«Οφείλω να ομολογήσω ότι έκανα λάθος κύριε Βλάχο, από κοντά μου φαίνεστε ιδιαίτερα συμπαθής. Ελάτε να σας δείξω κάτι» Κινείται προς ένα ετοιμόρωπο, σαρακοφαγωμένο τραπεζάκι και ανοίγει το λαπ τοπ που πάνω του φαντάζει σαν φουτουριστική συσκευή κάποιου μακρινού μέλλοντος. «Κοιτάξτε!» Μου λέει. Ανοίγωντας ένα βίντεο από το αρχείο του. Παρατηρώ τον Κασσιδώκωστα να εισέρχεται στο περιστύλιο της βουλής με έναν περίεργο βηματισμό. «Κουτσαίνει! Κάθε φορά που αλλάζει ο καιρός η σουβλιά από το παλιό του τράυμα επανεμφανίζεται, συνήθως τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτώβρη» Σπεύδει να με διαφωτίσει. Κλείνει τον υπολογιστή προτάσοντας την παλάμη του. «Δυστυχώς δεν μπορω να μείνω άλλο μαζί σας, σε δέκα λεπτά έχω Τζούντο. Ελπίζω να σας βοήθησα πάντως. Για ο,τι άλλο με χρειαστείτε μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου» Του ανταποδίδω την χειραψία κινούμενος προς την έξοδο. Οι πρώτες στάλες βροχής ταλαιπωρούν το γαριασμένο μπετό του αλλόκοτου συμπλέγματος. Νιώθω εκτός τόπου και χρόνου, βυθισμένος στην πλοκή ενός μετα-αποκαλυπτικού , δυστοπικού μυθιστορήματος. Και το χειρότερο, δεν διακρίνω καμία έξοδο από το τούνελ…
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο Πέμπτο
5
«Τον κύριο Ευθυμίου θα ήθελα»
«Ο ίδιος»
«Αστυνόμος Βλάχος, πήρα το τηλέφωνο σας από τον Δημήτρη Στεργίου»
«Του Ελεύθερου Βήματος;»
«Ακριβώς»
«Τι θα θέλατε κύριε Βλάχο;»
Πίσω από την επισημότητα της φωνής του μπορώ με ευκολία να διακρίνω το υπόστρωμα της ειρωνίας. Οπωσδήποτε αν δεν του ανέφερα τις συστάσεις του Στεργίου θα μου το είχε ήδη κλείσει στα μούτρα.
«Προίσταμαι των ερευνών για τις δύο πρόσφατες δολοφονίες των μελών της «Χρυσής Ρούνας», γνωρίζω ότι έχετε μελετήσει εμβριθώς το θέμα, ίσως μια συνάντηση να διευκόλυνε σημαντικά το έργο μου»
Η οποιαδήποτε προσπάθεια να κρατήσει τα προσχήματα πέφτει στο κενό καθώς υποδέχεται τα τελευταία λόγια μου με ένα παρατεταμένο, σαρδόνιο χαχάνισμα.
«Μα κύριε Βλάχο, νόμιζα ότι τα «παιδιά» ήταν δικά σας! Σίγουρα θα μπορούσατε να αποτανθείτε σε αρκετούς μέσα από το σώμα σας για να πάρετε τις πληροφορίες που χρειάζεστε»
Μου απαντάει αφού συνέρχεται.
«Θα σας απογοητεύσω κύριε Ευθυμίου αλλά προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν, επίσης βρίσκω το ύφος σας απαράδεκτο. Προσπαθώ να κάνω την δουλειά μου απευθυνόμενος σε κάποιον που γνωρίζει το ζήτημα και το μόνο που εισπράτω είναι μια απροκάλυπτη ειρωνία»
«Εντάξει κύριε Βλάχο, μη μου εξάπτεστε θα διαθέσω λίγο από τον πολύτιμο χρόνο μου για εσάς, μπορείτε να να με επισκεφτείτε στο διαμέρισμα μου. Προσφυγικά, τρίτο μπλοκ, όροφος τέταρτος»
Με πληροφορεί έπειτα από μια μικρή παύση και κλείνει το τηλέφωνο χωρίς περαιτέρω διευκρινήσεις.
*
«Σου το’πα. Ο άνθρωπος είναι βλαμμένος! Στα πενήντα έξι του επιμένει να ψηφίζει ΜΛ-ΚΚΕ και να μένει στα προσφυγικά. Τουλάχιστον πριν τον επισκεφτείς φρόντισε να έχεις κάνει όλα σου τα εμβόλια»
Τα λόγια του Στεργίου στριφογυρίζουν στο μυαλό μου καθώς αφήνω τη Γ.Α.Δ.Α για να διανύσω την απόσταση των εκατό μέτρων μέχρι τα προσφυγικά, προσσεγγίζοντας το σχεδόν ετοιμόροπο σύμπλεγμα αδυνατώ να πιστέψω ότι μέσα στις σκωροφαγωμένες κυψέλλες του ζουν άνθρωποι. Ακολουθώ τις οδηγίες του Ευθυμίου και φτάνω στο δεύτερο μπλοκ ανεβαίνοντας τα σκαλιά της τρίτης εισόδου με την αποφορά του κατουρλιού, της υγρασίας και του σάπιου τσιμέντου να μου χτυπάει τη μύτη. Κοντοστέκομαι στο κεφαλόσκαλο του τρίτου ορόφου χτυπώντας την πόρτα καθώς από πίσω της ξεπροβάλει ένας αρχοντικός άντρας ενδεδυμένος μια μπορντώ μεταξωτή ρόμπα με κεντημένα τα αρχικά του στο πέτο της. Δυσκολεύομαι να χωνέψω τον σουρεαλισμό της περίστασης.
