ΤΡΕΙΣ ΦΥΛΕΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ (Του Χριστόφορου Τριάντη)

ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΟΓΡΑΦΟΙ
Για τους μεγαλοποιητές και τους «καταξιωμένους» συγγραφείς της μικρής μεγάλης μας οικουμένης, έρχεται και μια σημαντική δικαίωση, πιο προσοδοφόρα, από αυτές των πολλαπλών εκδόσεων και των κρατικών επιχορηγήσεων, γίνονται μεγάλοι διδάσκαλοι. Είναι λογικό (και δόκιμο) να προσθέσω στη συλλογή των λογοτεχνικών αποφθεγμάτων και ένα καινούργιο αφορισμό: οι μέτριοι ποιητές και συγγραφείς γίνονται δημιουργιογράφοι. Νεολογισμός, είναι αυτή η αποφθεγματική φράση θα μπορούσε να πει κάποιος, όχι δεν είναι, είναι μία –ακόμη- περιγραφή της λογοτεχνικής πραγματικότητας, της μετα- λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Και αφού καθημερινά πλήθη μειράκιων και άλλα ηλικιακά πλήθη (η δόξα δεν γνωρίζει ηλικίες, όπως κι ο έρωτας) επιθυμούν την λογοτεχνική τους εξέλιξη, εμφανίζονται ως σωτήρες οι διδάσκαλοι της γραφής, οι περίφημοι δημιουργιογράφοι. Οι ίδιοι πέρασαν επιτυχώς από τα καλούπια και την δυσκολία της γραφής και αφού έμαθαν τα μυστικά της και τα κοινώνησαν (τι ωραία λέξη για μάρτυρες λογοτέχνες) αποφάσισαν να τα κοινοποιήσουν και στους άλλους, στον λαό. Ίσως βρεθεί μες από το πλήθος ο άξιος ή οι άξιοι που θα εξακοντίσουν τις λέξεις στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού ή περίπου στο κέντρο του ήλιου (δίνονται οδηγίες και για θέματα αστρονομίας).
Αλλά επειδή πίσω από κάθε μεγαλεπήβολο σχέδιο, δεν κρύβεται ο δαίμων της ακύρωσης, αλλά το αμείλικτο ερώτημα: ποιος ωφελείται, έρχεται –σαφώς- και η απάντηση, χωρίς πολλές φιοριτούρες και κολασμούς. Λοιπόν, ωφελούνται (τι μίζερη λέξη) οι μεγαλοποιητές και οι εκδότες (γενικά και καθαρά). Οι «μεγάλοι λογοτέχνες» είδαν ή πληροφορήθηκαν ότι μπορούν να βγάλουν μπόλικα χρήματα και να πουλήσουνε μούρη, στυλ και κανένα βιβλίο στους νεόκοπους– πολυπληθείς μαθητές (τους δόκιμους λογοτέχνες). Και πιάσανε δουλειά. Βέβαια, πολλές φορές γίνονται και αξιαγάπητοι εφαψίες με την θέληση των δοκίμων μαθητών και μαθητριών τους. Όλα απαιτούν θυσίες και σωματικές, πέρα από τις πνευματικές. Το σωματικό φρέαρ (εκτός το φρέαρ του πνεύματος) προφέρει μεγάλες απολαύσεις. Το πνεύμα περνά πρώτα μέσα από τις επιδείξεις του σώματος και μετά από τις λέξεις. Και επειδή ο χρόνος βαραίνει τις πλάτες, οι δημιουργιογράφοι ποιητές-λογοτέχνες εφηύραν τα φροντιστήρια. Αυτά τα ευαγή ιδρύματα (και τα προσφερόμενα μαθήματα) συνδέονται νοερώς με τις πηγές και των πυγές της γνώσης και της σάρκας.
