Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
Κεφάλαιο έκτο
Βγαίνω στην Αλεξάνδρας και κοντοστέκομαι στη στάση, δίπλα μου ακριβώς ένα ζευγαράκι αναπαριστά τη φωτογραφία της διαφήμισης του «Λάκη» ανταλάσσοντας παθιασμένα φιλιά, δυσκολεύομαι να συμμεριστώ την ευφορία τους, ίσως γιατί το συναισθηματικό μου καθεστώς βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της ερωτικής τους έξαψης, κάνω να κινήσω για το σπίτι αλλά η σκέψη μιας ακόμα λευκής νύχτας με βιομηχανοποιημένο σούσι και μια Αμερικανιά τρίτης διαλογής στην τηλεόραση κάνει τα βήματα μου ασήκωτα.
«Δεν ήξερα ότι οι μπάτσοι βγάινουν τα βράδια για ποτό»
Ο Στεργίου ανάβει ένα τσιγάρο και με κοιτάζει με τα θολά μάτια του που κρύβουν μέσα τους διάψευση και ματαίωση. Η παρουσία του στην μπάρα έρχεται να επαληθεύσει τις χειρότερες υποψίες μου, το “zero” άλλωστε είναι το μπάρ του, απλά έτρεφα κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι δεν θα συγκαταλεγόταν στις αποψινές επιλογές του.
«Δεν έχω όρεξη Στεργίου, αλήθεια τι έγινε η «μουνίτσα» που ζαχάρωνες προχθές;»
«Επικαλέστηκε κάποιο οικογενειακό πρόβλημα»
«Αυτό στο χωριό μου το λένε χυλόπιτα»
«Ε, ας πιούμε τότε να το γιορτάσουμε!»
«Πάντα βρίσκεις μια περίσταση για να μπεκρουλιάσεις, άντε εβίβα!»
Στην υποδοχή του ξενοδοχείου περιμένω πίσω από έναν μεσήλικα που αγκαζάρει μια πληθωρική αραπίνα, εκείνη φοράει πράσινο κολλητό σορτσάκι και βυσινή μπούστο, ο τουρλωτός πισινός της διαγράφεται μέσα από το μικροσκοπικό ένδυμα το οποίο αφήνει γυμνά τα εβένινα, χοντρά μπούτια της, προς στιγμήν το θέαμα με ερεθίζει όπως και η ιδέα ότι θα περάσει λίγα λεπτά αγοραίου απρόσωπου σεξ με έναν στραβοχυμένο ιθαγενή έναντι του ευτελέστερου αντιτίμου. Αν επιθυμώ βέβαια υπάρχουν αρκετές ομοεθνείς της στο πεζοδρόμιο απ’ έξω πρόθυμες να ικανοποιήσουν τις γενετήσιες ορμές μου. Όμως δεν έχω έρθει με αυτόν τον σκοπό. Το ξεκαθαρίζω στο ρεσεψιονίστ μετά τις πρώτες εισαγωγικές κουβέντες.
«Λυπάμαι κύριε, αλλά το ξενοδοχείο είναι μόνο ημιδιαμονής»
Βγάζω την αστυνομική ταυτότητα και την απιθώνω πάνω στον μαρμάρινο πάγκο. Διασκεδάζω προς στιγμήν με το αμήχανο βλέμμα του.
«Είμαστε καθαρή επιχείρηση, δεν παίρνουμε ποσοστά από τις κοπέλες, ούτε γνωρίζουμε αν είναι αδήλωτες»
«Δεν ήρθα να σου κάνω έλεγχο ρε τενεκέ! Το μόνο που θέλω είναι ένα δωμάτιο»
Ανασύρει από τις κυψέλες ένα κλειδί με βαρύ χάλκινο μπρελόκ και μου το προτάσει.