«Παρακαλώ περάστε»
Με καλοσωρίζει φορώντας ένα χαμόγελο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα γρυλίσματα και τις ειρωνίες που μου είχε απευθύνει στο τηλέφωνο.
Είσερχομαι από το χολ σε μια κλειστοφοβική αίθουσα τους τοίχους τις οποίας καλύπτουν τρεις μεγάλες ντέξιον βιβλιοθήκες. Το βλέμμα μου πέφτει σε δυο ράφια που φιλοξενουν όλα σχεδόν τα τεύχη του περιοδικου της «Χρυσής Ρούνας». Από την σύσταση της μέχρι το σήμερα. Τα λόγια του Στεργίου δείχνουν να επαληθεύονται μέχρι κεραίας, δεν δείχνει απλά να έχει μελετήσει το θέμα, φαίνεται να έχει καταδυθεί μέχρι τον σκληρό πυρήνα του. Ένας φυσιοδύφης του εγχώριου ναζισμού και του φορέα που τον έχει οικειοποιηθεί με όλες τις τραγικές συνέπειες. Προς τι όμως αυτή η εμμονή αναρωτιέμαι, ενθυμούμενος τα λόγια του Στεργίου, ρίχνωντας μια ματια στο στάδιο της Λεωφόρου απέναντι.
«Καθίστε»
Μου λέει καθώς βολεύομαι σε έναν φθαρμένο καναπέ και εκείνος πιάνει θέση απέναντι μου. Από το χρυσοκέντητο πέτο της ρόμπας βγάζει μια σκαλιστή πίπα και αφού τη γεμίζει με μυρωδάτο χαρμάνι εισπνέει φιλήδονα τον καπνό.
«Λοιπόν, σε τι ακριβώς θα σας μπορούσα να φανώ χρήσιμος κύριε Βλάχο;»
«Πρόκειται για τις δύο πρόσφατες δολοφονίες των μελλών της «Χρυσής Ρούνας», προσπαθώ να διαλευκάνω την υπόθεση αλλά έχω βρεθεί προ αδιεξόδου. Τα θύματα ήταν χαμηλόβαθμα και η μόνη αξιοποιήσημη πληροφορία είναι ότι στην πρώτη περίπτωση o δολοφονηθείς είχε κατά το παρελθόν καλύψει τον Κασιδόκωστα σε μια υπόθεση σοβαρού τραυματισμού μετανάστη αναλαμβάνοντας την ευθύνη»
Χαμογελάει αδρά τοποθετώντας την πίπα στο στόμιο του σταχτοδοχείου.
«Γνωρίζεται ότι ο Κασιδώκωστας έχει σκοτώσει άνθρωπο»
Μένω άναυδος καθώς εξακολουθεί να με κοιτάει ατάραχος.
«Τι λέτε τώρα;»
«Πρόκειται για μια σκοτεινή και περίεργη υπόθεση. Πολύ πρωτού αυτά τα ρεμάλια δρασκελίσουν το περιστύλιο της βουλής είχαν τα λεγόμενα «τάγματα θανάτου». Ομάδες των δέκα με δεκαπέντε ατόμων που σεργιάνιζαν το κέντρο για να ξυλοφωρτώσουν αλλοδαπούς. Ο Κασιδόκωστας ήταν συνήθως επικεφαλής. Κάποια στιγμή έγινε μια συμπλοκή με Κούρδους στα Χαφτεία, ο Κασιδώκωστας πιάστηκε στα χέρια με έναν από αυτούς και πέσαν μαζί πάνω σε έναν παλιό πάγκο. Μια βέργα καρφώθηκε στο κεφάλι του θύματος και μια άλλη στο γόνατο του Κασιδώκωστα. Ήταν περισσότερο ατύχημα παρά δολοφονία για αυτό και οι αρχές έκλεισαν την υπόθεση βιαστικά χωρίς να απαγγελθούν κατηγορίες και προλάβει το περιστατικό να διαρρέυσει στον τύπο. Βλέπετε εκείνη την εποχή ο Κασιδόκωστας διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον διοικητή του Α.Τ Ομονοίας…»
Η ιδιαίτερη φιλία στην όποια είχε αναφερθεί και η σύντροφος του Δωματά περιγράφοντας το περιστατικό στο παλιό Εφετείο, η πληροφορία της έρχεται να επιβεβαιωθεί από το στόμα του πλεόν ειδικού.
«Μπάτσοι-ναζί το ίδιο μαγαζί»
Αναφωνώ αυθόρμητα προκαλώντας του μια στιγμίαια αμηχανία που τη διαδέχεται το ηχηρό γέλιο του.
«Νόμιζα ότι ήσασταν ένας από αυτούς»
Απόκρινεται χωρίς να χάσει την εύθυμη διάθεση του.
«Και τώρα;»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου