Στον Λευκό τον Πύργο, πήρα τα φιλιά της (δις) (Του Μπαχά Ιωάννη)

Είχα πολλά αφεντικά στη διάρκεια του βίου μου. Ανίκανους, αδιάφορους, εκδικητικούς, φθονερούς, μνησίκακους, δύστροπους με διάθεση ειρωνική, σαρκαστική αλλά και δολοφονική. Ο τελευταίος, και σίγουρα πλέον ο μοναδικός στην αιωνιότητα, είναι ο Εωσφόρος. Είναι αδιαμφισβήτητα ο χειρότερος. Μπορεί η Κόλαση να λειτουργεί άψογα και να βασανίζονται όσο πρέπει οι κολασμένοι, όμως εμείς τα στελέχη, οι αξιωματικοί, οι υπαξιωματικοί αλλά και το πολιτικό προσωπικό (ναι, υπάρχει τέτοιο με συμβάσεις ορισμένου χρόνου) μουρμουρίζουμε αιώνια για τις φρικτές μορφές που παίρνει η εκδικητικότητα του Πατερούλη μας και το σατανικό του χιούμορ που δεν κάνει διακρίσεις σε ανθρώπους και δαίμονες.
Πολλές φορές είδα να βασανίζονται το ίδιο άκαρδα οι μέχρι πρότινος βασανιστές που υπέπεσαν σε κάποιο παράπτωμα, συνήθως από συμπάθεια ή οίκτο προς τους ανθρώπους, με τρόπους απίθανους και συγκλονιστικούς και από τους καυτούς σταλαγμίτες έσταζε το τρομακτικό γέλιο του Απόλυτου Κακού. Υπήρξαν όμως και φορές που η θέα ενός δαίμονα που η λάγνα ουρά του προσπαθούσε να τον διακορεύσει ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό θέαμα για τον Σατανά που εμπνεύστηκε και το βασανιστήριο. Και τότε, ντρέπομαι που το λέω, γελούσαμε και εμείς, οι δαίμονες υπηρεσίας.
Την κακία του γνώρισα ακριβώς τότε που πίστεψα πως ήταν ικανός για φιλία και αγάπη. Είχα να πάρω άδεια από τον ελληνικό εμφύλιο, όταν ανέβηκα από την πύλη στο ακρωτήριο Ταίναρο για να λουστώ επί μήνες στο αίμα των θυμάτων του αδελφοκτόνου πολέμου των Ελλήνων. Προκάλεσα απίστευτο πόνο, δάκρυ και φρίκη αλλάζοντας μορφές και στρατόπεδα ενώ και κάποιες φορές διασκέδασα αφάνταστα όταν εμφανιζόμουν με την τραγίσια μου μορφή στους αποκτηνωμένους εχθρούς και γούρλωναν τα μάτια τους. Τι εποχές!!! Βγήκα στην αναφορά και ζήτησα άδεια. Οι όροι ήταν πάντοτε οι ίδιοι: ο Βεελζεβούλ σε έστελνε όπου ήθελε, για όσο καιρό ήθελε και φυσικά έβαζε την ουρά του όπου του ήταν ευχάριστο.
Την ήξερα την πόλη, θυμόμουν με αγαλλίαση (παλαιότερη άδεια) αυτόν τον ξεπλυμένο τώρα πύργο που κάποτε έσταζε αίμα και μυαλά Ελλήνων όταν ο Τούρκος υπηρετούσε στην πόλη τον Διάβολο. Εμφανίστηκα μπροστά στην κλειστή πύλη (έγραφε πως είχαν απεργία οι αρχαιοφύλακες). Πολύς κόσμος ήταν μαζεμένος μπροστά στον Πύργο. Για μια στιγμή ξεγελάστηκα πως περίμεναν κάποια δημόσια εκτέλεση. Σύντομα κατάλαβα πως ήταν κάποιου είδους διαδήλωση. Ανάμεσα τους κάποιοι ντυμένοι σχεδόν σαν και μένα, με μαύρα ρούχα, άπλυτοι και με μακριά μαλλιά σε κότσο, καλόγεροι από το άγιο όρος (έχει και εκεί πύλη για τον Άδη).
“Όχι στο εμβόλιο των Εβραίων”
“Χριστιανοί, μη δέχεστε το τρύπημα του Διαβόλου”
“Σου βάζουν το χτικιό, μην το δεχθείς”
“Ορθοδοξία ή Θάνατος”
“Όχι στα έργα του Διαβόλου” “Στον Άδη, στον Άδη οι φίλοι του Λιγνάδη”
Τεράστιες ταμπέλες, μαζί με ελληνικές σημαίες, ξύλινους σταυρούς, βυζαντινά λάβαρα και άνθρωποι όλων των ηλικιών σε έξαλλη κατάσταση που φώναζαν απίστευτες βρισιές και κατάρες μάλλον στους άλλους Θεσσαλονικείς που έκαναν εμβόλια, που δεν πήγαιναν εκκλησία, που κοιμόταν με άνδρες, που δεν ήταν Έλληνες χριστιανοί. Σκέφτηκα πως και αυτή τη φορά ο Βεελζεβούλ με έστειλε σε μια αδελφοκτόνο σύρραξη που θα με αποζημίωνε με το αίμα και τον πόνο που έσερνε. Όμως, από κάποια πολεμίστρα του Λευκού Πύργου, σίγουρα γελούσε αφού με άφησε με τη δαιμονική μου εμφάνιση ανάμεσα στο πλήθος πράγμα που είχα μόλις συνειδητοποιήσει.