Οι «δημιουργίες», όμως κρίνονται από το πνευματικό αποτέλεσμα και την αντίστοιχη παραγωγή. Και να οι ανθολογίες, να τα βιβλιαράκια των δοκίμων, φιγουράρουν στα μίντια και τα υπομίντια (κι είναι πολλά). Δεν είναι λίγο να γυρνοβολάς (να περιφέρεις είναι καλύτερη λέξη) τις τρίχες και τις λέξεις σου, από εδώ και από εκεί, με την σφραγίδα των μεγάλων δημιουργιογράφων-δασκάλων. Ό,τι χασούρα έχεις σε υγρά και φράγκα, αναπληρώνεται από τα μαθήματα και την παραγωγή. Επιτέλους, πήρες τα πνευματικά πιστοποιητικά. Δίδονται αρκετά στα εργαστήρια της δημιουργικής γραφής, τυπωμένα με ανεξίτηλο μελάνι και επικυρωμένα με τις υπογραφές των μεντόρων, για να μην εγείρονται τυχόν ακαδημαϊκές ή άλλες –φιλικές- αμφισβητήσεις. Οι συγγράφεις και οι ποιητές έχουν και τις σχολές τους. Ο μεγάλος δημιουργιογράφος εγγυάται την επιτυχία του νεοσσού, του pullus, κατά τη λατινική γλώσσα (μην ξεχάσουμε και τις κλασικές σπουδές). Δεν υπάρχει κάτι άλλο να προσθέσεις στο πανηγύρι της δημιουργικής γραφής, γενναίο κομμάτι της νεωτερικής λογοτεχνικής μας ζωής.
ΟΙ ΠΑΡΕΝΔΥΣΙΟΓΡΑΦΟΙ
Αλλά κυρίες και κύριοι, αγαπητοί αναγνώστες, οι φυλές της λογοτεχνίας δεν έχουν τέλος. Μιλάμε (και γράφουμε πάντα) για την αναγνωρισμένη, την ελληνική μετα-λογοτεχνία, που κυριαρχεί και φτιάχνει μανιέρες και σχολές με το επίθετο δημιουργικές και κατά κάποιον τρόπο παραπληρωματικές και –δοξαστικά- αντίπαλες (επειδή τυχαίνει να είναι αρκετές και σε κοντινή απόσταση εννοείται). Όλες όμως, συγκλίνουν στην εκδοτική πίτα και στο φιλοθεάμον κοινό, το ανύπαρκτο κοινό στην ουσία (αυξάνεται τα καλοκαίρια, μαζί με την θερμοκρασία). Η φυλή αυτή που θα περιγράψω (όσο γίνεται) έχει δύο στοιχεία, αυτοαναφορικά : είναι οι λεγόμενοι παρενδυσιογράφοι και οι παρενδυσιολόγοι. Γέμισε το λογοτεχνικό σαλόνι. Και προστίθενται κι άλλοι συνώνυμοι περί των ιδεών και των στάσεων, οσμιζόμενοι δόξα και χρήμα. Δυστυχώς δεν έχουν καμιά σχέση με τον Καλιγούλα, τον αφέτη της παρενδυσίας.
