ΤΑ ΚΑΝΕΛΛΟΨΩΜΑ (ΚΑΙ Ο ΟΛΟΦΕΡΝΗΣ)- Του Χριστόφορου Τριάντη

Όλη αυτή την ιστορία θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις ως λειτουργία ή μάλλον λιτανεία του «εγώ», άνευ των θρησκευτικών συμβόλων, φυσικά. Οι συμβολισμοί πάντως υπάρχουν και θα επαναλαμβάνονται, πνευματικώς και τοξικώς.
Είχα επισκεφθεί το γραφείο της διεύθυνσης εκπαιδεύσεως για μια σχολική υπόθεση (ήμουν εκπαιδευτικός), αλλά περισσότερο για να δω την κυρία με την οποία ήμουν σε μια κατάσταση λανθάνουσας ερωτικής επιθυμίας. Η κυρία ήταν σαν άτυπη διευθύντρια στο γραφείο και είχε γύρω της και μερικούς πωγωνάτους μνηστήρες, που αποτελούσαν τους σωματοφύλακες (κυριολεκτικά) ή τους τροβαδούρους της, μένει να διευκρινιστεί γλωσσικά η μουσική αλληγορία, σ’ αυτό το σημείο.
Μόλις εισήλθα στον εργασιακό χώρο το κλίμα έγινε βαρύ, ασήκωτο, όπως θα γραφόταν και στα κοινότοπα λογοτεχνικά επεισόδια. Το γραφείο της κυρίας μετεβλήθη –αυτόματα- σε δωμάτιο βασανισμού ή χώρος εκτελέσεων αμερικάνικης φυλακής (εκεί έχεις πάντα το δικαίωμα για ένα τελευταίο γεύμα). Η κυρία, για να το γράψω καλύτερα, η αξιολάτρευτη κυρία, ξεκίνησε την εισήγησή της ή το λογύδριό της, προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της εργασιακής στιγμής και της δικής μου -φευ- παρουσίας.
Το πρόβλημα, το όποιο είχα αποκτήσει από τα φοιτητικά μου χρόνια ίσως και νωρίτερα, λόγω γονεϊκών καταβολών, ήρθε στην επιφάνεια. Μπροστά στην απορριπτική στάση με κατανικά η αίσθηση του γελοίου, καταλαμβάνει την ψυχή μου και διασπά την προσοχή μου στα τεκταινόμενα, για λίγο ή για πολύ ή στιγμιαία.
Να όμως που η αξιολάτρευτη, αντελήφθη διαισθητικά και μισανθρώπινα την αδυναμία μου ή την ασθένειά μου (με την έννοια της ήττας), επενέβη δυναμικά κι άρχισε να εκστομίζει, τρία, τέσσερα και παραπάνω «εγώ» στη σειρά, κατά την εισήγηση ή τις εισηγήσεις (ως πολυπράγμων άνθρωπος).
Μετρούσα –ευτυχώς- τα «εγώ» της κυρίας και παρατηρούσα τα βαμμένα μαύρα νύχια της που ανεβοκατέβαιναν σαν πελέκεις, κομματιάζοντάς την παρουσία μου και την νοερά ικεσία μου. Οι πωγωνάτοι μνηστήρες της ομήγυρης, αντιλαμβανόμενοι την αστάθειά μου, ένεκεν της ελαφράς ή της βαριάς προτίμησης μου, προς την κυρία, εισήλθαν στην αποτομή των ψυχικών μου αντιστάσεων, όσες τελικά είχαν απομείνει. Έλεος στους αδύναμους ερωτοχτυπημένους δεν υπάρχει.
Συνωμοσία κατά της ελάχιστης αθωότητας που μπορεί να έχει ένα, έστω γελοίο αίσθημα. Έπρεπε να φύγω ή να εξαφανιστώ μες στην απελπισία μου. Τα ικετευτικά βλέμματα προς την αξιολάτρευτη κυρία, δεν είχαν κανένα νόημα και κανένα αποτέλεσμα. Καλά τα έλεγε ο Νίτσε για τον έρωτα και το μίσος, αλλά δεν τον τίμησα, τον φιλόσοφο.
Το δεξί μαύρο νύχι του δείκτη, έπεσε ως τελειωτικός μηχανισμός καρατόμησης, επί της κεφαλής μου. Σαλώμη κανονική η κυρία, αλλά κεντροαριστερή στα πολιτικά «πιστεύω», όπως διατράνωνε με περηφάνια στις εργασιακές συνελεύσεις κι όχι μόνο. Και όλα αυτά τα θεωρούσα σοφές απόψεις από μια βαθιά πολιτικοποιημένη κι έξυπνη γυναίκα (θα γράψω άλλη φορά γι' αυτές τις απόψεις).
Η φυγή ήταν η μόνη ενδεικνυόμενη λύση, αλλά κάτι έπρεπε να κρατήσω ως ελάχιστη εκδίκηση απέναντι σε τέτοια χλεύη. Άφησα πάνω σ' ένα άδειο γραφείο κάτι νηστίσιμα κανελλόψωμα (ήταν και Σαρακοστή) που είχα φέρει ως δώρο στην συναδελφική - εργασιακή συγκέντρωση. Πήρα την αποτμηθείσα κεφαλή μου κι αποχώρησα από τον τόπο του μαρτυρίου με ένα αμήχανο μειδίαμα στο πρόσωπο κι ένα κομμάτι κανελλόψωμο στο στόμα. Φαίνεται ότι ως «εκτελεσθείς» είχα επιλέξει και το τελευταίο μου γεύμα: ένα νηστίσιμο κανελλόψωμο. Ήμουν ένας Ολοφέρνης από την αντίθετη. Δεν αποφεύγονται τελικά οι συμβολισμοί, προσιδιάζουν στις ερωτικές καταστάσεις, αλλά και τις γελοιοποιούν, διασώζοντας εκτός κάδρου τον καημένο, τον Ολοφέρνη κι εμένα (λογοτεχνικά πάντα).

Σχόλια