“Νάτος, χριστιανοί ο Εξαποδώς, βρωμερός (εγώ;), έκφυλος και λάγνος (ναι, είχα κάποια διέγερση από το φιλοπόλεμο πάθος γύρω μου), μαύρος και κερατάς”, ούρλιαξε ο ρασοφόρος με μάτια που πέταγαν σπίθες και στόμα που έμμεσε αφρούς. Έπιασα με το χέρι τα κέρατα και την ουρά μου, ενώ προσπάθησα να κρύψω τη γύμνια μου. Χωρίς χέρια να αμυνθώ, έφαγα ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι με τη μαγκούρα ενός θεόχοντρου τύπου με περικεφαλαία και πανοπλία, ενώ την ίδια ώρα μια καταιγίδα από κλωτσιές και μπουνιές έπεσε πάνω μου. Κάποιοι τράβηξαν τις τρίχες μου προκαλώντας μου απίστευτο πόνο. Μπορούσες τουλάχιστον να με εμφανίσεις σαν καλόγερο, σκέφτηκα. Το μένος των ελληναράδων ήταν τόσο μεγάλο που σε λίγο δεν ήξεραν ποιόν χτυπούσαν και χώθηκα ανάμεσα στα πόδια τους για να ξεφύγω ματωμένος και με μώλωπες παντού. Τύλιξα γύρω μου μια βυζαντινή σημαία και κρύφτηκα απέναντι στο πάρκο.
Δεν ήταν και η καλύτερη σκέψη μου αλλά το κουνημένο από τις μπουνιές μυαλό μου, δεν ήταν σε θέση για πιο έξυπνες λύσεις. Δύο μοτοσυκλέτες με αστυνόμους σταμάτησαν μπροστά μου και έριξαν τους φακούς τους πάνω μου. Και εγώ με έβρισκα πολύ ύποπτο με μια αφύσικη στύση, ένα βρωμερό τρίχωμα και μια αποκρουστική τραγίσια μυρωδιά.
“Διάολε, αυτός βρωμάει σαν την Κόλαση (λάθος δεν βρωμάει η Κόλαση)” είπε ο ένας από αυτούς.
“Φίλε το γκλομπ του είναι πιο μεγάλο από τα δικά μας. Αυτό και αν είναι όπλο!!!”
“Αυτός είναι που ξεβρακώνεται μπροστά στα κοριτσάκια”
Ας με έντυνες Διάολε, τουλάχιστον. Αυτή τη φορά το ξύλο ήταν στοχευμένο και αν δεν ήμουν σίγουρος για την αθανασία μου, θα πίστευα πως θα πέθαινα. Αλλά ας είναι καλά ο Ασμοδαίος, δεν ήταν αυτό το τελευταίο του αστείο.
“Άστον τον φτωχοδιάβολο, αρκετό ξύλο έφαγε. Ειδοποίησε να τον παραλάβει περιπολικό και φεύγουμε έχουμε φόνο σε καφενείο στην Παπάφη”.
Έφυγαν και με άφησαν σίγουροι πως δεν θα μπορούσα να σηκωθώ τουλάχιστον μέχρι το πρωϊ. Σύρθηκα μέχρι την πιάτσα των ταξί. Μπορεί να ένοιωσα το ξύλο μέχρι το μεδούλι, αλλά η αθάνατη φύση μου άρχισε να σιάζει το σώμα μου, δυστυχώς όμως αν δεν έβρισκα γρήγορα ρούχα, η Κόλαση θα συνέχιζε να διασκεδάζει με τα ψιλά γράμματα της άδειας μου.
Πήρα ταξί για τον άλλο τόπο βασανιστηρίων που ήξερα, το Γεντί Κουλέ. Και από εκεί είχα υπέροχες αναμνήσεις.
“Που πηγαίνουμε κύριε;”
“Στο Γεντί Κουλέ”
………….
“Φθάσαμε, αλλά έχει διαδήλωση, θα σε αφήσω λίγο πιο πέρα από τον Πύργο”.
“Ποιόν Πύργο;”
Με άφησε μπροστά στην κλειστή πύλη (έγραφε πως είχαν απεργία οι αρχαιοφύλακες).
“Όχι στο εμβόλιο των Εβραίων”
“Χριστιανοί, μη δέχεστε το τρύπημα του Διαβόλου”
“Σου βάζουν το χτικιό, μην το δεχθείς”
“Ορθοδοξία ή Θάνατος”
“Όχι στα έργα του Διαβόλου”
“Στον Άδη, στον Άδη οι φίλοι του Λιγνάδη”
Πέρασα τρία χρόνια στη Θεσσαλονίκη, όσο κράτησε η καραντίνα για τον κορονοϊό. Τα μέτρα για την πανδημία απαγόερευαν τις εκδηλώσεις για τα καρναβάλια αλλά η πόλη ζούσε τις δικές της ατέρμονες καρναβαλικές παρελάσεις. Έκανα υπομονή, έτσι και αλλιώς κάθε μέρα είχε διαδήλωση για τα εμβόλια μπροστά στον Λευκό Πύργο και πάντα οι μπάτσοι δέρνουν έναν γυμνό άστεγο (και οι ταξιτζήδες σε πάνε όπου αυτοί θέλουν). Εγώ όμως δεν γνώρισα άλλους από αυτούς που με προϋπάντησαν την πρώτη και μοναδική μου μέρα. Πήρα ένα μάθημα από τον Λούσιφερ. Δεν ήταν άδεια, ήταν μετεκπαίδευση. Όταν γυρίσω στην Κόλαση, θα είμαι όσο κακός πρέπει ή όσο….. καλός γίνεται στη δουλειά μου. Ας είναι καλά η Θεσσαλονίκη και οι επανάληψη.

Σχόλια