Οι Έλληνες παρενδυσιογράφοι είναι τολμητίες και όλες τις ώρες δημιουργούν και γράφουν μαχητικά για τις εκφάνσεις ετούτες. Και είναι σημαντικό να φέρνουν τη ωραία τους μασκαρεμένη ποιότητα, ως πρωταρχικό στοιχείο της γραφής και της ζωής, αλλά έχουν και την ικανότητα και την ζέση να επηρεάζουν πολλούς με τις λογοτεχνικά ορθές τους απόψεις και θέσεις. Είναι της μόδας. Ευτυχώς απέχουν από τις κρυφές παρενδυσιακές αναφορές του Τόμας Μαν στον «Θάνατο στη Βενετία», αλλά τις πλησιάζουν αρκετά και φανερά. Η παρενδυσία είναι ουσιαστικό σημαίνον, γιατί επιτρέπει να αναρριχάσαι σε όλα τα πεδία, πόσο μάλλον στο λογοτεχνικό πεδίο, που εκ φύσεως είναι πιο ελεύθερο και πιο ανοιχτό σε τέτοιες ωραίες στιλιστικές ιδιότητες . Και έτσι σχηματίζεται μια οργανωμένη ομήγυρη που αυτοπροβάλλεται στις γραμμές και στις σελίδες, μην αφήνοντας χώρο για άλλους υποδεέστερους ή «αρνησιοπαρενδυτές». Πρέπει να περάσεις από αυτόν τον Ρουβικώνα (είναι και της επαναστατικής μόδας η λέξη, μην ξεχνιόμαστε) για να ξετυλίξετε τα ταλέντα και τα τάλαντά σας. Αλλιώς μην περιμένετε διάκριση, δόξα και προσοχή. Ο Καλιγούλας θα έβαζε τα γέλια. Από την άλλη είναι μια διέξοδος της υπέρμετρης ευαισθησίας των λογοτεχνών και έτσι πρέπει να την αντιμετωπίζουμε και όχι κάπως αλλιώς. Προχωράμε λοιπόν, με τις σημασίες της παρενδσυσιολογίας και παρενδυσιοογραφής που a priori προεξοφλούν τα μεγάλα δημιουργήματα. Οι αποκλεισμένοι τώρα είναι από την αντίθετη μεριά, και τελικά οι χαμένοι γίνονται μνησίκακοι και φθονεροί, αφήνουν τον χώρο ελεύθερο στους παρενδυσιολόγους. Μα καλά θα μπορούσε να πει κάποιος γιατί τόση αναφορά κάτι τέτοιο δείχνει ένα μίσος και μια μόνιμη μεμψιμοιρία από μέρους του γράφοντος. Αλήθειες είναι αυτά, όμως χρειάζεται και η ωραία υπενθύμιση «γράψε κάτι που δεν μπορείς να το πεις αλλού». Στο κάτω κάτω η ελληνική γλώσσα είναι μεγάλη από την ώρα που δίνει τη δυνατότητα να δημιουργείς νέες λέξεις και νέες αρνήσεις. Οι αρνήσεις δεν αντιπροσωπεύουν την δημιουργία. Αλλά κανένα μεγάλο δημιούργημα δεν γεννήθηκε στηριγμένο πάνω στις αλλαγές των ρούχων και των εσωρούχων. Ό,τι μας στιγματίζει εσωτερικά και εξωτερικά δεν χρειάζεται να γίνεται λογοτεχνία, τα βιώματα δεν χρειάζεται να είναι «καθαρά» και κυρίως δεν χρειάζεται να διαφημίζονται ως τα μέγιστα κατορθώματα του ανθρώπινου είδους. Άλλο να σου αρέσει ο χορός και άλλο να σου αρέσουν οι χορευτές (και οι χορεύτριες), υπάρχει μια διλημματική αξιωματική φράση σε αυτό, που δεν αλλάζει.
ΟΙ ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΙΟΓΡΑΦΟΙ
Εδώ η λέξη δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με ποιητές και συγγραφείς, αλλά και με το πολυθρύλητο κοινό, τους περιλάλητους και πολλούς αναγνώστες. Πόσες φορές θα γράφει αυτή η λέξη στη μικρή μας οικουμένη, σε κάθε ψηφιακό και μη δίαυλο, σε ιστολόγια, σε κοινωνικά ηλεκτρονικά δίκτυα σε προφίλ, σε καφωδεία, σε ζυθεστιατόρια, σε περγαμηνές (όχι τις παλιές, τις νέες, τις πιο εξελιγμένες), σε δάση και παραλίες (εκεί κι αν ακούγεται, ειπώνεται, εντυπώνεται και τυπώνεται), ταιριάζει και στις κυματογραφίες. Είναι όμως και ευχή προφορική. Κατά τις παρουσιάσεις των βιβλίων οι παρακολουθούντες, φίλοι, αντιφίλοι, συνδρομητές και δημοσιολογούντες, δεν έχουν –παρά μια μόνο λέξη στο στόμα τους: καλοτάξιδο. Ανάθεμα, αν οι μισοί θα ανοίξουν την ποιητική συλλογή ή το μυθιστόρημα (κάτω από τον ήλιο και τα πλούσια εδέσματα). Έμαθαν μια καταραμένη λέξη και την περιφέρουν σελίδα - σελίδα, λες και ανακάλυψαν το ύψος και το βάθος της ποιητικής δημιουργίας κι όχι μόνο.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κοινοτοπία στον παραγόμενο και «εκστομιζομένο» λόγο απ’ αυτήν την λέξη. Σε λίγο θα τη δούμε να φιγουράρει σε διαφημίσεις, σε αγορές οπλικών συστημάτων, σε προεκλογικές συγκεντρώσεις και φυσικά στις πανελλήνιες εξετάσεις. Τα αντικείμενα του πόθου, προφέρουν, με χαμόγελο και γερές δόσεις ματαιοδοξίας, την φράση και τη φοράνε αμέσως στο μέτωπο και στο εξώφυλλο του βιβλίου (αν μπορούσαν θα την έγραφαν και στις υπόλοιπες σελίδες). Άμα βρεθεί κάποιος και πει ότι δεν θέλει να ακούσει αυτήν την λέξη σε παρουσίαση βιβλίου, σε βιβλιογραφική ανακοίνωση, έχει αυτομάτως ακυρώσει το λογοτεχνικό κοινότοπο σύμπαν. Ας προσφέρει καλύτερα το βιβλίο του μέσα σε καμία πιτσαρία, από το να ταξιδεύει στα πέλαγα της δημιουργίας και των μικροαστικών παραδείσων.
Και τι σημαίνει καλοτάξιδο; Να πουλήσει (είναι εμπόρευμα το βιβλίο πώς να το κάνουμε) καμιά πεντακοσαριά αντίτυπα και ο εκδότης να βγάλει κανένα φράγκο, για να μην αναγκάσει τον συγγραφέα να πληρώσει κάτι παραπάνω για την χασούρα που θα έχει ο ίδιος από τις «καλοταξιδεμένες» λέξεις. Δεν μας είπαν οι πολυταξιδεμένοι δημιουργοί ποιος είναι ο προορισμός του βιβλίου τους, πού πάει ή προς τα πού έχει τελικό σταθμό. Είναι απαραίτητο, για να μη άγχονται όλοι τούτοι που κουνάνε τα μαντήλια και μέσα τους εύχονται (από φθόνο) να μην κάνει ούτε ένα βηματάκι το καημένο το βιβλίο, να μη φτάσει ούτε έξω από τον προβλήτα. Στο μέλλον, (οι προφητείες επιτρέπονται) βλέπω να διανθίζεται και με άλλες εκφράσεις «το καλοτάξιδο». Θα υπάρξει κι η δυνατότητα να προστεθούν τα απαραίτητα του ταξιδιού: οδοντόβουρτσες, αλλαξιές εσωρούχων, κάποια πουκάμισα, πετσέτες, και ίσως και μερικά ζευγάρια υποδημάτων. Ο προφήτης–αναγνώστης μπορεί να παραβάλλει και άλλες παραμέτρους που αντιπροσωπεύουν την λογοτεχνική σωτηρία.
Ποιητά, συγγραφέα, πάρε και κανένα σωσίβιο μαζί σου για την θάλασσα. Όταν το βιβλίο ταξιδεύει στη στεριά, τότε πάρε μαζί ρεζέρβες (για τα αυτοκίνητα) και σιδερένιες ράγες (για τα τρένα), για να συμπληρώνεις τις ανατιναγμένες σιδηρογραμμές και στην πλάτη σου, κουβάλα τα υλικά γεφυροποιίας. Ξέρεις πόσες γέφυρες θα βρεις ανατιναγμένες ή κατεστραμμένες από τα καιρικά φαινόμενα και τους δαίμονες της γραφής, πολλές. Μετά από αυτές τις επισημάνσεις, οι καλοταξιδιογράφοι θα αναγκαστούν να σκεφτούν την καταραμένη κοινοτοπία τους και να την αντικαταστήσουν, με κάποια άλλη αντιταξιδιωτική. Θα κερδίσουν χρόνο και χρήμα.

Σχόλια