Παγωτό Σικάγο (Θηβαίος Απόστολος)

Άγριες οι νύχτες του Σικάγο. Μοναχικά μάστανγκ και κακόφημοι δρόμοι που παγώνουν. Αυτό είναι όλο και όλο. Μοιάζει να πέρασε καιρός μα τίποτε δεν έχει αλλάξει και όλα κυλούν προδομένα, σαν χειμαρρώδες μυθιστόρημα. Αυτό είναι όλο και όλο.
Έχει μονάχα ένα μήνα που ‘χει βγει καθαρός από εκεί μέσα και έχει την εντύπωση πως ποτέ δεν έλειψε από τούτη εδώ την πόλη. Κάθε μέρα το μέρος λιώνει μαζί με τόνους χιονιού, το Σικάγο στάζει από τα μπαλκόνια και τα έρκερ, σαν να βάζει τα κλάματα. Και όλο λιώνει κάθε μέρα εμπρός στα μάτια του. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα έχει να λέει πως κάποτε έζησε το χρονικό μιας πολιτείας που πεθαίνει. Ηλεκτροφωτισμένο Σικάγο στον πάτο του καλαθιού της ζωής. Μα όπως και να ‘χει, να που βρίσκεται εδώ με πεντακόσιες, κολλαριστές ευκαιρίες στην τσέπη του σακακιού του. Αυτό είναι όλο και όλο και δεν είναι καθόλου λίγο. Άναμπελ.
Τον πάνε τα βήματά του. Σε λίγο θα φτάσει. Πρώτα το συνεργείο, μια μάντρα δηλαδή με κάτι διαλυμένα Φορντ που αργοπεθαίνουν μαζί με το αλλοτινό, βιομηχανικό τους θαύμα. Κανείς δεν μοιάζει περισσότερο με την Αλίκη του βιβλίου από ό,τι τούτο το ξιπασμένο Σικάγο. Έπειτα η αυτοσχέδια χωματερή, ένας οπωρώνας και το σπίτι της Άναμπελ.
Στέκει στην απέναντι γωνιά και είναι βγαλμένος από το καλύτερο φιλμ νουάρ. Τον σκεπάζει τρυφερά μια γέρικη λεύκα με επίμονο φύλλωμα όταν το φως στο δωμάτιο ανάβει. Ξεχωρίζει την σιλουέτα της, πόσα λίγα έχουν αλλάξει, σχεδόν τίποτε. Είναι μια ζωγραφιά ουρλιάζει μέσα του. Κάτι τέτοιες ώρες μπορεί και στέλνει στο διάβολο όλα τα ρεύματα.
Εμπρός λοιπόν, ζωγράφοι βάλτε τα δυνατά σας και φτιάξτε μου τις γραμμές της Άναμπελ, καθώς βγάζει το φουστάνι της και όταν τεντώνει τον λαιμό της. Δείξτε μου τι μπορείτε να κάνετε. Μοναδικό σας επιχείρημα το γεγονός πως δεν μπορείτε να την αγαπήσετε με τόσο πόνο όσο εγώ.
Έχει να την σφίξει στην αγκαλιά του πέντε χρόνια τώρα. Δεν έχει το δικαίωμα να της πει, ξέρεις Άναμπελ, έχω στην άκρη ένα γερό κομπόδεμα, μπορούμε να ταξιδέψουμε, σε αγάπησα και μετάνιωσα. Επειδή αυτός δεν έχει ένα γερό κομπόδεμα, παρά μόνο πεντακόσια κολλαριστά στην τσέπη του σακακιού του και την ηλεκτρική κιθάρα του Luther Allison μες στην καρδιά του. Αυτός δεν έχει παρά ένα χαρτί που γράφει με κεφαλαία γράμματα «ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΗΚΕ», ένα γαλάζιο χαρτί με πολλές σφραγίδες και με έναν απολύτως ψεύτικο τίτλο. Αυτό έχει στα χέρια του. Και ίσως – μα δεν μπορεί να το μοιραστεί μαζί της αυτό – την ιδέα του Ρόνι, -όχι των ποιημάτων – που λέει πως με κατάλληλη προετοιμασία μπορούν να χτυπήσουν τα ταμεία της κοντινής παμπ. Κλείνει πάντα αργά, ο γέρος που την κρατά δεν θα είναι εμπόδιο. Τότε θα μπορείς να ισχυριστείς πως έχεις στα αλήθεια ένα γερό κομπόδεμα για να την κάνεις γυναίκα σου.
Ο ίσκιος της χορεύει ανάμεσα στα πράγματα της ζωής τους. Ξέρει για καθένα από αυτά ένα σωρό λεπτομέρειες. Το χαλασμένο πόμολο του συρταριού στην τουαλέτα της, το φωτιστικό που συνιστά μονάχα μια στείρα διακόσμηση με την σπασμένη του λάμπα που δεν επιδιορθώθηκε ποτέ, τον καθρέφτη με μια ρωγμή ίδια κλωστή απ ‘άκρη σε άκρη που κάνει τα πάντα να γερνούν. Ξέρει για τα σανίδια στο πάτωμα που τρίζουν αν κάνει ένα βήμα προς την μεριά της, τον ήχο της πόρτας που κλείνει πίσω της, τον ήχο που κάνει το άδειο της νύχτας εκεί μέσα, σαν φεύγει πικραμένη με κατακόκκινα μάτια και μια ιδέα αίμα στα χείλη της. Όλα τα ξέρει.
Μόνο το όνομα εκείνου που την επισκέπτεται δεν γνωρίζει. Ίσως να πρόκειται για κάποιον φίλο, κάποιον που της στάθηκε τις δύσκολες ώρες της μοναξιάς. Ίσως πάλι ο εραστής της, - πέντε χρόνια είναι πολύς καιρός κύριε να ξέρετε – που έχει αρχίσει να την αγαπά και που της φέρεται με τρυφερότητα. Όχι όπως εκείνος όταν μεθούσε και αρπαζόταν με τον κόσμο και τον εαυτό του. Τώρα είναι δυο οι σκιές, μπλεγμένες μεταξύ τους και ο κόσμος ζυγίζει σαν το μολύβι. Ένα γερό κομπόδεμα και έπειτα οι φρουροί στην πύλη, το πικρόχολο θα τα πούμε φίλε. Και πάλι η Άναμπελ που χορεύει στα χέρια του με άγριες φιγούρες.
Ο Ρόνι του είπε να προσέχει, πως δεν θέλει άλλα λάθη τώρα που πρόκειται να γίνει η δουλειά. Μα εκείνος ακούει στην καρδιά του τον Luther Allison και την θλιμμένη του κιθάρα σκαρφαλωμένη σε παράξενα τριημιτόνια, εκείνος ακούει την βουή του κύματος μέσα του που σηκώνεται. Εμπρός του ο ωκεανός και του λόγου του ένας απολύτως αποφασισμένος ναυαγός.
Κάνει δυο βήματα, διασχίζει τον δρόμο, ανοίγει την πόρτα που σαν να τον θυμάται γέρνει λιγωμένη από το άγγιγμά του, προχωρεί στον μικρό διάδρομο, ακούει που γελούν. Τελευταία ευκαιρία για να τον καταβροχθίσει η νύχτα μα δεν φαίνεται τίποτε να του παραστέκεται απόψε. Ας είναι, Άναμπελ και απομένουν οι δυο τους να κοιτάζονται και όλα τα πράγματα τους μιλούν γιατί τα δένει η κοινή τους ζωή.
Η ιστορία τελειώνει εκεί. Νομίζω πως θα θέλατε ο τύπος να είχε ορμήσει αγριεμένος μες στην κάμαρη, σκοτώνοντας την Κλυταιμνήστρα με τον εραστή της. Μα του λόγου του έχει υποσχεθεί στον Ρόνι πως δεν θα κάνει κανένα λάθος τώρα που η δουλειά είναι έτοιμη να τελειώσει. Χαμογελά πλατιά, θα της δώσει πεντακόσια κολλαριστά για μια νύχτα μαζί της, έτσι θα την πληγώσει περισσότερο. Αυτό είναι που συλλογιέται να κάνει, όλο και όλο. Μα σαν κάνει την κίνηση, ο εραστής που είναι υποψιασμένος και έχει ξαναβρεθεί σε παρόμοια δύσκολη θέση, τραβάει το περίστροφό του και πυροβολεί. Ο καθρέφτης σπάζει, ο κρότος τους γονατίζει. Μες στην καρδιά του ο Luther Allison τραγουδά μονάχα για αυτόν και τον φωνάζει. Τέρμα τώρα τα πεντακόσια κολαριστά δολάρια και ο Ρόνι και η δουλειά και το γερό κομπόδεμα και η Άναμπελ γυναίκα του. Ο εραστής δραπετεύει, η Άναμπελ κλαίει με αναφιλητά, ένα κοπάδι άγρια μάστανγκ τον παίρνουν μακριά μαζί τους.
«Τα κατάφερα κύριε φύλακα», ψελλίζει καθώς οι μαρκίζες στους δρόμους του κλείνουν το μάτι και όλα τα κορίτσια μένουν για πάντα νέα σε τούτη την αβάσταχτη την ερημιά δίχως την Αναμπελ"

Σχόλια