Ο πάτερ Παΐσιος (Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου)

Χρόνια πολλά καλόγερος, οδηγός πνευματικός ανθρώπων πολλών, μορφή μεγάλη, άνθρωπος άγιος· κάποιο όμορφο ανοιξιάτικο δειλινό, μπαίνοντας μόνος στην εκκλησία τής Μονής, βλέπει στον σταυρό τού τέμπλου τον Ιησού γυμνό και σταυρωμένο.
Ολόγυμνο· όπως πράγματι ήτανε, διότι η σεμνοτυφία των αιώνων είναι λιγότερο ισχυρή από την αλήθεια. Σάρκινον· διότι διότι η σεμνοτυφία των αιώνων είναι λιγότερο ισχυρή από την αλήθεια. Σάρκινον· διότι έτρεχε αίμα από τις πληγές του. Πληγές που και ο ίδιος είχε προξενήσει κάποτε.
Έμεινε έτσι αποσβολωμένος, κοιτώντας το όμορφο κορμί που ριγούσε στο κρύο μαρτύριο. «Γιατί με κρατάς σταυρωμένον εδώ; Κρυώνω· έλα, πάρε με στην αγκαλιά σου». Ο καλόγερος σταυροκοπήθηκε πολλές φορές, τού λύθηκαν τα γόνατα, κόλλησε ταπεινά το μέτωπο στις πλάκες τού δαπέδου. «Ναι, εγώ μιλώ» μίλησε ο σταυρός.
Ο καλόγερος έφυγε τρέχοντας και χώθηκε στο κελί του, κι όλη τη νύχτα είχε δίπλα τού τον Εσταυρωμένο -γυμνόν και γήινον- που ζητούσε επίμονα να ζεσταθεί στην αγκαλιά του.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Την τρίτη, μπαίνοντας στην εκκλησία, βρήκε εκεί, ένα παλικάρι πανέμορφο. Έντρομος αρπάχτηκε απ’ το στασίδι του, έσκυψε κι άρχισε με συντριβή να λέει τις προσευχές του, κοιτώντας κρυφά, με δέος, μια τον σταυρό, μια το αγόρι: Ήσαν ίδιοι. Ήσαν απόλυτα ίδιοι.
Κανείς δεν είχε προσέξει, ανάμεσα στους προσκυνητές, αυτό το πλάσμα, μόνο του τώρα αντίκρυ στον σταυρό, που η σκιά του έδειχνε να το απειλεί βίαια.
Ο πάτερ Παΐσιος, αιστάνθηκε γλυκύτατη έλξη, λαχτάρα, να το τραβήξει πιο πέρα, οδηγώντας το απαλά από τον πάναγνο ισχνό τράχηλό του. «Κρυώνω· πάρε με στην αγκαλιά σου». Έφυγε σαν τρελός.
Όλη τη μέρα μαστιγώθηκε. Την επομένη νήστεψε και μαστιγώθηκε ξανά. Την τρίτη αυνανίστηκε. Έκτοτε εγκατέλειψε το μοναστήρι και ζει στην έρημο. Στην έρημο.Χωρίς τη συντροφιά κανενός.

Σχόλια