«Δωμάτιο 104, μόνο για έσας»
«Τι ώρα είναι το τσεκ άουτ»
«Μπορείτε να αποχωρήσετε όποτε το θελήσετε»
*
Η μυρωδιά της τσιγαρίλας και της φτηνής λεβάντας μου σπάει τη μύτη, αναμοχλεύεται με βογγητά απελπισμένου σεξ και φτηνής αρσενικής επιβεβαίωσης. Λίγα μέτρα από την αναρτημένη ψευδαίσθηση της καλπάζουσας ευημερίας η κόλαση παραμένει αμετακίνητη. Από το μακρόστενο παράθυρο παρατηρώ τους καχεκτικούς μετανάστες να περιφέρονται άσκοπα φορώντας φθαρμένα ρούχα και παραδοσιακές κελεμπίες. Είναι οι τρόφιμοι μιας ακήρυχτης Σπιναλόγκα που υποσκάπτουν τα πάθη και τις ακυρώσεις των ταλαιπωρημένων ντόπιων, αρχέτυπα τοτέμ γύρω από τα οποία η κάθε «Χρυσή Ρούνα» συσπειρώνει το ποίμνιο της.
«Έτσι μωρό μου χύνω, χύνω! Τελείωνε»
Η μεσοτοιχία θαρρείς ότι είναι φτιαγμένη από στιπόχαρτο. Στρίβω ένα τσιγάρο τοποθετώντας σχολαστικά τα γρομπαλάκια του «μαύρου» πάνω στον καπνό, βυθίζομαι στο μαξιλάρι νιώθοντας το γαριασμένο από την υγρασία ταβάνι να με πλακώνει. Μια βαθιά ρουφηξιά μου δίνει πρόσκαιρη ανακούφιση, η επόμενη με βυθίζει σε έναν γλυκό λήθαργο. Νιώθω να τυλίγομαι από παραισθήσεις. Άραγε το χτύπημα στην πόρτα είναι αληθινό; Και αυτός που σηκώνεται για να ανοίξει είμαι πράγματι εγώ; Γιατί στο κατώφλι αντικρίζω μια καλοσχηματισμένη, σκουρόδερμη καλονή που μοιάζει εκπληκτικά με την μνηστή του Αναγνώστου;
«Με συγχωρείς, αλλά δεν έχω λεφτά να πληρώσω για υπηρεσίες»
«Δεν είμαι πουτάνα»
Μου αποκρίνεται τυλίγοντας τα μακριά χέρια της γύρω από το λαιμό μου, ζυγώνει το πρόσωπο της και παραβιάζει τα χείλια μου με την γλώσσα της. Νιώθω τον ηλεκτρισμό να καταλαμβάνει όλο μου το σώμα. Οσμίζομαι καρυκεύματα και μέντα, βρεγμένο χώμα και κάρδαμο, αρώματα ανατολής και σκουριασμένα ντοκς.
«Μυρίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά θυμίζεις»
Πότε πρωτάκουσα αυτόν τον στίχο; Πότε ταξίδεψα για τελευταία φορά σε αχαρτογράφητα νερά και άγνωστους πόθους;
Διατρέχω τον σμιλεμένο μηρό της με τα ακροδάχτυλα φτάνοντας μέχρι την ακριβοθώρητη σχισμή της. Δύο μεμβράνες ενωμένες σαν κυρτές παλάμες που από πίσω φανερώνουν τον ήλιο σαν χαραμάδες μέσα σε κατασκότεινο κελί.
«Πρέπει να φέρεις το δικό σου φως μέσα στο σκοτάδι, κανείς δεν πρόκειται να το κάνει για σένα»
Ανασκαλεύω τα λόγια του ποιητή. Όλο το δωμάτιο λούζεται από ένα λευκό φως. Μια ακόμα τζούρα και το στρώμα μετατρέπεται σε ωκεανό. Τελικά το σακουλάκι που κατασχέσαμε από το δεκαπεντάχρονο τσογλανάκι ήταν πρώτης ποιότητας.
«Έτσι μωρό μου χύνω, έλααααα!»
Έρχεται ο βρυχυθμός της αδηλωτης πόρνης να διαπεράσει την μεσοτοιχία και να μου διαλύσει τις ψευδαισθήσεις. Στο πλευρό μου δεν υπάρχει καμιά καλλονή και το δωμάτιο είναι κατασκότεινο.
Νιώθω πιο μόνος από ποτέ…
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου