στα χόρτα από τα νώτα του. Στιγμιαία ανέβλεψε προς τα πίσω. Τώρα ήταν πολύ αργά για οπισθοδρόμηση. Προσπάθησε να σκεφτεί καθαρά. Είχε καταλάβει πως ήταν σε ένα κύριο διάδρομο από χώμα. Μέσα στο αμυδρό φως, πρόσεξε εκατέρωθεν τις κορυφές των κυπαρισσιών. Έναν πρώτο και μετά ένα δεύτερο πέτρινο σταυρό. Τι ήταν αυτό το κοιμητήριο; Δεν έμοιαζε με όσα είχε δει ως τότε. Μέσα σε μια αχνή μαρμαρυγή του φεγγαρόφωτου, είδε μια ταφόπλακα στα δεξιά μια ημερομηνία: 03.01.1902. Και άλλη μία διπλανή: 02.07.1942. Οι ημερομηνίες ήταν πολύ παλιές. Άρα το κοιμητήριο ήταν εγκαταλειμμένο; Ίσως για αυτό δεν είχε ακούσει ποτέ γι… Η σκέψη του διακόπηκε εκ νέου από έναν ήχο. Αυτή τη φορά ήταν ένας ήχος επαναλαμβανόμενος. Ένα απαλό χτύπημα, ένα ανάκρουσμα. Η έντασή του αυξανόταν για λίγο πριν πέσει σχεδόν στο όριο του κατωφλιού ακουστότητας.
Ο ήχος ερχόταν από πέρα μπροστά. Kοίταξε προς τα εκεί: ο χωμάτινος δρόμος διακλαδιζόταν στα τρία. Στο σημείο διακλάδωσης, το τρίστρατο, υπήρχε ένα εκκλησάκι. Μέσα στο κρύο, άτονο φως, φάνηκε εγκαταλειμμένο. Είδε το μεγάλο λουκέτο στην πόρτα του.
Κοντοστάθηκε για μια στιγμή μπροστά του. Ο επαναληπτικός ήχος ξανακούστηκε. Έπρεπε να διαλέξει. Ξεφύσησε και πήρε το μεσαίο δρομάκι. Υπήρχαν τάφοι δεξιά και αριστερά. Το κτίσμα πλησίαζε ολοένα, στα 10-15 μέτρα, γεμίζοντας σταδιακά το πεδίο όρασης.
Στα 5 μέτρα περίπου, πρόσεξε κάτι στα αριστερά του. Ήταν ένας θρηνών άγγελος, ένα άγαλμα, πλάι σε ένα τάφο. Το όνομα ήταν δυσανάγνωστο. Υπήρχαν όμως δύο επιγραφές, τις οποίες φανέρωνε μια δέσμη φεγγαρόφωτου που κατάφερνε –μόνο εκεί- να διατρυπήσει τα πανύψηλα δέντρα: «Η ζωή έξω μας είναι ένα τρόπαιο άπαρτο, ένα πρόσωπο άτονο… χωρίς τη ζωή μέσα μας». Δίπλα, στα δεξιά του θρηνώντα αγγέλου, ήταν ένα δεύτερο. «Ο ύπνος μικρός θάνατος, ο θάνατος μεγάλος ύπνος ή αιώνιος λήθαργος».
Σηκώθηκε, κοιτώντας ακόμη αποσβολωμένος προς τα μπροστά. Ξαφνικά, στο κοιμητήριο έπιασε αέρας. Σαρωτικές ριπές εναλλάσσονταν με στιγμές άπνοιας. Κοίταξε μπροστά.
Τώρα έβλεπε καθαρά. Το πέτρινο κτίσμα μπροστά του ήταν θόλος. Ταφικός θόλος. Επίσης, η κύρια πόρτα του θόλου ήταν ανοιχτή…
6.
Όσο πλησίαζε στο θόλο σιωπηρά, με απόλυτα υπολογισμένα βήματα, στο μυαλό του έτρεχαν με ταχύτητα ιλιγγιώδη όσα σχετικά είχε ποτέ διαβάσει ή ακούσει. Κατάφερε τελικά να εξορύξει από το «παλάτι του νου» δυο πράγματα στην επιφάνεια: ένας θόλος είναι ένα κτίσμα που καλύπτει ένα φέρετρο. Ένας θόλος περιέχει «θήκες» που ονομάζονται κρύπτες, όπου βρίσκονται τα πτώματα. Τίποτα άλλο.
Είχε φτάσει στα 3 μέτρα, όταν αποφάσισε να ανοίξει το φακό του κινητού. Πάνω στο υποκίτρινο κτίσμα είδε κάτι γραμμένο: FAMILIA CONSTANTINO BULLONI. O αέρας σταμάτησε για μια στιγμή. Ο ήχος που φαινόταν να έρχεται από μέσα συνεχιζόταν αδιάλλειπτα, ρυθμικά. Το πήρε απόφαση: πλησίασε στην πόρτα και φώτισε μέσα. Στο αριστερό μέρος, είδε τις κρύπτες με ονόματα πάνω τους: Nicola, Eva, Di…
Μια ριπή αέρα ακούστηκε και η πόρτα κλείστηκε μπροστά του. Μέσα στην ένταση της στιγμής, είδε ένα πίσω πορτάκι πέρα μπροστά του, εκεί που κατέληγε το δεξί δρομάκι. Έτρεξε σαν να’ τρεχε για τη ζωή του. Δεν ξανακοίταξε πίσω. Συνέχισε να τρέχει μέχρι που βρήκε το αμάξι του, μπήκε μέσα και έφυγε με θηριώδες μαρσάρισμα και τρίξιμο των ελαστικών.
7.
Όταν έφτασε σπίτι, ήταν σα να είχε βρεθεί σε ένα άλλο, βαθύτερο μέρος της ψυχής του. Η πολυκατοικία που οι καθημερινές λεοντές διαβιούσαν είχε γκρεμιστεί. Τα θεμέλιά της είχαν διασαλευτεί ανεπίστροφα.
Έψαξε στο Διαδίκτυο και βρήκε την ιστορία ενός Ιταλού με ευγενή καταγωγή από Μαικήνα της ιταλικής Αναγέννησης. Ο Κωνσταντίνος Μπουλόνι, ελληνιστής, είχε παντρευτεί την Εύα Ασίκη, μετανάστρια από την Ελλάδα, που είχε φύγει για την Ιταλία, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης, αμέσως μετά την πτώση της φασιστικής δικτατορίας και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έκαναν δύο παιδιά, την Ειρήνη και το Διονύση. Ο τελευταίος πέθανε στην Ελλάδα το έτος 2020, σε ηλικία 75 ετών.
Ο Βασίλης σκέφτηκε όλα τα γεγονότα της νύχτας. Ο πέτρινος θόλος, οι τάφοι, τα αγάλματα, οι θρηνώντες άγγελοι. Ξημέρωνε 31 Οκτωβρίου, Μέρα των Νεκρών για τους σύγχρονους Καθολικούς. Και σαν κάποιος να του είχε πει τα τελευταία του λόγια…

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου