Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025
Το δεύτερο υπόγειο. (ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΩΤΗΡΕΛΛΟΣ)
Η πολυκατοικία-πόλη φιλοξενούσε τριάντα χιλιάδες κατοίκους. Οι όροφοι ήταν διανεμημένοι ταξικά, στο ρετιρέ διαβίωνε η άρχουσα τάξη, οι κυβερνήτες, οι επιχειρηματίες και οι μαφιόζοι. Όσο αυτοί κατέβαιναν τόσο μειωνόταν το εισόδημα μαζί με το κοινωνικό στάτους, εγώ έμενα κάπου στη μέση, πενήντα πόρτες μακριά από τον «Ψ» μου. Σε εκείνη τη συνεδρία μας, βλέποντας με στην κατάσταση που εμφανίστηκα η ερώτηση του ήταν εύλογη.
«Πάλι πήγες στο υπόγειο;»
«Ναι»
Του απάντησα.
«Αλλά στο δεύτερο».
Γούρλωσε τα μάτια του κοιτώντας με με απορία. Αν στο πρώτο υπόγειο υπήρχαν τα μπουρδέλα, οι κακόφημοι διάδρομοι και τα νταραβέρια το δεύτερο φιλοξενούσε ό,τι πλησιέστερο στην κόλαση. Τοξικομανείς τελευταίου σταδίου που εξέδιδαν τα κουφάρια τους, αρουραίοι, μπόχα και μολυσματικές ασθένειες. Κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν είχε πατήσει ποτέ το κουμπί του θεόρατου ανελκυστήρα με σκοπό να βρεθεί στον συγκεκριμένο προορισμό (αν και η πρόσβαση ήταν ελεύθερη η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν αδιαπραγμάτευτα οριοθετημένη).
«Πλήρωσα για σεξ με ένα ζωντανό πτώμα, τα δόντια του έλειπαν, το βλέμμα του ήταν απλανές και η ομιλία του αργόσυρτη, το σώμα του αποστεωμένο, γεμάτο πληγές και εξογκώματα».
Όλα αυτά του τα είπα ανέκφραστα, χωρίς συγκινησιακή χροιά, απόλυτα πεπεισμένος για την αποκτήνωση μου. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα στήριξε στο τραπέζι.
«Γιατί το έκανες;»
«Αυτό είναι το πρόβλημα, ό,τι δεν έχω καμία εξήγηση. Σε κάθε λάθος της ζωής μου, σε κάθε στραβοτιμονιά, σε κάθε αυτοκαταστροφική παρόρμηση είχα πάντα μια εξήγηση να δώσω, αλλά τώρα δεν έχω καμία. Δεν έχω καμία»
Ύψωσα τον τόνο της φωνής μου όχι από απόγνωση αλλά σαν να προσπαθούσα να με ακούσω όσο πιο δυνατά μπορούσα. Να συνειδητοποιήσω πως αυτή η φωνή του κτήνους ήταν δική μου. Όμως δεν μίλαγε το κτήνος, μίλαγα εγώ, μίλαγα για το κτήνος μέσα μου.
«Πιστεύεις πως χρειάζεσαι αγωγή;»
«Χρειάζομαι να ξεριζώσω τον δαίμονα μέσα μου»
«Για να το κάνεις πρέπει να τον βρεις πρώτα»
«Μα γι’ αυτό δεν είμαι εδώ;»
«Το λάθος που κάνεις είναι πως αφήνεις τους άλλους να σε ορίζουν»
«Τότε τι μας ορίζει;»
«Τα τραύματα μας»
Γύρισα στο δωμάτιο των εικοσιπέντε τετραγωνικών και κοίταξα έξω την άνυδρη στέπα, μετά την πυρηνική καταστροφή ό,τι είχαμε καταφέρει να διασώσουμε ήταν τα τομάρια μας, η αυταρέσκεια μας, οι εγωισμοί και οι ουλές μας, μα τις τελευταίες δεν τις ψηλαφίζαμε ποτέ, συμβιώναμε σε ένα καθεστώς άρνησης όχι απέναντι στους άλλους μας μα τους ίδιους μας του εαυτούς. Άλλοι το’ ρίχναν στο ποτό, άλλοι κούμπωναν Ζάναξ και άλλοι φούνταραν από τα μπαλκόνια τους. Κοίταξα τη γάτα μου και μου ανταπέδωσε το βλέμμα ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα της. Προσπάθησα να αφουγκραστώ λίγη από τη σοφία της, κάτι από την απαλλαγμένη από νευρώσεις αγνότητα της, μια υποψία συναισθηματικής ανεξαρτησίας που όριζε την ατόφια ευδαιμονία της. Πήγα στο κουζινάκι άνοιξα την κονσέρβα της και την τάισα…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου